Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ἑρμηνεία τῆς φράσεως «Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Θεοφάνεια)





Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΕΣΤΡΑΦΗ ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΙΣΩ
Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου καὶ τὰ Θεοφάνια στὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια:
(ὅπου δὲν ἀναφέρεται τίποτε σχετικὸ μὲ τὴν ἐν λόγῳ φράση)
ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον, κεφάλαιον γ´
13 Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. 14 ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων, Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; 15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν, Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. τότε ἀφίησιν αὐτόν· 16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδεν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· 17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.
ἀπὸ τὸ κατὰ Μᾶρκον, κεφάλαιον α´
9 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην. 10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν· 11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν, Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.
ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφάλαιον γ´

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου




Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί! Η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συμπίπτει με την 14η Νοεμβρίου. Η Σύνοδος όμως του 1368, η οποία διακήρυξε εις τον κόσμο την αγιότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λόγω των θαυμάτων τα οποία εποίει και όχι λόγω της παιδείας του, ούτε λόγω των συγγραμμάτων του, που είναι το υψηλότερο στην εποχή του επίτευγμα, αλλά και στην κορυφή συγχρόνως της αγιοπατερικής θεολογικής παραδόσεως, μετέφερε τη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εις την Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Είναι μία πράξις συμβολική και αποφασιστική, διότι η σημερινή ημέρα τιμάται από τους Ορθοδόξους όλου του κόσμου ως επέκταση και προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Είναι συνέχεια της νίκης της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας εναντίον της πλάνης. Δεν είναι νίκη προσώπων εναντίον άλλων προσώπων, δεν είναι νίκη παρατάξεων εναντίον άλλης παρατάξεως η άλλων παρατάξεων, αλλά είναι η νίκη της Πίστεως. Ο θρίαμβος της Πίστεως ως τρόπου σκέψεως, ως τρόπου ζωής και εμπειρίας αγιοπνευματικής, που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο εις την θέωση. Είναι νίκη δηλαδή της σωτηρίας, την οποία εισήγαγε στην ιστορία ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, άσαρκος εις την Παλαιά Διαθήκη και ένσαρκος εις την Καινή Διαθήκη.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο εις τον τίτλο της αποψινής ομιλίας ονομάζουμε Πατέρα της 9ης Οικουμενικής Συνόδου, θα ήθελα να οριοθετήσουμε τα συστατικά του τίτλου αυτού.

