Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020
Παράδεισος καί γῆ εἶναι ἕνα! Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+)) Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+))
Ἅγιοι ἱερεῖς ποὺ ἐκοινώνουν φυματικοὺς καὶ λεπρούς
Ἀντιμέτωποι μὲ τὴν Κατάθλιψη Εἰρήνη (Μοναχή)
Οἱ πειρασμοί, Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
Πῶς οἱ Πατέρες εἶδαν τὴν Ἁγία Γραφὴ, Ἀθανάσιος Γιέφτιτς (Ἐπίσκοπος)
Να φωνάξουμε “Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με” τόσο δυνατά, όσο o Βαρτίμαιος
Ἡ περίπτωση τοῦ Βαρτίμαιου, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο ( 10,46), μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε κάπως ἱκανοποιητικὰ μερικὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν προσευχή.
«Καὶ ἔρχονται στὴν Ἱεριχώ. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ λαὸς πολύς, καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ γιὸς τοῦ Τίμαιου. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦταν ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ λέει: Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Καὶ τὸν ἀπόπαιρναν μερικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Αὐτὸς ὅμως φώναζε ὅλο καὶ περισσότερο: υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Πῆγαν λοιπὸν καὶ εἶπαν στὸν τυφλό. Κουράγιο, σήκω νὰ πᾶς, σὲ φωνάζει. Κι αὐτός, ἀφοῦ πέταξε τὸ ἐξωτερικό του ροῦχο, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει στὸ τρέξιμο, σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλός τοῦ ἀπάντησε: Δάσκαλε, θέλω νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Καὶ ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία Του.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ Βαρτίμαιος, δὲν πρέπει, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται νὰ ἦταν νέος. Στεκόταν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ, ζώντας ἀπὸ τὴν εὔσπλαχνη ἢ τὴν ἀδιάφορη βοήθεια τῶν περαστικῶν. Πιθανὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του νὰ εἶχε δοκιμάσει ὅλα τὰ γνωστὰ φάρμακα καὶ ὅλες τὶς θεραπευτικὲς μεθόδους. Θὰ τὸν εἶχαν ἀσφαλῶς πάει, ὅταν ἦταν μικρός, στὸ Ναό, θὰ εἶχαν προσευχηθεῖ καὶ θὰ εἶχαν προσφέρει θυσίες γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὑγεία του. Εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὅλους ἐκείνους πού, εἴτε γιατί εἶχαν κάποιο χάρισμα, εἴτε γιατί εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις, μποροῦσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Εἶχε ἀσφαλῶς πολὺ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του καὶ τελικὰ εἶχε ἐντελῶς ἀπογοητευτεῖ. Εἶχε δοκιμάσει ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ βάλει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἦταν ἀκόμα τυφλός.
Πιθανὸν εἶχε ἀκόμα ἀκούσει ὅτι τοὺς τελευταίους μῆνες εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ Γαλιλαία ἕνας νέος κήρυκας, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὸ λαό, ἦταν εὔσπλαχνος, καὶ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦσε νὰ θεραπεύει καὶ νὰ κάνει θαύματα. Ὁ Βαρτίμαιος πιθανὸν νὰ εἶχε πολλὲς φορὲς σκεφθεῖ ὅτι ἂν μποροῦσε θὰ πήγαινε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Χριστὸς ὅμως πήγαινε ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο καὶ ὑπῆρχε πολὺ μικρὴ πιθανότητα ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος νὰ τὸν ἀπαντήσει. Ἔτσι, μ’ αὐτὴ τὴ σπίθα τῆς ἐλπίδας, ποὺ ἔκανε τὴν ἀπελπισία ἀκόμα πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἔντονη, καθόταν κοντὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ.
Μία μέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα πλῆθος μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο, ἕνα θορυβῶδες ἀνατολίτικο μπουλούκι. Ὁ τυφλὸς τὸ ἄκουσε καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Κάθε σπίθα ἐλπίδας, ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, ἔγινε ξαφνικὰ φωτιά, μία πυρκαϊὰ ἐλπίδας. Ὁ Ἰησοῦς τὸν Ὁποῖον δὲν μπόρεσε μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ συναντήσει, πέρναγε τώρα ἀπὸ κοντά του. Ἦταν δίπλα του καὶ κάθε βῆμα τὸν ἔφερνε ὅλο καὶ κοντύτερα. Μετὰ ὅμως κάθε βῆμα θὰ τὸν πήγαινε ἀπελπιστικὰ ὅλο καὶ πιὸ μακριά.
Ἄρχισε τότε νὰ φωνάζει : «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἡ πιὸ τέλεια ὁμολογία πίστεως. Ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἀπόγονό τοῦ Δαυίδ, τὸ Μεσσία. Δὲν μποροῦσε τότε νὰ τὸν ἀποκαλέσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὸ δὲν τὸ ἤξεραν ἀκόμα οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές του. Στὸ πρόσωπό Του ἀναγνώρισε τὸ «ἀναμενόμενο».
Τότε συνέβη κάτι ποὺ πολὺ συνηθίζεται καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή. Μερικοὶ τριγύρω του τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Μήπως δὲν συμβαίνει πολὺ συχνὰ αὐτὸ καὶ σέ μᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀναζήτηση καὶ ἀγώνα πολλῶν ἐτῶν ἀρχίζουμε ἀπροσδόκητα νὰ φωνάζουμε στὸ Θεό; Πόσες φωνὲς τότε δὲν προσπαθοῦν νὰ κατασιγάσουν τὴν προσευχὴ μας! Φωνὲς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές. Ἀξίζει, λένε, νὰ προσεύχεσαι; Τόσα χρόνια ἀγωνιζόσουν κι ὁ Θεὸς δὲν νοιάστηκε γιὰ σένα. Τώρα θὰ νοιαστεῖ; Τί νόημα ἔχει ἡ προσευχὴ; Ξαναγύρισε στὴν ἀπελπισία σου, εἶσαι τυφλὸς καὶ τυφλὸς γιὰ πάντα.
Ὅσο ὅμως μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀντίσταση τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ βοήθεια εἶναι πολὺ κοντά. Ὁ διάβολος ποτὲ ἄλλοτε δὲν μᾶς ἐπιτίθεται τόσο βίαια ὅσο ὅταν βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ἀγώνα καὶ ἔχουμε ἀκόμα δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὅμως τελικὰ χάνουμε, γιατί τὴν τελευταία στιγμὴ ὑποχωροῦμε. Ὑποχώρησε, λέει ὁ διάβολος, βιάσου, προσπάθησες πάρα πολύ, βγῆκες ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς σου. Τελείωσε ἀμέσως, μὴν καθυστερεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις περισσότερο. Καὶ τότε αὐτοκτονοῦμε σωματικά, ἠθικά, πνευματικά. Ἐγκαταλείπουμε τὴν ἀγώνα καὶ ἀγκαλιάζουμε τὸ θάνατο, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ βοήθεια βρίσκεται δίπλα μας καὶ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε.
Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σημασία σ’ αὐτὲς τὶς φωνές. Ὅσο δυνατότερα ἠχοῦν τόσο πιὸ γερὰ πρέπει νὰ δενόμαστε μὲ τὸ σκοπό μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κραυγάσουμε τόσο, ὅσο χρειάζεται. Νὰ φωνάξουμε τόσο δυνατά, ὅσο ὁ Βαρτίμαιος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πέρναγε δίπλα του. Ἡ τελευταία του ἐλπίδα βρισκόταν σιμά του, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν ἦταν ἀπέναντί του ἀδιάφοροι ἢ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη του δὲν εἶχαν θέση. Ἐκεῖνοι ποὺ περιτριγύριζαν τὸ Χριστὸ – καὶ ποὺ τὸν χρειάζονταν πολὺ λιγότερο- ἤθελαν νὰ ἀσχολεῖται μαζί τους. Γιατί αὐτὸς ὁ τυφλὸς καὶ βασανισμένος ἄνθρωπος νὰ τοὺς διακόπτει;
Ὁ Βαρτίμαιος ὅμως ἤξερε καλὰ ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὰ γι’ αὐτὸν ἄλλη ἐλπίδα, ἂν ἔχανε κι αὐτὴ τὴν τελευταία. Ἡ βαθιὰ αὐτὴ ἀπελπισία τοῦ ἔγινε πηγὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ἀνέβλυσε μία πίστη, μία προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ τέτοια πεποίθηση καὶ μία ἐπιμονὴ ποὺ ἔσπασε ὅλους τοὺς φραγμοὺς. Μία προσευχὴ πού, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἠχεῖ στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἡ ἀπόγνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε δὲν ἄκουγε καθόλου τὶς φωνὲς τοῦ πλήθους ποὺ τὸν πρόσταζαν νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ καθήσει στὴν ἄκρη. Καὶ ὅσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό, τόσο περισσότερο κι αὐτὸς φώναζε: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Ὁ Χριστὸς σταμάτησε, ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα.
Μποροῦμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ Βαρτίμαιο πρακτικά, τὸ πῶς μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ. Ὅταν στρεφόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, ὁ Θεὸς πάντα μᾶς ἀκούει.
Συνήθως δὲν ἔχουμε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀρνηθοῦμε ἀμέσως ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βρίσκονται στὸ περιβάλλον μας καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουμε συνηθίσει νὰ ἐμπιστευόμαστε, μόλις διαπιστώσουμε ὅτι δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπ’ αὐτά. Βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ὅσο καὶ ἂν ἀνακινήσουμε ἀνθρώπινα καὶ ἐπίγεια μέσα. Ἔχουμε ἕνα σκοπό. Ψάχνουμε γιὰ τὸ φῶς μας καὶ συνέχεια ἀπογοητευόμαστε. Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ μαρτύριο, εἶναι ἀπόγνωση καὶ ἂν σταματήσουμε ἐκεῖ, ἔχουμε νικηθεῖ. Ἂν ὅμως αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ στιγμή, στραφοῦμε στὸ Θεό, γνωρίζοντας ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει πιὰ ἀπομείνει καὶ τοῦ ποῦμε, «Σὲ ἐμπιστεύομαι καὶ παραδίδω στὰ χέρια Σου τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου, ὁλόκληρη τὴ ζωή μου», τότε ἡ ἀπόγνωση μᾶς ἔχει ὁδηγήσει στὴν πίστη.
Ἡ ἀπόγνωση ὁδηγεῖ σὲ μία νέα πνευματικὴ ζωή, ὅταν ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ προχωρήσουμε βαθύτερα καὶ μακρύτερα, ἀναγνωρίζοντας ὅτι κεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀπογοητευθεῖ δὲν εἶναι τὸ ὅτι τελικὰ χάσαμε τὴ νίκη, ἀλλὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀπογοήτευσαν τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιήσαμε γιὰ νὰ φθάσουμε σ’ αὐτή. Τότε ἀρχίζουμε νὰ βάζουμε θεμέλια μὲ ἕνα νέο τρόπο. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξαναφέρει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ εἴχαμε ἤδη δοκιμάσει, τὸ ὁποῖο ὅμως τώρα, κάτω ἀπὸ τὴ δική Του καθοδήγηση, θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε μὲ ἐπιτυχία. Πρέπει πάντα νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ τότε ὁ Θεὸς χαρίζει φρόνηση, σοφία καὶ δύναμη νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν ἐπιδιωκόμενο στόχο μας.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος: ”Η πανούκλα και ο COVID-19”
Του Σεβ. Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Νεκταρίου
Με την εμφάνιση του COVID-19 , το βιβλίο του Α. Καμύ “Η πανούκλα” ήρθε ξαφνικά στην επικαιρότητα και στις μέρες μας διαβάστηκε πολύ. Παρά το ότι είναι ένα βιβλίο αλληγορικό, μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας φωτογραφίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι σημερινοί αναγνώστες, ανακαλύπτουν εκπληκτικές ομοιότητες με την κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες. Θα ήθελα να επισημάνω μερικά σημεία.
Το 1940 η πανούκλα εμφανίζεται στην Αλγερία και συγκεκριμένα στην πόλη Οράν. Τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο. Η πρώτη αντίδραση των κατοίκων, είναι η άρνηση, ακριβώς αυτό που βλέπουμε και σήμερα: Άρνηση και υποτίμηση του κινδύνου. Οι πολίτες στρουθοκαμηλίζουν, κλείνουν τα μάτια στην τραγωδία που εξελίσσεται, δεν θέλουν να παραδεχτούν την σκληρή πραγματικότητα. Γράφει ο Καμυ.
«Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα όμως τις παραδέχεσαι όταν σου έρθουν κατακέφαλα. Η οικουμένη γνώρισε τόσες πανούκλες όσους και πολέμους. Κι ωστόσο, πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, σαν όλους τους συμπολίτες μας, κι έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε τους δισταγμούς του καθώς και την αμφιταλάντευσή του ανάμεσα στην ανησυχία και τη σιγουριά. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: «Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ανοησία». Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ανοησία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να κρατήσει πολύ.
Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική, κι αυτό θα το διαπιστώναμε αν σταματούσαμε να σκεφτόμαστε συνέχεια τον εαυτό μας. Ως προς αυτό, οι συμπολίτες μας ήταν όπως κι όλος ο κόσμος, σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα λόγια ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις μάστιγες. Η μάστιγα δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και γι’ αυτό συμπεραίνουμε πως είναι κάτι εκτός πραγματικότητας, ένας εφιάλτης που θα περάσει. Όμως δεν περνάει πάντα και, από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, οι άνθρωποι πεθαίνουν, και πρώτοι απ’ όλους οι ανθρωπιστές, γιατί δεν έλαβαν τα μέτρα τους.
Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, λησμονούσαν όμως τη μετριοφροσύνη, αυτό είν΄ όλο, και σκέφτονταν πως όλα ήταν δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που σήμαινε πως ήταν αδύνατο να υπάρξουν συμφορές. Εξακολουθούσαν ν’ ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους, να σχεδιάζουν ταξίδια και να εκφράζουν τη γνώμη τους. Πώς να σκεφτούν την πανούκλα, που εξαφανίζει το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, αλλά ποτέ δεν θα ‘ναι κανείς ελεύθερος όσο υπάρχουν μάστιγες.»
Η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Το εμπόριο νεκρώνεται. Αλλά και πάλι οι κάτοικοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα.
«Υπήρχαν βέβαια τα κοινά συναισθήματα, όπως ο χωρισμός ή ο φόβος, μα εξακολουθούσαν να βάζουν σε πρώτο πλάνο τις προσωπικές τους έγνοιες. Κανένας δεν είχε ακόμα παραδεχτεί στ’ αλήθεια την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ευαίσθητοι κυρίως σε ό,τι ανέτρεπε τις συνήθειες τους ή έθιγε τα συμφέροντα τους. Ένιωθαν οργή κι αγανάκτηση, όμως αυτά δεν είναι συναισθήματα που μπορείς ν’ αντιτάξεις στην πανούκλα. Η πρώτη τους αντίδραση, λόγου χάριν, ήταν να ενοχοποιήσουν τη διοίκηση.»
Οι θάνατοι αυξάνουν, αλλά και πάλι οι κάτοικοι απωθούν τον κίνδυνο. Δεν αυτοπροστατεύονται. Το Οράν νεκρώνει. Όλα τα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουν να κυκλοφορούν στους δρόμους.
Κι ενώ τα θύματα αυξάνουν, εμφανίζεται μια νέα πραγματικότητα, καθόλου άγνωστη από το παρελθόν. Σε περιπτώσεις θεομηνιών, πολέμων, επιδημιών, οι άνθρωποι προσπαθούν να πιαστούν από κάπου, να πάρουν ελπίδα, να μάθουν τι θα γίνει στο μέλλον και πότε θα σταματήσει το κακό. Το βλέπουμε και στις μέρες μας. Μάγοι και αστρολόγοι κάνουν χρυσές δουλειές, με το αζημίωτο βέβαια. ( Αλήθεια, ήθελα να απευθύνω επ’ ευκαιρία ένα ερώτημα σ’ όλους αυτούς τους τσαρλάτανους. Κάθε χρονιά αποφαίνονται και “προφητεύουν” τι θα συμβεί τη νέα χρονιά. Γιατί δεν βρέθηκε ένας, τον περασμένο Ιανουάριο, να μας προειδοποιήσει για τον κορωνοϊό;
Πώς τους ξέφυγε ένα τέτοιο γεγονός,που έφερε τα πάνω κάτω σ’ όλο τον πλανήτη;…). Από την άλλη σύγχρονοι “μετά Χριστόν προφήτες”, προφητολόγοι, αντιχριστολόγοι, αποκαλυπτολόγοι, ψευτοπροορατικοί, συνωμοσιολόγοι, αναστατώνουν τον κόσμο με ένα σωρό ανοησίες. Εφημερίδες και περιοδικά με πηχιαίους τίτλους προβάλουν παλιές και νέες “προφητείες” των τάδε γερόντων και “φωτισμένων” επιφέροντας την σύγχυση. Νομίζετε ότι είναι σημερινό φαινόμενο; Όχι βέβαια. Ο Καμύ, το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο.
«Μπορούμε να φέρουμε ως παράδειγμα για τα παραπάνω την κατάχρηση προφητειών που έκαναν οι συμπολίτες μας. Πράγματι την άνοιξη, περίμεναν από τη μια στιγμή στην άλλη το τέλος της αρρώστιας και κανένας δεν νοιαζόταν να ζητήσει από τους άλλους διευκρινίσεις σχετικά με τη διάρκεια της επιδημίας, αφού όλος ο κόσμος είχε πειστεί ότι δεν θα κρατούσε άλλο. Όμως, όσο περνούσαν οι μέρες, άρχισαν να φοβούνται πως η συμφορά αυτή δεν θα ‘χε τελειωμό και, αμέσως, το τέλος της επιδημίας έγινε το αντικείμενο κάθε ελπίδας. Έτσι, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι διάφορες προφητείες που τις είχαν κάνει μάγοι ή άγιοι της Καθολικής Εκκλησίας.
Μερικοί τυπογράφοι της πόλης μυρίστηκαν πολύ γρήγορα το κέρδος που θα μπορούσαν ν’ αντλήσουν από τη νέα τούτη μανία και τύπωσαν σε πολλά αντίτυπα τα κείμενα που κυκλοφορούσαν. Όταν αντιλήφθηκαν ότι η περιέργεια των αναγνωστών ήταν ακόρεστη, καταπιάστηκαν με έρευνες στις δημοτικές βιβλιοθήκες, ξέθαψαν όλες τις μαρτυρίες αυτού του είδους, που μπορούσαν να τους προμηθεύσουν τα παλιά χρονικά, και τις κυκλοφόρησαν σωρηδόν στην πόλη. Κι όταν κι αυτές εξαντλήθηκαν, παράγγειλαν τότε στους δημοσιογράφους να επινοήσουν προφητείες, κι εκείνοι αποδείχτηκαν, ως προς αυτό τουλάχιστον, εφάμιλλοι με τα πρότυπά τους των περασμένων αιώνων.
Μερικές απ αυτές τις προφητείες δημοσιεύτηκαν μάλιστα σε συνέχειες και στις εφημερίδες και διαβάζονταν με την ίδια απληστία όπως και τα αισθηματικά ρομάντζα τον καιρό που όλα πήγαιναν καλά. Ορισμένες απ αυτές τις προβλέψεις βασίζονταν σε παράδοξους υπολογισμούς, όπου συμπλέκονταν η χρονολογία, ο αριθμός των νεκρών και το άθροισμα των μηνών που διήρκεσε το καθεστώς της πανούκλας. Άλλες έκαναν συγκρίσεις με τις μεγάλες πανούκλες της ιστορίας, υπογράμμιζαν τις ομοιότητες (που οι προφητείες τις αποκαλούσαν ¨σταθερές¨) και με τη βοήθεια διάφορων υπολογισμών το ίδιο παράδοξων, ισχυρίζονταν πως αντλούσαν διδάγματα σχετικά με την τωρινή δοκιμασία.
Οι πιο ευπρόσδεκτες όμως απ’ το κοινό ήταν αναμφισβήτητα εκείνες που, με φρασεολογία της Αποκάλυψης, ανήγγειλαν σειρές γεγονότων που το καθένα τους θα μπορούσε να είναι αυτό που μάστιζε τώρα την πόλη και που ήταν τόσο πολύπλοκο ώστε να επιτρέπει κάθε λογής ερμηνεία. Έτσι συμβουλεύονταν καθημερινά τον Νοστράδαμο και την Αγία Οντίλ και πάντα επωφελώς. Κοινό γνώρισμα, άλλωστε, όλων αυτών των προφητειών είναι πως τελικά τους καθησύχαζαν. Μόνο η πανούκλα δεν τους καθησύχαζε».
