Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Παράδεισος καί γῆ εἶναι ἕνα! Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+)) Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+))

 


Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+))

Νά πίνει κανείς πνευματικά ἀπό ἕνα πρόσωπο, σημαίνει κοινωνία μαζί του. Νά πίνει πνευματικά ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει νά κοινωνεῖ μέ μία πηγή ἀτελεύτητης πνευματικῆς δύναμης, πού ἔκανε ἄφθαρτο καί τό σῶμα πού προσέλαβε καί τά σώματα ἐκείνων, πού κοινωνοῦν μαζί της. Τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει πνευματωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ θεωμένου πνεύματός του. Κι αὐτή ἡ πνευματοποιημένη κατάσταση τό πνευματώνει σέ τέτοιο βαθμό, πού δέν νοεῖται πιά ὡς ἀδιαπέραστο ἀντικείμενο, ἀλλά, μέ τό νά ἔχει ἀφομοιώσει τήν ἰδιότητα τοῦ ρευστοῦ ὑποκειμένου, (νοεῖται) ὡς διεισδυτικό καί μεταδόσιμο, ἱκανό νά ἐσωτερικευθεῖ στά ἄλλα ὑποκείμενα, ὡς τό καθαυτό πνευματικό ὑποκείμενο. «Τήν ἑαυτοῦ σάρκα λύχνου τρόπον ἐξάψας τῷ φωτί τῆς ἑαυτοῦ θεότητας», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Τό σῶμα γίνεται φωτεινό ὅπως ἡ θεότητά του, καθώς αὐτή τό φωτίζει, ἤ ὅπως ἡ θεωμένη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Μέσα σ’ αὐτές τίς συνθῆκες, τό ὅριο ἀνάμεσα στό ὑποκείμενο καί τό ἀντικείμενο ὑπερβαίνεται. Ἀκόμη καί τά ὅρια ἀνάμεσα στό ἐγώ καί στό ἐσύ ὑπερβαίνονται, χωρίς νά συγχέονται. Εἶσαι μέσα μου, μέσα στό ὑποκείμενό μου κι ἐγώ γίνομαι ὑποκείμενο μέσα σου. Ὅλα εἶναι μέσα στήν ὑποκειμενικότητά μου, χωρίς νά χάνουν τήν πραγματικότητά τους ἤ τήν ἀντικειμενικότητά τους μέσα μου, ἄλλα νά βρίσκουν ὅλη τους τή σημασία καί τό βάθος καί νά παραμένουν πηγή ἀστείρευτή τοῦ πλούτου μου.

Ἡ ἰδέα τῆς πανενότητας τῆς δημιουργίας ἐν Θεῷ (ἄνθρωποι, ἄγγελοι, φύση), ἔχει ἐκφραστεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο: «Ὁ Λόγος, πού δι’ αὐτοῦ κι ἐν αὐτῷ δημιουργήθηκαν τά πάντα, ὁδηγεῖ ἐκ νέου ὁλόκληρη τήν κτίση -πού εἶχε ἐγκαταλείψει τήν κίνηση πού τῆς εἶχε δοθεῖ (νά ἀκολουθεῖ) -καί τήν ἀνασυστήνει καί τήν συνάγει. Οἱ διαιρέσεις πού φάνηκαν μέσα στή κτίση, ἀπό τό χωρισμό τῶν στοιχείων -πού ἦταν προορισμένα νά συγκρατοῦν τή κτίση σ’ ἕνα ὅλον καί νά μήν τήν ἀφήνουν νά διαιρεθεῖ- ξεπεράστηκαν στό Χριστό καί ἡ ἑνοποιός ἐξουσία πραγματοποιημένη μέσα του, ἐνεργεῖ ἑνοποιητικά μέσα σ’ ὅλη τή δημιουργία. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του ἀπομάκρυνε τό χωρισμό ἀνάμεσα στόν παράδεισο καί στόν κόσμο, πού φάνηκε μετά τήν πτώση καί ἄνοιξε στό ἀνθρώπινο γένος τόν ἀπαγορευμένο παράδεισο, γιατί Αὐτός ὁ Ἴδιος ξαναγυρνᾶ μετά τήν ἀνάσταση στή γῆ καί δείχνει πώς παράδεισος καί γῆ εἶναι ἕνα. Μέ τήν Ἀνάληψη στόν οὐρανό, ἑνώνει, τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί ὑψώνει τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού προσέλαβε, τό ἀποτελεσμένο ἀπό τήν ἴδια οὐσία καί ὕλη μέ τό δικό μας. Ἀνεβαίνοντας μαζί μέ τή ψυχή καί τό σῶμα ψηλότερα ἀπό τίς ἀγγελικές χοροστασίες, ἀποκαθιστᾶ τήν ἑνότητα ἀνάμεσα στόν αἰσθητό κόσμο καί στό νοητό καί ἐξασφαλίζει τήν ἁρμονία ὁλόκληρης τῆς κτίσης». (J, Meyendorff, Le Christ dans la theoologie byzantine, Cerf, Paris 1969 p. 194)

Τά πάντα βρῆκαν τό πλῆρες φῶς τοῦ σκοποῦ τους μέ τήν ἀνάσταση. Ἄνοιξε ὁ παράδεισος τῆς πλήρους κοινωνίας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τό Θεό καί ἀναμεταξύ τους. Χάρη σ’ αὐτό, τώρα ὅλοι δοξάζουν συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα τό Χριστό. «Πεφώτισται τά σύμπαντα τῇ Ἀναστάσει σου, Κύριε, καί ὁ Παράδεισος πάλιν ἠνέωκται πᾶσα δέ ἡ κτίσις ἀνευφημοῦσα σε, ὕμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει» (Ἀναστάσιμο στιχηρό τῶν Αἴνων γ’ ἤχου). Ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς οἰκουμενικῆς ἀπαρχῆς μιᾶς πλήρους κοινωνίας τῶν πάντων (πανενότητας) σάν παρόρμηση, πού κάνει τούς πιστούς ν’ ἀγκαλιάζονται, νά ἀποκαλοῦν ἀδελφούς καί τούς ἐχθρούς τους ἀκόμη, νά ἀλληλοσυγχωροῦνται: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καί τοῖς μισοῦσιν ἠμᾶς· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει…» (Δοξαστικό Κυριακῆς τοῦ Πάσχα).

Ἡ διαφάνεια τῶν σωμάτων, ἐπειδή ἀντιστοιχεῖ στή διαφάνεια τῶν ψυχῶν, σημαίνει μία ὁλοκληρωτική ἐσωτερική οἰκειότητα.

Μέσα σέ αὐτή τήν ἀμοιβαία καί βαθειά ἐσωτερικότητα τῶν προσώπων, πού ἔχει γιά κεντρικό ὑποκείμενο τό Χριστό, Αὐτός δέν εἶναι μόνο ἡ πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος μίας ἀνακαινισμένης αἰώνια καί ἀνεξάντλητης ὕπαρξης, σέ ὅλο τόν πλοῦτο καί τήν ἀνεξάντλητη ἀνανέωσή της, ἀλλά ἀκόμη εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός πού φωτίζει ὁλόκληρη τήν πραγματικότητα, πού ἔχει γίνει κοινωνία τῶν πάντων (πανενότητα). Αὐτή ἡ ἐν προσώπῳ κοινωνία τῶν πάντων φωτίζεται ἀπό ἕνα φῶς ἰσοδύναμο μέ τήν τέλεια ἁπλότητα, μέ τήν καθαρότητα, μέ τήν ἁγιότητα αὐτῆς τῆς τέλειας καί παγκόσμιας κοινωνίας. Ὅπου δέν ὑπάρχει καθαρότητα μέσα στίς σχέσεις, δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ πλήρης κοινωνία καί ἀντίστροφα.

Ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς ὡς θεανθρώπινο πρόσωπο, πού ἀνακαλύπτεται πλήρως. Ἀνακαλύπτεται ἀπό τήν ἀναστημένη ἀνθρωπότητα, σέ ὅλο τό ἀπέραντο βάθος μέ τήν ἰδιότητα τῆς δημιουργικῆς αἰτίας, πού συντηρεῖ τά πάντα μέσα στήν ἑνότητα, γιατί ἀπό Αὐτόν πηγάζει ἡ καθαρότητα τῆς ἀπέραντα γενναιόδωρης ἀγάπης γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Αὐτή ἡ ἁγιότητα τῆς πλήρους κοινωνίας πού ἀρχίζει, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γεμίζει τόν κόσμο στή μέση τῆς νύχτας, μέ μία ἀτμόσφαιρα ἁγιότητας, φωτεινότητας, διαφάνειας καί προσέγγισης. Ὅλα αὐτά γεννοῦν τό ὁλικό συναίσθημα τῆς εἰρήνης πού ὑπερβαίνει τόν κόσμο. Ὁ οὐρανός εἰσχωρεῖ μέσα στόν κόσμο καί τόν φαιδρύνει, ὅπως στήν ἀρχή, δίνοντάς του τό μεγαλεῖο της γιορτῆς: «Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος αὕτη ἡ σωτήριος νῦξ καί φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος ἐν ᾗ τό ἄχρονον φῶς ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν» (ζ’ ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως).

Ἡ γιορτή τοῦ Πάσχα βιώνεται σάν μία ὁλική ὑπέρβαση, πού πραγματοποιεῖ ἡ κτίση μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό. Αὐτή ἡ ὑπέρβαση –ποὺ ὀνομάζεται ἀπ’ τήν Ἐκκλησία Πάσχα- βιώνεται μέσα σέ ἄφατη χαρά. Οἱ θαυμαστές ἰδιότητες αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ ἐπέκεινα, στήν ὁποία μεταβάλλει τήν ἐπίγεια ζωή ἡ ἀνάσταση, ἐκφράστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ μία σειρά κατηγοριῶν χωρίς τέλος καί μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά περιγράψει τήν ἀπερίγραπτη τάξη, τήν ἐντελῶς καινούργια καί ἀπέραντα πλούσια αὐτῆς τῆς ζωῆς: «Πάσχα ἱερόν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται• Πάσχα καινόν, ἅγιον Πάσχα μυστικόν· Πάσχα πανσεβάσμιον Πάσχα Χριστός ὁ λυτρωτής· Πάσχα ἄμωμον Πάσχα μέγα, Πάσχα τῶν πιστῶν Πάσχα τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν, Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς» (θ’ ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως).

Ἤδη ἀναφέραμε ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἶδε στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου, ἕνα λυχνάρι πνευματικοποιημένο, ἀπ’ ὅπου ἀκτινοβολεῖ ἡ θεότητα ἀνεμπόδιστα. Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας προσθέτει σ’ αὐτό τό γεγονός, ὅτι αὐτή ἡ λειτουργία τοῦ ἀναστημένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τόν ὑψηλότερο βαθμό, τόν ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα. Εἶναι ὁ ἐσχατολογικός βαθμός, στόν ὁποῖο θά ὑψωθοῦν τά σώματα ὅλων. Τό φῶς πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Χριστός εἶναι ἔτσι τό τέλος τῶν αἰώνων. Στήν ἀνθρωπότητά του συμπυκνώνεται συνάμα καί τό φῶς, στό ὁποῖο θά ὑψωθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, μέσα ἀπό τίς ἱστορικές της προσπάθειες. Βλέπουμε ἀκόμη στό Χριστό τό ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας μελλοντικῆς ἱστορίας. Ὅλα τά σκοτάδια, ἀκόμα κι αὐτά ποὺ μπορεῖ νά προβάλλει ἡ κόλαση, σκοτάδια μέσα στά ὁποῖα συμπυκνώνονται καί τά ἱστορικά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, θά κλειστοῦν αὐστηρά στή κόλαση. Ἄν ὑπάρχει ἀκόμη κόλαση δέν μπορεῖ πιά νά ρίχνει πάνω στό κόσμο καμιά σκιά, τίποτε τό χωρίς νόημα. Οἱ δεσμοί της μέ τό κόσμο θά κοποῦν. Ἀναμφίβολα, πρόκειται γιά τό κόσμο ἐκείνων πού πίστεψαν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιατί σ’ αὐτό τό κόσμο, πού τό ὅριο μεταξύ ὑποκειμενικότητας καί ἀντικειμενικότητας ἔχει ξεπεραστεῖ, ἡ ἀντικειμενικότητα ἔχει μεταμορφωθεῖ πραγματικά ἀπό τήν ὑποκειμενικότητα τῆς πίστης, ἀπό τό φῶς τῆς πίστης. Τά σκοτάδια τῆς κόλασης θά ἔχουν κι αὐτά ἀκόμη μία ἀντικειμενικότητα, πού δύσκολα χωρίζεται ἀπό τή φαντασία ὅσων ἀλλοίωσαν ὁλοκληρωτικά τό εἶναι τους, κόβοντας τούς δεσμούς μέ τήν αὐθεντική πραγματικότητα. Δέν θά εἶναι μία ἀντικειμενική ἀλλοίωση τῆς πραγματικότητας καί τοῦ φωτός, στό ὁποῖο ὑψώθηκε ἡ ἐν Θεῷ πραγματικότητα. Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἀναστημένοι θά μεταμορφώσουν τήν πραγματικότητα, κάνοντάς την ὑποκειμενική, σύμφωνα μέ τή δική τους θεωμένη κατάσταση, ἀντίθετα οἱ κάτοικοι τῆς κόλασης θά σχηματίσουν μία ὑποκειμενική εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ἀλλοιωμένη, χωρίς νά τήν τροποποιήσουν ἀντικειμενικά.