 Η Προσωπικότητα του Αγίου
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 και σπούδασε φιλοσοφία, κυρίως αριστοτελική, σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν έδινε δεκαεξαετής τις εξετάσεις του εις το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, ο μεγάλος λόγιος ο Θεόδωρος Μετοχίτης ενθουσιασμένος να του πει: «Παιδί μου, ούτε ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να εκφραστεί κατά καλύτερο τρόπο».
Θεολογία ο Άγιος Γρηγόριος εσπούδασε εις την Θεολογική Σχολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν ήταν κάποιο ίδρυμα κρατικό, διότι η Θεολογική Σχολή είναι το μοναστήρι, είναι το (κοινοβιακό) μοναστήρι. Μέσα στο μοναστήρι ο Άγιος Γρηγόριος έγινε Θεολόγος. Μέσα από την άσκηση και την πνευματική ζωή. Εις το Παπίκιον Όρος, μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης, στο Άγιον Όρος και στην Βέροια, με τη αυστηροτάτη άσκησή του. Πέντε ημέρες της εβδομάδος ήταν απομονωμένος εις την αναχωρητική άσκηση, την βαρειά άσκησή του, και δύο ημέρες κατέβαινε για να συζητήσει με το μοναστικό σώμα τα προβλήματα, να μετάσχει δηλαδή στην κοινωνική εν Αγίω Πνεύματι ζωή των συμμοναστών του.
Ο Άγιος Γρηγόριος αναδείχθηκε σε μέγα Θεολόγο της Εκκλησίας, διότι είχε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Ήταν ο Θεολόγος της ασκήσεως, της μετανοίας, και όχι ο Θεολόγος των πτυχίων και των πανεπιστημιακών τίτλων. Επιτρέψτε μου να το πω. Με αξίωσε ο Θεός, το λέγω γιατί τώρα βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο της ζωής μου, δεν ξέρω πόσο ο Θεός θα μ’ αφήσει στον κόσμο, αγγίζω τα εβδομήντα. Λέγω συνήθως, όσα πτυχία και να έχουμε δεν μας καταξιώνουν ως Θεολόγους. Με τη Χάρη του Θεού έχω πέντε πανεπιστημιακά διπλώματα, τρία πτυχία και δύο «Ντοκτορά», διδακτορικούς τίτλους, διδακτορικό Θεολογίας και Φιλοσοφίας - Ιστορίας, αυτά σε ξένο Πανεπιστήμιο. Γιατί τα είπα αυτά; Για να επαναλάβω αυτό που αρέσκομαι να λέγω συνήθως, ότι όλα αυτά, οι τίτλοι και τα πτυχία είναι μηδέν και κάτω του μηδενός, μηδέν και κάτω του μηδενός, ένα τίποτα. Εκείνο, το οποίο χρειάζομαι και μάλιστα ως Κληρικός, είναι μια αχτίδα της Χάριτος του Θεού. Λίγη Χάρη Θεού χρειάζομαι, για να ανταποκριθώ εις τις απαιτήσεις του διακονήματος και λειτουργήματός μου, και σ’ αυτό πιστεύω ότι θα συμφωνούν όλοι οι σεβαστοί συνάδελφοι εν Χριστώ, που είναι στο Άγιον Βήμα.
Έγινε, λοιπόν, μ’ αυτήν την Θεολογία συνεχιστής των Αγίων Πατέρων, ως Θεολόγος κατεξοχήν της παραδόσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εντάχθηκε σε μια σκυταλοδρομία του Αγίου Πνεύματος, η οποία αρχίζει με τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες, με πρώτον τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, συνεχίζεται με τον Άγιο Ειρηναίο, με τον Άγιο Κυπριανό, φθάνει στο Μέγα Αθανάσιο, τους Καππαδόκες Πατέρες, τους Κυρίλλους, των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας, και συνεχίζεται αυτή η σκυταλοδρομία με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Μέγα Φώτιο τον 9ο αιώνα, για να κορυφωθεί τον 14ο αιώνα στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και εν συνεχεία στους αγίους Κολλυβάδες Πατέρες, τους ησυχαστές του 18ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμάς και Μάρκος Ευγενικός είναι στην ευθεία γραμμή της παραδόσεως, η οποία προέβαλε τους αγίους Πατέρες, την σκέψη τους και την βιοτή τους απέναντι στην αλλοτριωμένη και διεστραμμένη Δυτική Χριστιανοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς -ο Θεός το επέτρεψε, για να τον δυναμώσει περισσότερο- έγινε και ομολογητής της πίστεως. Κατηγορήθηκε ως καινοτόμος και μάλιστα ως αιρετικός. Αυτή ήτανε η κρίση του 14ου αιώνος.
Μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (691/2) έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, από τα τέλη του 7ου αιώνος και εξής. Οι Άγιοι να θεωρούνται ως καινοτόμοι, οι Άγιοι να θεωρούνται ως αιρετικοί, διότι δεν συμφωνούσαν με μια πολιτική Θεολογία, η οποία είχε διαδοθεί, με Ιεράρχες και Θεολόγους, οι οποίοι προσπαθούσαν να τα έχουν καλά με την εξουσία, για να καρπούνται οφέλη γήινα και προσωρινά. Το 1343 εφυλακίσθη ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη φυλακή των ανακτόρων και το 1344 καταδικάσθηκε σε ακοινωνησία! Σύνοδοι είχαν καταδικάσει παλαιότερα τον Ιερό Χρυσόστομο, (σκεφτείτε τον ιερό Χρυσόστομο!) δύο φορές σε εξορία, ώστε να πεθάνει στην εξορία. Ανάλογες Σύνοδοι κατεδίκασαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί δεν ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ισχυρών του εκκλησιαστικού χώρου και της πολιτείας. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, αγαπητοί αδελφοί, Σύνοδοι που θεωρούνται Ορθόδοξοι, να αθωώνουν τους ενόχους και να καταδικάζουν τους Αγίους. Αυτό το φαινόμενο, που σημαίνει διαστροφή της Παραδόσεως εκ μέρους των, που αποκαλύπτει την εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού χώρου, θα συνεχίζεται όσο υπάρχει η αμαρτία, και φοβερά αποστασία, μέσα στο ράσο. Έτσι, λοιπόν, -θα μου επιτρέψετε παρενθετικά- να προσθέσω κάτι: Συνήθως λέγουν κάποιοι, και δεν είναι άστοχο το ερώτημα, γιατί δεν συμμετέχουν και οι λαϊκοί, μέλη και αυτοί του Σώματος του Χριστού, εις τας Συνόδους της Εκκλησίας. Οι Άγιοι Πατέρες τα έχουν διατάξει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν χρειάζεται ούτε εμείς οι πρεσβύτεροι, ούτε οι λαϊκοί να συμμετέχουμε στις Συνόδους. Διότι τότε θα αρχίσει το ερώτημα: γιατί αυτός και όχι εγώ!
Ο Επίσκοπος μετέχει στη Σύνοδο, μεταφέροντας σ’ αυτήν αυτούσια τη γνώμη του ποιμνίου του. Όταν, λοιπόν, κάθε Επίσκοπος μέσα στη Σύνοδο εκφράζει την γνώμη της τοπικής του εκκλησίας, τότε συμμετέχει σ’ αυτήν, έμμεσα, και το πλήρωμά της. Φτάσαμε όμως σε καταστάσεις, αγαπητοί αδελφοί, που άλλη είναι η γνώμη του λαού, άλλη είναι η γνώμη των πρεσβυτέρων, του κλήρου του ευρυτέρου, άλλη είναι η γνώμη των Επισκόπων και τελικά άλλα αποφασίζουν οι Σύνοδοι. Αυτή είναι η κακοτυχία, η οποία μας δέρνει. Και θα μου επιτραπεί ταπεινά να υποβάλω γονυπετής, την παράκλησή μου στην Ιερά Σύνοδο. Ας πνεύσει και σ’ αυτήν ένας αέρας Πατερικός. Ας γίνει και στη Σύνοδό μας μία αναγέννηση, Πατερική όμως και Αποστολική και Προφητική. Κι ας ακούει τη φωνή του ποιμνίου -η Σύνοδος-, διότι θα έλθει εποχή, όπου οι αταξίες που συμβαίνουν στο πεζοδρόμιο καθημερινά, θα εισέλθουν και μέσα στην Εκκλησία. Μόλις ολοκληρωθεί ο σχεδιαζόμενος χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας, με την πλέον αρνητική έννοια του όρου, τότε θα καταντήσουμε χειρότερα από τους Παλαιοημερολογίτες. Και αν δεν θελήσουμε με πρώτους τους Επισκόπους μας, τους οποίους σέβομαι απόλυτα, εάν δεν θελήσουμε να σωφρονισθούμε και να μην προκαλούμε τον λαό του Θεού, θα φθάσουμε σε φοβερές καταστάσεις στο χώρο τον εκκλησιαστικό. Δεν είμαι προφήτης, αλλά ο Θεός μου επέτρεψε να ασχολούμαι με την επιστήμη της Ιστορίας. Ο ιστορικός εργάζεται πάνω σε νομοτέλειες. Όχι λοιπόν με την διαίσθηση Προφήτου, διότι είμαι ακάθαρτος και ασήμαντος, αλλά με την διαίσθηση που μου δίνει ο χώρος της Ιστορίας, προβλέπω ότι εκεί θα καταλήξουμε. Κλείνω την παρένθεση.
Ο Άγιος Γρηγόριος απελευθερώθηκε το 1343 και από το 1347 μέχρι το 1359, μέχρι την κοίμησή του, διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Θεσ/κης. Το 1368, όπως είπα, η Σύνοδος του Πατριαρχείου για πρώτη φορά στην ιστορία επεμβαίνει για να διακηρύξει, όχι να αγιοποιήσει, -αυτά είναι φράγκικα, δεν έχουμε αγιοποίηση- αλλά επεμβαίνει η Σύνοδος να διακηρύξει την αγιότητά του, την υπάρχουσα και αποδεικνυομένη, όχι από τα βιβλία του, αλλά από τα θαύματά του.
 Ο Θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων
Μιλήσαμε όμως στον τίτλο για 9η Οικουμενική Σύνοδο. Ποια είναι η 9η Οικουμενική Σύνοδος, με την οποία θα συνδέσουμε την παρουσία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά; Είναι γνωστό από την Ιστορία, ότι έχουμε επίσημα επτά Οικουμενικές Συνόδους. Η Οικουμενική Σύνοδος είναι το ανώτερο κριτήριο της εκκλησιαστικότητος. Για μας τους ορθοδόξους υψίστη μορφή εκκλησιαστικού πολιτεύματος είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δεν είναι ένας άνθρωπος, ένας Πάπας -εδώ είναι ουσιαστική η διαφορά μας με τον παπισμό. Οι Προτεστάντες τα κατήργησαν όλα, και είναι πιο έντιμοι από τους παπικούς. Είναι πιο έντιμοι, γιατί δε θέλησαν να κρατήσουν τίποτε από την παράδοση της Εκκλησίας και να το διαστρεβλώνουν. Ο Παπισμός όμως υποκατέστησε την Οικουμενική Σύνοδο με τον Πάπα και την έκανε όργανο του παπισμού την Οικουμενική Σύνοδο, θεραπαινίδα των παπικών σχεδίων.
Στην Ορθοδοξία υπάρχει και θα υπάρχει μέχρι τέλους της ιστορίας, ως ύψιστος θεσμός εις την ζωήν της, η Οικουμενική Σύνοδος. Η Οικουμενική Σύνοδος –οικουμενική σημαίνει Σύνοδος όλου του κράτους. Κατά τον όρο του Ξενοφώντος και στο Ελληνικό Βυζάντιο, στην Ελληνική, δηλαδή, Ρωμανία, η λέξη Οικουμένη, σημαίνει κατ’ ουσίαν το κράτος, οικουμενικός διδάσκαλος, οικουμενικοί πατέρες κ.ο.κ.-. Η Οικουμενική Σύνοδος, λοιπόν, είναι η Σύνοδος όλου του κράτους και αντιμετωπίζει τα μεγάλα προβλήματα της πίστεως και τάξεως της Εκκλησίας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις εις το σώμα της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι απειλείται η σωτηρία. Και τότε έρχεται ως στόμα της Εκκλησίας η Οικουμενική Σύνοδος, για να διακηρύξει, σε κάθε περίπτωση, την σώζουσα Αλήθεια, σύμφωνα με τους Πατέρες, τους Αποστόλους, τους Προφήτες και τις Μητέρες όλων των αιώνων. Έχουμε επί παραδείγματι την 1η και την 2α Οικ. Σύνοδο, 325 και 381, οι οποίες ασχολήθηκαν με το πρόβλημα, τη μάστιγα καλύτερα, του Αρειανισμού και το Τριαδολογικό πρόβλημα. Έχουμε, λοιπόν, το 381 την ομολογία της πίστεως που είναι το «Πιστεύω», το οποίο απαγγέλλουμε στην Θ. Λειτουργία και σε πολλές άλλες ακολουθίες. Το «Πιστεύω» είναι η ομολογία της πίστεως που σώζει, που οδηγεί στη θέωση, με βάση τις αιρέσεις που προέκυψαν από τον Αρειανισμό. Δεν είναι ολόκληρη η πίστις της Εκκλησίας.
Την περασμένη Κυριακή -πιστεύω ότι κι εδώ, όπως και σε όλη την Ορθοδοξία- ανεγνώσθη ένα μέρος του Συνοδικού της Ορθοδοξίας. Το Συνοδικόν είναι η συνέχεια του Συμβόλου της πίστεως. Άρχισε να συντάσσεται στην Σύνοδο του 843, που έγινε η αναστήλωση των αγίων Εικόνων, και ολοκληρώθηκε τον 14ον αι., στην εποχή του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, περιλαμβάνοντας και όλες τις μεταγενέστερες, μετά το 843, αιρέσεις. Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας είναι προέκταση, επέκταση του Συμβόλου της Πίστεως. Ο μακαρίτης ο Κοραής, ο οποίος θέλησε να διαμορφώσει όλον τον ελληνικό βίο, έλεγε: «Δέχομαι το Σύμβολο της Πίστεως, άρα είμαι Ορθόδοξος»! Αλλά και οι Προτεστάντες και οι παπικοί, έστω με την μικρή αλλαγή, που έχει μεγάλη σημασία βέβαια, του Filioque, το ίδιο Σύμβολο δέχονται. Εκείνο που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία είναι η συνέχεια του Συμβόλου της Πίστεως, και σ’ αυτήν ανήκει το κείμενο του Συνοδικού της Ορθοδοξίας.
Από την 3η μέχρι την 7η Οικ. Σύνοδο, μέχρι το 787, έχουμε αντιμετώπιση από τους Αγίους μας του Χριστολογικού προβλήματος. Είναι οι σχέσεις των δύο φύσεων, ανθρωπίνης και θείας εις Χριστόν, των δύο ενεργειών, θείας και ανθρωπίνης και των δύο θελήσεων, με κορύφωση εις το πρόβλημα του εικονισμού του Θείου Λόγου. Αν είναι δυνατόν ο Θεός Λόγος, που εσαρκώθη «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», αν είναι δυνατόν να εικονισθεί. Έχουμε μία σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού πνεύματος που δέχεται τον εικονισμό, και του ασιατικού πνεύματος, με όλα τα παρακλάδια του που αρνείται αυτόν τον εικονισμό, ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Και η απόφαση, η διακήρυξη καλύτερα των Αγίων Πατέρων (7η Οικ. Σύνοδος και Σύνοδος του 843) είναι ότι, αφού ο Θεός Λόγος προσέλαβε τον άνθρωπο ολόκληρο, ψυχή και σώμα, και έχουμε εν Χριστώ τέλειον άνθρωπον και τέλειον Θεόν, εικονίζεται ο Θείος Λόγος, κατά την ανθρώπινη φύση Του. Και έτσι μπορούμε να έχουμε τον Ιησούν Χριστόν σε εικόνες και να προσκυνούμε δια της ανθρωπίνης φύσεως, την θεότητα του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι τεράστιο επίτευγμα της Εκκλησίας, αλλά και του ελληνικού πνεύματος, το οποίο προσέφερε και αυτό την παράδοσή του, για να εκφρασθεί, να ενισχυθεί και να κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο η Ορθοδοξία.
Εάν είχαμε τον Ιησούν Χριστόν σήμερα, (βέβαια Εκείνος επέλεξε το πότε θα ήρχετο μέσα στην Ιστορία ως Θεάνθρωπος), εάν ο Ιησούς Χριστός κυκλοφορούσε ανάμεσά μας σήμερα, θα μπορούσαμε με μία κινηματογραφική μηχανή ή με μία φωτογραφική μηχανή να αποτυπώσουμε την μορφή του, όπως θα φαινόταν ο ίδιος ανάμεσά μας. Αυτό είναι τεράστια νίκη, επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας και η λύσις του Χριστολογικού προβλήματος.
Υπάρχει όμως και η 8η Οικ. Σύνοδος. Είναι η Σύνοδος του 879, επί Μ. Φωτίου. Ο γνωστός δογματολόγος και δάσκαλός μας, ο Ιωάννης Καρμίρης, στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, έλεγε ότι η Σύνοδος του 879 επί Μ. Φωτίου, είναι η τελευταία προ του Σχίσματος Γενική Σύνοδος της Αρχαίας Εκκλησίας, με όλα τα γνωρίσματα Οικ. Συνόδου. Η Σύνοδος αυτή καταδικάζει την δυτική αλλοτρίωση εις την διατύπωση του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο από τον Πατέρα, όπως ο Χριστός μας το λέει στο 15,26 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου -«ό παρά του Πατρός εκπορεύεται»- αλλά και «εκ του Υιού».
Θα μου επιτρέψετε, μιλώντας για θεολογικά θέματα να πω ότι είναι υπόθεση όχι επαγγελματιών της Θεολογίας, αλλά είναι υπόθεση όλου του Σώματος, όπως η πίστις μας τον 19ο αι. ήταν υπόθεση και του αγραμμάτου –σχολικά- Μακρυγιάννη. Χριστιανός Ορθόδοξος, ο οποίος δεν ζητεί να ενημερωθεί και να κατανοήσει τα προβλήματα της πίστεως, δεν είναι Ορθόδοξος. Γι’ αυτό διάφοροι χώροι που παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι από τον 19ο αι. μέχρι σήμερα, ασχολούνται με ηθικολογικά, με ηθικιστικά προβλήματα και νομίζουν ότι η ενασχόληση με τα δογματικά, -λόγω των σφαλμάτων του Μακράκη- θα οδηγήσει σε παρεκτροπές. Όχι αδελφοί μου, με ταπείνωση, με φόβο Θεού και με την στήριξη των Γερόντων, των πνευματικών μας, πρέπει να επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τα θεολογικά προβλήματα και τη σημασία τους. Γιατί τα λέω αυτά;