Στο βιβλίο αυτό ένα από τα πρόσωπα που παίζει σημαντικό ρόλο είναι ο ιερέας, ο πατήρ Πανελού. Η Εκκλησία οργάνωσε τότε εβδομάδα προσευχών, λιτανειών κλπ. Ο π. Πανελού ανέλαβε να μιλήσει σ’ ένα πολυπληθές εκκλησίασμα. Όπως συνήθως συμβαίνει, ο π. Πανελού αποφαίνεται ότι η επιδημία είναι μάστιγα του Θεού, είναι τιμωρία για τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Περνάει όμως ο καιρός και ο π. Πανελού με τον γιατρό Ριέ βρίσκονται στο νοσοκομείο και παρακολουθούν ένα άρρωστο παιδάκι να υποφέρει φρικτά και στο τέλος να πεθαίνει. Είναι ένα γεγονός που τον συγκλονίζει. Καλά οι μεγάλοι, αλλά αυτό το αθώο παιδί, τι έφταιξε; Το τιμώρησε και αυτό ο Θεός; Ο π. Πανελού συγκλονίζεται, προβληματίζεται. Την επόμενη φορά που θα κηρύξει αλλάζει στάση. Την πρώτη φορά μίλησε άσπλαχνα, τώρα πολύ διαφορετικά. Μεταξύ των άλλων ανέφερε κι’ ένα συγκινητικό περιστατικό.
« Όταν είχε πέσει πανούκλα στην Μασσαλία, από τους ογδόντα έναν μοναχούς της Μονής του Μαρσύ, μόνον τέσσερις επέζησαν. Και από τους τέσσερις, οι τρείς το έσκασαν. Έμεινε ένας μοναχός έχοντας μπροστά του την εικόνα των 77 πτωμάτων και το παράδειγμα της φυγής των τριών. Ο π. Πανελού φώναξε τότε:
« Αδελφοί μου, πρέπει να είμαστε εκείνος που μένει.»
Ο π. Πανελού δεν θα φύγει. Θα μείνει. Μετά από λίγο θα
νοσήσει και θα πεθάνει. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να φύγουν, αλλά τελικά
έμειναν κοντά στον ανθρώπινο πόνο, όπως ο γιατρός Ριέ. Κάποιοι το ‘ριξαν
στην κερδοσκοπία. Γνωστό φαινόμενο κι’ αυτό σε περιόδους κρίσεων και
συμφορών.
Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο. Στο βιβλίο
θίγονται πολλά ακόμα θέματα, που μπορεί ο αναγνώστης να τα διαβάσει. Θα
σταθώ όμως σ’ ένα που το θεωρώ καίριο. Είναι η στάση όλων μας απέναντι
στον άλλο άνθρωπο για τον οποίο έχουμε ευθύνη. Δανείζομαι τα λόγια του
Σ. Ζουμπουλάκη.
«Οι επιδημίες δοκιμάζουν την τιμιότητα καθενός από εμάς, η οποία απαιτεί αδιάκοπη προσοχή. Με τα λόγια του ιατρού, άλλου κεντρικού προσώπου της πανούκλας:
¨Ο τίμιος άνθρωπος, αυτός που δεν μολύνει σχεδόν κανέναν, είναι ο όσο γίνεται λιγότερο αφηρημένος. Χρειάζεται θέληση και ένταση για να μην είσαι αφηρημένος¨.
Με άλλα λόγια, τιμιότητα είναι η ένταση της ευθύνης για τους άλλους που στην περίοδο των επιδημιών, για τους περισσότερους από εμάς, εκφράζεται παράδοξα και βασανιστικά με το να μένουμε μακριά τους.
Και αυτή η επιδημία θα περάσει, χωρίς κανείς να μπορεί να υπολογίσει τώρα τον αριθμό των θυμάτων της. Είναι σημαντικό οι ζωντανοί, όταν πια θα έχει περάσει το κακό, να μην ντρέπονται για την στάση τους τον καιρό της πανδημίας».
Δεν θα ήθελα ν’ αφήσω ασχολίαστο το θόρυβο που έχει ξεσπάσει για τις μάσκες. Είναι εξοργιστικό ένα τόσο απλά καθαρά τεχνικό- ιατρικό θέμα, να παίρνει από κάποιους πνευματικές διαστάσεις. «Αλλοιώνει το πρόσωπο, την εικόνα του Θεού» αποφάνθηκαν κάποιοι. Και ρωτώ, αν κάποιοι ιδιαίτερα ιερείς και ψάλτες τυλίγουν το πρόσωπο τους μ’ ένα κασκόλ, για να προφυλάξουν τον ευαίσθητο λαιμό τους, δεν αλλοιώνουν την εικόνα του Θεού;
Ποια η διαφορά; Επειδή το ένα ονομάζεται κασκόλ επιτρέπεται και το άλλο επειδή ονομάζεται μάσκα απαγορεύεται; Φοράω την μάσκα σημαίνει κυρίως αισθάνομαι υπεύθυνος για τον άλλον, προστατεύω τον άλλον. Βρέθηκα λίγο καιρό πριν σε μία Εκκλησία. Η συντριπτική πλειονότητα των πιστών, τηρούσε τα μέτρα. Εκτός από δύο «ευσεβείς» που στέκονταν επιδεικτικά στα πρώτα στασίδια με «επηρμένην οφρύν» χωρίς μάσκα. Ένιωσα σα να έβλεπα τον Φαρισαίο της παραβολής και να λέει:
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων»
Στην πραγματικότητα φορούσαν μια πολύ πιο χοντρή μάσκα υποκρισίας και αναλγησίας.
Πολύς λόγος γίνεται και πάλι για το κλείσιμο των ναών. Είναι ένα θέμα που μας πονά όλους μας. Ας το καταλάβουμε επιτέλους. Η απουσία μας από το ναό δεν γίνεται εκούσια, ούτε αδικαιολόγητα. Υπάρχει σοβαρός λόγος και το γνωρίζουμε όλοι. Δυστυχώς είδαμε τα αποτελέσματα σε ομόδοξες χώρες, όπου ολόκληρες ενορίες και μοναστήρια βίωσαν τις θλιβερές συνέπειες. Πλήθος κρουσμάτων και θανάτων από την ανεύθυνη στάση πολλών «πιστών».