Ἀντίστοιχα τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, παρόν μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά εἶναι ἕνα ἀπρόσωπο φῶς, δηλαδή ἕνα σύστημα λογικῶν ἀρχῶν αἰωνίων, πλήρως ἀποκαλυμμένων.

Θά εἶναι τό φῶς τοῦ ἀνώτερου Προσώπου, ταυτόχρονα θείου καί ἀνθρώπινου. Ἑπομένως καί ἡ πνευματική θαλπωρή τῆς ὑψηλότερης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γίνεται συγκεκριμένη κατά τρόπον ἀνθρώπινο, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε καί παραμένει στόν αἰώνα καί ἄνθρωπος. «Ἑσπερινήν προσκύνησιν προσφέρομέν σοι τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί, τῷ ἐπί τέλει τῶν αἰώνων, ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντι τῷ κόσμῳ καί μέχρις Ἅδου κατελθόντι καί τό ἐκεῖσε σκότος λύσαντι, καί τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντι, Φωτοδότα Κύριε, δόξα σοι» (Στιχηρό Ἑσπερινοῦ Τετάρτης Πάσχα).


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=87706004746632437148

Ἅγιοι ἱερεῖς ποὺ ἐκοινώνουν φυματικοὺς καὶ λεπρούς


Η Θεία Κοινωνία, μετά από εξομολόγηση είναι το εφόδιο του Ορθοδόξου Χριστιανού για την άλλη ζωή.

" Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γάρ εστί το αίμα μου..."

Είναι ξεκάθαρη, η προτροπή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, προς τους πιστεύοντας σε Αυτόν.
Οι Ορθόδοξοι κληρικοί της πατρίδας μας κοινωνούσαν λεπρούς, φυματικούς και στην συνέχεια κατέλυαν την Θεία Κοινωνία και έφυγαν από τον παρόντα κόσμο πλήρης ημερών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο Άγιος Άνθιμος της Χίου και ο πατήρ Ευμένιος Σαριδάκης. Στο Λεπροκομείο της Χίου ο πρώτος και στο Λοιμωδών Αγίας Βαρβάρας Αττικής ο δεύτερος.

Έχει καταγραφεί επίσης, περιστατικό με τον Μακαριστό Αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Πετράκη εξ Ανηλίου Μετσόβου Ιωαννίνων, όταν κοινώνησε ασθενή με φυματίωση στο προσωρινό φθισιατρείο στην » Ακρόπολη Ιτς Καλέ» του Κάστρου Ιωαννίνων.

Ο ασθενής μόλις έλαβε την Θεία Κοινωνία έκανε αιμόπτυση πάνω σε σεντόνι, και ευθύς ο π. Βενέδικτος την Πήρε με την Αγία Λαβίδα και την κατέλυσε.

Ο π. Βενέδικτος Πετράκης, εκοιμήθη 9 Σεπτεμβρίου 1961, είκοσι ( 20 ) χρόνια μετά το ανωτέρω περιστατικό!

Kείμενο – Φωτογραφία : Σπύρος Θεοδ. Κουτσοχρήστος

Ἀντιμέτωποι μὲ τὴν Κατάθλιψη Εἰρήνη (Μοναχή)


Εἰρήνη (Μοναχή)

Ἡ κατάθλιψη εἶναι μιά πάθηση, πού ταλαιπωρεῖ πολλούς ἀνθρώπους στήν ἐποχή μας. Ἀνθρώπους πού εἴτε πάσχουν οἱ ἴδιοι ἀπό κατάθλιψη, εἴτε ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν τήν κατάθλιψη κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου, πού ἐπίμονα ἀρνεῖται ἤ ἀδυνατεῖ νά κάνει κάτι, προκειμένου νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.

Ἄλλοι ζητοῦν τή βοήθεια κάποιου εἰδικοῦ τῆς ψυχικῆς ὑγείας, καί καταφεύγουν εἴτε σέ θεραπεία μέ ἀντικαταθλιπτικά φάρμακα, εἴτε σε ψυχοθεραπεία, εἴτε σέ συνδυασμό τῶν δύο.

Ἡ θεραπεία μέ φάρμακα τίς πιο πολλές φορές βοηθάει στήν ἀντιμετώπιση τῶν συμπτωμάτων τῆς κατάθλιψης, τουλάχιστον προσωρινά, καί εἰδικά, ὅταν πρόκειται γιά σοβαρό καταθλιπτικό ἐπεισόδιο, εἶναι συχνά ἀπαραίτητη προκειμένου να ἀποφύγει κανείς μοιραῖες αὐτοκαταστροφικές πράξεις.

Ἀπό τίς διάφορες ὑπάρχουσες μορφές ψυχοθεραπείας οἱ σύγχρονες ἔρευνες δείχνουν ὅτι ἡ γνωσιακή θεραπεία ἐπιφέρει καλύτερα ἀποτελέσματα, καί σέ σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, γι’ αὐτό θά περιοριστῶ ἐδῶ ν’ ἀναφερθῶ μόνο σ’ αὐτήν.

Ἡ γνωσιακή θεραπεία βασίζεται στή θεωρία ὅτι τό ἄγχος μας ἤ ἡ κατάθλιψή μας ὀφείλονται σέ λανθασμένες, ἀρνητικές ἀντιλήψεις σχετικά μέ τόν ἑαυτό μας, τό περιβάλλον μας καί τό μέλλον μας, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν καί τή συναισθηματική μας κατάσταση (Κλεφτάρας, 1998). Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἤ καί ἀσήμαντο γεγονός, μπορεῖ νά εἶναι ἀφορμή γιά κάποιες «αὐτόματες σκέψεις», οἱ ὁποῖες ἐνεργοποιοῦν αὐτές τίς ἀρνητικές ἀντιλήψεις (Beck, 2004). Τέτοιες σκέψεις μπορεῖ νά εἶναι π.χ. ὅτι «κανείς δέν μ’ ἀγαπάει» ἤ «ποτέ δέν καταφέρνω τίποτα». Ὅταν δεχθεῖ κανείς μιά τέτοιου εἴδους «αὐτόματη σκέψη», ἀρχίζει νά τον «παίρνει ἀπό κάτω» καί νά τον φέρνει σέ κατάσταση ἀπελπισίας καί κατάθλιψης.

Ἡ γνωσιακή θεραπεία ἀποσκοπεῖ στό νά βοηθήσει τό ἄτομο σέ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο νά μάθει νά ἀναγνωρίζει ἄμεσα τίς «αὐτόματες σκέψεις» του καί νά μή τίς ἀποδέχεται σάν ἀληθινές, καί σέ ἕνα πιο προχωρημένο ἐπίπεδο νά καταλάβει ὅτι οἱ ἀντιλήψεις του αὐτές εἶναι ἐσφαλμένες, ὅτι δέν τόν ἐξυπηρετοῦν, καί νά μπορέσει ἔτσι νά τις ἀλλάξει καί νά τίς ἀντικαταστήσει μέ ἄλλες πιό «ὑγιεῖς», πού θά τον ὁδηγήσουν σέ μεγαλύτερη αὐτοεκτίμηση καί αὐτοαποδοχή.

Ἡ θεραπεία μέ ἀντικαταθλιπτικά ἔχει ἕνα ἀποτέλεσμα παρόμοιο μέ τήν ψυχοθεραπεία, ἄν καί λιγότερο μόνιμο. Μάλιστα νευροεπιστημονικές ἔρευνες ἔχουν δείξει ὅτι ἡ θεραπεία μέ φάρμακα καί ἡ ψυχοθεραπεία ἐπιφέρουν παρόμοιες ἀλλαγές στήν ἐγκεφαλική λειτουργία.

Μέ αὐτές ὅμως τίς μεθόδους το ἄτομο παραμένει τό ἐπίκεντρο τοῦ κόσμου του. Ἰδιαίτερα ἡ γνωσιακή θεραπεία «διδάσκει», θά λέγαμε, τό ἄτομο πῶς νά καλλιεργήσει την ἀνεξαρτησία του καί τήν αὐτονομία του, πῶς νά μή ἐξαρτᾶται ἀπό την ἀποδοχή καί τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, καί πῶς ἐπίσης νά μή ἐξαρτᾶ την ἀξία του ἀπό τίς προσωπικές και ἐπαγγελματικές του ἐπιτυχίες.

Ἡ φιλοσοφία πίσω ἀπό τίς σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους εἶναι ὅτι ναί μέν δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει κανείς δυσάρεστα και θλιβερά γεγονότα στή ζωή του, μπορεῖ ὅμως νά μάθει νά στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί νά τά ἀντιμετωπίζει μέ αὐτοπεποίθηση, μέ ἠρεμία καί αἰσιοδοξία.

Ὅμως παρ’ ὅλη τήν αἰσιόδοξη ἄποψη ψυχιάτρων καί ψυχοθεραπευτῶν ὅτι ἡ κατάθλιψη εἶναι μια ἀρρώστια πού ἀντιμετωπίζεται ἀποτελεσματικά, ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ποσοστό καταθλιπτικῶν, πού εἴτε ἀρνοῦνται νά περάσουν τό κατώφλι τοῦ γραφείου ἑνός «εἰδικοῦ», εἴτε τό ἔχουν περάσει καί ἔχουν φύγει ἀπογοητευμένοι.


* * *


Ἔχοντας αὐτά τά προηγούμενα ὑπόψη μου, σέ μιά συζήτηση σχετικά μέ τά ἀντικαταθλιπτικά ἄκουσα μέ ἔκπληξη μιά μοναχή νά λέει μεταξύ ἀστείου καί σοβαροῦ : «Ἄς ποῦνε γιά μισή ὥρα τήν εὐχή, καί να δοῦνε γιά πότε τούς περνάει ἡ κατάθλιψη». Ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν ὅτι μᾶλλον δέν ξέρει τί λέει. Προφανῶς, σκέφτηκα, δέν ἔχει βιώσει ποτέ κατάθλιψη, καί τῆς εὔχομαι ποτέ νά μή βιώσει, ἀλλά εἶναι πολύ ἀμφίβολο, ἄν ἕνα καταθλιπτικό ἄτομο μπορεῖ νά ἑστιάσει γιά μισή ὥρα τό νοῦ του στήν εὐχή. Μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνει μηχανικά ἐπί μισή ὥρα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἀλλά ὁ νοῦς του θα εἶναι μᾶλλον στήν κατάθλιψή του. Ἴσως νά σκέφτεται: «μᾶλλον σέ μισή ὥρα δέν θά μοῦ ἔχει περάσει, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς, τίποτα δέν με βοηθάει ἐμένα».

Ὅμως, καθώς εἶχα ἕνα ἔντονο ἐνδιαφέρον νά δῶ ἄν καί πῶς καί με ποιές προϋποθέσεις ὁ ὀρθόδοξος χριστιανικός δρόμος μπορεῖ νά λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά, δεν ξέχασα τήν κουβέντα ἐκείνης τῆς μοναχῆς, ἀλλά ξεκίνησα νά διερευνῶ πῶς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀντιμετωπίζει τήν κατάθλιψη. Ὡς πολύ ἀρχάρια στόν ὀρθόδοξο δρόμο, ζητῶ νά μέ συγχωρέσετε γιά το θράσος μου νά ἀναλάβω ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Γιά τή διερεύνησή μου αὐτή βασίστηκα σέ κάποια βιβλία πού ἔτυχε νά «πέσουν στά χέρια μου», σ΄ ἕνα CD μέ μιά ὁμιλία τοῦ γέροντος Πορφυρίου γιά τήν κατάθλιψη, καθώς καί σέ συνομιλίες με τόν πνευματικό μου.

Δέν ἄργησα νά καταλάβω ὅτι διερωτώμενη, πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ἀντιμετωπίζει τήν κατάθλιψη, δεν ἔθετα σωστά τό ἐρώτημα. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀντιμετωπίζει κλινικά μιά ὁρισμένη νόσο. Ἀντιλαμβάνεται τόν ἄνθρωπο σάν μια ἑνότητα σώματος, ψυχῆς καί πνεύματος. Γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἕνα σαφές νόημα: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί στοχεύει στό καθ’ὁμοίωσιν. Ἡ πορεία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου πρός τό καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά θεραπευτική διαδικασία. Πρόκειται γιά μιά πραγματικά ὁλιστική θεραπεία, πού ἔχει σαν πρῶτο στάδιο τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη.

Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ κατάθλιψη εἶναι ἕνα πάθος ἀπό τό ὁποῖο ἡ ψυχή πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ. Αὐτό το πάθος οἱ νηπτικοί πατέρες τό ὀνόμαζαν «ἀκηδία». Κατά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, «Ἡ ἀκηδία, πού εἶναι ἕνας μεγάλος δαίμων, παραλύει τόσο τό σῶμα ὅσο καί την πνευματική ζωή» (σ. 187).

Ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη ἀπαιτεῖ ἕναν πνευματικό ἀγώνα για ἀλλαγή τοῦ νοῦ. Αὐτή εἶναι ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐτυμολογική ἔννοια τῆς λέξης μετάνοια (μετα-νοῶ = ἀλλάζω νοῦ). Δέν πρόκειται ὅμως γιά ἕναν ἀγώνα, πού κάνει κανείς μόνος του, στηριζόμενος στίς δικές του δυνάμεις. Ξεκινώντας κανείς ἕναν τέτοιο ἀγώνα μόνος του, πέφτει ξανά καί ξανά στά ἴδια λάθη, ἤ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ»[1], καί συνειδητοποιεῖ σιγά-σιγά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» [2]. Ἡ μετάνοια σημαίνει μιά συνολική ἀλλαγή στάση ζωῆς, πού συντελεῖται μέ τήν ἐπενέργεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο.

Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἀλλαγή στη στάση ζωῆς; Εἶναι ἡ ἀλλαγή ἀπό τή ζωή τοῦ ἀτόμου, τοῦ περιχαρακωμένου πίσω ἀπό τά τείχη πού το περιβάλλουν ἤ πού αὐτό τό ἴδιο το ἄτομο ἔχει χτίσει γιά τόν ἑαυτό του, πρός τή ζωή τοῦ προσώπου, πού βρίσκεται σέ μιά διαρκή σχέση, σέ μιά κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μέ τόν πλησίον του πρός μια ζωή στραμμένη πρός τόν Χριστό, ἀναφερόμενη σ’ Αὐτόν. Μέ αὐτή τήν ἔννοια πάθος ἤ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι μᾶς χωρίζει ἀπό αὐτή τήν κοινωνία καί μᾶς ἀπομονώνει, κάθαρση ἤ μετάνοια εἶναι ὅ,τι μᾶς ἐπανασυνδέει.



Ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀνέλθουμε βασιζόμενοι στίς δικές μας δυνάμεις, στόν ἐγωϊσμό μας καί την κενοδοξία μας, τότε κινδυνεύουμε ἡ κάθε ἀποτυχία νά μᾶς ρίξει σέ κατάθλιψη. Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τή δική μας ἀναξιότητα μπροστά στή μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ καί, χωρίς νά παραιτούμαστε ἀπό τό δικό μας ἀγώνα, προσβλέπουμε μέ πίστη, δηλαδή μέ ἐμπιστοσύνη, στο ἔλεος καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε δέν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Παραδόξως, ὅσο ταπεινώνουμε τον ἑαυτό μας, ἀποκτᾶμε ἕνα βαθύτερο, γνήσιο αὐτοσεβασμό καί αὐτοεκτίμηση. Συνειδητοποιοῦμε την πραγματική μας ἀξία ὡς εἰκόνες και ναοί τοῦ Θεοῦ.

Ἄν ἔχει κανείς μιά τέτοια ἐσωτερική στάση, τότε εἶχε δίκιο ἐκείνη ἡ μοναχή: ἀρκεῖ νά λέει τήν εὐχή για μισή ὥρα καί ἡ κατάθλιψη διαλύεται μέσα στά δάκρυα τῆς χαρμολύπης. Γιατί οἱ δαίμονες εἶναι ἀνίσχυροι μπροστά σέ μιά γνήσια ταπείνωση.

Τότε τό ἐπίκεντρο δέν εἶναι πιά ὁ ἑαυτός, ἀλλά ὁ Χριστός. Τό ἐνδιαφέρον μετατίθεται ἀπό τό Ἐγώ πρός τό Ἐσύ, ἀπό τόν ἑαυτό προς τόν ἄλλο, πρός τόν Θεό καί προς τόν πλησίον. Ἀντί νά μεριμνᾶ κανείς γιά τό πῶς θά κερδίσει το ἐνδιαφέρον, τό σεβασμό, τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, ἀρχίζει νά ἐνδιαφέρεται ὁ ἴδιος για τούς ἄλλους, νά τούς σέβεται, να τούς ἐκτιμᾶ καί νά τούς ἀγαπᾶ.



Ὁ γέρων Πορφύριος ἔδινε πολύ ἁπλές καί συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάθλιψης:

«Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν βρεῖ τόν τρόπο νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά. Καί αὐτός ὁ τρόπος ἦταν ἔτσι: ξέρανε πῶς νά δοθοῦν στον Θεό: μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, μέ τήν προσευχή… Ἡ ἀγάπη προς τόν Θεό εἶναι τό μεγαλύτερο πρᾶγμα πού «αἰχμαλωτίζει» τήν ψυχή, διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό, ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει ἔπειτα την ψυχή καί τήν κάνει «ἄλλο»…. Λοιπόν, αὐτό εἶναι τό μυστικό. Πῶς θα μπορέσει κανείς νά γυρίσει, ἐκεῖ πού τόν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο.»

Σέ ἀνθρώπους πού ζητοῦσαν τις συμβουλές του, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κατάθλιψη, τούς συνιστοῦσε νά ἀσχοληθοῦν μέ κάτι ἐνδιαφέρον καί δημιουργικό:


«Ἡ ἐργασία, τό ἐνδιαφέρον για τή ζωή. Ἡ τέχνη, ὁ κῆπος, τά λουλούδια… πολύ σπουδαῖα πράγματα. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, το ἐνδιαφέρον πρός τή θρησκεία, πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».

Πολλούς αἰῶνες πρίν οἱ γνωσιακοί θεραπευτές κάνουν λόγο για ἀρνητικές «αὐτόματες σκέψεις» καί ἀντίστοιχα συναισθήματα, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν μελετήσει αὐτά τά φαινόμενα, τά ὁποῖα ὀνόμαζαν «λογισμούς». Ὅπως γιά τή σύγχρονη γνωσιακή θεραπεία εἶναι σημαντικό σαν πρῶτο στάδιο νά ἀναγνωρίζει κανείς τίς αὐτόματες σκέψεις καί να μή τίς ἀποδέχεται σάν ἀληθινές, οἱ νηπτικοί πατέρες μιλοῦσαν γιά ἐπαγρύπνηση, ὥστε μόλις ἔρχεται στο νοῦ ἕνας κακός λογισμός νά μη «συγκατατεθοῦμε» πρός αὐτόν, να μή ὑποκύψουμε σ’ αὐτόν μέ τό θέλημά μας, γιατί στή συνέχεια μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει, χωρίς ἐμεῖς νά μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τήν κατάσταση. Τότε καταλαμβανόμαστε ἀπό τό ἀντίστοιχο «πάθος».

Ὁ γέρων Πορφύριος τό ἐκφράζει αὐτό μέ πολύ ἁπλά λόγια:

«Τό μυστικό εἶναι νά τό προλαβαίνεις. Ἅμα τό ἀφήσεις καί σέ πιάσει, πάει, σ’ ἔπιασε».

Σάν καλός ἀνατόμος τῆς ψυχῆς, ἀναγνωρίζει τά δευτερογενῆ ὀφέλη ἀπό τήν κατάθλιψη, πού μπαίνουν ἐμπόδιο στή θεραπεία καί δημιουργοῦν ἀντιδραστικότητα (ἀντίσταση στή θεραπεία θα ἔλεγε κάποιος ψυχοθεραπευτής).

«Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν αὐτά τά ἀντιδραστικά, τούς ἀνθρώπους πού γνωρίζουν ἐννοοῦν νά τούς παιδεύουν μέ διάφορα καμώματα».

Μέ αὐτά τά «διάφορα καμώματα» πετυχαίνουν νά ἑλκύουν την προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν γύρω τους. Καί τίς περισσότερες φορές τό κάνουν αὐτό ἀσυνείδητα.

«Γίνεται χωρίς νά τό καταλαβαίνουν», λέει ὁ γέρων Πορφύριος «ὁ διάβολος τό ἐνεργεῖ…δηλαδή αὐτά γίνονται μ΄ ἕναν τρόπο μυστηριώδη».

Γιά νά παραιτηθεῖ κάποιος ἀπό τά δευτερογενῆ ὀφέλη τῆς κατάθλιψης, χρειάζεται νά ἀφήσει κατά μέρος τόν ἐγωϊσμό του καί νά ταπεινωθεῖ, ὥστε νά πάψει νά παιδεύει τούς γύρω του μέ διάφορα καμώματα. Ὁ γέρων Πορφύριος τόνιζε ξανά καί ξανά τή σημασία τῆς ταπείνωσης.

«Τό μεγάλο μυστικό εἶναι ἡ ταπείνωση», ἔλεγε.


Τό ἄτομο, πού λειτουργεῖ ἐγωϊστικά, ἐμμένει πεισματικά νά χρησιμοποιεῖ τήν κατάθλιψή του, με τήν ἔννοια τῆς κλινικῆς νόσου, ὡς πρόσχημα, γιά νά μή κάνει τίποτα. «Ὅταν τοῦ πεῖς κάτι, γιά νά κόψει τό θέλημά του, ἀντιδρᾶ… “Δεν μπορῶ, τό λέει ἡ ἐπιστήμη”». Σέ αὐτό ὁ γέρων Πορφύριος ἀπαντᾶ: «Πές: “ἄς τό λέει ἡ ἐπιστήμη, ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στό γέροντα”».

Μιά τέτοια στάση θά δήλωνε μιά μεταβολή ἀπό τό ἄτομο στό πρόσωπο, γιατί ἡ ὑπακοή προϋποθέτει μια προσωπική σχέση μέ τό γέροντα. «Δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα: πρέπει νά ἔχεις καί τή δύναμη, νά ἀποσπάσεις καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.…Τό πιό μεγάλο εἶναι νά δοθεῖς στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στήν προσευχή, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κάνεις, ἄν δέν κατορθώσεις νά ἀποκτήσεις ταπείνωση, τίποτα δέν κάνεις».

Τό νά ἀσχοληθεῖ κανείς εἴτε μέ κάτι εὐχάριστο καί δημιουργικό, εἴτε μέ τήν προσευχή, ἔπειτα ἀπό συμβουλή τοῦ γέροντα, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό μιά ἁπλή τεχνική τοῦ τύπου «νά τό ρίξει κανείς ἔξω» ἤ νά «σκέφτεται θετικά».

Εἶναι κάτι, πού προϋποθέτει μια σχέση ἐμπιστοσύνης πρός τόν γέροντα, καί κατ΄ἐπέκταση μιά σχέση πίστης καί ἀγάπης πρός τόν Θεό. Συνδέεται στενά μέ τήν ταπείνωση, τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος και τήν ὑπακοή στό γέροντα, μέ τά ἱερά μυστήρια τῆς ἐξομολόγησης καί τῆς θείας μετάληψης, καί γενικώτερα μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δίνει ἕνα νέο νόημα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ συμμετοχή στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀμοιβαία συγχώρεση και κατανόηση, εἶναι ὅ,τι γκρεμίζει τά τείχη, πού μᾶς περιχαρακώνουν καί κτίζει γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ μας. Ἔτσι ὁ πόνος μας γίνεται πιό ἐλαφρύς καί ἡ χαρά μας μεγαλύτερη, γιατί τά μοιραζόμαστε μεταξύ μας.

Αὐτά συνοψίζονται στίς δύο κύριες ἐντολές, πού μᾶς δίνει ὁ Χριστός: ἀγάπη πρός τόν Θεό, και ἀγάπη πρός τόν πλησίον [3]. Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τον πλησίον, εἶναι αὐτό πού κάνει την καρδιά νά μαλακώνει καί διαλύει το ἀσήκωτο βάρος τῆς κατάθλιψης.


Παραπομπές:
1) Ρωμ. (7,15)
2) Ἰωαν. (15,5)
3) Ματθ. (22, 37-39)


Βιβλιογραφία:

Beck, Judith: Εἰσαγωγή στη Γνωστική Θεραπεία. Ἀθήνα, Πατάκης, 2004.
Βιγγοπούλου Μυρσίνης: ᾽Από τήν ᾽Εγώπολη στήν ᾽Εσύπολη. Ἀθήνα, Ἀκρίτας, Στ΄ ἔκδοση, 2007.
Γέροντος Πορφυρίου, ἱερομονάχου: Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη. Ἐκδόσεις «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι.
Κλεφτάρα Ἰ.: Ἡ κατάθλιψη σήμερα. Ἀθήνα, Ἑλληνικά Γράμματα,
1998.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου: “Θεραπευτική Ἀγωγή. Προεκτάσεις στην «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»”. Λειβαδιά, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) Ε´ ἔκδοση, 2003.
Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου: Ἀνθρωπολογίας Σιτομέτριον. Ἐπιμέλεια ὕλης καί ἐκδόσεως Ἀρχιμ. Χρυσόστομος, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παρασκευῆς Μαζίου Μεγάρων. Μέγαρα, Εὐεργέτις (ὑπό ἔκδοση).
Μπλούμφιλντ, Χάρολντ Χ. καί Μάκ Γουίλλιαμς, Πῆτερ: Θεραπεύοντας τήν κατάθλιψη. Ἐπιμέλεια: Νέστορος Ἰωάννη. Ἀθήνα, Θυμάρι, 2003.
π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: Πατερική Θεολογία, Θεσσαλονίκη, Παρακαταθήκη, 2004.