Κάποτε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το 1981 σε ένα συνέδριο (αιωνία του η μνήμη) μου λέει: «Μα είναι δυνατόν να ερίζουμε, να φιλονικούμε με τους Δυτικούς χριστιανούς για μία λεξούλα; (για το Filioque). Και τότε ο παπα-Γιώργης –ο Θεός φώτισε– του είπα ένα επιχείρημα που το κηρύσσω μέχρι σήμερα. Λέω, πως υπάρχει μία φρασούλα που λέγεται βλασφημία. Βλασφημούμε τον Θεόν, τον Χριστόν μας, την Παναγία και πολλά άλλα πρόσωπα της εκκλησιαστικής μας πίστεως. Ο αιρετικός, έστω και με μία φράση, εκτοξεύει συνεχώς βλασφημία κατά του Θεού. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, έστω και σε ατελείς Θ. Λειτουργίες να μετέχουμε με τους αιρετικούς, όταν αυτό που λέγουν, αυτό που διδάσκουν, ο παπισμός, το πρωτείον, το αλάθητον, είναι εκτόξευση «κατά ριπάς» βλασφημιών εναντίον του Θεού; Εμείς με τους λόγους των Αγίων μας, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι εμείς είμαστε καλύτεροι ως άνθρωποι, αλλά με τους λόγους των Αγίων μας υμνούμε θεαρέστως τον Θεόν. Εκείνοι με τα λόγια των Παπών και των ψευδοσυνόδων τους βλασφημούν συνεχώς τον Θεό. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάρξει κοινωνία; Καταλαβαίνετε τη σημασία και μιας μικρής λέξεως ακόμη. Αν το σκεφθείτε έτσι, ότι κάθε αιρετική παρέκκλιση είναι βλασφημία κατά του Θεού, θα καταλάβετε, γιατί οι Άγιοι Πατέρες τρέμουν κυριολεκτικά, όταν ακούνε τα λόγια των αιρετικών. Εμείς έχουμε φθάσει, μιλώ για τον εαυτό μου, σε τέτοια αναισθησία, ώστε ακούμε συνεχώς να βλασφημείται ο Θεός και δε μας ενδιαφέρει καθόλου. Είναι θάνατος πνευματικός, νάρκωση πνευματική!
Η 8η Οικ. Σύνοδος είναι η σύνοδος του 879, η οποία καταδικάζει το Filioque, την προσθήκη της φράσεως αυτής εις το Σύμβολον και κυρίως εκείνους που εισήγαγαν στο Σύμβολον αυτή την προσθήκη, δηλαδή τον φραγκικό κόσμο και την ηγεσία του.
 Η Διασταση Ανατολής και Δύσεως
Υπάρχει όμως και η 9η Οικ. Σύνοδος. Είναι οι Σύνοδοι της περιόδου της εκρήξεως του προβλήματος που αφορούσε στον ησυχασμό. Δεν είναι «ησυχαστικές έριδες», οι Φράγκοι μας μάθανε να τις λέμε ησυχαστικές έριδες. Είναι η έκρηξη της αντιστάσεως των ησυχαστών, των Ορθοδόξων δηλαδή, απέναντι στις παπικές και σχολαστικές προκλήσεις.
Είναι οι Σύνοδοι του 1341, του 1347, του 1351, με κατακλείδα την Σύνοδο που ανέφερα πριν, του 1368. Η αφορμή εδόθηκε από τα προβλήματα, τα οποία δημιούργησε η σύγκρουση των δύο παραδόσεων, της Ανατολής και της Δύσεως. Επίσης σχολαστικοί του Βυζαντίου, της Ρωμανίας, λατινίζοντες, ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Εκείνα όμως τα πρόσωπα, τα οποία ηγούνται, στην διασπορά πλανών εις την Ορθοδοξο Ανατολή είναι, όπως ξέρετε, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ή Πολυκίνδυνος, όπως τον έλεγαν, ο μαθητής του.
Ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος αλλά και οι άλλοι οπαδοί τους, μετέφεραν την δυτική αλλοτρίωση στην Ανατολή. Ήδη στη Δύση είχε διαμορφωθεί ένας άλλος Χριστιανισμός, είχε αλλάξει η ουσία του Χριστιανισμού με την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού στη Δύση, η οποία εκκοσμίκευση σαρκώνεται και κορυφώνεται στην δημιουργία του παπικού κράτους.
Εμείς σήμερα, με ποιόν Πάπα μιλούμε; Με τον Πάπα επίσκοπο, έστω και super επίσκοπο, όπως θέλει να ονομάζεται, -γενικός επίσκοπος υπεράνω όλων των επισκόπων- ή με τον Πάπα βασιλέα και αυτοκράτορα και αρχηγό κράτους; Διερωτώμαι αυτοί που διεξάγουν τέτοιους διαλόγους, πότε θα το συνειδητοποιήσουν; Δύο τινά συμβαίνουν. Ή δεν μπορούν να τα καταλάβουν τα προβλήματα –κάτι που δεν θέλω να πιστέψω, γιατί διαθέτουν λογικό καλύτερο από το δικό μου,– η αδιαφορούν και τα θεωρούν όλα αυτά άνευ σημασίας, ασχολούμενοι με κοινωνικά, με πολιτικά και διπλωματικά θέματα.
Η Δύση και όλος ο Χριστιανισμός είχε αλλοτριωθεί σε σημείο που να λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, δύο φορές, εις τους αδελφούς Καραμάζωφ και εις τον Ηλίθιον: Με τον άθεο, -ήταν η εποχή της άθεης ιντελιγκέντσιας εις την Ρωσία- με τους αθέους μπορώ να μιλήσω, διότι ξέρω που κινείται η σκέψη τους και ο λόγος τους, τι πιστεύουν και τι δεν πιστεύουν. Με τον παπισμό δεν μπορώ να μιλήσω, διότι ο παπισμός μου δίνει αλλοτριωμένη πίστη, «μου δίνει Χριστό που δεν υπάρχει, μου δίνει τον Αντίχριστο». Αυτό το λέγει ο Φιοντόρ, ο Θεόδωρος, δηλαδή, Ντοστογιέφσκι.
Έτσι λοιπόν η Δύσις εισάγει ό,τι εισάγει, χτυπώντας την καρδιά της Ορθοδοξίας που είναι ο ησυχασμός. Ο ησυχασμός ως άσκηση, ως πρακτική πνευματικότητος, συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή της Δημιουργίας. Η επιστροφή των Πρωτοπλάστων γίνεται μέσω της πνευματικής ζωής, όπως και η πτώσις τους ήταν καρπός της αρνήσεως της πνευματικής, της αγιοπνευματικής, καλύτερα, ζωής. Ο ησυχασμός με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό της καρδιάς από την Χάρη του Θεού, την άκτιστη, και με την θέωση, ανατρέπει την πλάνη, την αμαρτία μας, ανατρέπει την τραγικότητά μας. Η θεολογική ταυτότητα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι ο ησυχασμός. Συνεχίζει και επανεκφράζει την πατερικότητα, αλλά κυρίως ο Άγιος Γρηγόριος αντελήφθη την αλλοτρίωση της Δύσεως. Μία Δύση που οι σχολαστικοί οι δικοί μας την ήθελαν και τότε ως συνομιλητή και συνοδοιπόρο.
 Η Θεολογία της Θεώσεως
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σ’ αυτό το σημείο, συνεχίζει τον Μ. Φώτιο. Ο πρώτος που αντελήφθη την αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, -ότι είναι κάτι άλλο, αλλά όχι Χριστιανισμός των Αγίων Πατέρων- ήταν ο Άγιος Φώτιος, με το περίφημο έργο του «Περί της μυσταγωγίας του Αγίου Πνεύματος», που είναι πηγή μέχρι σήμερα εις την διδασκαλία και στα συγγράμματα όλων των θεολόγων μας περί Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανοίγει περισσότερο τον δρόμο. Είχε δε τις προκλήσεις του Καλαβρού Βαρλαάμ, ώστε να συλλάβει την πλήρη αλλοτρίωση της Δυτικής Θεολογίας. Ποια είναι η ουσία της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου, που είναι η συνέχεια της πατερικότητος; Ανακεφαλαιώνει τους Αγίους Πατέρες όλων των εποχών ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και επαναδιατυπώνει και επανεκφράζει την πίστη με τα μέσα, που του έδιδε η εποχή του. Την ίδια Ορθοδοξία εκφράζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, με τη δική του γλώσσα, με τον δικό του τρόπο, μένοντας όμως πιστός στην θεολογική ομολογία των πατέρων του 4ου, του 5ου κ.ο.κ αιώνος. Δέχεται πρώτον την διάκριση ουσίας και ενέργειας εις τον Θεόν, την ονομάζει «διάκρισιν θεοπρεπή και απόρρητο», που είναι η προϋπόθεση της θεώσεως.
Εάν αρνηθούμε, όπως ο σχολαστικισμός, η θεολογία του παπισμού δηλαδή, την διάκριση ουσίας και ενέργειας, μένει μετέωρον το θέμα της θεώσεως. Πώς θεούμεθα; Ο σκοπός, ο απόλυτος σκοπός και προορισμός κάθε ανθρώπου, όχι μόνο των χριστιανών, είναι η θέωση. Κάθε άνθρωπος να φτάσει στη θέωση. «Ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Η «επίγνωση της αληθείας» είναι η θέωση. Να ενωθούμε με την άκτιστη Χάρη τού Θεού. Με την ουσία του Θεού δεν υπάρχει δυνατότητα ενώσεως. Υπερβαίνει πάσα κατάληψη η ουσία του Θεού. Ενούμεθα με την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού, οπότε, αν δεν υπάρχει αυτή η ενέργεια, αλλά η ενέργεια είναι κτιστή, - η μεγαλύτερη βλασφημία μετά το Filioque είναι η παραδοχή κτιστής χάριτος, κτιστής ενέργειας εις τον Θεόν-, δεν είναι δυνατή η σωτηρία.
Κτιστή ενέργεια σημαίνει, έχει αρχή και τέλος. Πώς θα σε σώσει κάτι που έχει αρχή και τέλος; Η ενέργεια της Αγίας Τριάδος, ούτε αρχή έχει, ούτε τέλος. Είναι άναρχη και ατελεύτητη, όπως η ουσία του Θεού. Αφού, λοιπόν, την ουσία δεν μπορούμε να την δεχτούμε -την ουσία του Θεού-, δεχόμεθα την ενέργειά Του. Χάρις, ενέργεια, Βασιλεία, δύναμις, η Βασιλεία των ουρανών, όλα αυτά σημαίνουν την άκτιστη ενέργεια που εκπορεύεται από την Αγία Τριάδα.
Σε κάποιο έργο που προέρχεται από τον ησυχαστικό κύκλο, επιτρέψτε μου αυτή τη στιγμή να ομολογήσω την αδυναμία μου να πω αν είναι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ή όχι (αλλά δεν έχει καμιά σημασία, ίσως ανήκει στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά), αποσαφηνίζεται πώς βλέπει τον Θεό η Δύση, ο παπισμός. Βλέπει τον Θεό ως έναν δίσκο ηλιακό, που βρίσκεται στον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φτάνουν στην γη. Τότε ή υπάρχει ο ήλιος ή δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Δεν μας ζεσταίνει, δεν μας ζωογονεί, αφού οι ακτίνες του δεν φτάνουν εις τον κόσμον. Ο Θεός της Ορθοδοξίας, των Αγίων Πατέρων, είναι ένας ήλιος που στέλνει τις ακτίνες του και ζωογονεί τη γη, και όλη την κτίση, αγιοπνευματικά. Οπότε από τα διάφορα υπόγεια, από την αμαρτία μας, από την πτώση μας, σπεύδουμε να ανεβούμε στην επιφάνεια του εδάφους, για να δεχθούμε τις ζωογόνες ακτίνες, όχι του φυσικού ηλίου, αλλά του υπερφυσικού Ηλίου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης.
Γι’ αυτό έφτασε η Δύση από τον Deismus, στον «θάνατο του Θεού». Deismus τι σημαίνει; Θεός, Δημιουργός, αλλά όχι κυβερνήτης του κόσμου. Deus creator, sed non gubernator. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει, δεν έχει καμία σημασία. Γι’ αυτό ασχολείται η Δύση με κοινωνικά, με ηθικά προβλήματα. Όχι ότι δεν τα συμμεριζόμεθα κι εμείς, αλλά δεν είναι η κύρια προτεραιότητα της πίστεώς μας. Αυτοί ασχολούνται με τα αποτελέσματα, χωρίς να αναζητούν τις ρίζες, την ουσία. Η Δύση, λοιπόν, έφτασε από τον Deismus, εις τον θάνατον του Θεού. Στην δεκαετία του 1950 στην Αμερική και μετά στην Ευρώπη ο θεολογικός κόσμος μιλεί για τον «θάνατο του Θεού» και για την θεολογία «μετά τον θάνατο του Θεού». Τι σημαίνει θάνατος του Θεού; Δεν σημαίνει ότι ο Θεός καθ’ εαυτόν πεθαίνει. Δεν τους απασχολεί, γιατί ή υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Θεός δεν λέει τίποτε γι’ αυτούς. Θάνατος του Θεού σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή μας. Ο Θεός δεν μπορεί να μας σώσει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, όχι μόνο βλασφημία, πόση ανοησία κρύβει αυτή η πορεία. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για τη διάκριση ουσίας και ενεργείας, όπως ο Μ. Βασίλειος και οι λοιποί Άγιοι Πατέρες, σώζει την Πίστη και την δυναμική της συγχρόνως εις την θέωση του ανθρώπου. Μιλεί, επίσης, για την ουσία του Θαβωρίου Φωτός. Στην συζήτηση με τους σχολαστικούς και τον Βαρλαάμ ετέθη το θέμα του Θαβωρίου Φωτός. Τι φως είναι; κτιστό ή άκτιστο; Ο Άγιος Γρηγόριος μας λέγει ότι και στο Σινά και στο Θαβώρ και στην Πεντηκοστή έχουμε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως άκτιστο φως. Η αίρεση είναι που προκαλεί όλα αυτά τα προβλήματα. Ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός εχαρακτηρίζετο σοφός. Είχε σπουδάσει στην Ρώμη μαθηματικά, φιλοσοφία. Ήταν ουμανιστής. ανθρωπιστής. Για να καταλάβετε αυτό το θέμα, παραπέμπω σε μια πρόσφατη μελέτη του αγαπητού αδελφού και συναγωνιστού, του πατρός Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού στην Θεσσαλονίκη (είναι και αυτός τώρα ομότιμος όπως και ο ομιλών αυτή τη στιγμή) εις τον Ορθόδοξον Τύπον. Σε τρεις συνέχειες αναλύει το αν ο Μέγας Φώτιος ήταν ανθρωπιστής, όπως διάφοροι φιλοσοφούντες θέλουν να τον παρουσιάσουν. Δεν θα επιμείνω περισσότερο γιατί θέλω να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις.
Ήρθε, λοιπόν, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός από τη Μεγάλη Ελλάδα, την Καλαβρία. Ήρθε και έγινε καθηγητής εις την Κων/πολη. Δέχτηκε μεγάλες τιμές. Μάλιστα εξεπροσώπησε την Ορθοδοξία σε μια Σύνοδο στις αρχές του 14ου αι. εις την Avinion της Γαλλίας, όπου οι πάπες μέσα στις συγκρούσεις τους ήταν εξόριστοι. Ο Παλαμάς διέγνωσε αμέσως τον αιρετικό τρόπο σκέψεως του Βαρλαάμ. Κάποιος μοναχός, για να καταλάβετε τι σημαίνει Άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας, κάποιος μοναχός έδωσε στον Άγιο Γρηγόριο ένα κείμενο περί Αγίου Πνεύματος, κατά του filioque, το οποίο είχε γράψει ο Βαρλαάμ. Και όλοι πίστευαν ότι είναι η κορυφή της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Μόλις διάβασε λίγες γραμμές ο Άγιος Γρηγόριος λέει «είναι αιρετικό το κείμενο». Έκανε τον αντιπαπικό ο Βαρλαάμ, αλλά η μέθοδος την οποία ακολουθούσε προέδιδε την εξάρτησή του από την πτώση του παπισμού, από την σχολαστική φιλοσοφία. Διότι η σκέψη του στηρίζονταν σε συλλογισμούς ανθρωπίνους και όχι στην αποκάλυψη του Θεού δια του Ιησού Χριστού στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη και στους Πατέρες της Εκκλησίας. Η φιλοσοφία, λοιπόν, για τον Βαρλαάμ είχε λυτρωτική σημασία, λυτρωτικό χαρακτήρα, και ζητούσε ούτε λίγο ούτε πολύ την εκφιλοσόφηση της πίστεως. Έπρεπε δηλαδή, έλεγε ο Βαρλαάμ, να γίνει κανείς φιλόσοφος, για να μπορέσει να σωθεί. Ένας «ελιτισμός» στον χώρο της πίστεως, στον χώρο της σωτηριολογίας. Ο Άγιος Γρηγόριος απαντούσε ότι ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι, είτε ξέρουμε γράμματα, είτε δεν ξέρουμε. Έχουμε μια άλλη παιδεία μέσα στην καρδιά μας, την παιδεία και την νουθεσίαν του Θεού. Και δεν στηριζόμαστε στα ανθρώπινα γράμματα. Τώρα κατανοείτε γιατί κατεδίκασα όλα τα πτυχία που με την χάρη του Θεού μπόρεσα να αποκτήσω. Μηδέν και κάτω του μηδενός εις την σωτηρία. Η Χάρις του Θεού και το άνοιγμα της καρδιάς σ’ αυτή τη Χάρη είναι η δυνατότητα της σωτηρίας μας και όχι τα γράμματα. Όχι η επίδειξη γνώσεων. Όλα αυτά μπορούν να ωφελήσουν σε πρακτικά θέματα, να κηρύξεις καλύτερα, να χρησιμοποιήσεις μια υψηλότερη γλώσσα, αλλά τις περισσότερες φορές, τα προσόντα αυτά τα κοσμικά γίνονται η αφορμή της πτώσεώς μας. Διότι «φυσιούται» ο άνθρωπος. Αποκτά ο άνθρωπος έπαρση, στηριζόμενος εις τις γήινες γνώσεις του.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη συνέχεια γίνεται υπερασπιστής του μοναχισμού, του μοναχισμού της πατερικής παραδόσεως, τον οποίον πολεμούσε ο Βαρλαάμ. Ξέρετε η Δύση είχε χάσει τον αυθεντικό μοναχισμό, όπως είχε χάσει και την αληθινή θεολόγηση. Η αληθινή θεολόγηση περνάει μέσα από την ασκητική πραγματικότητα και πράξη, δηλαδή η Θεολογία είναι καρπός ασκήσεως, ανοίγματος του ανθρώπου στην Χάρη του Θεού. Η Θεολογία δεν είναι υπόθεση διανοητική. Όταν σπούδαζα στη Δύση, έμαθα την φράση «lavoro da tavolino», εργασία του τραπεζιού, του γραφείου. Δεν είναι αυτή η Θεολογία. Η Θεολογία γεννιέται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, με τον φωτισμό του ανθρώπου από την Χάρη του Θεού. Διαφορετικά συντάσσουμε ωραία κείμενα, τα οποία όμως δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στην Θεολογία, διότι δεν είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Ο φιλέρημος περιπατητής...