Τον τελευταίο καιρό την ίδια θλιβερή πραγματικότητα βιώνουν και δικές μας μοναστικές κοινότητες, που δεν τήρησαν τα μέτρα. Επίσκοποι, Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχές νόσησαν και κάποιοι έχασαν την ζωή τους. Και οι αρνητές του κορονοϊού, να αποφαίνονται ότι δεν πέθαναν από τον κορονοϊό, αλλά από άλλες αιτίες. Δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι και οι πιστοί, οι ιερείς, οι μοναχοί, ακόμα και οι Άγιοι, αρρωσταίνουν. Άραγε τόσο πολύ αμφιβάλουν για την πίστη τους;
Όλοι σήμερα στεκόμαστε με θαυμασμό στη μεγάλη μορφή του Αγίου Πορφυρίου. Και πολλοί έχουν γευτεί την θαυματουργική θεραπεία του. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν υποτίμησε την επιστήμη, ούτε αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. Η μαρτυρία του μακαριστού καθηγητή Γ. Παπαζάχου είναι πολύ σημαντική:
«Ωστόσο, ποτέ δεν αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια των πολλών γιατρών-πνευματικών του παιδιών. Μάλιστα μια μέρα τον ρώτησα: ¨Γιατί πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, κυρίως μοναχοί, αρνούνται την ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήσει κατ’ ευθείαν η Παναγία;¨
Μου απάντησε: Είναι εγωισμός-πονηρή ενέργεια-να νομίζεις ότι ο Θεός θα κάνει, κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς, θαυματουργική επέμβαση για σένα. Ο Θεός κάνει θαύματα και τώρα, αλλά εσύ δεν πρέπει να το προσδοκάς για σένα. Είναι εγωιστική εξαίρεση. Άλλωστε και μέσω των γιατρών ο ίδιος ο Θεός ενεργεί. ¨Ιατρούς και φάρμακα Κύριος έδωκε¨, λέει η Αγία Γραφή.¨
Τέλος θέλω να αναφερθώ στο φαινόμενο των ¨κρυφών λειτουργιών¨. Παρά τις συστάσεις της Ιεράς Συνόδου, εφημέριοι, γέροντες και γερόντισσες καλούν επιλεκτικά τους «δικούς τους» να μεταλάβουν ¨κρυφά¨ που σημαίνει «εμείς να σωθούμε και οι άλλοι να πάνε στο πυρ το εξώτερον. Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να χρειάζεται μέσον για να κοινωνήσεις!
Αναρωτιέμαι: Είναι η Θεία Κοινωνία ατομικό γεγονός, ή αποκλειστικά και μόνον για κάποια χριστιανική ελίτ; Μεμέρισται ο Χριστός; Οι άλλοι δεν είναι μέλη του Χριστού; Αν η Θεία Κοινωνία είναι ατομικό γεγονός, ας κάνουμε αυτό που κάνουν χριστιανικές σέκτες στην Αμερική: Μηχανήματα σαν τους αυτόματους πωλητές σε διάφορα σημεία της πόλης. Πατάς το κουμπί και σου βγάζει σε σελοφάν τη Θεία Κοινωνία. Παίρνεις το χαπάκι σου και σώζεσαι, δεν χρειάζεται να κοινωνείς με τους αδελφούς σου. Έτσι δεν κινδυνεύεις και από την αστυνομία και το πρόστιμο.
Πριν από χρόνια είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ αρκετές φορές τον σύγχρονο ασκητή και Άγιο της Ρουμανίας, τον πατέρα Κλεόπα. Ο χαρισματικός αυτός γέροντας μας μίλησε τότε για τους πέντε τρόπους κοινωνίας με το Θεό. Παραθέτω τα λόγια του, τουλάχιστον για τους καλοπροαίρετους Χριστιανούς που βρίσκονται σε σύγχυση με τόσα που γράφονται και λέγονται και αναζητούν ένα φωτάκι ελπίδας.
«Όταν πήγα στην Αθήνα, στην Ιερά Σύνοδο με ρώτησαν πόσων ειδών κοινωνίες έχουμε. Και τους απάντησα πως με πέντε τρόπους μπορεί να κοινωνήσει ο χριστιανός.
Ο πρώτος τρόπος είναι με την συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, όταν ο ιερέας μας κοινωνεί με την λαβίδα.
Ο δεύτερος τρόπος, με την ευχή του Ιησού. Όταν λες την ευχή « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», είτε με το νου είτε με την καρδιά, μπορείς καθημερινά να κοινωνείς άπειρες φορές το Χριστό.
Ο τρίτος τρόπος είναι με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Όποιος τηρεί τις εντολές του Χριστού, ενώνεται με το Χριστό, ενώνεται με την Αγία Τριάδα. Αυτήν την κοινωνία μας φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός. ¨ ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν¨.(Ιωαν.ιδ,23). Και ¨ ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου¨(Ιωαν.ιε,10) . Επίσης ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι : ¨Η ομοιοτητά μας και η ενότητα μας με το Θεό πραγματοποιείται μόνο με την εφαρμογή των θείων εντολών¨.
Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας (εδώ σταμάτησε λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε δυνατά)….. είναι με τα αυτιά! (χαμογέλασε και συνέχισε). Γίνεται με την ακρόαση του λόγου του Θεού, διότι ο λόγος του Θεού έρχεται με την ακοή και διοχετεύεται στην καρδιά. Την ίδια κοινωνία που δέχεσαι από τον ιερέα με τη λαβίδα, την ίδια δέχεσαι από τα αυτιά, όταν ακούς με ευλάβεια το λόγο του Θεού. Εάν λοιπόν κάθεσαι στην εκκλησία ήσυχα, όπως κάθεστε εδώ, κι έχεις φόβο Θεού, τότε λοιπόν κάθε φορά κοινωνείς το Χριστό από τα αυτιά.
Ο πέμπτος τρόπος κοινωνίας γίνεται με την προσκομιδή, όπου ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα και βγάζει μερίδες πάνω στον άγιο δίσκο. Τη στιγμή της συστολής που ο ιερέας ρίχνει τις μερίδες στο άγιο ποτήριο και ενώνονται με το αίμα του Χριστού, οι πιστοί που μνημονεύθηκαν κοινωνούν το Χριστό και καθαρίζονται από τις αμαρτίες».
Η συζήτηση κατέληξε με την όμορφη ευχή του, που συνήθιζε να λέει στους επισκέπτες:
«Να σας φάει ο Παράδεισος»
Υστερόγραφο δικό μου
Αμήν
Ο Αργολίδος Νεκτάριος
orthodoxia.online
Ο πλούτος και ο πνευματικός κίνδυνος που τον συνοδεύει
Πλησίασε κάποτε ένας νέος άνθρωπος τον Ιησού και τον ρώτησε: «Αγαθέ διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τού είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός!
Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;», του λέει εκείνος. Κι ο Ιησούς είπε: «Το να μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. Σε τι ακόμα υστερώ;» Ο Ιησούς τού απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς. Κι έλα να με ακολουθήσεις».
Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε πολλά κτήματα. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Αλήθεια σας λέγω, ότι δύσκολα θα μπει πλούσιος άνθρωπος στη βασιλεία των ουρανών. Πάλι σας λέγω, ότι είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας -ιουδαϊκή παροιμία που δηλώνει το αδύνατον- παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ’ άκουσαν οι μαθητές Του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τούς κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους. Για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά» (Μθ. 19,16-26/ Μκ. 10,17-31/ Λκ. 18,18-30).