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=58535611428192633065

Οἱ πειρασμοί, Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής


Τὰ λυπηρὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν γίνονται ἢ γιὰ παιδαγώγησή μας, ἢ γιὰ τὴν ἐξάλειψη παλιῶν ἁμαρτιῶν, ἢ γιὰ διόρθωση τῆς τωρινῆς ἀμέλειάς μας, ἢ γιὰ ἀποτροπὴ μελλοντικῶν ἁμαρτιῶν.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ συλλογίζεται ὅτι ὁ πειρασμὸς τοῦ συνέβη γιὰ κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους, δὲν ἀγανακτεῖ, ὅταν τὸν χτυποῦν ἢ τὸν ἀδικοῦν ἢ τοῦ κάνουν κάποιο ἄλλο κακό. Καθὼς μάλιστα συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του, οὔτε κατηγορεῖ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ προξενεῖ τὸν πειρασμό, ἀφοῦ, εἴτε μέσω αὐτοῦ εἴτε μέσω ἄλλου, ὄφειλε νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τῆς θείας δικαιοσύνης.
Ἀντίθετα, στὸν Θεὸ ἀποβλέπει καὶ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ ὅ,τι ἐπέτρεψε, καὶ τὸν ἑαυτὸ του κατηγορεῖ καὶ δέχεται πρόθυμα τὴν παιδαγωγικὴ δοκιμασία, ὅπως ἔκανε ὁ Δαβὶδ μὲ τὸν Σεμεΐ (Β’ Βασ. 16:5-13).
Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ζητᾶ συχνὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐλεηθεῖ καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεινά, ὅταν ὅμως ἔρχεται τὸ ἔλεος, δὲν τὸ δέχεται, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι ὅπως ἐκεῖνος ἤθελε, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔκρινε συμφέρον ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀδημονεῖ καὶ ἀναστατώνεται, καὶ ἄλλοτε τὰ βάζει ὀργισμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἄλλοτε βλασφημεῖ τὸν Θεό. Ἔτσι ὅμως καὶ ἀγνωμοσύνη δείχνει, καὶ ἐνίσχυση στὸν πειρασμό του δὲν παίρνει.


Οἱ δαίμονες μᾶς προξενοῦν πειρασμοὺς εἴτε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἴτε ξεσηκώνοντας ἐναντίον μας ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Θεό. Μᾶς πειράζουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ὅταν χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκαναν στὸν Κύριο στὴν ἔρημο (Ματθ. 4:1-10)• καὶ μέσω ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦμε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς, ὅπως τὸν Κύριο μέσω τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 16:1• 19:3). Ἐμεῖς ὅμως, ἔχοντας τὸ βλέμμα στραμμένο στὸ πρότυπό μας, τὸν Κύριο, ἂς τοὺς ἀποκρούσουμε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις.

Κάθε σχεδὸν ἁμαρτία γίνεται μέσω ἡδονῆς, καὶ κάθε ἐξάλειψη ἁμαρτίας γίνεται μέσω κακοπάθειας καὶ λύπης, εἴτε θεληματικῆς, μὲ τὴ μετάνοια, εἴτε σταλμένης ἀπὸ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, μὲ πειρασμὸ ποὺ ἐπιτρέπει ἡ πρόνοιά του. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, ἂν ἀνακρίναμε ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ ἐπισύραμε τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ· ὅταν ὅμως ὁ Κύριος μᾶς τιμωρεῖ, μᾶς διαπαιδαγωγεῖ, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν καταδικαστοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο (Α’ Κορ. 11:31-32).

Ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἄλλοι φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους ἡδονές, ἄλλοι λύπες καὶ ἄλλοι σωματικοὺς πόνους. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία τῶν παθῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ψυχὴ βάζει σὲ αὐτὴν καὶ τὸ φάρμακο ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μὲ τὶς δίκαιες κρίσεις του.

Ὅταν σοῦ ἔρθει πειρασμὸς χωρὶς νὰ τὸ περιμένεις, μὴν κατηγορεῖς ἐκεῖνον πού σοῦ τὸν προξένησε, ἀλλὰ ἀναζήτησε τὸ γιατί, καὶ ὅταν τὸ βρεῖς, διορθώσου.

Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, καθὼς ἀναλογίζεται τὸ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει μὲ εὐχαριστία τοὺς πειρασμοὺς ποὺ αὐτὲς ἐπιτρέπουν νὰ τοῦ συμβοῦν, θεωρώντας αἰτία τους τὶς ἁμαρτίες του καὶ κανέναν ἄλλον. Ὁ ἀσύνετος, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν πάνσοφη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ παιδαγωγεῖται μὲ πειρασμούς, θεωρεῖ αἴτιους αὐτῶν ἢ τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἐκεῖνος πραγματικὰ θέλει νὰ σωθεῖ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιστέκεται στὰ θεραπευτικὰ φάρμακα. Καὶ αὐτὰ εἶναι οἱ ὀδύνες καὶ οἱ λύπες ποὺ ἔρχονται μὲ τοὺς ποικίλους πειρασμούς. Ὅποιος ὅμως ἀντιστέκεται, δὲν γνωρίζει οὔτε τί ἐμπορεύεται στὸν ἐδῶ κόσμο, οὔτε τί πρέπει νὰ ἀγοράσει μὲ αὐτὲς προτοῦ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο.


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=98856398636455124704

Πῶς οἱ Πατέρες εἶδαν τὴν Ἁγία Γραφὴ, Ἀθανάσιος Γιέφτιτς (Ἐπίσκοπος)


Ἀθανάσιος Γιέφτιτς (Ἐπίσκοπος)

Διαβάζοντας τὸν Μίλτον, μεγάλο ἄγγλο ποιητὴ τοῦ ΙΖ' αἰ, στὸ μεγάλο ποίημά του «Ὁ χαμένος Παράδεισος» ("Paradise lost"), ὅπου βασικὰ ἑρμηνεύει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας σὲ ποίημα τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, πῶς ἔχασε τὸν Παράδεισο κτλ., ἀλλὰ καὶ στὸ δεύτερό του ἔργο «Ὁ ξανακερδισμένος Παράδεισος» (Paradise regained), ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Μίλτον βλέπει τὴν Βίβλο ὡς ἕνα ἅγιο, ἱερό, δηλαδὴ ὡς ἕνα ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο.
Κατ' ἀρχὴν ὁ Μίλτον, ὡς προτεστάντης θεολόγος καὶ μάλιστα Καλβινιστής, ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀσχολεῖται μὲ ὅλη τὴν Βίβλο, δὲν τὴν βλέπει ὅπως τὴν εἶδαν καὶ τὴν ἑρμήνευσαν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες. Σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο βλέπει κυρίως τὴν δόξα τοῦ θεοῦ, τὸν δοξασμὸ καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στέκεται τόσο στὴ δημιουργία, στὰ κτίσματα, δηλαδὴ στὴν πράξη τῆς δημιουργίας καὶ στὰ δημιουργήματα.

Στὸν Μίλτον ὁ Θεὸς εἶναι κατ' ἐξοχὴν ὁ Δημιουργός. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ Τὸν βλέπει ὡς τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ τέλειο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει ἀπὸ μέσα του τὴν τελειότητα τῆς δόξης καὶ τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ἐξουσία καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.

Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ βλέπουν οἱ Πατέρες, εἶναι στραμμένη πρὸς τὴ δόξα τοῦ Ἐρχομένου Μεσσία. Καὶ ἑπομένως εἶναι βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία καὶ ὄχι κατ’ ἀρχὴν γιὰ τὸν Θεό. Διότι εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν ἐσχατολογία. Ἐνῶ ἅμα μείνουμε μόνο στὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὰ κτίσματα, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν. Πρόκειται γιὰ μία αἰώνια στασιμότητα, γιὰ τὸ παρελθόν, γιὰ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἤδη εἶναι καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔλθει, τὸν «Μέλλοντα Αἰώνα». Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει πολὺ στενό, νὰ δοῦμε τὴ Γραφὴ ἔτσι, ὡς ἕνα βιβλίο δηλαδὴ ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Θεοῦ, τῆς δημιουργίας Του, τῆς δόξης Του καὶ γενικὰ περὶ τῶν ἤδη κτισθέντων ὄντων καὶ τῶν γεγονότων. Αὐτὴ θὰ ἦταν μία στατικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου.

Ἡ πατερικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν καλβινιστικὴ καὶ φονταμενταλιστικὴ θεώρηση ποὺ εἴδαμε πρίν. Ἡ πατερικὴ ἀντίληψη ταυτίζεται μὲ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ στροφὴ καὶ κατεύθυνση πρὸς τὸ μέλλον, πρὸς τὸν Μεσσία. Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες εἶδαν, ὅπως ἔχει παρατηρήσει καὶ ὁ π. Φλωρόφσκυ, καὶ στὰ λόγια ἀλλὰ καὶ στὰ γεγονότα τῆς Βίβλου, ἀκόμη περισσότερο τὸ προμήνυμα, τὴν παιδαγωγία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία καὶ τοῦ «Μέλλοντος Αἰῶνος». Εἶναι χαρακτηριστικό, λέει ὁ π. Φλωρόφσκυ, ὅτι ὁρισμένοι Πατέρες ἤδη στὰ λόγια τῆς Γραφῆς εἶδαν τὸ προμήνυμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Αὐτὸ βέβαια ὁ π. Φλωρόφσκυ τὸ παίρνει ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο μιλάει γιὰ τὴν προενσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπὸ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία περιγράφει ἡ Βίβλος. Πάντως αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος γνώμονας, μὲ τὸν ὁποῖο oἱ Πατέρες ἐξηγοῦν τὴν Γραφή.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ λοιπόν, εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες κατ' ἐξοχὴν βιβλίο χριστολογικὸ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο. Ὄχι «κοσμικὸ» μὲ τὴν ἔννοια κοσμολογικό, δηλαδὴ βιβλίο ποὺ μιλάει πρωτίστως περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας του. Οὔτε θεολογικὸ μὲ μία ἔννοια γενικῆς θεολογίας. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια λόγου περὶ Θεοῦ γενικά, περὶ Θεοῦ Δημιουργοῦ, περὶ τῆς δόξης, τῆς παντοδυναμίας καὶ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, ἂν τὸ δοῦμε μόνο ὅπως τὸ βλέπει ὁ Μίλτον καὶ οἱ Προτεστάντες, τότε ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπομένει ἕνα κείμενο θρησκευτικό, ποὺ δὲν διακρίνεται ριζικὰ ἀπὸ ἄλλα θρησκευτικὰ κείμενα ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως ἡ Μπαγκαβὰτ Γκίτα, ὅπως ἄλλα ἑβραϊκὰ κείμενα θρησκευτικά, ὅπως τὰ αἰγυπτιακὰ βιβλία περὶ τῶν νεκρῶν, τὸ ἔπος τοῦ Γκιλγκαμὲς κλπ.

Κάπως ἔτσι βλέπει τὴν Βίβλο ὁ Χαμένος Παράδεισος» τοῦ Μίλτον. Ὅπως καὶ ὁ δικός μας σέρβος μεγάλος ποιητὴς τοῦ περασμένου αἰώνα Νιέγκος βλέπει τὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ μεγάλο του ποίημα «Ἀκτίνα τοῦ Μικρόκοσμου» ὡς βιβλίο ποὺ μιλάει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τοὺς οὐρανούς, κυρίως γιὰ τὴν κοσμολογία. Ἂν καὶ ὁ Νιέγκος, ὡς ὀρθόδοξος, εἶναι περισσότερο στραμμένος πρὸς τὸν ἐσχατολογικὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν μὴ ὀρθόδοξο Μίλτον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχει βέβαια ἐπηρεασθεῖ τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴ βασικὴ ἰδέα. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ ὀρθόδοξος Νιέγκος τελειώνει τὸ ποίημά του μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σαρκωθέντος καὶ Ἀναστάντος, ποὺ δίνει τὸ νόημα σ' ὅλη τὴν προηγούμενη ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ σ' ὅλο τὸ δράμα τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ ὁ παράδεισος τοῦ Μίλτον βρίσκεται κάπου στὸ παρελθόν. Ἰδέα δὲν ἔχει πὼς ὁ Παράδεισος εἶναι στὸ μέλλον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ τὸν «Ξανακερδισμένο Παράδεισο» ("Paradise renamed") ὁ Μίλτον τὸν βλέπει στὸν ἠθικοθρησκευτικὸ ἀγώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ στὴν ἔρημο, δηλαδὴ στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ νίκη Του πάνω τους καὶ ὄχι στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, στὴ Μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς οἱ Πατέρες βλέπουν τὸν Παράδεισο στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἐμεῖς ἐν τῷ Χριστῷ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, παίρνοντας βέβαια ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν νοεῖται χωρὶς τὸ «μυστήριο τὸν Χριστοῦ», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε.