Συνήθιζε ν'ἀπομακρύνεται ἀπ'τούς χωριανούς του καὶ νὰ προχωράει μόνος του μέσα εἰς τὸ δάσος.Ἤθελε νὰ ἐλευθερώνεται ἀπ'τὰ μάτια,τὰ χείλη καὶ τ'αὐτιά τῶν ἄλλων.Ἔνιωθε πάντα τὴν ἀνάγκη νὰ κρύβεται μέσα στὰ δέντρα καὶ νὰ στοχάζεται ἱερῶς. Προσπαθοῦσε ν'ἀπωθεῖ τίς ἀναμνήσεις του. Τόν ἐνδιέφερε τό παρόν, πῶς θὰ τὸ ἀξιοποιήσει. Δὲν ἀναπολοῦσε τό μακρύ χρόνο τοῦ παρελθόντος. Ἀπέφευγε καὶ τούς σχεδιασμούς γιὰ τὸ μέλλον του.

Μόλις ἔστριβε στὸ μονοπάτι καὶ μετά ἀπὸ τριάντα μέτρα χανόταν στὸ δάσος, ἔνιωθε εὐτυχής.Προχωροῦσε δουλεύοντας τὸ κομποσχοίνι του ἀργά καὶ ψιθυρίζοντας τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Ὅταν ἔφτανε σὲ κάποιο ρέμα, σταματοῦσε, καθόταν κάτω ἀπὸ κάποιο ἔλατο κι ἔλεγε ἐντονώτερα τήν εὐχή. Τούς λογισμούς, πού τόν μετέφεραν παρά τή θέλησή του στὰ τοῦ κόσμου, τούς ἀντιμετώπιζε μὲ τὴ θερμή ἐπίκληση "Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ", ἡ ὁποία συχνά γινόταν κραυγή. Δὲν ἤθελε νὰ διακόπτεται τό μυστικό ἔργο τῆς περισσυλογῆς.

Ὅταν κουραζόταν καὶ τό ἀκίνητο σῶμα του μούδιαζε, σηκωνόταν, μετακινοῦνταν λίγα μέτρα καὶ ἄφηνε ἐλεύθερα τὰ μάτια του γιὰ ν' ἀπολάυσει τ'ἀπείραχτο ἀπὸ ἀνθρώπινο χέρι τοπίο, νὰ χαρεῖ τὰ πεῦκα καὶ τὰ ἔλατα, τὰ κέδρα καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια φυτά. Τόν εὐχαριστοῦσαν καὶ τὰ παιχνιδίσματα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἥλιου, καθὼς τὸ ἀεράκι κουνοῦσε φύλλα καὶ κλαδιά κι ἐμποδίζονταν ἔτσι νὰ φτάνουν ἀδιάκοπα στὸ πρόσωπό του. Τὴ μιά στιγμή τό φῶς τὸν θάμπωνε καὶ τὴν ἄλλη τὸ ἀναζητοῦσε. Οὐρανό ἔβλεπε ἐλάχιστο, γιατί τὰ κλαδιά τῶν πυκνῶν δέντρων δημιουργοῦσαν μιὰ ἰδιότυπη στέγη μὲ λίγα μόνο ἀνοίγματα.

Ὁ φιλέρημος περιπατητής ἔνιωθε τὴν καταφυγή του στὴ φύση σὰν εἴσοδο σὲ ἱερό ναό τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτόν ὅλα ἐκεῖ ἦταν ἱερά. Περπατοῦσε χωρίς βία, ἀκουμποῦσε τὰ κλαδιά σχεδόν χαϊδευτικά, ἔπαιζε μὲ τὰ φύλλα, ἔτρωγε κανένα βατόμουρο -ἄν ἦταν ἡ ἐποχή τους- κι ἔνιωθε ὡς χάδι τοῦ Θεοῦ τὸ δροσερό ἀεράκι, πού πάντα φυσοῦσε. Μερικές φορές, μέ δυνατή φωνή, ἔλεγε τό "Δόξα σοι ὁ Θεός", γιὰ ν'ἀκουστεῖ, ἄν ἦταν δυνατό σ'ὅλον τὸν κόσμο. Ἤθελε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς νὰ πειστοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός καὶ Εὐεργέτης ὅλων καὶ αὐτῶν ἀκόμα, πού τόν ἀμφισβητοῦν καὶ τόν ἀρνοῦνται.Συχνά ὅμως τόν ἔπιανε καὶ τό παράπονο , γιατί οἱ ἀδελφοί του -ἔτσι θεωροῦσε τούς ἀνθρώπους- δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν τέτοιες ἤ παρόμοιες πνευματικές καταστάσεις. Τούς λυπόταν πού δὲν ἤθελαν νὰ ξεκλειδώσουν τὴν ψυχή τους γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα τους. Ὅμως αὐτός συνέχιζε νὰ προσεύχεται ἐκ βαθέων ψυχῆς, ἀφήνοντας τούς ἀδελφούς του νὰ βροῦν μόνοι τους τὸ δρόμο, μιά καὶ ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι παραπάνω.

Στὸ δάσος γέμιζε ἡ καρδιά του. Δὲν ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ἡ τροφοδοσία γινόταν κατευθεῖαν ἀπ'τὸν οὐρανό. Δὲν αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ συνομιλήσει. Ἤθελε ὅμως νὰ κάνει καὶ ἄλλους κοινωνούς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του ἤ καλύτερα νὰ τούς συγκινήσει, γιὰ νὰ προσπαθήσουν κι ἐκεῖνοι γιὰ κάτι ἀνάλογο. Τίς πνευματικές του ἐμπειρίες ἤθελε νὰ τίς γεύονται καὶ οἱ ἄλλοι, χωρίς ὡστόσο νὰ ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος τὴν προβολή του.
Μετά ἀπὸ δυό τρεῖς ὧρες, κάποτε καὶ περισσότερες, ἄφηνε τὸ καταφύγιό του καὶ γύριζε στὸ σπίτι του. Ἔνιωθε ἱκανοποιημένος κι ἔβλεπε τοὺς ἀδελφούς του μὲ ἄλλα, καθαρότερα, συναισθήματα. Ἦταν μετριοπαθής καὶ ἀνεκτικός ἀπέναντί τους, μιὰ καὶ μὲ τὴν προσευχή του προσπαθοῦσε νὰ τούς βοηθήσει, χωρίς ποτέ ἐκεῖνοι νὰ τὸ ὑποψιαστοῦν.
π.Διον.Τάτσης"ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ" 24/6/2011/πηγή

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ - + ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



Αφού ευχαριστήσω θερμά την προσκαλούσα φίλη Ιερά Μονή και ταπεινά συγχαρώ για την εικοσαετή ανοδική πορεία της θ' αρχίσω την αφιλόδοξη εισήγηση μου με τη γνωστή αλλά σημαντική διήγηση περί του αββά Αγάθωνος: «Άκούοντες τινές ότι έχει μεγάλην διάκρισιν, ηθέλησαν να τον δοκιμάσωσιν αν οργίζηταν όθεν είπον εις αυτόν "Σύ είσαι ο Αγαθών; ακούομεν ότι είσαι πόρνος και υπερήφανος". Ο δε όσιος είπε• "Ναι, ούτως έχει η αλήθεια". Πάλιν είπον "Σύ είσαι ο Αγαθών, ο φλύαρος και ο κατάλαλος;". Ο δε όσιος απεκρίθη• "Ναι, εγώ είμαι". Οι δε πάλιν είπον "Σύ είσαι ο Αγαθών ο αιρετικός;". Ο όσιος απεκρίθη• "Δεν είμαι αιρετικός". Εκείνοι δε παρεκάλεσαν αυτόν λέγοντες: "Διατί τάς μεν ύβρεις εδέχθης, ταύτην όμως δεν εβάστασας;". Απεκρίθη ο Γέρων: Εκείνος μεν εδέχθην, διότι είναι όφελος εις την ψυχήν μου, το δε αιρετικός είναι χωρισμός από του Θεού και δια τούτο δεν το εδέχθην". Οι δε ακούσαντες θαύμασαν την διάκρισιν του και απήλθον ωφεληθέντες».

Δεν θ' αναφερθούμε εδώ στην ευαγγελική απαρχή του αγιοτρόφου μοναχισμού στην Ιστορία, στους θεσμούς και στην προσφορά του. Δεν θ' αντικρούσουμε τη διατηρούμενη πολεμική πολλών κατ' αυτού, την παρεξήγηση, τη μη γνώση του σκοπού του, ακόμη κι ανθρώπων της Εκκλησίας, πού θέλουν να μετατρέψουν τους Μοναχούς σε απλούς κοινωνικούς εργάτες, να τους χρησιμοποιήσουν και να τους εκμεταλλευθούν. Έτσι συμβαίνει το οξύμωρο σχήμα κι ενώ ορισμένοι κατηγορούν τους μοναχούς ως φυγόκοσμους και φυγόπονους και μη συνδράμοντες στο ποικίλο έργο της Εκκλησίας π.χ. κατά των αιρέσεων, άλλοι ή και οι ίδιοι «μετά της αυτής οξύτητος και κριτικής καταδικάζουν τάς εμφανίσεις των μοναχών εις το στάδιο των θεολογικών ή υπέρ των ιερών παραδόσεων γενικώς αγώνων, ως έργον μακράν της αποστολής των, ως έκφρασιν υπερήφανου διαθέσεως και φιλοταράχου διαγωγής». Απερίφραστα αμέσως θα πούμε πώς οι κρίσεις αυτές φανερώνουν παχυλή άγνοια του ευαγγελίου, της πατερικής διδασκαλίας, της εκκλησιαστικής ιστορίας και του συναξαριστή. Δεν ισχύουν για τους μοναχούς οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου• «Στήκετε και κρατείτε τάς παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» και «τάς δε βέβηλους κενοφωνίας περιίστασο»;.

Βέβαια θα πρέπει να τονίσουμε στους διάφορους επικριτές μας ότι άλλο είναι η θεολογία, την οποία οι ασκητικοί πατέρες δεν επιτρέπουν στον καθένα μοναχό, και άλλο η απαραίτητη διαφύλαξη των δογμάτων, δηλαδή της ορθοδόξου πίστεως. Η καλή ευαισθησία των μοναχών δεν τους κάνει δογματολόγους, αλλά ταπεινούς αγωνιστές υπέρ διασφαλίσεως των δια μακρών αγώνων των αγίων πατέρων ορθώς δογματισθέντων και υπό διαφόρων κατά καιρούς αδαώς αθετουμένων και μάλιστα εκκλησιαστικών ποιμένων. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει χαρακτηριστικά: «Ούτε τω θεολογούντι αρμόζει μετάνοια ούτε τω μετανοούντι θεολογία• καθόσον γαρ απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, κατά τοσούτον υψηλότερα η θεολογία της μετανοίας εστί...... Όπως και ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακας• «Ουκ εγκληθησόμεθα, ω ούτοι, εν εξόδω ψυχής, διατί ου τεθαυματουργήκαμεν, ούδ' ότι ου τεθεολογήκαμεν, ούδ' ότι θεωρητικοί ου γεγόναμεν αλλά λόγον πάντες δώσωμεν τω Θεώ, διότι αδιαλείπτως ου πεπενθήκαμεν». Ένα επίσης συνηθισμένο και μάλλον υποκριτικό επιχείρημα είναι το λεγόμενο ότι οι μοναχοί θα πρέπει πάντοτε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στα μοναχικά τους αυστηρώς καθήκοντα και ιδιαίτερα το της προσευχής. Ουδείς ουδόλως αντιλέγει. Το έργο της προσευχής όμως, το μεγάλο, ωραίο και όντως δυνατό, δεν αναιρεί την έμπρακτη ομολογία στον καλό αγώνα κατά της πονηρής κακοδοξίας. Οι επιτηδείως σοβαροφανείς αυτές ενστάσεις δηλώνουν απουσία του φωτός της διακρίσεως και σαφή παραποίηση της ορθοπραξίας. Το Ευαγγέλιο και οι Πατέρες μας υποχρεώνουν στην ατάραχη κι εγνωσμένη ομολογία όταν η πίστη κινδυνεύει. Πλεονάζει ο συναξαριστής ομολογητών οσίων και είναι πλούσιος ο έπαινος της μητέρας Εκκλησίας υπέρ των υπομονετικών, επίμονων, θαρρετών και τολμηρών, άφοβων και γενναίων τέκνων της ερήμου. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέγει στους πολλούς μοναχούς του: «Έργο δε μοναχού, μηδέ το τυχόν ανέχεστε καινοτομήστε το Εύαγγέλιον, ίνα μη υπόδειγμα τοις λαικοίς προτιθέμενοι αιρέσεως και αιρετικής συγκοινωνίας, της υπέρ αυτών απώλειας λόγον υφέξωσι». Και με τον τρόπο αυτό γίνονται οι μοναχοί φως στους λαϊκούς κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και δεν προδίδουν τον Θεό ησυχάζοντες όταν το κινδύνευον είναι η ορθόδοξη πίστη και γίνονται μαχητικοί οι ειρηνικοί και πράοι ασκητές κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Όλοι οι ομολογητές όσιοι υπήρχαν πάντοτε και ασκητές και δεόμενοι, πιστά τέκνα της Εκκλησίας, υπάκουα και πρόθυμα μέχρις αίματος. Οι αγωνιστές «υπέρ του κοινού κτήματος του θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως», κατά τον Μέγα Βασίλειο δεν διακατέχονταν από ένα στείρο φανατισμό, μία προσκόλληση σε ανούσιους τύπους, ένα ανόητο ζηλωτισμό, ένα καλογερικό πείσμα, ένα νοσηρό φονταμενταλισμό. Οι ομολογητές όσιοι και οι ακόλουθοι τους δεν υπήρξαν αγενείς, αφιλάδελφοι, αφιλάνθρωποι, αφιλόξενοι, γιατί, κι αυτοί οι χαρακτηρισμοί δυστυχώς ακούσθηκαν πρόσφατα από επίσημα χείλη. Η επιμονή των οσίων θεωρείται υπό των ορθολογιστών αδιαλλαξία, η σιωπή τους ως έλλειψη αγάπης, ο λόγος τους αντιδραστικός, απηρχαιωμένος, αρτηριοσκληρωτικός, ασυμβίβαστος υπό των ευγενώς χαμογελούντων σύγχρονων οικουμενιστών.

