Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (7)


Συνέχεια απο : Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Συνείδηση και ανθρώπινη επιστήμη του Ιησού σύμφωνα με τον Κάρλ Ράνερ.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.

ΕΝ ΕΙΔΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ.

Η φροντίδα μας δεν ήταν τόσο να απομακρύνουμε τα περιττά ή επικίνδυνα στοιχεία της μοντέρνας Χριστολογίας, δηλαδή μία κριτική αξιολόγηση των διαφόρων Χριστολογικών τοποθετήσεων της σήμερον, αλλά να ξεχωρίσουμε θετικά εκείνο το ζωτικό στοιχείο, το οποίο δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί αρκετά, αλλά υπάρχει σταθερό και υποσχόμενο στην σύγχρονη Χριστολογία. Εννοούμε ακριβώς την ανθρωπολογική της διάσταση, στην αξία της οποίας συμφωνούμε με τους συγγραφείς που την παρουσιάζουν.

          Αυτή η σταθερή βεβαίωση της σχέσεως Χριστολογίας-ανθρωπολογίας μπορεί συνθετικά να εκφραστεί ως εξής: "Η Δημιουργική ενέργεια του Θεού στην γέννηση και την συντήρηση του ανθρώπου δεν περιορίζεται σ'έναν εξωτερικό παραλληλισμό με την αποκαλυπτική και επανασυμφιλιωτική (την γνωστή καταλλαγή του Φλωρόφσκι) ενέργεια στην αποστολή του Υιού του. Αυτές οι δύο διακεκριμένες σειρές δραστηριότητος δεν συμφωνούν μόνο στην ταυτότητα του Θεού που ενεργεί. Η σχέση τους δεν είναι μία συνέπεια εκείνης της σχέσεως μεταξύ Φύσεως και Χάριτος της πρωτόγονης καθολικής κατανοήσεως. Αυτή η σχέση συμπεραίνεται μάλλον από αυτή την Χριστοκεντρική τοποθέτηση. Η δημιουργία του ανθρώπου από το ένα μέρος και η προσληψη ανθρώπινης μορφής εκ μέρους της αυτοαποκαλύψεως του Θεού από το άλλο είναι για πάντα εσωτερικά συντονισμένες". (D Wiederxehr).

          Ας προσθέσουμε επίσης πως συμφωνούμε με τους συγγραφείς που αναφέραμε με την πεποίθησί τους σχετικά με την επικαιρότητα της ανθρωπολογικής προσεγγίσεως, σαν μία απαίτηση αναπόφευκτη πλέον της σημερινής καταστάσεως. Ταυτοχρόνως θέλουμε να θυμίσουμε σε εκείνους που είναι δεμένοι σε διατυπώσεις Χριστολογικές, άχρονες και αμετάβλητες, ότι η θέση τους διαψεύδεται από την ιστορία των δογμάτων και της Θεολογίας! " Κάθε Χριστολογική γνώμη λοιπόν παραμένει δεμένη σε μία συγκεκριμένη κατάσταση της έρευνας και είναι εξ'ορισμού υποκείμενη σε αναμόρφωση. Αυτή η γνώμη λοιπόν διακρίνεται από την αλήθεια του ιδίου του Ιησού Χριστού που είναι το θεμέλιο της Χριστιανικής πίστης, αλλά την οποία επίσης καμία Θεολογική διατύπωση δεν μπορεί να εκφράσει ολοκληρωτικώς". (WPANNENBERG) [Επαναλαμβάνεται ο γνωστός λόγος του Αυγουστίνου: Γνωρίζουμε πώς όσα λέμε διαφέρουν ριζικά από αυτά που λένε οι Έλληνες Πατέρες, αλλά σ'ένα τόσο άγνωστο θέμα, όπως ο άγνωστος Θεός, δεν μπορεί να υπάρξει τελειωτική διατύπωση. Είναι το θέμα της διαμάχης του Βαρλαάμ με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Σήμερα η Εκκλησία του διαφωτισμού που επικράτησε στην Ορθοδοξία μετά την νίκη της έναντι των Κολλυβάδων, ακυρώνει παντελώς την Ορθοδοξία].

          Θα παρουσιάσουμε λοιπόν δύο σύντομα αποσπάσματα δύο Θεολόγων οι οποίοι προσπάθησαν να τοποθετήσουν την Θεολογία σε πραγματική αντιστοιχία με το πνεύμα της σημερινής εποχής και όπως φαίνεται και της αυριανής: Του Κάρλ Ράνερ και του Yves Congar.

          Ο Κάρλ Ράνερ αναφαίρεται φυσικά στην ανθρωπολογικο-υπερβατική μέθοδο. Αφού δηλώσει πώς αυτή η μέθοδος υπήρξε πάντοτε παρούσα και ενεργός σε όλη την Θεολογία, παρότι με διαφορετική ένταση και μ'έναν τρόπο εντελώς στοχαστικό και τυπικό, συνεχίζει: "Όπως και αν έχει υπολογιστεί η Ιστορική πλευρά, είναι καθοριστικό πλέον το γεγονός πώς η σημερινή κατάσταση απαιτεί μία παρόμοια ανθρωπολογικο-υπερβατική προβληματική και μία τέτοια μέθοδο. Η μεγάλη Δυτική Φιλοσοφία θα παραμείνει πάντοτε ζωντανή και η Θεολογία θα μαθαίνει πάντοτε από αυτή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς μία σύγχρονη Θεολογία δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραλείψει την αυτοκατανόηση του ανθρώπου, όπως αυτή εκφράζεται στην φιλοσοφία η οποία έχει καθοριστεί από την ανθρωπολογικο-υπερβατική μετάλλαξη, η οποία πραγματοποιείται στην διάρκεια των ετών του Καρτεσίου και του Κάντ και μέσω του Γερμανικού Ιδεαλισμού φτάνει στην σημερινή υπαρξιακή φιλοσοφία. Όλη αυτή η φιλοσοφία, από το ένα μέρος είναι μη-Χριστιανική χωρίς αμφιβολία, καθότι αναπτύσσεται σαν μία υπερβατική φιλοσοφία του αυτόνομου υποκειμένου, του οποίου η υποκειμενικότης περιορίζεται στην υπερβατική εμπειρία σύμφωνα με την οποία, το ίδιο το υποκείμενο, αναγνωρίζεται σαν αυτός που σταθερά είναι ένας απεσταλμένος, σαν αυτός που διαθέτει μία καταγωγή και έναν προορισμό. Η ίδια όμως φιλοσοφία από το άλλο μέρος είναι Χριστιανική, καθότι λόγω μίας εννοιολογήσεως ριζικά Χριστιανικής, ο άνθρωπος δεν είναι σε τελευταία ανάλυση ένα στοιχείο του κόσμου των πραγμάτων, υποδουλωμένος στο σύστημα συντονισμού των οντικών εννοιών, που κατασκευάζεται από μία σταθερή αρχή, αλλά το υποκείμενο, από την υποκειμενική ελευθερία του οποίου εξαρτάται η μοίρα κάθε πραγματικότητος: σε διαφορετική περίπτωση η ιστορία της σωτηρίας και της καταδίκης δεν θα μπορούσε να διαθέτει καμία κοσμική σημασία.

          Αυτή η εσωτερική ένταση όμως δεν είναι ένα χαρακτηριστικό μόνον της μοντέρνας φιλοσοφίας, αλλά και κάθε ανθρώπινου έργου και της φιλοσοφίας κάθε εποχής, και δεν πρέπει να μας εμποδίσει να δούμε την Χριστιανική πλευρά σ'αυτή την ιστορικο-πολιτισμική κατάσταση της μοντέρνας εποχής και να δεχθούμε επομένως αυτή την κατάσταση στην βασική της Φύση: σαν μία στιγμή δηλαδή που δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε από μία Χριστιανική φιλοσοφία, προϋποτιθέμενη από την Θεολογία και επομένως ούτε από μία Θεολογία".