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Μίλτον ξεκινάει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὴ Δημιουργία, ἀπὸ τὴν Πτώση, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ κεῖ ξεκινώντας φθάνει στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μιλάει σὰν νὰ εἶναι πράγματι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει δηλαδὴ θέση στὸ σύστημά του ἡ Χριστολογία ὡς οὐσιαστικὴ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδὴ θεολογία περὶ τοῦ Μεσσία. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ξεκινάει τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ἔχει Χριστολογικὴ πείρα, ποὺ σημαίνει λειτουργικὴ πείρα, ἐκκλησιαστικὴ πείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο, βιβλίο δηλαδὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο τῆς Συναγωγῆς, τῆς λατρείας δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ βιβλίο ποὺ ὁδηγεῖ καὶ παιδαγωγεῖ εἰς Χριστόν. Ἀλλιῶς, ἂν πάρουμε τὴν Βίβλο μόνο ὡς ἑβραϊκὸ βιβλίο Ἱερὸ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι πάλι ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο, ἔστω ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἕνα λαό, ἀλλὰ ποὺ χωρὶς τὸ Μεσσία χάνει τὸ νόημά του. Γι' αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν oι Ἑβραῖοι. Ὑπάρχει ἕνα κάλυμμα στὰ κείμενα τῆς Βίβλου καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί περιέχει μέσα του αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ ποῦ ὁδηγεῖ, ὥστε νὰ τὸ ὀνομάζει ὁ Παῦλος παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του ἀναφέρει συζήτησή του μὲ κάποιον Ἑβραῖο, ὅπου τοῦ ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος ἐνάντια στὸ Χριστὸ τὰ ἀρχεῖα, τὰ ντοκουμέντα, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ὁ Ἰγνάτιος πολὺ ἁπλὰ ἀπαντάει: «γιὰ μένα τὰ ἀρχεῖα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τὸν Χριστοῦ». Σὰν νὰ ἀντιπαραθέτει τὰ γεγονότα αὐτὰ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὴ Γραφή.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἐγὼ εἶπα κάποτε σ' ἕναν προτεστάντη, ὅτι ἡ Γραφὴ δὲν ἔχει νόημα, εἶναι ἕνα κείμενο, ἕνα βιβλίο καὶ δὲν λύνει τίποτα. Ἔστω θεῖο, ἀποκαλυπτόμενο, ἐμπνευσμένο βιβλίο, ἀλλὰ βιβλίο. Δὲν ἔχουμε τὸ γεγονός, τὸν χῶρο ζωῆς, προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ζωντανὸ Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἐπειδὴ λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὅτι δὲν θὰ ξέραμε τίποτα γιὰ τὴν Γραφὴ ἐὰν δὲν μᾶς ἐγγυάτο ἡ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐγγύηση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα, τὸ κλίμα, ἡ ζωή, ὁ παλμὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς Γραφῆς. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ὄργανο ἀνθρώπινο ἔξω ἀπὸ τὸν ὀργανισμό, (ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ κόψουμε τὸ χέρι νὰ τὸ μελετήσουμε καὶ ἄλλο ὅταν λειτουργεῖ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό), ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς σκέτο θρησκευτικὸ κείμενο δὲν εἶναι κατανοητὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὴν Γραφὴ μόνον ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. Αὐτὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Προτεστάντες τὴν ἑρμηνεύει αὐθαίρετα. Διότι ἡ πρὸς Ρωμαίους καὶ κυρίως ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του εἶναι μία ἑρμηνεία ἐντελῶς δική του πρωτότυπη, καὶ κάπως αὐθαίρετη ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸς βλέπει σὲ ὅλα τὸν Χριστὸ καὶ σὲ ὅλα διακρίνει ἐκείνην τὴν τάση ποὺ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκφράζει μὲ τὸν λόγο του ὅτι ἡ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιὰ τῆς Καινῆς, ἡ Καινὴ εἶναι εἰκὼν τῶν ἐσχάτων, «ἀλήθεια δὲ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». (Ἀπὸ τὰ σχόλια στὸν Ἀρεοπαγίτη). Ποὺ δείχνει μία δυναμικὴ πορεία καὶ κατεύθυνση μεσιανική, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη πρὸς τὴν Καινή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία. Αὐτὰ ποὺ ἤδη καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε, ὅτι δηλαδὴ ἐκήρυττε ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, ἡ Καινὴ ἀπεκάλυψε τὸν Υἱὸ καὶ τώρα εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ περίοδος ὅπου ἐμπολιτεύεται τὸ Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφεύγει, αὐτὸ ποὺ φέρνει ἡ Γραφὴ ὡς μήνυμα, ὡς μαρτυρία. Τὸ Πνεῦμα τῆς Προφητείας καὶ ἡ Νύμφη μαρτυροῦν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ζωντανὰ πρόσωπα, ὅπως ἦσαν οἱ Προφῆτες, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως εἶναι ἄλλωστε ἡ Κοινότητα ἡ ἐκκλησιαστικὴ μέσα στὴ Λειτουργία.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ἀκοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσα στὴ Λειτουργία καὶ τὴν καταλαβαίνουμε ὡς Σῶμα. Ὅλα τὰ γεγονότα ἢ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται, οἱ μυσταγωγίες οἱ ἐκκλησιαστικές μας ἐξηγοῦν τί λένε τὰ λόγια στὴ Γραφή. Ἔτσι μπορεῖ κι ἕνας ἁπλὸς χριστιανὸς νὰ καταλάβει τὴ Γραφή. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ Βίβλος εἶναι ἕνα ποτάμι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ περάσει ἕνα ἀρνάκι καὶ μπορεῖ νὰ βυθισθεῖ σ' αὐτὸ ἕνας ἐλέφαντας. Γιὰ νὰ δείξουμε σαφέστερα, πὼς ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Εἶναι τὸ γνωστὸ χωρίο ἀπὸ τὸ «Κεφάλαια Θεολογικά» ἢ ὅπως τὰ λένε ὁρισμένοι βυζαντινολόγοι τὰ «Γνωστικὰ Κεφάλαια», περὶ Θεολογίας ἑκατοντὰς πρώτη, 66.

«Τὸ τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «ἔχει πάντων τῶν τε κατὰ τὴν Γραφὴν αἰνιγμάτων καὶ τύπων τὴν δύναμιν (τὴν δυναμικὴ σημασία δηλαδὴ) καὶ τῶν φαινομένων κτισμάτων τὴν ἐπιστήμην (γνῶσιν). Καὶ ὁ μὲν γνοὺς Σταυρὸν καὶ Ταφῆς (τοῦ Χριστοῦ ἐννοεῖται) τὸ μυστήριον, ἔγνω τῶν προειρημμένων τοὺς λόγους. Ὁ δὲ τῆς Ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τὸν ἐφ' ᾧ τὰ πάντα προηγουμένως ὁ Θεὸς ὑπεστήσατο σκοπόν».

Φαίνεται καθαρὰ σ' αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτὴ ἡ δυναμικὴ πορεία ἀπὸ τὴ δημιουργία μέσῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὴν Καινὴ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία, πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Διότι, λέει, ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ Λόγου, τὸ μυστήριο δηλαδὴ τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ, τοῦ θεανθρώπου, εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τοὺς τύπους καὶ τὰ αἰνίγματα τῆς Γραφῆς. Τύποι καὶ αἰνίγματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράμμα ποὺ σκοτώνει, ἐνῶ τὸ πνεῦμα ζωογονεῖ. Μόνο στὸ μυστήριο τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουμε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ. Καταλαβαίνουμε τὴν Γραφὴ ὡς λόγο καὶ ὡς τύπο καὶ ὡς συμβολισμὸ καὶ ὡς ἱστορία, δηλαδὴ περιγραφὴ γεγονότων καὶ συμβάντων. Ἀλλὰ ὁ Μάξιμος λέει στὴ συνέχεια καὶ γιὰ τὰ κτίσματα. Κι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ δυναμικὴ πορεία, ἡ ὀντολογικὴ πορεία τῆς κτίσεως, ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.

Ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ πρῶτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ στὴ συνέχεια λέει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καταλαβαίνει τὸ τί εἶπα προηγουμένως, δηλαδὴ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν αἰνιγμάτων καὶ τῶν τύπων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν κτισμάτων. Αὐτὰ ὅλα ἰσχύουν μέχρι καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφὴ δηλαδή. Ἡ Ἀνάσταση ἤδη εἶναι γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ καινοδιαθηκικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ σ' αὐτὴν τὴν ἀπόρρητο δύναμη (ἀπόρρητος γιατί δὲν χωράει ἀκόμη σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, εἶναι περισσότερο λειτουργικὰ ποὺ τὸ ζοῦμε), αὐτὸς γνωρίζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεὸς τὰ πάντα. Ἄρα ἀπὸ τὰ ἔσχατα, ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὸ Ω ἑρμηνεύει τὴν ἀρχή, δηλαδὴ τὸ Α. Εἶναι χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἡ δυναμική, ἐσχατολογική, μεσσιανική, βασιλικὴ καὶ λειτουργική, δηλ. εὐχαριστιακὴ βάση, μὲ τὴν ὁποία ὁ Μάξιμος ἑρμηνεύει. Εἶναι ὁ δυναμισμὸς τῆς Γραφῆς.
Μία τέτοια προσέγγιση τῆς Γραφῆς, ὅπως αὐτὴ τῶν Πατέρων, δὲν μειώνει τὴ σημασία τῶν λόγων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ τοὺς τοποθετεῖ μέσα στὴ ζωντανὴ μήτρα, ὅπου αὐτὰ ὅλα λειτουργοῦν. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὴν Εἰκονογραφία, ὅπου ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱστορικός τῆς τέχνης στὴν Σερβία οἱ Εἰκόνες δὲν εἶναι ἁπλῶς καλλιτεχνικὰ ἔργα καὶ δὲν κατανοοῦνται οἱ τοιχογραφίες ἂν δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα σὲ μία Λειτουργία. Τότε οἱ Προφῆτες, οἱ Μάρτυρες, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, ἡ Πλατυτέρα, τὰ πάντα, ἡ κάθε εἰκόνα, λειτουργεῖ, ἐπειδὴ βρίσκεται στὴ μήτρα της καὶ ἔτσι ταυτόχρονα συνδέεται μὲ τὴν ὑμνωδία καὶ μὲ ὅλη τὴν μυσταγωγία ποὺ τελεῖται στὸ ναό! Ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανὸ σῶμα καὶ ὄχι ἀποκόμματα ἢ κύτταρα ἢ ὅπως λέει ὁ Παῦλος γράμματα ποὺ σκοτώνουν.

Τὸ λάθος τῶν Ἑβραίων κυρίως αὐτῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ἀπομόνωσαν τὴν Γραφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν ἔχασαν. Στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ τραγωδία, γιατί αὐτοὶ γύρισαν καὶ πρὸς τὰ πίσω ἀκόμη. Οἱ Ἑβραῖοι τουλάχιστον στάθηκαν μέχρις ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸ Κοράνιο δὲν εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό, μὴ μᾶς ποῦν πὼς εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι περισσότερο βιβλίο ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴ μὴ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸ Θεό. «Πλανάσθε μὴ γνωρίζοντες τὴν Γραφὴν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους. Ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι ἡ ἄμεση ἐπαφή, ἡ ἐπικοινωνία.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα στὸ γράμμα. Ἄλλωστε οἱ Ἀπόστολοι τὴ γράψανε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ προφῆτες ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε καὶ αὐτό μᾶς τὴν ἑρμηνεύει πάλι μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα τὴν ἐκκλησιαστική, μὲ τὴν ἔμπνευσή Του, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πνοή Του. Ἀφοῦ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε κἄν νὰ προσευχηθοῦμε, ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν προσεύχεται μέσα μας, πόσο μᾶλλον δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν Γραφή, ἂν τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα δὲν μιλήσει ἀπὸ μέσα μας καὶ μᾶς ἀποκαλύψει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μία πιὸ ἄμεση προσέγγιση στὴ Γραφή, ἀμέσως τοὺς μιλάει στὴν καρδιά, ἐνῶ ἄλλοι, πολὺ μορφωμένοι, ἀναπτύσσουν διάφορες θεωρίες, ποὺ τοὺς ἀπομακρύνουν τελικὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς κλείνουν τὴ Γραφή.