Θεωρούμε επίσης απαραίτητο να αναφέρουμε πώς στον αντιαιρετικό αγώνα των μοναχών υπήρξαν και αρκετές παραλείψεις, συχνές υπερβολές, ανεπίγνωστοι ζηλωτισμοί, αυθαιρεσίες, παραποιήσεις και ασέβειες, που δυστυχώς συνεχίζονται μέχρι σήμερα κι αποτελούν μελανές ιστορίες του μοναχισμού• εκτροπή, άμβλυνση και παραχάραξη του. Ο Θεός να μας φυλάει από τις πολλές πλάνες, κι όπως ωραία λέγεται στο Αγιον Όρος: «Να πλανεθείς εύκολο να ξεπλανεθείς δύσκολο». Το πιο λυπηρό είναι να έχουμε ναυάγια στο λιμάνι. Φοβούμενοι κι αγωνιζόμενοι για την αποφυγή τους μακαρίζουμε κι ευγνωμονούμε θερμά τους οσίους πού αποτελούν τους οικουμενικούς διδασκάλους, τους καθηγητές της ερήμου, τους οσιομάρτυρες ομολογητές, τους φωτοδότες νηπτικούς συγγραφείς, τους λάτρες της Αλήθειας.

Η αίρεση αποτελεί παραποίηση της Αλήθειας, υποκειμενική, εγωιστική ερμηνεία ανθρώπων αταπείνωτων, φιλοδοξών, νοσηρών, συγχυσμένων και ταλαίπωρων. Ο Μέγας Αντώνιος σε όραμα προείδε τους Αρειανούς ως κτήνη λακτίζοντα την αγία Τράπεζα. Στο θαυμάσιο βίο του, πού έγραψε ο Μ. Αθανάσιος, παρουσιάζεται ως ιεραπόστολος και ιεροκήρυκας, που άφησε την ησυχία της ερήμου και κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενισχύσει το λαό του Θεού από τη μάστιγα του αρειανισμού. Αναφέρεται μάλιστα πώς στους «αιρετικούς μίλησε φιλικώς, παρά μόνον τόσον, όσον να νουθέτηση αυτούς να επιστρέψουν εις την ευσέβειαν, θεωρών και διδάσκων την φιλία και ομιλία με αυτούς ως βλάβη και απώλεια ψυχής». Αυτά είπε προς τους μαθητές και λίγο προ του μακαρίου τέλους του και αυτή ήταν η στάση όλων των μοναχών της εποχής του προς τους αιρετικούς. Οι μοναχοί ακολουθούσαν τον Μ. Αθανάσιο και ενισχύονταν από αυτόν. Τη στάση έναντι των αιρετικών πού είχε ο Μ. Αντώνιος είχαν και οι άγιοι Μ. Παχώμιος και Μακάριος ο Αιγύπτιος μετά των μαθητών τους.

Ο όσιος Ιουλιανός δια προσευχών και διδασκαλιών εμψύχωσε τους Ορθοδόξους κατά των ετεροδιδασκαλιών, ο όσιος Αφράτης άφησε τον έγκλειστο βίο για να κηρύξει στους πιστούς τα Ορθόδοξα δόγματα, πού παρερμήνευαν οι Αρειανοί και ο όσιος Ισαάκιος - της Μονής Δαλμάτων δεν δίστασε να ελέγξει και τον αυτοκράτορα Ουάλεντα για τον επηρεασμό του από τον Αρειανισμό. Ο κατανυκτικός όσιος 'Εφραίμ ο Σύρος υπήρξε αυστηρός ασκητής και ελεγκτής των αιρετικών Απολλιναρίου, Μάνητος, Βαρδησάνη και Μαρκίωνος.

Από τους πρώτους πού αντέδρασαν στην αιρετική νόσο του νεστοριανισμού ήταν ο ηγούμενος των Ρουφιανών Κωνσταντινουπόλεως όσιος Υπάτιος, ο όποιος δεν δίστασε να αντικρούσει σθεναρές απειλές και τιμωρίες πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχόντων. Τον μονοφυσιτισμό έγκαιρα καταδίκασαν απτόητοι οι όσιοι Μ. Ευθύμιος, Γελάσιος, Συμεών ο Στυλίτης, Ιωάννης Κολωνίας, Σάββας ο Ηγιασμένος και Μ. Θεοδόσιος, δίχως να δειλιάσουν στις απειλές, κάμνοντας πορείες και μακρές συζητήσεις μετά των υπευθύνων, ακολουθούμενοι υπό χιλιάδων μοναχών.

Τον ωριγενισμό καταδίκασαν νωρίς οι όσιοι Μ. Παχώμιος, Σάββας ο Ηγιασμένος, Ιωάννης Κολωνίας, Κυριάκος ο Αναχωρητής, άββάς Βαρσανούφιος και Μάξιμος ο Ομολογητής, ο όποιος αναδείχθηκε και κύριος πολεμιστής του μονοθελητισμού, συνοδευόμενος υπό πολλών μοναχών, υπομείνας κακουχίες πολλές, μαρτύρια και εξορίες. Η Ορθόδοξη χριστολογία εξαρτήθηκε από την αλύγιστη σταθερότητα ενός μονάχου, του οσίου Μαξίμου, πού του έκοψαν τη γλώσσα και το χέρι, για να μη μιλά και γράφει άλλο για την ελευθερία, την αγάπη, την αγιότητα.

Ο μοντερνισμός και η εκκοσμίκευση ήταν μάλλον οι αρχές της πολύχρονης ταραχής της εικονομαχίας. Μεταξύ των μεταρρυθμίσεων αναφέρονται η συντόμευση της Θ . Λειτουργίας, η κατάργηση αγρυπνιών και άλλων ιερών ακολουθιών, νηστειών και εορτών, η απλοποίηση της διατροφής των μοναχών, η δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, ο περιορισμός κούρων και χειροτονιών, η εκλογή των επισκόπων να κυρώνεται από το αυτοκρατορικό συμβούλιο. Οι εικονομάχοι κύριους αντίπαλους είχαν τους μοναχούς, πού νωρίς και θαρρειά στηλίτευσαν την καινοτομία. Πρόμαχοι αυτών οι όσιοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Θεόδωρος ο Στουδίτης, οι οποίοι υπέστησαν τα πάνδεινα απτόητοι. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος γνωρίζοντας το έργο των Μονών διέταξε την κατάργηση τους και τη δίωξη των μόνιμων οικητόρων τους, πιέζοντας τους να ακολουθήσουν τον έγγαμο βίο. Δίκαια οι ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο μοναχομαχία. Οι όσιοι Στέφανος ο Νέος, Στέφανος ο Σαββαϊτης, Ανδρέας ο εν Κρίσει, Θεόφιλος, Προκόπιος και Βασίλειος υποστήριξαν την ορθή τιμή και προσκύνηση των αγίων εικόνων κατά την πρώτη εικονομαχική περίοδο με πολλές περιπέτειες και μεγάλα μαρτύρια. Και κατά τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο πλήθος ηγουμένων και μοναχών διώχθηκαν και μαρτύρησαν για την ορθή πίστη.

Η δεύτερη χριστιανική χιλιετία, μετά την οριστικοποίηση του σχίσματος του 1054, τυγχάνει για τον Ορθόδοξο μοναχισμό πλήρως αντιλατινική, λόγω του υπόπτου και ύπουλου επεκτατισμού του Παπισμού. Η Δύση συνεχώς παραποιεί την Ορθόδοξη παράδοση και αλώνει την Ορθόδοξη Ανατολή με τις σταυροφορίες. Από τους πρώτους οσιομάρτυρες της παπικής θηριωδίας ήσαν οι 13 όσιοι της Μονής Καντάρας της Κύπρου. Παπικοί αναφέρουν πώς στα σχέδια τους για την ψευδή ένωση των Εκκλησιών και την καθυπόταξη της Ορθοδοξίας στον Παπισμό κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου ήσαν οι μοναχοί, οι οποίοι επηρέαζαν ισχυρά τον λαό. Στους Λατινόφρονες της Κωνσταντινουπόλεως οι Αγιορείτες μοναχοί απάντησαν ευθαρσώς, και μετά τη Σύνοδο της Λυώνος (1274), οπού αντιστάθηκαν σθεναρά στα λατινικά δόγματα και την πίστη τους υπέγραψαν με αίμα Καρυώτες, Ιβηρίτες, Βατοπαιδινοί, Ζωγραφίτες και Ξενοφωντινοί μοναχοί. Μεγάλος αντίπαλος της ψευδοσυνόδου της Λυώνος είναι και ο όσιος Μελέτιος ό Γαλησιώτης, ο οποίος άφησε την ησυχία και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να καυτηριάσει τα καινοφανή δόγματα των Λατίνων και για αυτό να εξοριστεί και να του κοπεί η γλώσσα. Στη φυλακή έγραψε το σπουδαίο αντιλατινικό έργο του «ΑλφαβηταλφάΒητος».

Ένας πλανεμένος μοναχός, Βαρλαάμ ο Καλαβρός, ανεδείχθη πολέμιος του ησυχασμού του 14ου αιώνος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μπροστά στον κίνδυνο αφήνει την αθωνική ησυχία και με το βαρύ του πνευματικό οπλισμό κατατροπώνει την κακοδοξία και αποστομώνει τον αιρετικό και τους ακολούθους του, που φτάνουν μέχρι τίς ήμερες μας, και το χειρότερο, ορισμένοι βρίσκονται και εντός των Ορθοδόξων τειχών. Αφού αδυνατούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν ότι ο προσευχόμενος αγωνιστής μετέχει των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο θεόπτης θεολόγος Αγιορείτης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκφράζοντας αριστοτεχνικά την αγιορείτικη παράδοση περί του ακτίστου φωτός κατετρόπωνε τους δυτικόφρονες, σχολαστικιστές, ουμανιστές κι ορθολογιστές, και το έργο του αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη. Η προσφορά του παρεξηγήθηκε και δεν κατενοήθη απ' όλους, ώστε σύγχρονοι του επίσκοποι ακόμη και να τον φυλακίσουν παρασυρόμενοι από τους αιρετικούς. Κλείνουμε την παράγραφο αυτή λέγοντας πώς αν δεν είχαμε τον άγιο Γρηγόριο ίσως να είμασταν όλοι ουνίτες, για αυτό και οι Λατίνοι μισούν τόσο πολύ τον άγιο. Το πλήθος των μοναχών ήσαν παλαμιστές.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας οι μοναχοί εργάσθηκαν σθεναρά να βαστηχτούν τα πόδια του έθνους: η γλώσσα κι η θρησκεία και ν' αντιμετωπίσουν τους λυμαινόμενους αιρετικούς, κυρίως τους παπικούς. Το αποδεδειγμένα γνήσια αναγεννητικό αγιορείτικο κίνημα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων εργάσθηκε για την εμψύχωση του λάου και την αντίκρουση των ετεροδιδασκαλιών. Σήμερα η παναίρεση του Οικουμενισμού, κατά τον γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, και τα κύματα του μοντερνισμού, που καλούνται εκκοσμίκευση, κατά τον Γέροντα Γεώργιο Γρηγοριάτη, απειλούν υποχθόνια την Ορθοδοξία. Μόνο εδραιωμένος ο μοναχισμός στους αρχαίους μοναχικούς θεσμούς και αφοσιωμένος ο παρθένος, ακτήμων και υπάκουος μοναχός στο μόνιμο έργο της προσευχής και της ασκήσεως, θα έχει την πανοπλία του πνεύματος, για να διατηρήσει ακραιφνή κι άβατο τον μοναχισμό από αλλότρια ήθη και να είναι η πέτρα της πίστεως η απαρασάλευτη στην αγιοτρόφο, μαρτυρική και ομολογιακή παράδοση. Γιατί αν παρασυρθούμε κι εμείς από αγαπολογίες, υποχωρήσεις κολακείες και χορηγίες, χαμόγελα, συγκρητισμούς, οπισθοχωρήσεις, ένοχες ανοχές και παραχαράξεις, ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος. Η αντίσταση δεν θα πρέπει να είναι αντί δράση, ο λόγος να είναι τόσο ισχυρός όσο και νηφάλιος, η σιωπή διακριτική, η αγωνία καλή και όχι αγχώδης, διαφορετικά θα εγκλεισθούμε σε ένα νευρικό, επιπόλαιο, ταραγμένο, αψυχολόγητο κι ανεπίτρεπτο ζηλωτισμό, που θα είναι λανθασμένος, αφού δεν θα έχει τα στοιχεία της ειρήνης και της ευλογίας των πιστών και ταπεινών, έστω κι αν είναι λίγοι καταφρονεμένοι, κατηγορούμενοι και μη χειροκροτούμενοι. Ο μοναχισμός θα ξαναπολεμηθεί, καλούμεθα να υπομείνουμε προσευχητικά και γενναία ετοιμάζοντας τα δυνατά όπλα του πνεύματος. Το κυρίως ελλείπων είναι η αγιότητα και αυτή θα σώσει από την αλλοτρίωση τον κόσμο.