           O YVES CONGAR, εξετάζει την σχέση ανάμεσα σ'αυτό που ο Θεός και ο Χριστός είναι καθεαυτοί (Θεολογία και οντολογική Χριστολογία) και αυτό που είναι για μας (Θεολογία και λειτουργική Χριστολογία), και στα τελικά του συμπεράσματα φανερώνει την ενότητα του σωτηριώδους σχεδιασμού της αποκαλύψεως, προσδιορίζοντας: "Ένα από τα αποτελέσματα της επανανακαλύψεως της ενότητος, είναι πώς δεν υπάρχει μία Θεολογία για τον άνθρωπο, χωρίς μίαν ανθρωπολογία για τον Θεό. Ίσως η μεγαλύτερη συμφορά που χτύπησε τον μοντέρνο καθολικισμό είναι πώς σταμάτησε, στην θεωρία και στην κατήχηση, σ'αυτό που είναι καθεαυτός ο Θεός και η θρησκεία, χωρίς να κρατά πάντοτε ενωμένο το νόημα όλου αυτού για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος και ο κόσμος χωρίς Θεό, απέναντι στα οποία βρισκόμαστε και αντιμετωπίζουμε γεννήθηκαν κατά ένα μέρος από μία αντίδραση εναντίον ενός τέτοιου Θεού χωρίς άνθρωπο και χωρίς κόσμο. [Πόσο απελπιστικά λείπει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς από τον ορίζοντα τους και η Θεολογία των ακτίστων ενεργειών].

          Η απάντηση στις δυσκολίες που συναντούν πολλοί σύγχρονοι μας στον δρόμο της πίστεως και τους ωθούν προς τον αθεϊσμό, απαιτεί εκτός των άλλων της φανέρωση της ανθρώπινης συντεταγμένης των πραγμάτων του Θεού. Αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο πώς θα αντικατασταθεί μία παρουσίαση αυτού που ο Θεός και τα πράγματά του είναι καθεαυτά, με ένα πρόγραμμα καθαρά ανθρωπιστικό ή με ένα ανθρωποκεντρικό μήνυμα. Κάτι που θα οδηγούσε στο ίδιο λάθος χωρισμού όπως και το προηγούμενο, αλλά αντίστροφα.

          Αυτό σημαίνει περισσότερο ότι ομιλούμε για τα Μυστήρια του Θεού μ'έναν τέτοιο τρόπο ώστε να ενώσουμε σε μία βαθειά αντίληψη αυτού που όλα αυτά είναι καθεαυτά, μία ζωντανή εξήγηση αυτού που είναι για μας. Να ενώσουμε την ανθρωπολογία του Θεού με την Θεολογία του ανθρώπου. Αυτή είναι η ιδιοφυΐα ή ίδια της αποκαλύψεως, η οποία είναι "οικονομική", ιδιαιτέρως στο απώγειο της στον Ιησού Χριστό. Σ'αυτόν η Σοφία του Θεού έγινε άνθρωπος".

ΤΕΛΟΣ

ΣΧΟΛΙΟ.Μιά Εκκλησία πού δέν συνίσταται από Αγίους αλλά από αντιπροσώπους.

Αμέθυστος

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (6)


Συνέχεια απο : Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Συνείδηση και ανθρώπινη επιστήμη του Ιησού σύμφωνα με τον Κάρλ Ράνερ.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.

Μ'αυτό ο Ράνερ δεν θέλει να θέσει σε αμφιβολία το επίσημο δόγμα το οποίο βεβαιώνει την άμεση θεωρία του Θεού την οποία γεύτηκε ή ανθρώπινη ψυχή του Χριστού στην διάρκεια της γήϊνης ζωής του, διότι πιστεύει πώς "μία ερμηνεία θεολογικώς ακριβής μίας τέτοιας αμέσου Θεωρίας του Θεού (την οποία υπολογίζει σαν μία ενδογενή απαράβατη στιγμή της Υποστατικής ενώσεως και όχι κάτι που προστέθηκε απ'έξω, διότι η Υποστατική ένωση θεωρείται οντολογικά, και όχι μόνον οντικά), είναι δυνατόν να κατανοηθεί σαν μία θεμελιώδης καταγωγική κατάσταση ριζική, χωρίς αντικειμενικά στολίδια, της πνευματικής φύσεως του Ιησού. Μπορούμε λοιπόν να την υπολογίσουμε μ'έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να αποδειχθεί ότι συμφωνεί μαζί της μία απλή ανθρώπινη εμπειρία, μία ιστορική συνθήκη αποδεκτή μαζί με την ανθρώπινη φύση, μία αυθεντική πνευματική και θρησκευτική εξέλιξη, θεωρημένη σαν θεματίζουσα αντικειμενικώς αυτή την πρωτογενή και αιώνια άμεση επαφή με τον Θεό, που εξωτερικεύεται στην συνάντηση με το πνευματικό και θρησκευτικό της περιβάλλον. Όπως επίσης και στην βαθμιαία εμπειρική γνώση της ύπαρξης".

            Ακόμη και η ύπαρξη της "έμφυτης επιστήμης" του Χριστού μπορεί να συμπεριληφθεί, κατά τον Ράνερ, σ'αυτή την τοποθέτηση. "Εάν ξεκινήσουμε από μία άμεση υποκειμενική επαφή με τον Θεό, θεωρημένη σαν μία καθοριστική θεμελιώδης κατάσταση της συνειδήσεως του Ιησού και το κατανοήσουμε σαν μία συνθήκη η οποία από την ίδια την ουσία της τείνει να εξελιχθεί ιστορικά μεταμορφούμενη σε μία αντικειμενική επιστήμη, τότε είναι δυνατόν να υπολογίσουμε, κάτω από αυτό το φώς και το πραγματικό περιεχόμενο της γνώσεως που δηλώνεται από το δόγμα, μίας έμφυτης επιστήμης (τουλάχιστον συνηθισμένης) του Ιησού και να φτάσουμε στο συμπέρασμα πώς το πρόβλημα μπορούμε ήσυχα να το αφήσουμε χωρίς προκατάληψη. Το έμφυτο αυτής της επιστήμης δεν είναι απαραίτητο πώς πρέπει να το φανταστούμε σαν μία ποσότητα άπειρη ξεχωριστών "έμφυτων ειδών", τοποθετημένες στον Χριστό, αλλά αντιθέτως σαν ένα βάθος που υφίσταται a'priori( αξιωματικώς), μίας επιστήμης έτοιμης να αναπτυχθεί στην συνάντηση με την πραγματικότητα της εμπειρίας.

            Εάν υπάρξει η αντίρρηση πώς μία αληθινή ιστορική εξέλιξη της συνειδήσεως του Ιησού, η οποία αναγκαίως θα εμπλέξει ορισμένα στάδια στα οποία μερικές αντικειμενοποιήσεις δεν υπήρχαν ακόμη και επομένως υπονοεί μία κάποια άγνοια σ'αυτόν, ο Ράνερ απαντά πώς "μία αρχική άγνοια αυτού του είδους γίνεται οπωσδήποτε αποδεκτή. Πρέπει δε ταυτοχρόνως να αρνηθούμε πώς δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, βάσει των ομολογιών της Εκκλησίας ή βάσει μίας Θεολογικής παραδόσεως που μας δεσμεύει. Πρέπει να πούμε πώς μία ιστορική πορεία αυτού του είδους δηλαδή ένα ξεκίνημα από κάποιους αρχικούς προδρόμους στους οποίους δεν υπήρχε ακόμη αυτό, το οποίο ακριβώς επειδή είναι ιστορικό, ήταν προορισμένο να εμφανιστεί σ'έναν δεύτερο χρόνο, αυτή την πορεία πρέπει να την δεχθούμε και στον Ιησού. Εάν Θέλουμε βεβαίως να αποφύγουμε να δούμε το δόγμα που δηλώνει την αληθινή, αυθεντική ανθρωπότητα του Υιού, ουσιαστικώς ίση με την δική μας, να υποβαθμίζεται στο επίπεδο ενός μυθολογικού παραμυθιού στο οποίο φανταζόμαστε έναν Θεό μεταμφιεσμένο κάτω από απλές ανθρώπινες όψεις".
Στο παιχνίδι βρίσκεται η αυθεντική ανθρώπινη ελευθερία του Ιησού: "Δεν ισχύει πώς κάθε μορφή Επιστήμης είναι πάντοτε και σε κάθε στιγμή τής ιστορικής περιπέτειας τής υπάρξεως προτιμότερη από την άγνοια. Διότι στο ανοιχτό πεδίο, στην ικανότητα της αποφάσεως, η ελευθερία είναι οπωσδήποτε προτιμότερη από το παραγέμισμα αυτού του ελεύθερου χώρου με μία επιστήμη η οποία στο τέλος θα σκότωνε την ελευθερία".