Ἂς προσθέσουμε ὅμως ἀκόμη κάτι ποὺ θεωροῦμε σημαντικό. Ἡ Γραφὴ ἔχει κάποιαν, ἂς ποῦμε, ἀδυναμία. Σὰν νὰ χάνει τὴ σιγουριὰ ὡς δυνατὸ κείμενο, ἔτσι ποὺ τὴν προσεγγίζουν οἱ Πατέρες. Ἐξαρτᾶται πολὺ ἀπὸ τὸ μέλλον, εἶναι στραμμένη «ἐν ἐλπίδι Χριστοῦ» καὶ βεβαίως μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, στὴν ἀβέβαιη βεβαιότητα. Ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶμε πὼς οἱ Πατέρες μιλοῦσαν καὶ γιὰ τὴν «θεαρχικὴ ἀσθένεια» τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ τὴν παντοδυναμία Του, ὅπως μιλάει ὁ Μίλτον, ποὺ ὅλη τὴν ὥρα στέκεται σ' αὐτήν. Ἀλλὰ τὸ παράδοξο τῶν Πατέρων εἶναι αὐτὴ ἡ «θεαρχικὴ ἀσθένεια». Ἡ ἀσθένεια τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὅταν τὴν προσπελάζεις δὲν σοῦ ἐπιβάλλεται, δὲν εἶναι μία τυραννία ἔστω καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ πείθει. Εἶναι λεπτὴ ὅπως ἡ αὔρα στὸν προφήτη Ἠλία. Δὲν ἔπεισε τὸν Προφήτη οὔτε ἡ θύελλα, οὔτε φουρτούνα, οὔτε σύννεφα ἀλλὰ ἡ λεπτὴ αὔρα τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πολὺ σεβαστὴ καὶ ἡ στάση ἡ δική μας πρὸς τὴν Βίβλο καὶ τῆς Βίβλου πρὸς ἐμᾶς. Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι. Γι' αὐτὸ εἶχαν τόση εὐλάβεια πρὸς τὴν Βίβλο. Ἀλλὰ ὄχι λατρεία πρὸς τὴν Βίβλο, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει καὶ ὑποκαταστήσει τὸ Θεὸ ἕνα βιβλίο. Ἔβλεπαν τὴ Γραφὴ ὡς τὸ βιβλίο τῆς Κοινότητας, μέσα στὴ λατρευτική, λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τους δὲν ἦσαν συνήθως γραμμένες γιὰ κείμενα, ἀλλὰ περισσότερο ὁμιλίες λειτουργικὲς ποὺ τὶς ἐκφωνοῦσαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ἔτσι λειτουργοῦν αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες οἱ πατερικές, μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐξ ἄλλου, κάποιος στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαπιστώσει πὼς στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔγραψαν οἱ μεγάλοι ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὑπάρχει καλύτερη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Διότι οἱ ὕμνοι ἑρμηνεύουν μὲ τὸ λειτουργικὸ τρόπο, γεγονὸς μὲ γεγονός, εἰκόνα μὲ εἰκόνα, τύπο μὲ τύπο. ἀνάλογα μὲ τὴν πληρότητα ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔναντί τῆς Συναγωγῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μάλιστα στραμμένοι πρὸς τὸ μέλλον μὲ τὴν πρόγευση τῆς Βασιλείας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀναγωγική, τυπολογική, μυσταγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ποὺ καὶ αὐτὴ λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία ἐπιστήμη. Βεβαίως χρειάζεται καὶ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ ξέρουμε τὶς βιβλικὲς ἐπιστῆμες. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία δὲν εἶναι κατ' ἀρχὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ εἶναι στάση ζωῆς. Εἶναι κλήση καὶ εἴσοδος καὶ μύηση στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποὺ εἶναι κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὰ λόγια τῶν Γραφῶν μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ ζωντανῆς ἐπικοινωνίας, γίνονται κατανοητὰ καὶ ὄχι ἀντικειμενοποιημένα αὐτὰ καθεαυτό, ὡς ἀρχὲς θρησκευτικές, δογματικὲς ἢ ὅποιες ἄλλες.

Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ οἱ ἐντολὲς Του ἀκόμη ποὺ συνάπτουν σχέση ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸ Θεό. «Τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν», δὲν εἶναι ταυτολογία. Σημαίνει ψελλίζω τὸ ὄνομά Σου καὶ μὲ αὐτὸ ἤδη ἐπικοινωνῶ μαζί Σου σὰν ἀγαπημένος μὲ τὸ ἄλλο ἀγαπημένο πρόσωπο. Σὰν τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα ἢ καὶ τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδί. Σημασία ἔχει θὰ ἔλεγα περισσότερο τὸ ὅτι συνομιλοῦν μεταξύ τους καὶ ὄχι τὸ τί λένε. Τὸ γεγονὸς ὅτι συνομιλοῦν σημαίνει μία σχέση, μία κοινωνία. Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἔτσι τὴν ἑρμήνευσαν. Ὡς βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία περὶ τοῦ Μεσσία καὶ γιὰ τὴν αἰώνια θέση μας στὸ Μεσσία, ὅπως βιώνεται ἀπὸ ἐδῶ στὴν Εὐχαριστία.


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=39796019717757456176

Να φωνάξουμε “Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με” τόσο δυνατά, όσο o Βαρτίμαιος


π. Λίβυος: «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με…» το μυστικό ώστε να λάβουμε τα μηνύματα του Θεού
Να φωνάξουμε "Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με" τόσο δυνατά, όσο o Βαρτίμαιος - Anthony (Bloom) of Sourozh

Ἡ περίπτωση τοῦ Βαρτίμαιου, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο ( 10,46), μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε κάπως ἱκανοποιητικὰ μερικὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν προσευχή.

«Καὶ ἔρχονται στὴν Ἱεριχώ. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ λαὸς πολύς, καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ γιὸς τοῦ Τίμαιου. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦταν ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ λέει: Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Καὶ τὸν ἀπόπαιρναν μερικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Αὐτὸς ὅμως φώναζε ὅλο καὶ περισσότερο: υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Πῆγαν λοιπὸν καὶ εἶπαν στὸν τυφλό. Κουράγιο, σήκω νὰ πᾶς, σὲ φωνάζει. Κι αὐτός, ἀφοῦ πέταξε τὸ ἐξωτερικό του ροῦχο, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει στὸ τρέξιμο, σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλός τοῦ ἀπάντησε: Δάσκαλε, θέλω νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Καὶ ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία Του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ Βαρτίμαιος, δὲν πρέπει, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται νὰ ἦταν νέος. Στεκόταν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ, ζώντας ἀπὸ τὴν εὔσπλαχνη ἢ τὴν ἀδιάφορη βοήθεια τῶν περαστικῶν. Πιθανὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του νὰ εἶχε δοκιμάσει ὅλα τὰ γνωστὰ φάρμακα καὶ ὅλες τὶς θεραπευτικὲς μεθόδους. Θὰ τὸν εἶχαν ἀσφαλῶς πάει, ὅταν ἦταν μικρός, στὸ Ναό, θὰ εἶχαν προσευχηθεῖ καὶ θὰ εἶχαν προσφέρει θυσίες γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὑγεία του. Εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὅλους ἐκείνους πού, εἴτε γιατί εἶχαν κάποιο χάρισμα, εἴτε γιατί εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις, μποροῦσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Εἶχε ἀσφαλῶς πολὺ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του καὶ τελικὰ εἶχε ἐντελῶς ἀπογοητευτεῖ. Εἶχε δοκιμάσει ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ βάλει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἦταν ἀκόμα τυφλός.

Πιθανὸν εἶχε ἀκόμα ἀκούσει ὅτι τοὺς τελευταίους μῆνες εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ Γαλιλαία ἕνας νέος κήρυκας, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὸ λαό, ἦταν εὔσπλαχνος, καὶ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦσε νὰ θεραπεύει καὶ νὰ κάνει θαύματα. Ὁ Βαρτίμαιος πιθανὸν νὰ εἶχε πολλὲς φορὲς σκεφθεῖ ὅτι ἂν μποροῦσε θὰ πήγαινε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Χριστὸς ὅμως πήγαινε ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο καὶ ὑπῆρχε πολὺ μικρὴ πιθανότητα ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος νὰ τὸν ἀπαντήσει. Ἔτσι, μ’ αὐτὴ τὴ σπίθα τῆς ἐλπίδας, ποὺ ἔκανε τὴν ἀπελπισία ἀκόμα πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἔντονη, καθόταν κοντὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ.

Μία μέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα πλῆθος μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο, ἕνα θορυβῶδες ἀνατολίτικο μπουλούκι. Ὁ τυφλὸς τὸ ἄκουσε καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Κάθε σπίθα ἐλπίδας, ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, ἔγινε ξαφνικὰ φωτιά, μία πυρκαϊὰ ἐλπίδας. Ὁ Ἰησοῦς τὸν Ὁποῖον δὲν μπόρεσε μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ συναντήσει, πέρναγε τώρα ἀπὸ κοντά του. Ἦταν δίπλα του καὶ κάθε βῆμα τὸν ἔφερνε ὅλο καὶ κοντύτερα. Μετὰ ὅμως κάθε βῆμα θὰ τὸν πήγαινε ἀπελπιστικὰ ὅλο καὶ πιὸ μακριά.

Ἄρχισε τότε νὰ φωνάζει : «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἡ πιὸ τέλεια ὁμολογία πίστεως. Ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἀπόγονό τοῦ Δαυίδ, τὸ Μεσσία. Δὲν μποροῦσε τότε νὰ τὸν ἀποκαλέσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὸ δὲν τὸ ἤξεραν ἀκόμα οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές του. Στὸ πρόσωπό Του ἀναγνώρισε τὸ «ἀναμενόμενο».

Τότε συνέβη κάτι ποὺ πολὺ συνηθίζεται καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή. Μερικοὶ τριγύρω του τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Μήπως δὲν συμβαίνει πολὺ συχνὰ αὐτὸ καὶ σέ μᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀναζήτηση καὶ ἀγώνα πολλῶν ἐτῶν ἀρχίζουμε ἀπροσδόκητα νὰ φωνάζουμε στὸ Θεό; Πόσες φωνὲς τότε δὲν προσπαθοῦν νὰ κατασιγάσουν τὴν προσευχὴ μας! Φωνὲς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές. Ἀξίζει, λένε, νὰ προσεύχεσαι; Τόσα χρόνια ἀγωνιζόσουν κι ὁ Θεὸς δὲν νοιάστηκε γιὰ σένα. Τώρα θὰ νοιαστεῖ; Τί νόημα ἔχει ἡ προσευχὴ; Ξαναγύρισε στὴν ἀπελπισία σου, εἶσαι τυφλὸς καὶ τυφλὸς γιὰ πάντα.

Ὅσο ὅμως μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀντίσταση τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ βοήθεια εἶναι πολὺ κοντά. Ὁ διάβολος ποτὲ ἄλλοτε δὲν μᾶς ἐπιτίθεται τόσο βίαια ὅσο ὅταν βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ἀγώνα καὶ ἔχουμε ἀκόμα δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὅμως τελικὰ χάνουμε, γιατί τὴν τελευταία στιγμὴ ὑποχωροῦμε. Ὑποχώρησε, λέει ὁ διάβολος, βιάσου, προσπάθησες πάρα πολύ, βγῆκες ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς σου. Τελείωσε ἀμέσως, μὴν καθυστερεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις περισσότερο. Καὶ τότε αὐτοκτονοῦμε σωματικά, ἠθικά, πνευματικά. Ἐγκαταλείπουμε τὴν ἀγώνα καὶ ἀγκαλιάζουμε τὸ θάνατο, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ βοήθεια βρίσκεται δίπλα μας καὶ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε.

Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σημασία σ’ αὐτὲς τὶς φωνές. Ὅσο δυνατότερα ἠχοῦν τόσο πιὸ γερὰ πρέπει νὰ δενόμαστε μὲ τὸ σκοπό μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κραυγάσουμε τόσο, ὅσο χρειάζεται. Νὰ φωνάξουμε τόσο δυνατά, ὅσο ὁ Βαρτίμαιος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πέρναγε δίπλα του. Ἡ τελευταία του ἐλπίδα βρισκόταν σιμά του, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν ἦταν ἀπέναντί του ἀδιάφοροι ἢ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη του δὲν εἶχαν θέση. Ἐκεῖνοι ποὺ περιτριγύριζαν τὸ Χριστὸ – καὶ ποὺ τὸν χρειάζονταν πολὺ λιγότερο- ἤθελαν νὰ ἀσχολεῖται μαζί τους. Γιατί αὐτὸς ὁ τυφλὸς καὶ βασανισμένος ἄνθρωπος νὰ τοὺς διακόπτει;

Ὁ Βαρτίμαιος ὅμως ἤξερε καλὰ ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὰ γι’ αὐτὸν ἄλλη ἐλπίδα, ἂν ἔχανε κι αὐτὴ τὴν τελευταία. Ἡ βαθιὰ αὐτὴ ἀπελπισία τοῦ ἔγινε πηγὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ἀνέβλυσε μία πίστη, μία προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ τέτοια πεποίθηση καὶ μία ἐπιμονὴ ποὺ ἔσπασε ὅλους τοὺς φραγμοὺς. Μία προσευχὴ πού, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἠχεῖ στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἡ ἀπόγνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε δὲν ἄκουγε καθόλου τὶς φωνὲς τοῦ πλήθους ποὺ τὸν πρόσταζαν νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ καθήσει στὴν ἄκρη. Καὶ ὅσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό, τόσο περισσότερο κι αὐτὸς φώναζε: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Ὁ Χριστὸς σταμάτησε, ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα.

Μποροῦμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ Βαρτίμαιο πρακτικά, τὸ πῶς μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ. Ὅταν στρεφόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, ὁ Θεὸς πάντα μᾶς ἀκούει.

Συνήθως δὲν ἔχουμε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀρνηθοῦμε ἀμέσως ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βρίσκονται στὸ περιβάλλον μας καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουμε συνηθίσει νὰ ἐμπιστευόμαστε, μόλις διαπιστώσουμε ὅτι δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπ’ αὐτά. Βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ὅσο καὶ ἂν ἀνακινήσουμε ἀνθρώπινα καὶ ἐπίγεια μέσα. Ἔχουμε ἕνα σκοπό. Ψάχνουμε γιὰ τὸ φῶς μας καὶ συνέχεια ἀπογοητευόμαστε. Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ μαρτύριο, εἶναι ἀπόγνωση καὶ ἂν σταματήσουμε ἐκεῖ, ἔχουμε νικηθεῖ. Ἂν ὅμως αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ στιγμή, στραφοῦμε στὸ Θεό, γνωρίζοντας ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει πιὰ ἀπομείνει καὶ τοῦ ποῦμε, «Σὲ ἐμπιστεύομαι καὶ παραδίδω στὰ χέρια Σου τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου, ὁλόκληρη τὴ ζωή μου», τότε ἡ ἀπόγνωση μᾶς ἔχει ὁδηγήσει στὴν πίστη.

Ἡ ἀπόγνωση ὁδηγεῖ σὲ μία νέα πνευματικὴ ζωή, ὅταν ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ προχωρήσουμε βαθύτερα καὶ μακρύτερα, ἀναγνωρίζοντας ὅτι κεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀπογοητευθεῖ δὲν εἶναι τὸ ὅτι τελικὰ χάσαμε τὴ νίκη, ἀλλὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀπογοήτευσαν τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιήσαμε γιὰ νὰ φθάσουμε σ’ αὐτή. Τότε ἀρχίζουμε νὰ βάζουμε θεμέλια μὲ ἕνα νέο τρόπο. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξαναφέρει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ εἴχαμε ἤδη δοκιμάσει, τὸ ὁποῖο ὅμως τώρα, κάτω ἀπὸ τὴ δική Του καθοδήγηση, θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε μὲ ἐπιτυχία. Πρέπει πάντα νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ τότε ὁ Θεὸς χαρίζει φρόνηση, σοφία καὶ δύναμη νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν ἐπιδιωκόμενο στόχο μας.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος: ”Η πανούκλα και ο COVID-19”

 

Κορωνοϊός | Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος για fake news, συνωμοσιολογία & προφητολαγνεία
Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος: ''Η πανούκλα και ο COVID-19''

Του Σεβ. Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Νεκταρίου

Με την εμφάνιση του COVID-19 , το βιβλίο του Α. Καμύ “Η πανούκλα” ήρθε ξαφνικά στην επικαιρότητα και στις μέρες μας διαβάστηκε πολύ. Παρά το ότι είναι ένα βιβλίο αλληγορικό, μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας φωτογραφίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι σημερινοί αναγνώστες, ανακαλύπτουν εκπληκτικές ομοιότητες με την κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες. Θα ήθελα να επισημάνω μερικά σημεία.

Το 1940 η πανούκλα εμφανίζεται στην Αλγερία και συγκεκριμένα στην πόλη Οράν. Τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο. Η πρώτη αντίδραση των κατοίκων, είναι η άρνηση, ακριβώς αυτό που βλέπουμε και σήμερα: Άρνηση και υποτίμηση του κινδύνου. Οι πολίτες στρουθοκαμηλίζουν, κλείνουν τα μάτια στην τραγωδία που εξελίσσεται, δεν θέλουν να παραδεχτούν την σκληρή πραγματικότητα. Γράφει ο Καμυ.

«Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα όμως τις παραδέχεσαι όταν σου έρθουν κατακέφαλα. Η οικουμένη γνώρισε τόσες πανούκλες όσους και πολέμους. Κι ωστόσο, πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, σαν όλους τους συμπολίτες μας, κι έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε τους δισταγμούς του καθώς και την αμφιταλάντευσή του ανάμεσα στην ανησυχία και τη σιγουριά. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: «Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ανοησία». Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ανοησία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να κρατήσει πολύ.

Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική, κι αυτό θα το διαπιστώναμε αν σταματούσαμε να σκεφτόμαστε συνέχεια τον εαυτό μας. Ως προς αυτό, οι συμπολίτες μας ήταν όπως κι όλος ο κόσμος, σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα λόγια ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις μάστιγες. Η μάστιγα δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και γι’ αυτό συμπεραίνουμε πως είναι κάτι εκτός πραγματικότητας, ένας εφιάλτης που θα περάσει. Όμως δεν περνάει πάντα και, από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, οι άνθρωποι πεθαίνουν, και πρώτοι απ’ όλους οι ανθρωπιστές, γιατί δεν έλαβαν τα μέτρα τους.

Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, λησμονούσαν όμως τη μετριοφροσύνη, αυτό είν΄ όλο, και σκέφτονταν πως όλα ήταν δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που σήμαινε πως ήταν αδύνατο να υπάρξουν συμφορές. Εξακολουθούσαν ν’ ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους, να σχεδιάζουν ταξίδια και να εκφράζουν τη γνώμη τους. Πώς να σκεφτούν την πανούκλα, που εξαφανίζει το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, αλλά ποτέ δεν θα ‘ναι κανείς  ελεύθερος όσο υπάρχουν μάστιγες.»

Η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Το εμπόριο νεκρώνεται. Αλλά και πάλι οι κάτοικοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα.

«Υπήρχαν βέβαια τα κοινά συναισθήματα, όπως ο χωρισμός ή ο φόβος, μα εξακολουθούσαν να βάζουν σε πρώτο πλάνο τις προσωπικές τους έγνοιες. Κανένας δεν είχε ακόμα παραδεχτεί στ’ αλήθεια την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ευαίσθητοι κυρίως σε ό,τι ανέτρεπε τις συνήθειες τους ή έθιγε τα συμφέροντα τους. Ένιωθαν οργή κι αγανάκτηση, όμως αυτά δεν είναι συναισθήματα που μπορείς ν’ αντιτάξεις στην πανούκλα. Η πρώτη τους αντίδραση, λόγου χάριν, ήταν να ενοχοποιήσουν τη διοίκηση.»

Οι θάνατοι αυξάνουν, αλλά και πάλι οι κάτοικοι απωθούν τον κίνδυνο. Δεν αυτοπροστατεύονται. Το Οράν νεκρώνει. Όλα τα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουν να κυκλοφορούν στους δρόμους.

Κι ενώ τα θύματα αυξάνουν, εμφανίζεται μια νέα πραγματικότητα, καθόλου άγνωστη από το παρελθόν. Σε περιπτώσεις  θεομηνιών, πολέμων, επιδημιών, οι άνθρωποι προσπαθούν να πιαστούν από κάπου, να πάρουν ελπίδα, να μάθουν τι θα γίνει στο μέλλον και πότε θα σταματήσει το κακό. Το βλέπουμε και στις μέρες μας. Μάγοι και αστρολόγοι κάνουν χρυσές δουλειές, με το αζημίωτο βέβαια. ( Αλήθεια, ήθελα να απευθύνω επ’ ευκαιρία ένα ερώτημα σ’ όλους αυτούς τους τσαρλάτανους. Κάθε χρονιά αποφαίνονται και “προφητεύουν” τι θα συμβεί τη νέα χρονιά. Γιατί δεν βρέθηκε ένας, τον περασμένο Ιανουάριο, να μας προειδοποιήσει για τον κορωνοϊό;

Πώς τους ξέφυγε ένα τέτοιο γεγονός,που έφερε τα πάνω κάτω σ’ όλο τον πλανήτη;…). Από την άλλη σύγχρονοι “μετά Χριστόν προφήτες”, προφητολόγοι, αντιχριστολόγοι, αποκαλυπτολόγοι, ψευτοπροορατικοί, συνωμοσιολόγοι, αναστατώνουν τον κόσμο με ένα σωρό ανοησίες. Εφημερίδες και περιοδικά με πηχιαίους τίτλους προβάλουν παλιές και νέες “προφητείες” των τάδε γερόντων και “φωτισμένων” επιφέροντας την σύγχυση. Νομίζετε ότι είναι σημερινό φαινόμενο; Όχι βέβαια. Ο Καμύ, το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο.   

«Μπορούμε να φέρουμε ως παράδειγμα για τα παραπάνω την κατάχρηση προφητειών που έκαναν οι συμπολίτες μας. Πράγματι την άνοιξη, περίμεναν από τη μια στιγμή στην άλλη το τέλος της αρρώστιας και κανένας δεν νοιαζόταν να ζητήσει από τους άλλους διευκρινίσεις σχετικά με τη διάρκεια της επιδημίας, αφού όλος ο κόσμος είχε πειστεί ότι δεν θα κρατούσε άλλο. Όμως, όσο περνούσαν οι μέρες, άρχισαν να φοβούνται πως η συμφορά αυτή δεν θα ‘χε τελειωμό και, αμέσως, το τέλος της επιδημίας έγινε το αντικείμενο κάθε ελπίδας. Έτσι, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι διάφορες προφητείες που τις είχαν κάνει μάγοι ή άγιοι της Καθολικής Εκκλησίας.

Μερικοί τυπογράφοι της πόλης μυρίστηκαν πολύ γρήγορα το κέρδος που θα μπορούσαν ν’ αντλήσουν από τη νέα τούτη μανία και τύπωσαν σε πολλά αντίτυπα τα κείμενα που κυκλοφορούσαν. Όταν αντιλήφθηκαν ότι η περιέργεια των αναγνωστών ήταν ακόρεστη, καταπιάστηκαν με έρευνες στις δημοτικές βιβλιοθήκες, ξέθαψαν όλες τις μαρτυρίες αυτού του είδους, που μπορούσαν να τους προμηθεύσουν τα παλιά χρονικά, και τις  κυκλοφόρησαν σωρηδόν στην πόλη. Κι όταν κι αυτές εξαντλήθηκαν, παράγγειλαν τότε στους δημοσιογράφους να επινοήσουν προφητείες, κι εκείνοι αποδείχτηκαν, ως προς αυτό τουλάχιστον, εφάμιλλοι με τα πρότυπά τους των περασμένων αιώνων.     

Μερικές απ αυτές τις προφητείες δημοσιεύτηκαν μάλιστα σε συνέχειες και στις εφημερίδες και διαβάζονταν με την ίδια απληστία όπως και τα αισθηματικά ρομάντζα τον καιρό που όλα πήγαιναν καλά. Ορισμένες απ αυτές τις προβλέψεις βασίζονταν σε παράδοξους υπολογισμούς, όπου συμπλέκονταν η χρονολογία, ο αριθμός των νεκρών και το άθροισμα των μηνών που διήρκεσε το καθεστώς της πανούκλας. Άλλες έκαναν συγκρίσεις με τις μεγάλες πανούκλες της ιστορίας, υπογράμμιζαν τις ομοιότητες (που οι προφητείες τις αποκαλούσαν ¨σταθερές¨) και με τη βοήθεια διάφορων υπολογισμών  το ίδιο παράδοξων, ισχυρίζονταν πως αντλούσαν διδάγματα σχετικά με την τωρινή δοκιμασία.

Οι πιο ευπρόσδεκτες όμως απ’ το κοινό ήταν αναμφισβήτητα εκείνες που, με φρασεολογία της Αποκάλυψης, ανήγγειλαν σειρές γεγονότων που το καθένα τους θα μπορούσε να είναι αυτό που μάστιζε τώρα την πόλη και που ήταν τόσο πολύπλοκο ώστε να επιτρέπει κάθε λογής ερμηνεία. Έτσι συμβουλεύονταν καθημερινά τον Νοστράδαμο και την Αγία Οντίλ και πάντα επωφελώς. Κοινό γνώρισμα, άλλωστε, όλων αυτών των προφητειών είναι πως τελικά τους καθησύχαζαν. Μόνο η πανούκλα δεν τους καθησύχαζε».