Εύχεστε

Εισήγηση του Αγιορείτη μοναχού π. Μωϋσή στην Ημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ», που πραγματοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2001 στο Ιερό Κοινόβιο Οσίου Νικόδημου Γουμένισσας (Έκδοση Ιερού Κοινοβίου Οσίου Νικόδημου του Αγιορείτου, Γουμένισσα 2009, σσ, 59-65).



Περί τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τοῦ προφήτου, τοῦ ἄλλου Γέροντος.


Ταῦτα ὅπου εἴπομεν ἕως τώρα περί τοῦ ἁγίου Βαρσανουφίου, ἁρμόζουν νά τά εἰπῇ τινας καί περί τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ ἄλλου Γέροντος, καθ᾿ ὅτι καί αὐτός τήν αὐτήν ἡσύχιον ζωήν εἶχε τοῦ Βαρσανουφίου, καί τῶν αὐτῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἠξιώθη˙ ἐξαιρέτως δέ καί μάλιστα τοῦ χαρίσματος τῆς προοράσεως καί προφητείας, δι᾿ ὅ καί Προφήτης ἐπωνομάζετο. Ὅθεν ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἔλεγε πρός τόν ἐρωτήσαντα πρῶτον τόν θεῖον Ἰωάννην καί λαβόντα παρ᾿ ἐκείνου ἀπόκρισιν, ἔπειτα ἐρωτῶντα περί τοῦ αὐτοῦ πράγματος καί τόν Βαρσανούφιον˙ τίς δέ ἦτον ὁ λόγος ὅπου ἔλεγεν, (σελ. 42) «ὁ Θεός Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου εἷς ἐστι» (Ἀποκρ. κ'). Καί πάλιν ἐρωτηθείς παρά τινων νά διηγηθῇ τόν βίον τοῦ Ἰωάννου, ἀπεκρίθη πρός αὐτούς˙ «περί δέ τῆς διαγωγῆς τοῦ ὁμοψύχου τέκνου, εὐλογημένου καί ταπεινοῦ ὑπηκόου, τοῦ κατά πάντα ἀρνησαμένου ἕως θανάτου τά θελήματα αὐτοῦ πάντα, τί ἔχω εἰπεῖν; Εἶπεν ὁ Κύριος˙ ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα˙ καί περί τοῦ μαθητοῦ εἶπεν, ὅτι δύναται κατά τόν Διδάσκαλον αὐτοῦ˙ ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ἀποκρ. ρλ'). Ἠθέλησε δέ νά φανερώσῃ ὁ Ἅγιος μέ τά λόγια ταῦτα, ὅτι ὁ θεῖος Ἰωάννης ἦτον ὅμοιος κατά πάντα τοῦ Πατρός καί διδασκάλου τοῦ Βαρσανουφίου. Τοῦτο δείκνυται ἀκόμη καί ἀπό μίαν ἄλλην περίστασιν. Ὁ θεῖος Ἰωάννης ὅταν ἠρωτᾶτο ἀπό τινας διά κανένα πρᾶγμα, ἐσυνήθιζε νά στέλλῃ τούς ἐρωτῶντας πρός τόν μέγαν Βαρσανούφιον διά νά δίδῃ ἐκεῖνος τάς ἀποκρίσεις εἰς αὐτούς˙ ἐποίει δέ τοῦτο διά ταπείνωσιν. Ὅθεν ἕνας φιλόχριστος εἶπε ποτέ τῷ θείῳ Ἰωάννῃ˙ «τί χλευάζεις ἡμᾶς Πάτερ Ἰωάννη, ἔχων τήν αὐτήν τοῦ Πνεύματος δύναμιν καί παραπέμπων τῷ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Γέροντι, τῷ Πατρί Βαρσανουφίῳ»; (Ἀποκρ. ψπ'). Ἀγκαλά λοιπόν καί ὅσα περί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὅμως ἄς εἰποῦμεν καί μερικά ξεχωριστά περί αὐτοῦ, χάριν τῶν φιλολόγων ἀναγνωστῶν. Οὖτος ὁ ὅσιος ἀπό ποίαν πατρίδα ἑκατάγετο ἄδηλον εἶναι εἰς ἡμᾶς˙ ἐκατοίκησε δέ εἰς τό πρῶτον κελλίον, τό ὁποῖον ἔκτισεν ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἔξω τοῦ ἐν Γάζῃ Κοινοβίου καί ἐκεῖ ἡσύχασε χρόνους δεκαοκτώ ἕως τήν τελευτήν του (Ἀποκρ. σκ'). Δέν εἶδεν αὐτόν ποτέ τινας νά χαμογελάσῃ, ἤ νά ταραχθῇ, ἤ χωρίς δάκρυα νά κοινωνήσῃ τά θεῖα Μυστήρια, καθώς ἐμαρτύρησε περί αὐτοῦ ὁ τοῦ Κοινοβίου Ἡγούμενος (Ἀποκρ. φξε')˙ ἐπρόβλεπε πολλά καί προέλεγε περί ζωῆς καί θανάτου (Ἀποκρ. ψοζ'), ἰάτρευσε μετά τοῦ Γέροντος Βαρσανουφίου ἕνα φιλόχριστον καί φιλόξενον χριστιανόν ὅπου εὑρίσκετο εἰς ἀσθένειαν (Ἀπόκρ. ψπα')˙ ἐδιάλεγε διά προγνώσεως ἐκείνους ὅπου ἦτον ἄξιοι διά νά χειροτονηθοῦν κληρικοί (Ἀποκρ. ωε'). Ὅθεν διά τό πλούσιον χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἐδόθη αὐτῷ ὑπό τοῦ Κυρίου, ἐπεκαλεῖτο, ὡς εἴπομεν, ἀπό πολλούς, Ἰωάννης ὁ Προφήτης˙ διά τοῦτο καί ὁ ὅσιος Νίκων, ὅπου ἀναφέρει τάς ἀποκρίσεις τοῦ Πατρός τούτου, ἐν τοῖς δυσί τόμοις αὐτοῦ, ἐπιγράφει αὐτόν, Ἰωάννην τόν Προφήτην.
Ἐπειδή δέ ὁ Θεός, κρίμασιν οἷς οἶδεν, ἔκρυψεν ἀπό τόν ὅσιον τοῦτον Ἰωάννην τόν θάνατον τοῦ Ἀββὰ Σερίδου, τοῦ Ἡγουμένου τοῦ Κοινοβίου τοῦ ἐν Γάζῃ, προεγνώρισε τήν τελευτήν του, καί εἶπε τά λόγια ταῦτα˙ «εἰς τά ἕβδομα τοῦ Ἀββᾶ Σερίδου τελευτῶ˙ εἰ γάρ ἔμεινεν ὁ Ἀββᾶς Σέριδος, εἶχον μεῖναι ἄλλα πέντε ἔτη, ἐπειδή δέ ἔκρυψέ μοι ὁ Θεός καί ἔλαβεν αὐτόν, οὐκ ἔτι μενῶ», ἐπειδή ὅμως καί ὁ Ἀββᾶς Αἰλιανός νέος τότε, κουρευθείς τοῦ Κοινοβίου Ἡγούμενος, δέν ἤξευρε τάς τάξεις τοῦ Μοναστηρίου καί πῶς νά διοικήσῃ τούς ἀδελφούς, παρεκάλεσε τόν θεῖον Ἰωάννην λέγων˙ (σελ. 43) «κἄν δύο ἑβδομάδας χάρισαί μοι ἵνα ἐρωτήσω σε περί τοῦ Μοναστηρίου καί τῆς διοικήσεως αὐτοῦ»˙ ὅθεν σπλαγχνισθείς ὁ Γέρων καί κινηθείς ὑπό τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ἁγίου Πνεύματος, εἶπε ταῦτα. «Ἰδού ἔχεις με τάς δύο ἑβδομάδας». Ἀφ᾿ οὗ δέ ὁ Αἰλιανός ἠρώτησεν αὐτόν ὅσα ἦτον χρεία πρός τήν διοίκησιν τοῦ Κοινοβίου, καί ἐτελειώθησαν αἱ δύο ἑβδόμαδες, ἐκάλεσεν ὁ ὅσιος ὅλους τούς ἀδελφούς τοῦ Μοναστηρίου καί ἀποχαιρετήσας αὐτούς, τούς ἀφῆκε νά ὑπάγῃ ἕκαστος εἰς τό κελλίον του, καί ἔτσι παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ καί ἡσυχίᾳ τό πνεῦμά τους εἰς χεῖρας Θεοῦ (Ἀποκρ. σκα').

Ποῖοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι, Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης. (σελ. 43)

Κατά ἀλήθειαν, ἀδελφοί, ἐγώ γράφοντας καί ἀναγινώσκοντας ταῦτα, θαυμάζω καί ἀπορῶ, ποταπή χάρις καί δόξα εἶναι ἐτούτη˙ ὅτι οἱ θνητοί καί πήλινοι ἄνθρωποι εἶχον τοιαύτην ἐξουσίαν, νά ζοῦν ὅσον θέλουν, καί νά ἀποθνήσκουν ὁπόταν θέλουν. Λύει ὅμως τόν θαυμασμόν καί τήν ἀπορίαν μου ὁ φερωνύμως μέγιστος καί θεοφόρος Μάξιμος λέγων˙ «πάντα ὅσα ὁ Θεός, καί ὁ κατά χάριν τεθεωμένος ἔσται, χωρίς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος». Ὅθεν, ἐπειδή καί οἱ Πατέρες οὗτοι ἐθεώθησαν κατά χάριν καί τόν Θεόν εἶχον εἰς τήν καρδίαν τους ἔνοικον, διά τοῦτο καί τά τοῦ Θεοῦ ἀπόκτησαν ἰδιώματα˙ καθώς γάρ ὁ Θεός ἔχει τήν ἐξουσίαν ζωῆς καί θανάτου, ἔτσι οἱ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότες Ἅγιοι μετέλαβον καί αὐτοί κατά χάριν ἀπό τόν Θεόν τήν αὐτήν ἐξουσίαν. Ἀφ᾿ οὗ δέ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἐτελείωσεν, ἐσιώπησε τελείως καί ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος καί πλέον ἀποκρίσεις δέν ἔδιδεν, ὡς λέγει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος εἰς τήν ἐπιγραφήν τοῦ β' λόγου αὐτοῦ. Ἀγκαλά καί εἰς τήν βίβλον ταύτην εὑρίσκονται ἀποκρίσεις τοῦ Βαρσανουφίου γεγραμμένες μετά τήν τελευτήν τοῦ Ἰωάννου, οἱ δέ μεταγραφεῖς δέν ἐφύλαξαν τήν τάξιν, ἀλλά τά πρός τῆς τελευτῆς του ἔγραψαν μετά τήν τελευτήν του, τελευτήσαντος δέ τοῦ Ἰωάννου καί σιωπήσαντος τοῦ Βαρσανουφίου, ἀνεχώρησε καί ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ἀπό τό Κοινόβιον ἐκεῖνο καί ἐσύστησεν ἐδικόν του Κοινόβιον.
Τοιαύτη, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐστάθη ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία τῶν θεοφόρων Πατέρων τούτων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου˙ τοιαῦτα ὑπερφυσικά καί οὐράνια χαρίσματα ἠξιώθησαν νά λάβουν παρά Θεοῦ, καί τοιοῦτον μακάριον τέλος ἔλαβον. Καί νῦν ἀνελθόντες εἰς τούς οὐρανούς, τῆς ἀνωτάτω κατατρυφῶσι μακαριότητος, Θεόν ὁρῶντες πρόσωπον πρός πρόσωπον, ὅν ἐκ ψυχῆς ἐπί γῆς ἠγάπησαν, καί τῷ ἀνεκλαλήτῳ φωτί τῆς τρισηλίου Θεότητος καταλαμπόμενοι, καί ὑπέρ τοῦ κόσμου παντός ἀδιαλείπτως πρεσβεύοντες. Καί διά νά τελειώσω τήν διήγησιν τῶν μακαρίων τούτων Πατέρων μέ τά ἴδια λόγια τοῦ θείου Βαρσανουφίου, λέγω ὅτι οἱ τρισόλβιοι οὗτοι ἅγιοι, εἰς οὐρανούς ἤδη εὑρισκόμενοι «ὅλοι ἐγένοντο νοῦς, ὅλοι ὀφθαλμός, ὅλοι φωτεινοί, ὅλοι τέλειοι, (σελ. 44) ὅλοι θεοί, ἐμεγαλύνθησαν, ἐδοξάσθησαν, ἐλαμπρύνθησαν, ἔζησαν, καί ἐπειδή πρῶτον ἀπέθανον, εὐφραίνονται καί εὐφραίνουσιν˙ εὐφραίνονται ἐν τῇ ἀχωρίστῳ Τριάδι καί εὐφραίνουσι τάς ἄνω δυνάμεις. Ποθήσωμεν λοιπόν και ἡμεῖς τήν αὐτῶν τάξιν˙ δράμωμεν τόν αὐτόν δρόμον˙ ζηλώσωμεν τήν αὐτῶν πίστιν˙ κτησώμεθα αὐτῶν τήν ταπείνωσιν˙ τήν ὑπομονήν ἐν πᾶσιν, ἵνα καταλάβωμεν τήν αὐτῶν κληρονομίαν. Τήν ἄπτωτον αὐτῶν ἀγάπην κρατήσωμεν, ἵνα εὑρεθῶμεν ἐν τοῖς ἀνεκλαλήτοις ἀγαθοῖς, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Ἀποκρ. ρκα').