Αυτή η συζήτηση του Ιησού με έναν νέο και πολύ πλούσιο Ιουδαίο διασώζεται και από τους τρείς συνοπτικούς ευαγγελιστές και υπογραμμίζει την ανάγκη: της θυσίας των χριστιανών (καθώς και την ψυχική αποδέσμευση από βιοτικές εξαρτήσεις) και της άρσης του σταυρού τους, ώστε να μοιάσουν με τον Θεάνθρωπο Ιησού που ανέβηκε στο Σταυρό για χάρη όλων (βλ. «Ορθόδοξα μηνύματα», Σταύρου Φωτίου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 2000 και «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. ‘Π. Πουρναρά’, Θεσσαλ. 1988).
Ο συνομιλητής του Ιησού, αν και διαθέτει άφθονα υλικά αγαθά, εν τούτοις δεν φαίνεται ικανοποιημένος από τη ζωή του. Κι αυτό γιατί βιώνει όπως όλοι οι άνθρωποι τις διάφορες δοκιμασίες, τις δικές του ατέλειες και αδυναμίες, των άλλων τις αποδοκιμασίες και κακίες, τις καθημερινές δυσκολίες και αμαρτίες, την υπαρξιακή αγωνία στη σκέψη του επερχόμενου θανάτου. Ποθεί λοιπόν την ανεξάντλητη και μακαρία ζωή και απευθύνει στον Ιησού το καίριο ερώτημα για την ανθρώπινη ύπαρξη:
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΩ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ; Ο νέος της παρούσης ευαγγελικής διηγήσεως φαίνεται λοιπόν άνθρωπος καλός και ευγενής, πιστεύει στο Θεό και εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, πλην όμως μένει στους τύπους και δεν καταλαβαίνει ότι δεν σώζει ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης -ακόμη κι αν έχει μοναδικές θρησκευτικές υποδείξεις, αφού η Π.Δ. είναι παιδαγωγός μόνο και δείχνει το δρόμο προς το πρόσωπο του Κυρίου- αλλά η αγάπη στον Χριστό και στους ανθρώπους, και όχι οι καλές μας πράξεις ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ.
Εσφαλμένη πεποίθηση του νεαρού κτηματία είναι ότι σώζεται κανείς από τα δικά του κυρίως καλά έργα και όχι τόσο από την αγάπη του Θεού, ο οποίος χορηγεί τη σωτηρία ως δώρο. Γι’ αυτό και ρωτά τον Κύριο: «ΤΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ για να αποκτήσω την αιώνια ζωή;» Είναι εγκλωβισμένος ως εκ τούτου στον εαυτόν του, αφού βλέπει ακόμα και τη λύτρωσή του ως δικό του έργο και όχι δωρεά του Θεού (Ιω. Καραβιδόπουλου, όπ. αν.).
Ο Χριστός δεν απαντά αμέσως στο πολύ σημαντικό αυτό ερώτημα του πλουσίου νεανίσκου. Με τα λόγια Του θέλει όμως να του πει το εξής: ‘Γιατί με ονομάζεις αγαθό, αφού δεν πιστεύεις ότι είμαι ο Θεός; Αν δεν με αναγνωρίζεις ως Θεό, πάψε να με ονομάζεις αγαθό, αφού αγαθός και αναμάρτητος και τέλειος είναι μόνο ο Θεός’. Η Καινή Διαθήκη είναι άλλωστε πλήρης αποδείξεων περί της Θεότητας του Ιησού, που ένας απροκατάληπτος ερευνητής, αλλά φυσικά και ο πιστός, διαπιστώνει άμεσα: Ο απόστολος Θωμάς λ.χ., βλέποντας τον αναστάντα Ιησού, αναφωνεί: “ΕΙΣΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ”. Ο Χριστός τότε δεν αρνείται ότι είναι Θεός, αλλά το επιβεβαιώνει κιόλας, αφού του λέει: “Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει” (Ιω. 20,28-29).
Ακόμη, ο απόστολος Παύλος γράφει: Η Χάρη του Θεού μάς καθοδηγεί να ζήσουμε με σωφροσύνη και δικαιοσύνη, “περιμένοντας την μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή την εμφάνιση της δόξας ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΣ, ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ” (Τίτ. 2,11-13). Και στους Φιλιππησίους, ο Απόστολος των εθνών, γράφει: “Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε ο Ιησούς Χριστός, Ο ΟΠΟΙΟΣ, ΑΝ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΘΕΟΣ, δεν θεώρησε ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος… υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού” (2,5-8) (βλ. και «Διάλογος Ορθοδόξου και Χιλιαστού», Π. Παναγιωτίδη, εκδ. Απολύτρωσις, Θεσσαλ. 1991).
Στη συνέχεια ο Ιησούς απαρίθμησε στον νεαρό και πλούσιο θρησκευόμενο τις σημαντικότερες εντολές του Δεκαλόγου, που οδηγούν στις σωστές σχέσεις με το Θεό και τους ανθρώπους, τοποθετώντας ως πρώτη το «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ». Είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ότι ψυχικό φόνο διαπράττει κανείς και με την αντιπάθεια, το μίσος και την κακία και όχι μόνο με τον σωματικό φόνο. Αμέσως μετά το φόνο απαρίθμησε ο Χριστός ΤΗΝ ΜΟΙΧΕΙΑ. Γιατί; Διότι ο μεν φόνος είναι σωματικός θάνατος, αλλά και η μοιχεία είναι πνευματικός θάνατος.
Γι’ αυτό και ο γάμος σε δύο μόνο περιπτώσεις λύεται κατά τον Χριστό: Με τον θάνατο, οπότε με φυσικό τρόπο λύεται, και με την μοιχεία, που είναι εκούσια καταστροφή της αγάπης και διάλυση της σχέσης με τον Θεό. Ακόμη, το «ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ» είναι πολύ σημαντική εντολή του Θεού, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Οι γονείς δεν είναι απορρίμματα για να πετιούνται μακριά από την οικογένεια, αλλά συνδημιουργοί του Θεού και εκείνοι στους οποίους χρωστάμε την ίδια μας τη ζωή. Και ως προς το «ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ», τι έχουμε να πούμε άραγε;
Αγαπάμε πράγματι τους άλλους σαν τον εαυτόν μας, ή αγαπάμε μόνο και αποκλειστικά τον εαυτόν μας; Και αν τους αγαπάμε, ίσως τους αγαπάμε μόνο μέχρι εκεί που θίγεται λίγο το προσωπικό μας συμφέρον. Τότε τους εγκαταλείπουμε. Ή, αν δεν τους εγκαταλείπουμε, τις περισσότερες φορές κλεινόμαστε στο ατομικό μας κάστρο -όπως και τα σαλιγκάρια που κρύβονται στο καβούκι τους- με τις μικροχαρές και εγωισμούς μας και αφήνουμε πολλούς άλλους έξω (βλ. ‘Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου’, Νικ. Σωτηρόπουλου, εκδ. ‘Ο Σταυρός’, Αθ. 1981).
Ο πλούσιος επιχειρηματίας της ευαγγελικής περικοπής γνωστοποιεί στη συνέχεια στον Ιησού πως τις εντολές του Νόμου τις τήρησε εκ νεότητός του. Προφανώς όμως δεν ένοιωθε αλλαγή στη ζωή του, διότι είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα: ΗΤΑΝ ΥΠΟΔΟΥΛΟΣ ΣΤΑ ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ, τον κυρίευε το χρήμα. Και χρησιμοποιούσε τη θρησκευτικότητά του ΣΑΝ ΑΛΛΟΘΙ για την έλλειψη εσωτερικής ζωής και ελευθερίας, την αδυνατότητα αληθινής σχέσης με το Θεό και τους συνανθρώπους του (βλ. και άρθρο του Ιωάννη Κορναράκη: Ο νεανίσκος με τα πολλά κτήματα αλλά χωρίς νήψη, από paterikakeimena. blogspot.gr).
Στο μεγαλύτερο μέρος μάλιστα της ψυχής του νεαρού επιχειρηματία ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΕ Η ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ, η οποία, και σύμφωνα με τον γάλλο ποιητή Πιρόν, είναι το χειρότερο είδος μυωπίας (βλ. ‘Ψιχία από της Τραπέζης’, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθ. 1973). Ο Χριστός είναι εκείνος βέβαια που διδάσκει ότι, «όπου είναι ο θησαυρός κάποιου, εκεί θα είναι και η καρδιά του» (Μθ. 6,21). Αν ο θησαυρός του είναι ο Τριαδικός Θεός, τότε προσανατολίζεται προς αυτόν και Αυτόν φυσικά λατρεύει. Αν ο θησαυρός του ανθρώπου είναι επίγειος, υλικός και προσωρινός, τότε μένει εγκλωβισμένος στην ύλη και καθώς διαθέτει σπασμένα πνευματικά φτερά αδυνατεί να υψωθεί και να ενωθεί καρδιακά με την ουράνια χαρά του παραδείσου.
Απαιτείται ως εκ τούτου θεραπεία και αποδέσμευση από την ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΣΗ του πλούτου, αλλά και σωστή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ του υπέρ των άλλων. Διότι ο πλούτος δικαιολογείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία μόνο εφόσον ανακουφίζει αναγκεμένους και δαπανάται υπέρ των άλλων. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας άλλωστε, όταν δύναται κάποιος να ντύσει τον γυμνό, να θρέψει τον πεινασμένο, να ανακουφίσει τον πτωχό -αλλά και να γλυκάνει τον πόνο κάποιου, να αποτρέψει ένα κακό, να προσφέρει ένα καλό λόγο κ.α.- και δεν το κάνει, του πρέπει τότε η ονομασία «λωποδύτης» και ΤΟΣΟΥΣ ΑΔΙΚΕΙ ΟΣΟΥΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΝΔΡΑΜΕΙ (Μ. Βασιλείου 31,276).
Και η ίδια βέβαια η ελεημοσύνη μπορεί να αποβεί άλλοθι της κοινωνικής αδικίας, όπως επισημαίνουν πολλοί εκκλησιαστικοί Πατέρες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης (4ος αι.) π.χ. λέει: “Ποιο το όφελος αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με τη εκμετάλλευση και κατόπιν ανακουφίζεις έναν (ή ελάχιστους) με την ελεημοσύνη; ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΩΝ, ΔΕ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ ΟΥΤΕ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΘΛΙΩΜΕΝΩΝ” (P.G. 46, 445 Α-Β) (βλ. και Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, κεφ. ‘Το κοινωνικό πρόβλημα’, ΟΕΔΒ, Αθ. 2011).
Ο Ιησούς τού απάντησε: “Αν θέλεις να γίνεις ΤΕΛΕΙΟΣ, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους Ουρανούς (ήτοι, κοντά στο Θεό). ΚΙ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ”. Στην ουσία είναι σαν να του αποκαλύπτει: «Αν με αναγνωρίζεις ως Θεό και επιθυμείς τον αγιασμό σου, ζήσε ΕΚΟΥΣΙΑ ως ακτήμων ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΜΟΥ και ακολούθησε το δρόμο μου, ΔΙΟΤΙ ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΙΜΑΙ Η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙΣ ΜΕ ΑΓΩΝΙΑ!» Για να κερδίσει επομένως ο άνθρωπος τον παράδεισο απαιτείται, εκτός από την προσευχή και τη μυστηριακή ζωή, και η αγωνιστική συμμετοχή του, διότι η ‘βασιλεία του Θεού’ έχει και κοινωνικό και προσωπικό χαρακτήρα. Δεν αναμένεται τελεσίδικα μόνο στο μέλλον, αλλά σχετίζεται άμεσα και με την παρούσα ζωή και την ελάττωση του ανθρωπίνου πόνου (βλ. Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, όπ. αν.).
Άλλωστε, και σύμφωνα με τον Κύριο, “καλύτερο είναι να δίνεις, παρά να παίρνεις” (Πράξ. 20,35). Ο Ιησούς προσέφερε επίσης στο νέο αυτόν -και προσφέρει και σε όλους τους νέους του κόσμου- την μεγαλύτερη ευεργεσία και την ύψιστη τιμή: Να γίνει απόστολός Του, να στραφεί και προς τους άλλους, να αγαπήσει πραγματικά τον κόσμο, να προσφέρει από αυτό που είναι πρώτα και μετά από αυτό που έχει, να ευαγγελιστεί τα έθνη, να μιλήσει σε όλους για τον Χριστό και τη βασιλεία Του. Γιατί δεν μπορεί κάποιος να προσκολληθεί εξίσου καί στον Χριστό καί στον μαμωνά.
Έναν από τους δύο κοροϊδεύει, ή βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση. Ο νεαρός όμως έφυγε σκυθρωπός και με κατεβασμένο το κεφάλι, αφού ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ και ήταν ΥΠΟΔΟΥΛΩΜΕΝΟΣ σ’ αυτό. Η θρησκευτικότητά του εξυπηρετούσε δηλαδή τους εγωκεντρικούς μηχανισμούς συντήρησής του στη ζωή και δεν σήμαινε κατ’ ουδένα τρόπο την πλήρη αποδοχή του θελήματος του Θεού.
Τότε βρήκε ευκαιρία ο Θεάνθρωπος και μίλησε για την ζημιά που μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο ο πλούτος ΩΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ, αφού μεταθέτει το υπαρξιακό βάθος στα υλικά ή ψυχικά αγαθά και όχι στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού. Πολλοί δυσανασχέτησαν τότε γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής (αλλά και για τον πολύ μεταγενέστερο δυτικό-προτεσταντικό, θρησκευτικό καπιταλισμό), Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΗΤΑΝ ΣΗΜΑΔΙ ΕΥΝΟΙΑΣ του Θεού.
Ο Χριστός αντιστρέφει όμως τα πράγματα και τα λόγια Του δηλώνουν πως, εκείνος που ΑΓΚΙΣΤΡΩΝΕΤΑΙ στο χρήμα, έχει βρει το θεό του, αλλά όχι τον αληθινό Θεό. Στην πραγματικότητα λατρεύει ΕΝΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, που δένει τον άνθρωπο στην ύλη και πνίγει την αληθινή χαρά και ελευθερία, αφού υποτάσσει στο ‘έχειν’ και διαστρέφει έτσι το ‘είναι’ (βλ. ‘Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο’, όπ. αν.), το ίδιο το νόημα της ζωής. Αν ο πλούσιος είναι δηλαδή υπερήφανος και αμάλακτος, αν ζει μόνο για να υλοποιεί ανούσιες και βλαβερές επιθυμίες, αν είναι ανελεήμονας απέναντι σε χήρες και ορφανά και πονεμένους, αν δεν μπορεί να αναπνεύσει τον αέρα της πνευματικής ελευθερίας, αν δεν βρίσκει ποτέ χρόνο για να ασχοληθεί με το Θεό και την καλλιέργεια της ψυχής του, ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΕΚΡΟΣ.
Αν όμως μεταμεληθεί, και ζήσει με ψυχικό μεγαλείο και ελεήμονα συμπεριφορά, τότε η θύρα της αιώνιας ζωής είναι ανοικτή. Και είναι ανοικτή όχι μόνο στους πλούσιους κάθε εποχής, αλλά και στον καθένα από εμάς που θα θελήσει να βρει τον πραγματικό εαυτό του κοντά στον Θεό και τους ανθρώπους και να σωθεί. Ο χριστιανός εξάλλου που πιστεύει πραγματικά στο Θεό δεν μπορεί να νοιάζεται μόνο για την ‘ψυχούλα’ του, δεν μπορεί να είναι απαθής και μοιρολάτρης, αφού και ο Χριστός ταύτισε τον εαυτόν του με τους πεινασμένους, τους ξένους, τους άρρωστους και τους φυλακισμένους, και τόνισε πως αδιαφορία γι’ αυτούς είναι αδιαφορία για τον ίδιο (βλ. Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, όπ. αν.).
Στην απορία των μαθητών “και ποιος τότε μπορεί να σωθεί;”, ο Ιησούς απαντά όπως και στην αρχή της διήγησης: Ο Θεός μόνο είναι η πηγή της αγαθότητας και ο προσφέρων την αιώνια ζωή. Όλα είναι στα χέρια του Θεού. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ στους ανθρώπους και η σωτηρία είναι κι αυτή δώρο δικό Του. Η λύτρωση του ανθρώπου δεν είναι δηλαδή αυτοκατάκτηση, δεν εξαρτάται από την αυτάρκεια και αξία μας, την σπουδαιότητά μας και την τελειομανία μας, αλλά από τον δοκιμάσαντα τον Σταυρό και το θάνατο για την ημών σωτηρία, παντελεήμονα και ανάργυρο ιατρό ψυχών και σωμάτων, Κύριο Ιησού Χριστό.
“Πλούτος, τιμή και δόξα μονάχα στο Θεό υπάρχουν”, τραγουδά ο Σούμπερτ (‘Διάλεξε το Δρόμο σου’, T. Toth, εκδ. ‘Φως’, Αθ. 1984). Φοβερό άλλωστε, διδάσκουν αρχαίοι και νέοι φιλόσοφοι ότι είναι, το κακό της πλεονεξίας και το πάθος της πολυτέλειας, όταν τόσοι και τόσοι συνάνθρωποί μας στερούνται ακόμη και του επιούσιου (βλ. ‘Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1989). Οι φιλάργυροι εξάλλου ζουν όπως ακριβώς φοβούνται ότι θα πεθάνουν, δηλαδή «στην ψάθα». Και είναι τραγικό να βλέπει κανείς «σφόδρα» πλούσιους ανθρώπους να στερούνται από φιλαργυρία και τα απολύτως αναγκαία, τη στιγμή που θα μπορούσαν να ελεήσουν πολλούς πτωχούς και να προσφέρουν συμπόνια και καλοσύνη, απ’ τα οποία έχει τόση ανάγκη ο κόσμος διαχρονικά.
Ωραιότατα ο Μ. Βασίλειος γράφει ότι τα υλικά και κοινωνικά αγαθά, όταν δεν χρησιμοποιούνται υπέρ των άλλων, μοιάζουν με τα πηγάδια εκείνα που μένουν αχρησιμοποίητα και έτσι το νερό τους παύει πλέον να είναι κατάλληλο για πόση (31,276). Και όπως η ακινησία του νερού της Νεκράς Θάλασσας (και άλλοι λόγοι) αφάνισε τη ζωή απ’ αυτήν, έτσι και ΣΤΗΝ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ (ακινησία χρημάτων προς ανακούφιση των άλλων) ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΥΤΕ ΧΑΡΑ.
Τέλος, ζωή χωρίς Θεό, ή γεμάτη από υποκατάστατα του Θεού (δουλεία στη δόξα, το χρήμα, την ηδονή, την ατομική μας αξία), είναι δυστυχισμένη, μαραμένη και πληγωμένη. Όταν ο άνθρωπος ΔΕΝ ΑΠΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ (τη δική του σιγουριά και ασφάλεια) και δεν σηκώνει εκούσια το σταυρό του χάριν του Χριστού, γιατί στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, τη δική του δικαιοσύνη ή στα κοσμικά του αξιώματα (βλ. ‘Λόγος και Ύπαρξη’, Κων/νου Γρηγοριάδη, τ. Α΄, έκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθ. 2001), τότε ανήκει στους «πλουσίους», σε εκείνους που μόνο αρνητικά αναφέρεται η Αγία Γραφή. Υπό την έννοια αυτή «πλούσιος» είναι και ο φτωχός εκείνος που ζει ατομιστικά και αδιαφορεί για τους άλλους γύρω του (βλ. ‘Κυριακοδρόμιο’, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθ. 2011, άρθρο του καθηγ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στην Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου).
Ζώντας έτσι ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τη φθαρτότητα και θνητότητα και μένει ένα ον σε απομόνωση, υποδουλωμένο στην ιδίαν λογική και τον καταναγκασμό του εγώ του. Ο άνθρωπος τότε θρηνεί καθημερινά (σωματικά και ψυχικά) –κι αυτό εκφράζει το άγχος, η αγωνία μπροστά στο θάνατο και το ανικανοποίητο της καθημερινής ζωής- για τη χαμένη χαρά και ελπίδα του. Και μοιάζει ο θρήνος αυτός με το κλάμα της ερήμου Σαχάρας, όπως ακούγεται σαν θηρίο τραυματισμένο εξαιτίας του στροβιλισμού της άμμου, να συρίζει τις ήσυχες νύχτες όταν ο σιγανός αέρας φυσά. Τότε ο οδηγός του καραβανιού εξηγεί στους ταξιδιώτες ότι η φωνή αυτή είναι «το παράπονο της ερήμου», που θρηνεί το κατάντημά της, αφού κάποτε ήταν ανθισμένο περιβόλι και πράσινος κάμπος (T. Toth, όπου ανωτέρω).
Καλό Στάδιο
orthodoxia.online