Στο βιβλίο αυτό ένα από τα πρόσωπα που παίζει σημαντικό ρόλο είναι ο ιερέας, ο πατήρ Πανελού. Η Εκκλησία οργάνωσε τότε εβδομάδα προσευχών, λιτανειών κλπ. Ο π. Πανελού ανέλαβε να μιλήσει σ’ ένα πολυπληθές εκκλησίασμα. Όπως συνήθως συμβαίνει, ο π. Πανελού αποφαίνεται ότι η επιδημία είναι μάστιγα του Θεού, είναι τιμωρία για τις αμαρτίες των ανθρώπων.

  Περνάει όμως ο καιρός και ο π. Πανελού με τον γιατρό Ριέ βρίσκονται στο νοσοκομείο και παρακολουθούν ένα άρρωστο παιδάκι να υποφέρει φρικτά και στο τέλος να πεθαίνει. Είναι ένα γεγονός που τον συγκλονίζει.  Καλά οι μεγάλοι, αλλά αυτό το αθώο παιδί, τι έφταιξε; Το τιμώρησε και αυτό ο Θεός; Ο π. Πανελού συγκλονίζεται, προβληματίζεται. Την επόμενη φορά που θα κηρύξει αλλάζει στάση. Την πρώτη φορά μίλησε άσπλαχνα, τώρα πολύ διαφορετικά. Μεταξύ των άλλων ανέφερε κι’ ένα συγκινητικό περιστατικό.

«  Όταν είχε πέσει πανούκλα στην Μασσαλία, από τους ογδόντα έναν μοναχούς της Μονής του Μαρσύ, μόνον τέσσερις επέζησαν. Και από τους τέσσερις, οι τρείς το έσκασαν. Έμεινε ένας μοναχός  έχοντας μπροστά του την εικόνα των 77 πτωμάτων και το παράδειγμα της φυγής των τριών. Ο π. Πανελού φώναξε τότε:

  « Αδελφοί μου, πρέπει να είμαστε εκείνος που μένει.»

             Ο π. Πανελού δεν θα φύγει. Θα μείνει. Μετά από λίγο θα νοσήσει και θα πεθάνει. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να φύγουν, αλλά τελικά έμειναν κοντά στον ανθρώπινο πόνο, όπως ο γιατρός Ριέ. Κάποιοι το ‘ριξαν στην κερδοσκοπία.  Γνωστό φαινόμενο κι’ αυτό σε περιόδους κρίσεων και συμφορών.
                  Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο. Στο βιβλίο θίγονται  πολλά ακόμα θέματα, που μπορεί ο αναγνώστης να τα διαβάσει. Θα σταθώ όμως σ’ ένα που το θεωρώ καίριο. Είναι η στάση όλων μας απέναντι στον άλλο άνθρωπο για τον οποίο έχουμε ευθύνη. Δανείζομαι τα λόγια του Σ. Ζουμπουλάκη.

        «Οι επιδημίες δοκιμάζουν την τιμιότητα καθενός από εμάς, η οποία απαιτεί αδιάκοπη προσοχή. Με τα λόγια του ιατρού, άλλου κεντρικού προσώπου της πανούκλας:

       ¨Ο τίμιος άνθρωπος, αυτός που δεν μολύνει σχεδόν κανέναν, είναι ο όσο γίνεται λιγότερο αφηρημένος. Χρειάζεται θέληση και ένταση για να μην είσαι αφηρημένος¨.

     Με άλλα λόγια, τιμιότητα είναι η ένταση της ευθύνης για τους άλλους που στην περίοδο των επιδημιών, για τους περισσότερους από εμάς, εκφράζεται παράδοξα και βασανιστικά με το να μένουμε μακριά τους.

     Και αυτή η επιδημία θα περάσει, χωρίς κανείς να μπορεί να υπολογίσει τώρα τον αριθμό των θυμάτων της. Είναι σημαντικό οι ζωντανοί, όταν πια θα έχει  περάσει το κακό,  να μην ντρέπονται για την στάση τους τον καιρό της πανδημίας».

       Δεν θα ήθελα ν’ αφήσω ασχολίαστο το θόρυβο που έχει ξεσπάσει για τις μάσκες. Είναι εξοργιστικό ένα τόσο απλά καθαρά τεχνικό- ιατρικό θέμα, να παίρνει από κάποιους πνευματικές διαστάσεις. «Αλλοιώνει το πρόσωπο, την εικόνα του Θεού» αποφάνθηκαν κάποιοι. Και ρωτώ, αν κάποιοι ιδιαίτερα ιερείς και ψάλτες τυλίγουν το πρόσωπο τους μ’ ένα κασκόλ, για να προφυλάξουν τον ευαίσθητο λαιμό τους,  δεν αλλοιώνουν την εικόνα του Θεού;

Ποια η διαφορά; Επειδή το ένα ονομάζεται κασκόλ επιτρέπεται και το άλλο επειδή ονομάζεται μάσκα απαγορεύεται; Φοράω την μάσκα σημαίνει κυρίως αισθάνομαι υπεύθυνος για τον άλλον, προστατεύω τον άλλον. Βρέθηκα λίγο καιρό πριν σε μία Εκκλησία. Η συντριπτική πλειονότητα των πιστών, τηρούσε τα μέτρα. Εκτός από δύο «ευσεβείς» που στέκονταν επιδεικτικά στα πρώτα στασίδια με «επηρμένην οφρύν» χωρίς μάσκα. Ένιωσα σα να έβλεπα τον Φαρισαίο της παραβολής και να λέει:

 «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων»

    Στην πραγματικότητα φορούσαν μια πολύ πιο χοντρή μάσκα  υποκρισίας και αναλγησίας.

    Πολύς λόγος γίνεται και πάλι για το κλείσιμο των ναών. Είναι ένα θέμα που μας πονά όλους μας.  Ας το καταλάβουμε επιτέλους. Η απουσία μας από το ναό δεν γίνεται εκούσια, ούτε αδικαιολόγητα. Υπάρχει σοβαρός λόγος και το γνωρίζουμε όλοι. Δυστυχώς είδαμε τα αποτελέσματα σε ομόδοξες χώρες, όπου ολόκληρες ενορίες και μοναστήρια βίωσαν τις θλιβερές συνέπειες. Πλήθος κρουσμάτων και θανάτων από την ανεύθυνη στάση πολλών «πιστών».

     Τον τελευταίο καιρό την ίδια θλιβερή πραγματικότητα βιώνουν και δικές μας μοναστικές κοινότητες, που δεν τήρησαν τα μέτρα. Επίσκοποι, Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχές  νόσησαν και κάποιοι έχασαν την ζωή τους. Και οι αρνητές του κορονοϊού, να αποφαίνονται ότι δεν πέθαναν από τον κορονοϊό, αλλά από άλλες αιτίες. Δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι και οι πιστοί, οι ιερείς, οι μοναχοί, ακόμα και οι Άγιοι, αρρωσταίνουν. Άραγε τόσο πολύ αμφιβάλουν για την πίστη τους;

Όλοι σήμερα στεκόμαστε με θαυμασμό στη μεγάλη μορφή του Αγίου Πορφυρίου. Και πολλοί έχουν  γευτεί την θαυματουργική θεραπεία του. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν υποτίμησε την επιστήμη, ούτε αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. Η μαρτυρία του μακαριστού καθηγητή Γ. Παπαζάχου είναι πολύ σημαντική:

   «Ωστόσο, ποτέ δεν αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια των πολλών γιατρών-πνευματικών του παιδιών. Μάλιστα μια μέρα τον ρώτησα: ¨Γιατί πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, κυρίως μοναχοί, αρνούνται την ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήσει κατ’ ευθείαν η Παναγία;¨

 Μου απάντησε: Είναι εγωισμός-πονηρή ενέργεια-να νομίζεις ότι ο Θεός θα κάνει, κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς, θαυματουργική επέμβαση για σένα. Ο Θεός κάνει θαύματα και τώρα, αλλά εσύ δεν πρέπει να το προσδοκάς για σένα. Είναι εγωιστική εξαίρεση. Άλλωστε και μέσω των γιατρών ο ίδιος ο Θεός ενεργεί. ¨Ιατρούς και φάρμακα Κύριος έδωκε¨, λέει η Αγία Γραφή.¨

Τέλος θέλω να αναφερθώ στο φαινόμενο των ¨κρυφών λειτουργιών¨. Παρά τις συστάσεις της Ιεράς Συνόδου, εφημέριοι, γέροντες και γερόντισσες καλούν επιλεκτικά τους «δικούς τους» να μεταλάβουν ¨κρυφά¨ που σημαίνει «εμείς να σωθούμε και οι άλλοι να πάνε στο πυρ το εξώτερον. Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να χρειάζεται μέσον για να κοινωνήσεις!

           Αναρωτιέμαι: Είναι η Θεία Κοινωνία ατομικό γεγονός, ή αποκλειστικά και μόνον για κάποια χριστιανική ελίτ; Μεμέρισται ο Χριστός; Οι άλλοι δεν είναι μέλη του Χριστού; Αν η Θεία Κοινωνία είναι ατομικό γεγονός, ας κάνουμε αυτό που κάνουν χριστιανικές σέκτες στην Αμερική: Μηχανήματα σαν τους αυτόματους πωλητές σε διάφορα σημεία της πόλης. Πατάς το κουμπί και σου βγάζει σε σελοφάν τη Θεία Κοινωνία. Παίρνεις το χαπάκι σου και σώζεσαι, δεν χρειάζεται να κοινωνείς με τους αδελφούς σου. Έτσι δεν κινδυνεύεις και από την αστυνομία και το πρόστιμο.

         Πριν από χρόνια είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ αρκετές φορές τον σύγχρονο ασκητή και Άγιο της Ρουμανίας, τον πατέρα Κλεόπα. Ο χαρισματικός αυτός γέροντας μας μίλησε τότε για τους πέντε τρόπους κοινωνίας με το Θεό. Παραθέτω τα λόγια του, τουλάχιστον για τους καλοπροαίρετους Χριστιανούς που βρίσκονται σε σύγχυση με τόσα που γράφονται και λέγονται και αναζητούν ένα φωτάκι ελπίδας.

       «Όταν πήγα στην Αθήνα, στην Ιερά Σύνοδο με ρώτησαν πόσων ειδών κοινωνίες έχουμε. Και τους απάντησα πως με πέντε τρόπους μπορεί να κοινωνήσει ο χριστιανός.

    Ο πρώτος τρόπος είναι με την συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, όταν ο ιερέας μας κοινωνεί με την λαβίδα.

           Ο δεύτερος τρόπος, με την ευχή του Ιησού. Όταν λες την ευχή  « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», είτε με το νου είτε με την καρδιά, μπορείς καθημερινά να κοινωνείς άπειρες φορές το Χριστό.

         Ο τρίτος τρόπος είναι με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Όποιος τηρεί τις εντολές του Χριστού, ενώνεται με το Χριστό, ενώνεται με την Αγία Τριάδα. Αυτήν την κοινωνία μας φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός. ¨ ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν¨.(Ιωαν.ιδ,23). Και ¨  ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου¨(Ιωαν.ιε,10) . Επίσης ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι : ¨Η ομοιοτητά μας και η ενότητα μας με το Θεό πραγματοποιείται μόνο με την εφαρμογή των θείων εντολών¨.

Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας (εδώ σταμάτησε λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε δυνατά)….. είναι με τα αυτιά! (χαμογέλασε και συνέχισε). Γίνεται με την ακρόαση του λόγου του Θεού, διότι ο λόγος του Θεού έρχεται με την ακοή και διοχετεύεται στην καρδιά. Την ίδια κοινωνία που δέχεσαι από τον ιερέα με τη λαβίδα, την ίδια δέχεσαι από τα  αυτιά, όταν ακούς με ευλάβεια το λόγο του Θεού. Εάν λοιπόν κάθεσαι στην εκκλησία ήσυχα, όπως κάθεστε εδώ, κι έχεις φόβο Θεού, τότε λοιπόν κάθε φορά κοινωνείς το Χριστό από τα αυτιά.

  Ο πέμπτος τρόπος κοινωνίας γίνεται με την προσκομιδή, όπου ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα και βγάζει μερίδες πάνω στον άγιο δίσκο. Τη στιγμή της συστολής που ο ιερέας ρίχνει τις μερίδες στο άγιο ποτήριο και ενώνονται με το αίμα του Χριστού, οι πιστοί που μνημονεύθηκαν κοινωνούν το Χριστό και καθαρίζονται από τις αμαρτίες».

 Η συζήτηση κατέληξε με την όμορφη ευχή του, που συνήθιζε να λέει στους επισκέπτες:

                                                             «Να σας φάει ο Παράδεισος»

                                       Υστερόγραφο δικό μου

                                                   Αμήν

Ο Αργολίδος Νεκτάριος

orthodoxia.online