Ὁ λόγος καὶ ἡ πολιτεία τῶν Πατέρων (Φιλοκαλικὰ θέματα)


E-mail
Ὁ Λόγος καὶ ἡ Πολιτεία τῶν Πατέρων (Φιλοκαλικὰ θέματα)
τοῦ Ἀρχιμ. Τιμοθέου (Τζιαβάρα)

ἀποσπάσματα
ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο βιβλίον (σελ. 246), ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Θεοδοσίου Ναυπλίου (2004),
211 00 Ναύπλιον, τηλ. 27520-44240.
ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ἡ μόνη ἐλπίδα μας, λοιπόν, εἶναι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Γέροντες τῆς ἐρήμου, κυρίως οἱ δεύτεροι, διότι αὐτοὶ βιώνουν μὲ ἀκρίβεια τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν πολλὴ παρρησία κατὰ τὴν προσευχή τους στὸν Κύριο. Αὐτοὶ χύνουν τὸ αἷμα τῆς ψυχῆς τους γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ γιατὶ ὁ σημερινὸς κόσμος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ. Γιατὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς οἱ Πατέρες, οἱ Γέροντες στὴν ἔρημο, κι ἂς λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μὲ τὸ σκοτισμένο νοῦ τους ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν προσφέρουν τίποτε στὸν κόσμο. Προσφέρουν τὴ «σύσταση τοῦ κόσμου», τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου.
Οἱ Θεοφόροι Πατέρες καὶ κυρίως ἐκεῖνοι τῆς ἐρήμου, οἱ νηπτικοί, ὅπως ὀνομάζονται ἀπὸ τὴ διαρκῆ πνευματική τους νήψη καὶ ἐγρήγορση, αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν καὶ αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἀκόμη στὶς μέρες μας, εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μας μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀπόγνωση τῆς ἐποχῆς μας, διότι ὁ λόγος τους εἶναι ἔγκυρος, γνήσιος καὶ ἀληθινός, καὶ ἡ ζωή τους Χριστοζωή, ζυμωμένη μὲ τὸ δάκρυ καὶ τὸ αἷμα. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος λέει ὅτι ὁ Χριστιανὸς ἀποκτᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ θεώνεται μόνο ὅταν χύσει αἷμα.
Σ' αὐτούς, λοιπόν, τοὺς Πατέρες καὶ Γέροντες νὰ καταφύγουμε καὶ αὐτῶν τὸ λόγο νὰ ἐφαρμόσουμε καὶ αὐτῶν τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία νὰ μιμηθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε μὲ ἀσφάλεια στὸν Κύριο καὶ Θεὸ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ ἀγαλλίασή μας, ἡ τιμή μας καὶ ἡ δόξα μας.
ΥΠΑΚΟΗ
Ὑπακοὴ στὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου σημαίνει συμμόρφωση πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται εἴτε ἀπ' εὐθείας διὰ τοῦ κυριακοῦ λόγου εἴτε διὰ τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος εἴτε διὰ τῶν ἐπισκόπων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἴτε διὰ τῶν Γερόντων, τῶν πνευματικῶν καὶ ἐξομολόγων κ.λπ.
Ὁ Ἀββᾶς Ροῦφος πάλι λέει πὼς πιὸ μεγάλη δόξα περιμένει τὸν καλὸ ὑποτακτικὸ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη, ποὺ ζεῖ μὲ τὸ θέλημά του στὴ μοναξιὰ τῆς ἐρήμου. Κι ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ ὁ Θηβαῖος ἔλεγε ὅτι τρία πράγματα ἀρέσουν ἰδιαίτερα στὸ Θεό. Ἀρρώστια μὲ ὑπομονή, ἔργα χωρὶς ἐπίδειξη, μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη Του, καὶ ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ πατέρα μὲ τελεία αὐταπάρνηση. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔχει ἕνα στεφάνι περισσότερο.
Ἀλλ' ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι μαρτύριο. Εἶναι δύσκολο καὶ ἐπώδυνο νὰ ἀρνηθεῖς τὸν ἑαυτό σου, τὴ γνώμη σου, τὸ θέλημά σου. Γι' αὐτὸ λογίζεται ὡς μαρτύριο, εἶναι τὸ λεγόμενο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέει ὅτι οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνὼ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴ χαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτὴν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ δεῖ τὸν Κύριο.
Συνήθως οἱ Χριστιανοὶ κάνουμε ὑπακοὴ στὸ Θεό, ὅταν τὸ θέλημά Του εἶναι εὐχάριστο γιὰ μᾶς. Μᾶς ἀρέσει πάντα ἡ Ἀνάσταση καὶ ποτὲ ὁ Σταυρός. Ἀλλὰ Ἀνάσταση χωρὶς Σταυρὸ δὲν ὑπάρχει. Γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ νὰ συμβασιλεύσεις μαζί Του, πρέπει προηγουμένως νὰ συσταυρωθεῖς μαζί Του. Γιὰ νὰ ἀναληφθεῖς μαζί Του στὴν αἰώνια βασιλεία Του, πρέπει νὰ φέρεις ὅπως κι Ἐκεῖνος τὰ στίγματα τῶν ἥλων στὰ χέρια σου καὶ στὰ πόδια σου. Πρέπει νὰ φέρεις τὸ σημάδι τῆς λόγχης στὴν καρδιά σου. Πρέπει νὰ πονέσεις στὴ ζωή σου. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σὲ σώσει· ὁ σταυρός, ὁ πόνος, ἡ θλίψη, τὰ βάσανα. «Γενηθήτω, Κύριε, τὸ θέλημά Σου»! Κάνε, Κύριε, στὴ ζωή μου νὰ μὴν ἔρχονται τὰ πράγματα ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὅπως Ἐσύ. Ἀμήν.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Οἱ ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τὴν ὀνομάζουν ὑψοποιὸ δύναμη. Χωρὶς τὴν ταπείνωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργηθοῦν οὐράνιοι ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι. Δηλαδή, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, νὰ θεωθοῦν καὶ νὰ δοξαστοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ταπείνωση εἶναι, λέει ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος, τὸ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν χῶμα καὶ στάχτη, μὲ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια. Ταπείνωση εἶναι νὰ ἔχεις τὸ ἀψήφιστο σὲ ὅλα τὰ πράγματα (δηλαδὴ νὰ πιστεύεις ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ σὲ λογαριάζουν οἱ ἄλλοι) καὶ τὸ νὰ κόψεις σὲ ὅλα τὸ δικό σου θέλημα καὶ νὰ ὑπομένεις τὰ ἔξωθεν ἐπερχόμενα σὲ σένα χωρὶς ταραχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελεία ταπεινοφροσύνη, τὸ νὰ βαστάσεις ὕβρεις καὶ ὀνειδισμοὺς καὶ ὅσα ἔπαθε ὁ Διδάσκαλός μας Ἰησοῦς.
Ταπεινοφροσύνη σημαίνει νὰ φρονῶ, νὰ σκέπτομαι ταπεινά, καὶ ταπείνωση σημαίνει νὰ ζῶ ταπεινά. Ἀλλὰ ἡ μία ἔννοια δὲ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη, γι' αὐτὸ καὶ ἡ χρήση τους ἐναλλάσσεται. Ἡ ταπείνωση εἶναι πρῶτα κατάσταση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς κι ὕστερα τρόπος ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς.
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἀντέχει νὰ τὸν ἐπικρίνουν· ὁ συντετριμμένος δὲν διανοεῖται νὰ ἐπικρίνει· ἡ ζωή του εἶναι γλυκασμός, ἀφοῦ τίποτε δὲν κρατεῖ γιὰ λογαριασμό του. Ὁ ταπεινὸς εἶναι ὁ ὄντως ἐλεύθερος σὲ ὅλα καὶ πάντοτε. Εἶναι ὁ ὄντως δυνατὸς καὶ ὄχι ὁ ἀδύνατος.
Κάποτε ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς τὸ νεαρὸ μοναχὸ Ζαχαρία: - Τὶ νὰ κάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ σωθῶ; - Ἐμένα τὸν ἀνίδεο ρωτᾶς, Ἀββᾶ; τοῦ εἶπε ἐκεῖνος συνεσταλμένος. - Πίστεψέ με, ἀδελφέ, εἶδα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ σ' ἐπισκιάζει κι αὐτὸ μὲ ἀναγκάζει νὰ σὲ συμβουλευθῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸ κουκούλι του, τὸ πέταξε κατὰ γῆς κι ἄρχισε νὰ τὸ ποδοπατᾶ λέγοντας: - Ἂν ὁ καλόγερος δὲν ποδοπατηθεῖ ἔτσι, Ἀββᾶ, δὲ βρίσκει σωτηρία.
«Ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Ἔτσι «ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα». «Ὁ ἀχώρητος παντὶ ἐχωρήθη ἐν γαστρί». Καὶ ἡ γαστέρα τῆς Παρθένου ἔγινε «πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν». Ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου κατήργησε τὸ δικό μας θάνατο καὶ ἔγινε ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀφθαρσίας. Ἔτσι ἡ ταπείνωση ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀγγελοποιεῖ. Ὅσοι ἀμφισβητοῦν τὸ λόγο τοῦτο μένουν μέσα στὴ δυστυχία καὶ τὸ ψυχικὸ μαρτύριο τοῦ ἐγωισμοῦ τους καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς τους.
Δύο ἀδέλφια, διηγεῖται τὸ Γεροντικό, πῆγαν μαζὶ στὴν ἔρημο καὶ ἀσκήτευαν στὴν ἴδια καλύβη. Ὁ διάβολος ὅμως φθονώντας τὴν ἀγάπη τους βάλθηκε νὰ τοὺς χωρίσει. Ἕνα βράδυ ὁ νεώτερος πῆγε ν' ἀνάψει τὸ λυχνάρι, ἔσπρωξε ἄθελά του τὸ λυχνοστάτη, τὸν ἀναποδογύρισε καὶ χύθηκε τὸ λάδι. Ὁ μεγαλύτερος θύμωσε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο. Τότε αὐτὸς χωρὶς νὰ ταραχτεῖ, ἔσκυψε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ εἶπε ταπεινά: - Συγχώρησε τὴν ἀπροσεξία μου, ἀδελφέ. Τώρα ἀμέσως θὰ ἐτοιμάσω ἄλλο. Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ἱερέας, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μέσα στὸ εἰδωλεῖο, ἄκουσε τὰ δαιμόνια νὰ κάνουν μεταξύ τους δικαστήριο. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ὁμολόγησε ντροπιασμένο στὸν ἀρχηγό του: - Πηγαίνω καὶ κάνω ἄνω κάτω τοὺς μοναχούς. Μὰ τὶ φταίω ὅταν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς γυρίζει καὶ βάζει στὸν ἄλλο μετάνοια καὶ μοῦ καταστρέφει ὅλη τὴ δουλειά; Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης, ἔγινε ἀμέσως Χριστιανὸς κι ἀποτραβήχτηκε στὴν ἔρημο. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ κράτησε στὴν καρδιά του τὴν ταπείνωση καὶ στὸ στόμα του εἶχε διαρκῶς πρόχειρο τὸ «συγχώρησόν με».
ΑΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Φαίνεται, λοιπόν, καθαρὰ πὼς ἀπροσπάθεια εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς κινήσεώς μας πρὸς τὰ ἐγκόσμια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα. Τὸ στερητικὸ ἄλφα σημαίνει ἄρνηση. Ἀρνοῦμαι νὰ κινηθῶ πρὸς ἀπόκτηση πραγμάτων ποὺ δὲν μοῦ χρησιμεύουν στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μου, ἐνῶ ἀντιθέτως παρεμποδίζουν αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ καθιστοῦν ἀνέφικτη τὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μου ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωσή μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀπροσπάθεια (ἀ-προσπάθεια) σημαίνει τὴν τελεία ἐλευθερία ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ αἰχμαλωτίζουν καὶ δυναστεύουν τὴν ψυχή. Σημαίνει τὴν ἐπάνοδο στὴν προπτωτικὴ συνθήκη τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας ἔγινε ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἐπεθύμησαν μὲ πάθος τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, γιατὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὸ θὰ τοὺς ἐξασφάλιζε τὴ θέωση. Ὅμως διαψεύστηκαν οἰκτρά. Κι αὐτοὶ μὲν δὲν εἶχαν ἐμπειρία - πρὶν ἀπὸ τὴν βρώση - τοῦ κακοῦ ἀποτελέσματος μιᾶς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἐμεῖς ὅμως μολονότι ἔχομε πολλὴ ἐμπειρία, δὲ σταματοῦμε τὴν προσπάθεια, τὴν ἐμπαθῆ κίνηση καὶ ὁρμὴ πρὸς ἀπόλαυση τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Κι αὐτὸ δείχνει τὴν ἀπώλεια τῆς προσωπικῆς μας ἐλευθερίας. Ὁ Παῦλος σταματᾶ μπροστὰ στὸν πειρασμὸ διαφυλάσσοντας τὴν ἐλευθερία του μὲ τὸ λόγο ὅτι «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος».
Ἡ λύπη εἶναι σημάδι προσπάθειας, ἐνῶ ἡ χαρὰ εἶναι σημάδι ἀπροσπάθειας. Ἐκεῖνος ποὺ λυπᾶται ὅταν χάσει κάτι σημαίνει ὅτι ἦταν ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτό, ὅτι ἦταν ἑνωμένος μὲ αὐτό, καὶ καθὼς ἀποκολλᾶται ἀπὸ αὐτὸ πονάει, ὅπως πονάει κάποιος ἄρρωστος ποὺ τοῦ κάνουν ἀκρωτηριασμὸ στὸ σῶμα του. Ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει «ἀπροσπάθεια» γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε πράγμα, αἰσθάνεται ὅμως λύπη στὴν καρδιά του ὅταν τὸ στερηθεῖ, αὐτὸς ἀπατᾶται τελείως.
Ὁ Χριστιανὸς ποὺ κυριαρχεῖ πάνω στὰ ὑλικὰ πράγματα, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴ βιολογική του ζωή καὶ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτά, εἶναι πάντα χαρούμενος. Βαδίζει στὸ δρόμο του μὲ κλειστὰ μάτια καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο προχωρεῖ πρὸς τὸν οὐρανό. Τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ ἀγαθὰ μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὰ λατρεύουμε. Τὰ πρόσωπα ὑπάρχουν δίπλα μας, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουν τὸ Θεό, διότι εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἀπολλώς. Καὶ ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητὴς παρατηρεῖ: «Μακάριός ἐστι Μοναχός, (ἢ Χριστιανός) ὁ πάντας ἀνθρώπους ὡς Θεόν, μετὰ Θεὸν λογιζόμενος». Τὰ πρόσωπα εἶναι ἀδελφοί μας καὶ τὰ ἀγαποῦμε ἀπαθῶς, διότι αὐτὴ ἡ ἀγάπη μᾶς βοηθεῖ στὴ σωτηρία μας, ἐνῶ ἡ ἐμπαθὴς ἀγάπη μᾶς ἐμποδίζει. Τὰ πρόσωπα τὰ ἀγαποῦμε χωρὶς «προσπάθεια», διότι μὲ αὐτὰ σωζόμαστε. Ἡ σωτηρία εἶναι ὑπόθεση ἐκκλησιαστική, δηλαδὴ προσωπική. Σωζόμαστε «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Ἑπομένως οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ παράδεισός μας καὶ ὄχι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Σάρτρ. Ἐλεύθεροι, λοιπόν, ἀπὸ «προσπάθειες» γιὰ πράγματα καὶ πρόσωπα, προχωροῦμε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρὸς τὴν πραγματική μας πατρίδα καὶ κατοικία.
------------
: Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ (Περὶ καρδίας, Ἡ παθολογία τῆς ψυχῆς, Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς, Ἡ μετάνοια, Ἡ ἀγάπη, Ἡ ἠσυχία, Τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας) διαπραγματεύεται τὸ ψυχωφελὲς τοῦτο βιβλίο, ἀδελφοί, ἀλλ' ὡς ἐδὼ μπορέσαμε νὰ σᾶς μεταδώσουμε.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το θείον πύρ (Μνήμη Αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου)