          Αυτή η παρατήρηση ισχύει και για την βασική κατάσταση της άμεσης επαφής με τον Θεό. "Η Βασική κατάσταση πράγματι, είναι ακριβώς εκείνη η επιστήμη η οποία ανοίγει το πεδίο της ελευθερίας και όχι μία γνώση που την κλείνει, διότι αυτή η υπερβατικότης προς την απειρία του Θεού (λίγο μας ενδιαφέρει αν γίνεται κατανοητή σαν ίση με την δική μας ή ταυτόσημη με εκείνη του Χριστού) αντιπροσωπεύει, ακριβώς στην άπειρη ορμή της, την συνθήκη η οποία καθιστά δυνατή την ελευθερία. Η υπερβατική πρόβλεψη όλων των πιθανών αντικειμένων της ελευθερίας αποτελεί την βάση υποστήριξης, ενώ η αντικειμενική αντίληψη, η οποία διευκρινίζει όλα αυτά τα αντικείμενα στην τελική τους εξατομίκευση θα ήταν το τέλος της ελευθερίας".

            Η Εικόνα του Χριστού που διαγράφεται από τις σκέψεις του Ράνερ δεν είναι μόνον πιο ανθρώπινη αλλά και πιο Βιβλική σε σύγκριση με την απαράδεκτη αντιπροσώπευση τής προηγούμενης δογματικής. Αυτό το απέδειξε με κάθε λεπτομέρεια σ'ένα του άρθρο ο AVogtle το 1964. Μία ακόμη θετική κριτική μας δίνει και ο E.Gutwenger, ο οποίος είναι πολύ έμπειρος στο θέμα αυτό: σύμφωνα μ'αυτόν λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε για μία αυθεντική πρόοδο, στο πεδίο της Χριστολογίας, διότι το καθοριστικό βήμα πέτυχε μ'έναν μεγαλειώδη τρόπο, από τον Κ.Ράνερ.
Συνεχίζεται

Αμέθυστος. 

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (6)


Συνέχεια απο : Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Συνείδηση και ανθρώπινη επιστήμη του Ιησού σύμφωνα με τον Κάρλ Ράνερ.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.

Μ'αυτό ο Ράνερ δεν θέλει να θέσει σε αμφιβολία το επίσημο δόγμα το οποίο βεβαιώνει την άμεση θεωρία του Θεού την οποία γεύτηκε ή ανθρώπινη ψυχή του Χριστού στην διάρκεια της γήϊνης ζωής του, διότι πιστεύει πώς "μία ερμηνεία θεολογικώς ακριβής μίας τέτοιας αμέσου Θεωρίας του Θεού (την οποία υπολογίζει σαν μία ενδογενή απαράβατη στιγμή της Υποστατικής ενώσεως και όχι κάτι που προστέθηκε απ'έξω, διότι η Υποστατική ένωση θεωρείται οντολογικά, και όχι μόνον οντικά), είναι δυνατόν να κατανοηθεί σαν μία θεμελιώδης καταγωγική κατάσταση ριζική, χωρίς αντικειμενικά στολίδια, της πνευματικής φύσεως του Ιησού. Μπορούμε λοιπόν να την υπολογίσουμε μ'έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να αποδειχθεί ότι συμφωνεί μαζί της μία απλή ανθρώπινη εμπειρία, μία ιστορική συνθήκη αποδεκτή μαζί με την ανθρώπινη φύση, μία αυθεντική πνευματική και θρησκευτική εξέλιξη, θεωρημένη σαν θεματίζουσα αντικειμενικώς αυτή την πρωτογενή και αιώνια άμεση επαφή με τον Θεό, που εξωτερικεύεται στην συνάντηση με το πνευματικό και θρησκευτικό της περιβάλλον. Όπως επίσης και στην βαθμιαία εμπειρική γνώση της ύπαρξης".

            Ακόμη και η ύπαρξη της "έμφυτης επιστήμης" του Χριστού μπορεί να συμπεριληφθεί, κατά τον Ράνερ, σ'αυτή την τοποθέτηση. "Εάν ξεκινήσουμε από μία άμεση υποκειμενική επαφή με τον Θεό, θεωρημένη σαν μία καθοριστική θεμελιώδης κατάσταση της συνειδήσεως του Ιησού και το κατανοήσουμε σαν μία συνθήκη η οποία από την ίδια την ουσία της τείνει να εξελιχθεί ιστορικά μεταμορφούμενη σε μία αντικειμενική επιστήμη, τότε είναι δυνατόν να υπολογίσουμε, κάτω από αυτό το φώς και το πραγματικό περιεχόμενο της γνώσεως που δηλώνεται από το δόγμα, μίας έμφυτης επιστήμης (τουλάχιστον συνηθισμένης) του Ιησού και να φτάσουμε στο συμπέρασμα πώς το πρόβλημα μπορούμε ήσυχα να το αφήσουμε χωρίς προκατάληψη. Το έμφυτο αυτής της επιστήμης δεν είναι απαραίτητο πώς πρέπει να το φανταστούμε σαν μία ποσότητα άπειρη ξεχωριστών "έμφυτων ειδών", τοποθετημένες στον Χριστό, αλλά αντιθέτως σαν ένα βάθος που υφίσταται a'priori( αξιωματικώς), μίας επιστήμης έτοιμης να αναπτυχθεί στην συνάντηση με την πραγματικότητα της εμπειρίας.

            Εάν υπάρξει η αντίρρηση πώς μία αληθινή ιστορική εξέλιξη της συνειδήσεως του Ιησού, η οποία αναγκαίως θα εμπλέξει ορισμένα στάδια στα οποία μερικές αντικειμενοποιήσεις δεν υπήρχαν ακόμη και επομένως υπονοεί μία κάποια άγνοια σ'αυτόν, ο Ράνερ απαντά πώς "μία αρχική άγνοια αυτού του είδους γίνεται οπωσδήποτε αποδεκτή. Πρέπει δε ταυτοχρόνως να αρνηθούμε πώς δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, βάσει των ομολογιών της Εκκλησίας ή βάσει μίας Θεολογικής παραδόσεως που μας δεσμεύει. Πρέπει να πούμε πώς μία ιστορική πορεία αυτού του είδους δηλαδή ένα ξεκίνημα από κάποιους αρχικούς προδρόμους στους οποίους δεν υπήρχε ακόμη αυτό, το οποίο ακριβώς επειδή είναι ιστορικό, ήταν προορισμένο να εμφανιστεί σ'έναν δεύτερο χρόνο, αυτή την πορεία πρέπει να την δεχθούμε και στον Ιησού. Εάν Θέλουμε βεβαίως να αποφύγουμε να δούμε το δόγμα που δηλώνει την αληθινή, αυθεντική ανθρωπότητα του Υιού, ουσιαστικώς ίση με την δική μας, να υποβαθμίζεται στο επίπεδο ενός μυθολογικού παραμυθιού στο οποίο φανταζόμαστε έναν Θεό μεταμφιεσμένο κάτω από απλές ανθρώπινες όψεις".
Στο παιχνίδι βρίσκεται η αυθεντική ανθρώπινη ελευθερία του Ιησού: "Δεν ισχύει πώς κάθε μορφή Επιστήμης είναι πάντοτε και σε κάθε στιγμή τής ιστορικής περιπέτειας τής υπάρξεως προτιμότερη από την άγνοια. Διότι στο ανοιχτό πεδίο, στην ικανότητα της αποφάσεως, η ελευθερία είναι οπωσδήποτε προτιμότερη από το παραγέμισμα αυτού του ελεύθερου χώρου με μία επιστήμη η οποία στο τέλος θα σκότωνε την ελευθερία".

          Αυτή η παρατήρηση ισχύει και για την βασική κατάσταση της άμεσης επαφής με τον Θεό. "Η Βασική κατάσταση πράγματι, είναι ακριβώς εκείνη η επιστήμη η οποία ανοίγει το πεδίο της ελευθερίας και όχι μία γνώση που την κλείνει, διότι αυτή η υπερβατικότης προς την απειρία του Θεού (λίγο μας ενδιαφέρει αν γίνεται κατανοητή σαν ίση με την δική μας ή ταυτόσημη με εκείνη του Χριστού) αντιπροσωπεύει, ακριβώς στην άπειρη ορμή της, την συνθήκη η οποία καθιστά δυνατή την ελευθερία. Η υπερβατική πρόβλεψη όλων των πιθανών αντικειμένων της ελευθερίας αποτελεί την βάση υποστήριξης, ενώ η αντικειμενική αντίληψη, η οποία διευκρινίζει όλα αυτά τα αντικείμενα στην τελική τους εξατομίκευση θα ήταν το τέλος της ελευθερίας".

            Η Εικόνα του Χριστού που διαγράφεται από τις σκέψεις του Ράνερ δεν είναι μόνον πιο ανθρώπινη αλλά και πιο Βιβλική σε σύγκριση με την απαράδεκτη αντιπροσώπευση τής προηγούμενης δογματικής. Αυτό το απέδειξε με κάθε λεπτομέρεια σ'ένα του άρθρο ο AVogtle το 1964. Μία ακόμη θετική κριτική μας δίνει και ο E.Gutwenger, ο οποίος είναι πολύ έμπειρος στο θέμα αυτό: σύμφωνα μ'αυτόν λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε για μία αυθεντική πρόοδο, στο πεδίο της Χριστολογίας, διότι το καθοριστικό βήμα πέτυχε μ'έναν μεγαλειώδη τρόπο, από τον Κ.Ράνερ.
Συνεχίζεται

Αμέθυστος. 

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (5)



Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Κ.RAHNER

Σ’αυτό το θέμα, έκανε ένα αποφασιστικό βήμα ο Κ. Ράνερ. Αυτός θέτει την Υιότητα του Θεού σαν μία θεμελιώδη κατάσταση, η οποία δεν αντανακλά και δεν σχετίζεται με τον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως του Χριστού. Ξεκινώντας από το αξίωμα μίας γνωστικής μεταφυσικής του Θωμισμού (Ακινάτης), σύμφωνα με το οποίο Είναι και Είναι παρόν στον εαυτό του, ή είμαστε παρόντες στον εαυτό μας, συμπεριφέρονται ανάμεσά τους σαν δύο ενυπάρχουσες (immanenz), ουσιώδεις στιγμές της μοναδικής πραγματικότητος, συμπεραίνει πώς αυτός ο μεγαλειώδης οντολογικός καθορισμός (ή υποστατική ένωση) που υπέστη η κτιστή πραγματικότης τού χριστού, πού είναι όμως ο ίδιος ο Θεός μέσα στην δική του υποστατική αιτιότητα, που είναι σχεδόν τυπική, πρέπει αναγκαίως να προκύπτει αυτοσυνείδητη. Αυτή η οντολογική αυτό-επικοινωνία του Θεού, είναι επίσης, κατεξοχήν, μία αυτοσυνείδητη στιγμή της ανθρώπινης συνειδητότητος του Χριστού!

Αυτό σημαίνει πώς την συνειδητοποίηση της θεϊκής συγγένειας και της άμεσης επαφής της ανθρώπινης συνειδήσεως του Ιησού με τον Θεό δεν πρέπει να την φανταστούμε σαν μία αντικειμενική αναπαράσταση του Θεού, αλλά τοποθετείται στον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως του Ιησού. «Από εκείνο το αξίωμα λοιπόν, προκύπτει πώς αυτή η άμεση επαφή με τον Θεό, υπολογίζεται σαν μία θεμελιώδης συνθήκη της υπάρξεως του πνεύματος του Ιησού, ξεκινώντας από την κτιστή του πνευματικότητα. Αυτό είναι η καθαρή και απλή παρουσία στον εαυτό του, η αναγκαία συνειδητοποίηση αυτής της ουσιαστικής ενώσεως με το πρόσωπο του Λόγου: αυτό και τίποτε άλλο. Αυτό όμως σημαίνει πώς αυτή η άμεση και αποτελεσματική θεωρία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο από την πρωτογενή συνειδητοποίηση, όχι αντικειμενική, ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτή η συνειδητοποίηση προσφέρεται απλά και μόνο από το γεγονός πώς αυτή είναι η υποστατική ένωση, καθότι η συνείδηση ότι είναι ο Υιός του Θεού δεν είναι παρά ο οντολογικός και εσωτερικός φωτισμός αυτής της συγγένειας, ή αναγκαίως υπάρχουσα υποκειμενικότης, μαζί με την αντικειμενική σύσταση του γεγονότος, σαν εσωτερική στιγμή αυτής της αντικειμενικής συγγένειας». 

Αυτή η αντίληψη της ανθρώπινης συνειδήσεως του Χριστού ανοίγει τον δρόμο στον Ράνερ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανθρώπινης Επιστήμης του Ιησού. Στην πραγματικότητα βρίσκει το έδαφος έτοιμο από τις έρευνες των εξηγητών και από τους στοχασμούς των Θεολόγων που είχαν ήδη ασχοληθεί με το θέμα. Φαινόταν σχεδόν μυθολογική πλέον η παραδοσιακή βεβαιότης σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς, καθότι άνθρωπος, διέθετε μία τέλεια γνώση του εαυτού του από την αρχή της γήϊνης υπάρξεως του, όλων των πεπερασμένων πραγμάτων του παρελθόντος, του παρόντος, και του μέλλοντος και όλων των ανθρώπων κάθε εποχής και κάθε χώρας. Αντί γι’αυτό υπογραμμιζόταν όλο και περισσότερο η αυθεντική ανθρωπότης του Χριστού και επομένως η ιστορικότης και η ανάπτυξη της επιστήμης του, χωρίς να απορρίπτεται εκ των προτέρων ένα πιθανό όριο ενδεχομένως, στην γνωστική του σφαίρα. 

Η συζήτηση του Ράνερ ξεκινά από δύο προτάσεις. 

1) Κατ’αρχάς λοιπόν καλεί την προσοχή μας στην πολυδιάσταση της ανθρώπινης συνειδήσεως: «η ανθρώπινη συνείδηση είναι ένας χώρος απείρως πολυδιάστατος: Υφίστανται δεδομένα για τα οποία είμαστε συνειδητοί μόνον στοχαστικά και άλλα τα οποία έχουμε μισοσκεφτεί. Βρίσκεται επίσης μία αντικειμενική συνείδηση και μία υπερβατική επιστήμη απερίσκεπτη και επιπόλαιη, συντονισμένη μόνο στον υποκειμενικό πόλο της συνειδήσεως. Υπάρχει σ’αυτή μία επιστήμη πολύ καλά ορισμένη και ανεπτυγμένη. Συγκεντρώνονται μέσα στην συνείδηση ψυχολογικά γεγονότα και μία πρώτη στοχαστική ερμηνεία τους. Αναπτύσσεται η μη-αντικειμενική γνώση ενός τυπικού ορίζοντος, μέσα στον οποίο βεβαιώνεται, αναγνωρίζεται ας πούμε, ένα δεδομένο αντικείμενο το οποίο γνωρίζεται καλύτερα και κατανοείται καθαρότερα: μία συνείδηση δηλαδή η οποία αντιμετωπίζεται σαν α'πριόρι συνθήκη του αντικειμένου το οποίο κατανοείται α'ποστεριόρι, και δίπλα σ’αυτή, η ακριβής έννοια αυτού του αντικειμένου.»

2) Στη συνέχεια ο Ράνερ προτάσσει «μία κριτική στο Ελληνικό ιδανικό του ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο η Επιστήμη είναι απλώς το απόλυτο μέτρο του τελευταίου, θέλει να πεί δηλαδή πώς μία ανθρωπολογία ελληνίζουσας καταγωγής δεν μπορεί να υπολογίσει την έλλειψη γνώσεως ενός δεδομένου πράγματος παρά μόνον χαρακτηρίζοντας το σαν μία στασιμότητα της προόδου, στον δρόμο προς την τελειότητα, στην οποία είναι προορισμένος ο άνθρωπος. Η αγνωσία είναι ένα πράγμα που πρέπει υποχρεωτικά να ξεπεραστεί, στην οποία δεν αναγνωρίζεται καμία θετική λειτουργία. Η έμφυτη αδυναμία μέσα στην άγνοια είναι μία σοβαρή έλλειψη. Συνήθως αυτή η απουσία εννοιολογήσεων δεν θεωρείται σαν ένας ανοιχτός χώρος για την ελευθερία και την πράξη, που μπορούν να είναι πιο σημαντικά από την απλή γνώση μίας δεδομένης πραγματικότητος. Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν μπορούμε πλέον να καλλιεργήσουμε μία ιδέα τόσο απόμακρη από κάθε μορφή σοβαρής διαλεκτικής, απέναντι στην γνώση και στην αγνωσία. 

Σύμφωνα με τον Ράνερ, η συμπεριφορά της ανθρώπινης ψυχής του Ιησού, σε σχέση με την άμεση επαφή με τον Λόγο και η περιπέτεια της αυτοερμηνείας του γίνονται κατανοητά με ανάλογο τρόπο, με τον ψυχολογικό μηχανισμό και την βασική δομή, ή υφή του ανθρωπίνου πνεύματος. «Όπως ένας άνθρωπος ανεξαιρέτως της βασικής του πνευματικής καταστάσεως που διαθέτει από πάντοτε, ανεξαιρέτως της βασικής του διαθέσεως, πάντοτε ζωντανής στα βάθη της υπάρξεώς του (μία διάθεση που δεν έχει καμμία σχέση με μία ψυχική κατάσταση, παρότι πρέπει να υπολογίσουμε και αυτή), πρέπει να αποκτήσει πάντοτε συνείδηση του εαυτού, γνωρίζοντας μόνον στην διάρκεια μίας μακράς εμπειρίας, να πεί στον εαυτό του τι είναι στην πραγματικότητα και ποια είναι η φυσιονομία που γνώριζε ανέκαθεν στην συνείδηση της βασικής του καταστάσεως, έτσι συμβαίνει και στον Ιησού. Όπως υπάρχει πραγματικά μέσα στον άνθρωπο αυτή η απόκτηση αντικειμενικής και στοχαστικής συνειδήσεως αυτού που χωρίς κανένα θέμα και χωρίς συγκεκριμένα αντικειμενικά πλαίσια, γνώριζε από πάντοτε, ακόμη και αν δεν κατόρθωσε να το εκφράσει συνειδητά, Έτσι συμβαίνει και στον Ιησού με την συνείδηση της θεϊκής του συγγένειας με την βασική του κατάσταση, της άμεσης επαφής με τον Θεό». 

Το πέρασμα από την βασική αστόχαστη κατάσταση στην θεματική και στοχαστική έκφραση είναι αναγκαίως ζητούμενο. «Η βασική κατάσταση της αμέσου επαφής με τον Θεό, όχι μόνον συνάδει με μία ιστορική περιπέτεια καθαρά ανθρώπινη του ανθρώπου Ιησού και με την ανάπτυξή του, αλλά την απαιτεί καθοριστικά. Μάλιστα δε, αυτή η βασική κατάσταση είναι τέτοια που απαιτεί ακριβώς μία εννοιολογική πνευματική αντικειμενοποίηση. Αυτή η προοδευτική ιστορία της ερμηνείας και των βεβαιώσεων που ο Ιησούς έδινε σταδιακά για τον εαυτό του, δεν λέει πώς ο Ιησούς αρχίζει να γνωρίζει κάτι, το οποίο δεν γνώριζε μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά μας λέει αντιθέτως πώς συλλαμβάνει συνεχώς όλο και πιο βαθειά αυτό που είναι και το οποίο ουσιαστικώς γνωρίζει ήδη από πάντοτε». 

Συνεχίζεται. 

Αμέθυστος

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (4)



Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος

VINCENZO CAPORALE.
 

 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ

Η ανθρώπινη ψυχολογία του Χριστού. 

Το πεδίο έρευνας της πρόσφατης Χριστολογίας, που δεσμεύει περισσότερο όλων των άλλων τους καθολικούς Θεολόγους, προσφέρεται από την ψυχολογία του Χριστού και χωρίζεται σε τρία βασικά προβλήματα: το πρόβλημα του ΕΓΩ του Χριστού, το πρόβλημα της συνειδήσεως του Χριστού, το πρόβλημα της επιστήμης του Χριστού. Οι Θεολόγοι αναρωτιούνται εάν υπάρχει ένας ορίζοντας αυθεντικά ανθρώπινος σ’αυτές τις πλευρές της σύνθετης πραγματικότητος του Χριστού και πολλοί απ’αυτούς δίνουν θετική απάντηση στα τρία ερωτήματα. Αναδύεται μ’αυτόν τον τρόπο η αληθινή και πλήρης ανθρωπότης του Ιησού. 

Deodat de Basly. Αυτή η νέα ψυχο-Θεολογική έρευνα ξεκινά από τον de Basly την οποία εκθέτει στο βιβλίο του La Christiade de Francaise, στα 1929, καί είναι ένα περίεργο μυθιστόρημα, στην πραγματικότητα! Ασκεί κριτική στην Θωμιστική έννοια της ενότητος στον Χριστό, διότι το συμπτωματικό και το Απόλυτο δεν μπορούν να γίνουν ένα ενυπάρχον πράγμα. Και αντιπαραθέτει την δική του Θεωρία της «θεϊκής πρόσθεσης». Σύμφωνα μ’αυτή την θεωρία η ενότης ανάμεσα στον προσληφθέντα άνθρωπο και τον Λόγο παραμένει εξωτερική και μ’αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται τέλεια υπερβατικότης του Θεού και η πλήρης αυτονομία του προσληφθέντος ανθρώπου. Όμως ο Λόγος και ο προσληφθείς άνθρωπος σχηματίζουν ένα φυσικό και υπερβατικό όλον, μία σύνθετη και ετερογενή πραγματικότητα.

Ο de Basly περιγράφει το μυστήριο της ενσαρκώσεως και της λυτρώσεως με δραματικούς όρους, σαν ένα πρωτάθλημα αγάπης ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές, που πρέπει να είναι αυτόνομα άτομα, προικισμένα με νοημοσύνη και δική τους θέληση. Ο πρώτος πρωταγωνιστής είναι ο Τριαδικός Θεός και όχι ο Πατήρ  ή ο Λόγος, καθότι στον Θεό υπάρχει μόνον μία ατομικότης, εκείνη της μοναδικής φύσεως. Ο άλλος πρωταγωνιστής είναι ο προσληφθείς άνθρωπος, σαν ένα άτομο που διαθέτει μία νοημοσύνη και μία ανθρώπινη θέληση. 

Ο άνθρωπος Ιησούς είναι τελείως αυτόνομος σαν ενεργών και ο Λόγος δεν ασκεί καμία επιρροή στην γνώση του και στην θέλησή του. Μάλιστα δε ο Λόγος δεν βρίσκεται μέσα στον Χριστό σαν ένα αυτόνομο Εγώ, διότι στις έκτακτες ενέργειες, ο Τριαδικός Θεός είναι μία και μοναδική αυτόνομη ατομικότης. Το ΕΓΩ του Χριστού γεννιέται στην αυτονομία τού προσληφθέντος ανθρώπου. 

Το υποκείμενο που δρα στις ευαγγελικές διηγήσεις είναι πάντοτε το ανθρώπινο ΕΓΩ του Ιησού. Η ψυχολογία του Χριστού είναι λοιπόν εκείνη ενός ανθρώπινου ΕΓΩ, όπως και τα άλλα, που έχει τοποθετηθεί απέναντι από τον Τριαδικό Θεό. Συνεπώς και το αντικείμενο των διαβεβαιώσεων μας για τον Χριστό είναι πάνω απ’όλα ο προσληφθείς άνθρωπος. Όταν λέω λοιπόν, «ο Χριστός» θέλω να πω κατευθείαν απλά, αυτός ο προσληφθείς, εξατομικευμένος, αυτόνομος άνθρωπος. 

Η Χριστολογία του de Basly, όπως είναι γνωστό, δημιούργησε ζωηρές αντιπαραθέσεις και πολλά δύσκολα προβλήματα. Μέχρι ποιού σημείου είναι στην τροχιά του Σκώτου, μέχρι πού είναι Νεστοριανός; Ενα πράγμα πάντως είναι σίγουρο. Πώς συνεχίζει να επηρεάζει, ιδιαιτέρως λόγω της μεγάλης σημασίας που αποδίδει στην ανθρωπότητα του Ιησού. Σ’αυτόν ανήκει εξάλλου η αξία ότι πρότεινε στον στοχασμό των Θεολόγων το πρόβλημα του ανθρώπινου ΕΓΩ του Χριστού. 

Paul Galtier, η ενότης του Χριστού (1939). Αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα και συστηματικά το θέμα της αυτονομίας της ανθρώπινης συνειδήσεως του Χριστού και την σχέση του με το Θείο πρόσωπο του Λόγου. Όμως κινείται πιστά ριζωμένος στο δόγμα της υφισταμένης υπάρξεως και της ουσιώδους ενότητος της ανθρωπότητος με τον Λόγο. Και έτσι το πρόβλημα της συνειδήσεως του Ιησού μεταφέρεται στο κέντρο των Χριστολογικών συζητήσεων. 

Ο Galtier ξεκινά από την αρχή πώς δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν συνείδηση του εαυτού και πρόσωπο. Η συνείδηση είναι λειτουργία μίας πνευματικής φύσεως και όχι ενός προσώπου. Η συνείδηση προέρχεται, γεννιέται, από την Φύση και την δραστηριότητα της και επομένως το αντικείμενό της δίνεται από τις πράξεις και από την Φύση που είναι παρούσα στις πράξεις. Καθ’εαυτό το «πρόσωπο» δεν αποτελεί μέρος του περιεχομένου της συνειδήσεως, διότι αναγκαίως μία Φύση υφίσταται καθεαυτή, όπως επαληθεύεται σε μας τους ανθρώπους. 

Έτσι λοιπόν, ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, και σ’αυτόν οι δύο φύσεις είναι ενωμένες και διακριτές. Πέραν λοιπόν της Θείας συνειδήσεως, που είναι η κοινή συνείδηση στα τρία πρόσωπα, πρέπει να τοποθετήσουμε στην ανθρώπινη Φύση του Χριστού, μία συνείδηση του εαυτού μου, καθαρά ανθρώπινη, η οποία δεν είναι άμεσα μορφοποιημένη από την Θεία συνείδηση. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο Εγώ, εμπειρικό, ψυχολογικό, φαινομενικό, το οποίο αναφέρεται στην ανθρώπινη Φύση και στην ενέργειά της και στην ψυχική της κατάσταση. Ο Χριστός δεν θα μπορούσε να είναι ένας αληθινός άνθρωπος εάν δεν διέθετε συνειδητές ανθρώπινες καταστάσεις οι οποίες ενωμένες δίνουν ένα φαινομενικό ανθρώπινο «ΕΓΩ». 

Στα λόγια του Ευαγγελίου εκφράζεται αυτό, το ανθρώπινο ΕΓΩ. Το ΕΓΩ όλων των λόγων του Χριστού είναι το ανθρώπινο ΕΓΩ, οι ομιλίες του Ιησού, οι διαβεβαιώσεις του γύρω από τον εαυτό του όπως επίσης και εκείνες που αποκαλύπτουν την θεότητά του είναι λόγος ανθρώπου, απορρέουν από ένα ανθρώπινο ΕΓΩ. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ένα ΕΓΩ ανθρώπινο στον Χριστό, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να διατυπώνουμε με ψυχολογικούς όρους εκείνο για το οποίο μας βεβαιώνει η πίστη πώς είναι παρόν στον Χριστό: μία ανθρώπινη Φύση η οποία ενεργεί και φανερώνεται όπως η δική μας, αντικατοπτριζόμενη επομένως μέσα στην συνείδησή του και εκφραζόμενη στο ΕΓΩ που εξέρχεται από τα χείλη του! 

Αυτό το ανθρώπινο ΕΓΩ του Χριστού, όμοιο με των άλλων ανθρώπων, δεν είναι ένα ΠΡΟΣΩΠΟ, διότι η ανθρώπινη Φύση του Χριστού δεν υφίσταται στον εαυτό της αλλά στον Λόγο. Η ψυχολογική αυτονομία δεν είναι οντολογική αυτονομία, καθότι στο οντολογικό επίπεδο πρέπει να δεχόμαστε πάντοτε μία πλήρη εξάρτηση της ανθρώπινης ψυχολογίας του Χριστού από το πρόσωπο του Λόγου. Διότι όλη η ανθρώπινη Φύση του Χριστού είναι ιδιοκτησία του Λόγου. Πώς γνωρίζει ο Χριστός αυτή την υποστατική ενότητα; Βασιζόμενος μόνον στην υφή της συνειδήσεως του, ο Χριστός δεν γνωρίζει τίποτε για το μεταφυσικό και θείο ΕΓΩ από το οποίο εξαρτάται το δικό του ΕΓΩ, το εμπειρικό και ανθρώπινο. Το άνοιγμα αυτού προς εκείνο γίνεται μόνον μέσω της αμέσου οράσεως του Θεού. Σ’ αυτή η ανθρωπότης του Χριστού θεωρείται σαν ενωμένη στον Λόγο, και το εμπειρικό της ΕΓΩ ενωμένο στο πρόσωπο του Λόγου. Επομένως η γνώση της υποστατικής ενώσεως στην ανθρώπινη συνείδηση του Χριστού δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση του εαυτού του σαν Υιού δεν μπορεί να προέλθει από την θεωρία του Θεού. Μόνον μέσα στο Φώς της Θείας αντικειμενικής θεωρίας το ΕΓΩ υψώνεται σε έκφραση όλου του Χριστού. 

Αυτή η οντολογική εξάρτηση και αυτό το ψυχολογικό άνοιγμα δεν σημαίνουν πώς ο Λόγος προσδιορίζει την πράξη και την ανθρώπινη συνείδηση του Χριστού και δεν αλλοιώνουν την δομή τους, διότι ταιριάζουν με μία αυτονομία της δραστηριότητος και της συνειδήσεως στην ανθρωπότητα του Ιησού. Η εσωτερική του ζωή αυτοβεβαιώνεται ελεύθερα και αυτόνομα. Ο Λόγος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να οικειοποιείται μία δραστηριότητα της οποίας η ανθρώπινη φύση παραμένει η μοναδική τυπική και κατηγορηματική αρχή και δεν αλλοιώνεται επομένως από την υποστατική ένωση. Το πρόσωπο του Λόγου δεν είναι σε σχέση με την ανθρώπινη Φύση, ενεργούσα αρχή, αλλά αρχή ενότητος. 

Ο Galtier προκάλεσε μία πολύ έντονη αντίδραση από τον χώρο του θωμισμού (Ακινάτη), όπως από τους H.DierenB.M.Xiberta κ.α. όμως για το έργο του, για την πρωτοτυπία της μεθόδου του και του περιεχομένου του, αντιπροσωπεύει έναν σταθμό μεγάλης σημασίας για την μοντέρνα Χριστολογία. Η προσπάθειά του ξεκινά από μία Χριστολογία «από κάτω». Δεν σκεπτόταν πώς είναι σωστό να θέλουμε να ξεκινήσουμε από τα σχολαστικά αξιώματα και να αναλύσουμε επομένως, μέσω ενός συστήματος συμπερασμάτων, τις δομές της ανθρώπινης συνειδήσεως του Ιησού. Θέλησε να κατανοήσει την ψυχή του Χριστού ξεκινώντας από την συνηθισμένη εμπειρία της ανθρώπινης συνειδήσεως. 

Ήταν ένας τρόπος προόδου που απέδιδε δίκαια την δογματική αρχή σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι αληθινός άνθρωπος και επιπλέον πήρε στα σοβαρά την ανθρώπινη αυθορμητικότητα που μας φανερώνει το Βιβλικό πλαίσιο για τον Ιησού. Μ’αυτή την βασική στάση τού Galtierεφανερώθη μία υποχρέωση με την οποία πρέπει να λογαριαστεί κάθε μοντέρνα Χριστολογία. 

Υπήρχε όμως ένα κενό στην θέση του Galtier, το οποίο παρατηρήθηκε από όλους τους αντιπάλους. Έχασε από μπρός του το γεγονός που λειτουργεί σαν αρχή στην Θεολογία, πώς οι οντολογικές διατυπώσεις και οι ψυχολογικές πρέπει να αντιστοιχούν και έτσι δεν δέχθηκε την απλή αλήθεια πώς το μεταφυσικό πρόσωπο γίνεται κατανοητό κατευθείαν μέσα στην συνείδηση του ανθρώπου. Η ιδιοφυής παρεμβολή του Rahner θέλησε να ξεπεράσει αυτό το κριτικό σημείο και να οδηγήσει το πρόβλημα με μία οριστική λύση. Μόνο που αυτός υπογραμμίζει δυνατά την αυθεντική ανθρωπότητα του Ιησού. 

Συνεχίζεται 

Αμέθυστος. 

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ (3)



Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος
VINCENZO CAPORALE. 


Η Στροφή της Καθολικής Χριστολογίας. 

Η ιστορία της Χριστολογίας εξ’αρχής παρουσιάζει δύο μεγάλα ρεύματα: το ένα ενδιαφέρεται να σώσει την αληθινή ανθρωπότητα του Χριστού (σχολή της Αντιοχείας), το άλλο ενδιαφέρεται να βεβαιώσει την ηγεμονία του Λόγου (σχολή της Αλεξάνδρειας). Μπορούμε να πούμε μάλιστα πώς αυτός ο δυαλισμός, κάτω από διάφορες μορφές και μεγέθη, συντρόφεψε πάντοτε και χαρακτήρισε την ζωή της Θεολογίας όπως επίσης και της Εκκλησίας. Δικαίως ο A.Grillmeier λέει ότι: "υπάρχει μία Χριστολογία  άνωθεν", και μία χριστολογία "από τα κάτω". Οι μέν βλέπουν πρώτα απ’όλα τα δικαιώματα της Θεότητος μέσα στον Χριστό, οι άλλοι ενδιαφέρονται για τις απαιτήσεις της ανθρωπότητος του. Μερικοί ρίχνουν το βάρος στην ενότητα, άλλοι στην διάκριση. Έτσι για παράδειγμα, πρέπει να αναγνωρίσουμε πώς η γραμμή  τής Χριστολογίας τού Σκώτους, αφιερώθηκε στην φροντίδα της υπεράσπισης της ανθρωπότητος του Χριστού, ενώ η σχολή των θωμιστών (Ακινάτη) –με την βασική τους θέση του unum esse (υπέρτατο Είναι, όπως το εφαρμόζει ο Ζηζιούλας) τόνισε την υπεροχή του Λόγου.

Τέλος πάντων είναι ένα πιστοποιημένο πλέον γεγονός πώς η παραδοσιακή χριστολογία δηλαδή η σχολαστική Χριστολογία η οποία διδάχθηκε τους τελευταίους αιώνες, παρουσιάζεται σαν μία χριστολογία "από ψηλά". Πρόκειται για μία χριστολογία δομημένη στην απαγωγική μέθοδο: διότι παίρνει το σημείο εκκινήσεως της από τον Θεό δηλαδή από την Θεοδικία, προϋποθέτει την θεότητα του Χριστού και εναρμονίζει τα πάντα με την υπερβατικότητα του Λόγου. Όποιος ρίξει μία ματιά στις παραδοσιακές πραγματείες της Χριστολογίας παίρνει την εντύπωση πώς η εικόνα του γήϊνου Ιησού προέρχεται αποκλειστικά από αξιωματικές αρχές και δεν στηρίζεται σχεδόν καθόλου στα δεδομένα του Ευαγγελίου. 

Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων όμως, τις τελευταίες δεκαετίες γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Κάτω από την πίεση της κριτικής φιλοσοφίας, της ιστορικο-κριτικής μεθόδου, της βιβλικής Θεολογίας, μερικοί καθολικοί θεολόγοι υιοθετούσαν με θάρρος την μέθοδο μίας χριστολογίας από "κάτω προς τα πάνω". Η οποία ξεκινά από την ιστορία που παρουσιάζεται στα βιβλικά δεδομένα για να χαράξει μία καινούργια εικόνα του Χριστού και να φθάσει στην θεότητα. Διότι πείσθηκαν πώς η γνώση της προϋπάρξεως του Λόγου δεν μπορεί να προηγηθεί της θρησκευτικής γνώσεως του ανθρώπου Ιησού αλλά στηρίζεται σ’αυτή. 

Το θεμέλιο και το νόημα της Χριστολογίας πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορία του Ιησού. Αυτή η μέθοδος της Χριστολογίας «από τα κάτω», η οποία αναγνωρίζει την αποφασιστική σημασία του Ιησού της Ναζαρέτ σύμφωνα με την συγκεκριμένη του ιστορία είναι ταυτόχρονα και ερμηνευτική, καθώς δένει την ιστορική επιστήμη με την Χριστολογική ερμηνεία. [Σε τούτη την σκοτεινή εποχή αναφερόμενος ο Κύριος επέμενε να πραγματοποιήσει τα πάντα σύμφωνα με όσα είχαν γραφτεί. Διότι έφτανε η εποχή της αυτονομίας. Του διαχωρισμού της Π.Δ. από την Κ.Δ., του Χριστού από τον Ιησού, του Πέτρου από τον Ιωάννη, της Εκκλησίας από το Βατικανό. Γι’αυτό και δεν υπάρχει η Θεοτόκος. Διότι η Κ.Δ δεν πραγματοποιεί τους προφήτες και τις προφητείες, αλλά γράφει μία ενδιαφέρουσα ιστορία από τις πράξεις του Ιησού στην επί γής πορεία του]. 

Το καθήκον πλέον της μοντέρνας Χριστολογίας θα είναι να θεμελιώσει, ξεκινώντας από την ιστορία του Ιησού, την γνώση της σημασίας του για μας, που μπορεί να εκφραστεί ως εξής: Σ’ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΙΗΣΟΥ, Ο ΘΕΟΣ ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΑΣ. [Πολύ σημαντικός ο άνθρωπος. Τον προσκύνησε και ο Θεός ακόμη]. Η νέα Χριστολογία υπογραμμίζει τις διαφορές του Θείου και του ανθρωπίνου στον Χριστό, δηλαδή απαιτεί να δοθεί στην διάκρισή τους η ίδια σπουδαιότης που δίνεται στην ένωσή τους. Ο υποστατικός δεσμός της ανθρωπότητος του Χριστού με τον Λόγο δεν μπορεί να είναι η αιτία της μειώσεως της αυθεντικότητός του (του Ιησού), η ανθρωπότης του Χριστού δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα όργανο της Θεότητος χωρίς να δηλωθεί αμέσως η ηγεμονία του Λόγου και η ολοκληρωτική ή μερική παράλυση της ίδιας της ανθρωπότητος [Βλέπουμε καθαρά πόσο μοιραία απουσιάζει η συνέργεια, η εμπειρία της αγιότητος. Γι’αυτό και αυτονομούν και την ελευθερία και στήνουν τον χορό των απελευθερωτικών κινημάτων]. Σύν τω Χρόνω γίνεται όλο και πιο φανερό πώς η πηγή όλων των υπερβολών της Χριστολογίας από ψηλά, από πάνω, είναι μία ψεύτικη ερμηνεία του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, διότι αυτό που ενδιαφέρει τον Θεό στον Χριστό δεν είναι να δράσει σύμφωνα με την θεότητά του και να επέμβει θεϊκώς μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν θα είχε την ανάγκη της ενσαρκώσεως για να το πετύχει. Η πρώτη του πρόθεση είναι να υπάρξει και να πράξει σαν άνθρωπος μέσα σ’αυτόν τον κόσμο!

Δογματική και Βιβλική Χριστολογία. 

Όπως είπαμε, μία δυνατή ώθηση προς την νέα μέθοδο ερεύνης ήλθε από το αυξημένο ενδιαφέρον για την Αγία Γραφή και από την ανάπτυξη της Βιβλικής χριστολογίας. Μ’αυτόν τον τρόπο οι Θεολόγοι συνειδητοποιούσαν ότι:
1) Δεν αρκούσε πλέον να αποδειχθούν με κάποιο χωρίο της Γραφής οι θέσεις της συστηματικής Χριστολογίας, αλλά ήταν αρκετό και αναγκαίο να αναπτυχθούν ξεκινώντας από το σύνολό της Αγίας Γραφής. 

2) Η παραδοσιακή Χριστολογία, παρότι αντιπροσωπεύει την ακριβή έκφραση των βασικών βιβλικών μαρτυριών για τον Χριστό, δεν είναι  η συμπύκνωση και η πλήρης σύνθεση όλου αυτού που η Γραφή μας δίνει να ακούσουμε ή αντίστοιχα θα μπορούσε να μας δώσει να ακούσουμε πάνω στον Ιησού, τον Μεσσία και Υιό του Θεού (K.RAHNER). 

3) Επί πλέον η σχολαστική δογματική μάς δίνει μερικές χριστολογικές αναπαραστάσεις που δύσκολα γίνονται κατανοητές. Και είναι επομένως αναγκαίο να ανακρίνουμε την Γραφή για να αφήσουμε να μιλήσει η εικόνα τού Χριστού της Βίβλου και να την χρησιμοποιήσουμε [την εικόνα] σαν κανόνα της δογματικής Χριστολογίας, εάν είναι αλήθεια πώς η Γραφή πρέπει να είναι η πηγή της δογματικής. 

Φυσικά σ’αυτό το σημείο συναντούμε ένα μεγάλο πρόβλημα μεθόδου. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην βιβλική χριστολογία και την δογματική; Εάν απαντήσουμε βιαστικά πώς οι δύο μορφές Χριστολογίας είναι ανόμοιες, το πρόβλημα παραμερίζεται, δεν λύνεται. Εάν όμως πιστεύουμε, όπως είναι σωστό σε μία δική τους συνέχεια, τότε πρέπει να κατανοήσουμε πώς αυτή η συνέχεια πρέπει να εννοηθεί και να πραγματοποιηθεί. Αλλά πρέπει να προσθέσουμε επίσης πώς μία κατάλληλη κατανόηση αυτής της ενότητος δεν υπάρχει ακόμη. Ακόμη και σχετικώς με τα περιεχόμενά τους αναδύονται δύσκολα προβλήματα: Να μερικά παραδείγματα που επισήμανε ο Κ.Ράνερ. 

1) Κεντρική βεβαίωση για τον Χριστό: Είναι βέβαιο πώς η διαβεβαίωση, τόσο κεντρική στην Γραφή, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, και σαν τέτοιος έγινε ο Κύριος της ιστορίας του, έχει ξεπεραστεί από την μεταφυσική έννοια της Θείας Υιότητος, όπως την αναγνωρίζουμε και την εκφράζουμε εμείς, στην διατύπωση της Χαλκηδόνος;

2) Χριστολογία από χαμηλά, από κάτω: Η Χριστολογία των πράξεων των Αποστόλων, η οποία ξεκινά από κάτω, με την εμπειρία γύρω από τον Ιησού, είναι μόνον πρωτόγονη; [Ο Ιησούς όπως λένε οι άθεοι, ρωτούσε τους μαθητές του : Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;]. Ή μήπως αντιθέτως, στην χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα, μπορεί να μας πεί ακόμη κάτι που δεν έχει ειπωθεί με την ίδια διαύγεια από την κλασσική Χριστολογία; 

3) Αυθεντική ανθρωπότης του Χριστού: Η συνήθης μείωση της διατυπώσεως της Χαλκηδόνος, σύμφωνα με μία ισοπεδωτική σχολαστική ερμηνεία (και όχι σύμφωνα με την διδασκαλία της Συνόδου) δεν θα έπρεπε να επαληθευτεί από το Βιβλικό δόγμα της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού στον κόλπο της Μαρίας; Αυτό το δόγμα απαιτεί να κατανοήσουμε με αυθεντικό τρόπο, ενάντια στον μονοθελητισμό, την αληθινή πρωτοτυπία του ανθρώπου Ιησού απέναντι στον Θεό, χωρίς να μειώσουμε τον Χριστό, μόνον σε μία μορφή που φανέρωσε τον ίδιο τον Θεό και μόνον αυτόν. Αντιθέτως είναι πολύ κοινή, παρότι δεν λαμβάνει καθαρά την έκφραση ενός λάθους, η αντίληψη τής ενσαρκώσεως του Θεού, που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο στοιχείο μόνον σαν το ένδυμα το οποίο χρησιμοποιεί για να σημειώσει την παρουσία του ανάμεσα μας χωρίς να καλύπτει την πρωτοτυπία του και την αυτονομία του, λόγω του γεγονότος ότι προσελήφθη από τον Θεό [σε κατάσταση εσχάτου ανοησίας, αποδίδουν στον Κύριο αυτό που ισχύει στους πιστούς Του, διότι έχουν καταργήσει το Βάπτισμα. Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε. Όπως εμείς ντυνόμαστε τον Κύριο λοιπόν. Κυρίως όμως όπως οι Ινδουϊστές ντύνονται το σώμα και μετά τό ξεντύνονται για το Νιρβάνα, έτσι, αναλόγως, ο Χριστός ντύθηκε τον άνθρωπο. Ούτε Άγιος υφίσταται, ούτε προφήτης, ούτε η Θεοτόκος].

Πρέπει να αναγνωρίσουμε την σταθερή απειλή της μυθολογίας και τού μονοφυσιτισμού και επομένως να προσφύγουμε στην αντιπαράθεση με τον πραγματισμό της Αγίας Γραφής, που εξασφαλίζει την πρωτοτυπία τής ανθρώπινης Ιστορίας του Ιησού μπρός στον Θεό και είναι προς αυτόν προσανατολισμένη. 

Σχόλιο: Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πώς έχουμε διαφορετική Εκκλησία. Τώρα φανερώνεται ξεκάθαρα πώς πίσω από την ετερότητα της Εκκλησίας κρυβόταν άλλος Θεός. Δεν πρόκειται για τον κίνδυνο της Σωτηρίας μας, αλλά για άλλον Θεό, εκτός του Κυρίου. Γιά μιά νέα ειδωλολατρία, τήν ανθρωπολογία.

Βοήθειά μας. 

Αμέθυστος