(Μνήμη Αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου)
Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και την μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενός εκ των Αποστολικών Πατέρων. Και ενθυμήθηκα μία περικοπή από τους λόγους του Κυρίου μας, πού αρμόζει στην αυριανή εορτή. Μή νομίσητε ότι ήλθον, είπε κάποτε ο Ιησούς μας, βαλείν ειρήνην επί την γήν· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως πού ήλθε να προκαλέση, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας παράδοσι, προσέθεσε. Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν και τί θέλω ει ήδη ανήφθη (Λουκ. 12,49). Περί αυτού του πυρός ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμάς τους μοναχούς.
Το δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής: «Ουκ εστίν εν εμοί πύρ φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζών, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον – Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικά η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε, είναι μια έξαρσι θεουργικού έρωτος, πού πάλλει μέσα στην καρδία αυτού του μεγάλου φωστήρος. Γιατί αναφέρει η παράδοσι, ότι αυτός ο Άγιος ήταν ένα από τα παιδιά εκείνα, τα οποία εδέχθη ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του.
Όταν κάποτε τον ερωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιές είναι οι αξίες τους στο μέλλον, κατά τον τρόπο πού ημορούσαν να συλλάβουν τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τότε, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησε αυτό εν μέσω αυτών και είπεν, «ος αν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τώ ονόματί μου, εμέ δέχεται» (Ματθ. 18,2,5). Και πάλιν, «άφετε τα παιδία και μή κωλύετε αυτά ελθείν προς με» (Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτός ο Άγιος, ο μετέπειτα Θεοφόρος.
Γι  αυτό και ωνομάσθη Θεοφόρος, επειδή έφερε τον Θεό. Αλλά και πάντες οι Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει Θεοφόρος και Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει εντός του τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, πού ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτά πού είναι δόγματα της πίστεως.
Ειδικά όμως, εμάς τους μοναχούς μάς απασχολεί αυτό. Πότε και εμείς θα ιδούμε μέσα μας εάν άναψε αυτό το πύρ; Αλλοτε ο Κύριος το ονομάζει ύδωρ αλλόμενον, όπως ερμήνευσε στην Σαμαρείτιδα. Όπου αναβλύση αυτό, ποτέ δεν τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο – ανθρωπίνως ερμηνεύομε – αγάπη του Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.
Γι  αυτό στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι εις αυτούς τους τόπους, στους οποίους μάς οδήγησε Αυτός. Διότι όταν εξυπνήσαμε και εγνωρίσαμε περί τίνος πρόκειται, έγινε και σε μάς αυτό πού λέει ο Απόστολος Ιωάννης. «Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησε ημάς» (Α´ Ιωάν. 4,19). Και πραγματικά, πρώτος Αυτός ηγάπησε και γι  αυτό μάς εκάλεσε, όπως σάς ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στην ψυχή, αλλά είναι προσωπική επέμβασι της μακαρίας Θεότητος.
Τώρα μάς απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ό,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
Τώρα μένει το δεύτερο σκέλος, πού είναι το εξ ημών»(2), κατά την γνώμην των Πατέρων. Αυτό είναι πού πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να συνεργαστούν αυτοί οι δυο παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, πού γίνεται κατ  ευδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεσι η σωστή από μέρους του ανθρώπου, πού αποδέχεται την κλήσι και υποτάσσεται στο Θείο θέλημα. Όταν αυτά τα δυο συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε επιτυγχάνεται ακριβώς στην ψυχή του ανθρώπου η ενοίκησι της Θείας Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάστασι. Καταργείται τότε το θνητόν υπό της ζωής και η καινή κτίσις, ο Ιησούς μας ζή και λαλεί μέσα στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάστασι. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι αυτός πού έλαβε Αυτόν (Ιωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε εξουσίαν τέκνον Θεού γενέσθαι. Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ  εκ Θεού» (Ιωάν. 1,13) έγινε αυτή η γέννησι. Και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεού.
Αυτός είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σάς ενθυμίζω, ότι δεν πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πώς θα επιτύχωμεν αυτό.
Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μοναχού. Αν και ζή στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειές του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πύρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μάς ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Σε μας όμως, εδόθη ο κλήρος αυτός. Και έτσι με όλες μας τις δυνάμεις θα προσπαθούμε όσο υπάρχομε, να το ιδούμε και σε μάς αναμμένο. Γιατί αν αυτό ανάψη, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος, θα μάς αναβίβαση προς τον Πατέρα. Εφ  όσο εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, το σφάλμα είναι ιδικό μας. Κάτι σε μάς δεν πάει καλά και επομένως εδώ πρέπει να συγκεντρωθή όλο μας το ενδιαφέρο, όλη μας η έννοια, όλη μας η σπουδή, όλη μας η προσοχή. Γιατί να μην ανάβη το πύρ αυτό; Φαίνεται υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδή φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός. Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στέγνωση.
Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξωμε, διότι κάποια υγρασία υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσωμε τον Θεό εξ ολοκλήρου, όπως μάς παρεδόθη από την Εκκλησία μας, εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και άρα και τον πλησίο μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός είναι άστοχη η προσπάθειά μας. Γι  αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια, αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές. Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο.
Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πύρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πύρ.
Κάθε μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζή μέσα αυτός ο εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλά συνεχώς να τον αποξέετε με οποιονδήποτε τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεού, να τον κρημνίσωμε. Γιατί αν δεν πέσουν αυτές οι ρευστότητες, δεν θα ιδούμε μέσα μας αυτό το πύρ και τότε φυσικά σαν να αποδιώξαμε, δηλαδή δεν απεδέχθημεν την κλήσι του Θεού, αν και Αυτός την έχει δώσει κατ  επανάληψι. Αυτή είναι η σπουδή μας.
Πώς είναι δυνατό να πιστέψωμε ότι αγαπάμε τον Θεό με όλες μας τις δυνάμεις, εφ  όσο δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε ο άνθρωπος ζή για το άτομό του και όχι για την αγάπη του Θεού και προτιμά κάτι, πού αρέσει πρώτα εις αυτόν και μετά εκείνο πού αρέσει στον Θεό. Οπόταν, εκείνος ο οποίος πηγαίνει με πλάγια μέσα προς Εμέ, θα πάω και Εγώ με πλάγια μέσα προς αυτόν, λέει ο Θεός και μόνο τους δοξάζοντάς με δοξάσω. Οι υπόλοιποι πού φαίνονται ότι με εξουθενούν, ατιμασθήσονται. Όλη μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ κάθε τί πού είναι θέλημα του Θεού, προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβασι. Αυτό ορκίσθημεν, αυτό ετάξαμε από την αρχή. Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεσι να μεταφερθή στην απάθεια. Είναι δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού ανθρώπου, και εσκληρύνθησαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι συνήθειες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μάς πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν αλλ  ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τινος».
Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε. Θα συνεχίσωμε την πορεία μας αυτή με εστραμμένη την ελπίδα μας στον Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, πού τον βλέπομε, αλλά και πριν ξυπνήσωμε να τον ιδούμε, εγνώριζε με την Θεοπρεπή Του μεγαλωσύνη, ότι είμεθα ευτελείς και ουτιδανοί και όμως δεν μάς απεστράφη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματός μας και η μεγάλη μας ελπίδα. Ότι, παρ  όλο πού ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι, δεν μάς εβδελύχθη, αλλά μάς έδωσε τον κλήρο της κλήσεώς Του, όπως τον έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μάς γεννάει, εν μέρει, την μακαρία ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχωμε, εφ  όσον Αυτός μένει μαζί μας και μάς δικαιώνει.
Βλέποντας την μικρή μας πρόθεσι, Αυτός θα συνέχιση μέχρι τέλους και στο μέλλο θα μάς δοξάση, όπως υπόσχεται με την αγαθότητά Του.
(2) Αυτό πού, βέβαια, προέρχεται από μας», δηλαδή τη θέληση, την προαίρεσή μας.
(ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ)