Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος
VINCENZO CAPORALE.
Η Στροφή της Καθολικής Χριστολογίας.
Τέλος πάντων είναι ένα πιστοποιημένο πλέον γεγονός πώς η παραδοσιακή χριστολογία δηλαδή η σχολαστική Χριστολογία η οποία διδάχθηκε τους τελευταίους αιώνες, παρουσιάζεται σαν μία χριστολογία "από ψηλά". Πρόκειται για μία χριστολογία δομημένη στην απαγωγική μέθοδο: διότι παίρνει το σημείο εκκινήσεως της από τον Θεό δηλαδή από την Θεοδικία, προϋποθέτει την θεότητα του Χριστού και εναρμονίζει τα πάντα με την υπερβατικότητα του Λόγου. Όποιος ρίξει μία ματιά στις παραδοσιακές πραγματείες της Χριστολογίας παίρνει την εντύπωση πώς η εικόνα του γήϊνου Ιησού προέρχεται αποκλειστικά από αξιωματικές αρχές και δεν στηρίζεται σχεδόν καθόλου στα δεδομένα του Ευαγγελίου.
Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων όμως, τις τελευταίες δεκαετίες γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Κάτω από την πίεση της κριτικής φιλοσοφίας, της ιστορικο-κριτικής μεθόδου, της βιβλικής Θεολογίας, μερικοί καθολικοί θεολόγοι υιοθετούσαν με θάρρος την μέθοδο μίας χριστολογίας από "κάτω προς τα πάνω". Η οποία ξεκινά από την ιστορία που παρουσιάζεται στα βιβλικά δεδομένα για να χαράξει μία καινούργια εικόνα του Χριστού και να φθάσει στην θεότητα. Διότι πείσθηκαν πώς η γνώση της προϋπάρξεως του Λόγου δεν μπορεί να προηγηθεί της θρησκευτικής γνώσεως του ανθρώπου Ιησού αλλά στηρίζεται σ’αυτή.
Το θεμέλιο και το νόημα της Χριστολογίας πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορία του Ιησού. Αυτή η μέθοδος της Χριστολογίας «από τα κάτω», η οποία αναγνωρίζει την αποφασιστική σημασία του Ιησού της Ναζαρέτ σύμφωνα με την συγκεκριμένη του ιστορία είναι ταυτόχρονα και ερμηνευτική, καθώς δένει την ιστορική επιστήμη με την Χριστολογική ερμηνεία. [Σε τούτη την σκοτεινή εποχή αναφερόμενος ο Κύριος επέμενε να πραγματοποιήσει τα πάντα σύμφωνα με όσα είχαν γραφτεί. Διότι έφτανε η εποχή της αυτονομίας. Του διαχωρισμού της Π.Δ. από την Κ.Δ., του Χριστού από τον Ιησού, του Πέτρου από τον Ιωάννη, της Εκκλησίας από το Βατικανό. Γι’αυτό και δεν υπάρχει η Θεοτόκος. Διότι η Κ.Δ δεν πραγματοποιεί τους προφήτες και τις προφητείες, αλλά γράφει μία ενδιαφέρουσα ιστορία από τις πράξεις του Ιησού στην επί γής πορεία του].
Το καθήκον πλέον της μοντέρνας Χριστολογίας θα είναι να θεμελιώσει, ξεκινώντας από την ιστορία του Ιησού, την γνώση της σημασίας του για μας, που μπορεί να εκφραστεί ως εξής: Σ’ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΙΗΣΟΥ, Ο ΘΕΟΣ ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΑΣ. [Πολύ σημαντικός ο άνθρωπος. Τον προσκύνησε και ο Θεός ακόμη]. Η νέα Χριστολογία υπογραμμίζει τις διαφορές του Θείου και του ανθρωπίνου στον Χριστό, δηλαδή απαιτεί να δοθεί στην διάκρισή τους η ίδια σπουδαιότης που δίνεται στην ένωσή τους. Ο υποστατικός δεσμός της ανθρωπότητος του Χριστού με τον Λόγο δεν μπορεί να είναι η αιτία της μειώσεως της αυθεντικότητός του (του Ιησού), η ανθρωπότης του Χριστού δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα όργανο της Θεότητος χωρίς να δηλωθεί αμέσως η ηγεμονία του Λόγου και η ολοκληρωτική ή μερική παράλυση της ίδιας της ανθρωπότητος [Βλέπουμε καθαρά πόσο μοιραία απουσιάζει η συνέργεια, η εμπειρία της αγιότητος. Γι’αυτό και αυτονομούν και την ελευθερία και στήνουν τον χορό των απελευθερωτικών κινημάτων]. Σύν τω Χρόνω γίνεται όλο και πιο φανερό πώς η πηγή όλων των υπερβολών της Χριστολογίας από ψηλά, από πάνω, είναι μία ψεύτικη ερμηνεία του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, διότι αυτό που ενδιαφέρει τον Θεό στον Χριστό δεν είναι να δράσει σύμφωνα με την θεότητά του και να επέμβει θεϊκώς μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν θα είχε την ανάγκη της ενσαρκώσεως για να το πετύχει. Η πρώτη του πρόθεση είναι να υπάρξει και να πράξει σαν άνθρωπος μέσα σ’αυτόν τον κόσμο!
Δογματική και Βιβλική Χριστολογία.
Όπως είπαμε, μία δυνατή ώθηση προς την νέα μέθοδο ερεύνης ήλθε από το αυξημένο ενδιαφέρον για την Αγία Γραφή και από την ανάπτυξη της Βιβλικής χριστολογίας. Μ’αυτόν τον τρόπο οι Θεολόγοι συνειδητοποιούσαν ότι:
1) Δεν αρκούσε πλέον να αποδειχθούν με κάποιο χωρίο της Γραφής οι θέσεις της συστηματικής Χριστολογίας, αλλά ήταν αρκετό και αναγκαίο να αναπτυχθούν ξεκινώντας από το σύνολό της Αγίας Γραφής.
2) Η παραδοσιακή Χριστολογία, παρότι αντιπροσωπεύει την ακριβή έκφραση των βασικών βιβλικών μαρτυριών για τον Χριστό, δεν είναι η συμπύκνωση και η πλήρης σύνθεση όλου αυτού που η Γραφή μας δίνει να ακούσουμε ή αντίστοιχα θα μπορούσε να μας δώσει να ακούσουμε πάνω στον Ιησού, τον Μεσσία και Υιό του Θεού (K.RAHNER).
3) Επί πλέον η σχολαστική δογματική μάς δίνει μερικές χριστολογικές αναπαραστάσεις που δύσκολα γίνονται κατανοητές. Και είναι επομένως αναγκαίο να ανακρίνουμε την Γραφή για να αφήσουμε να μιλήσει η εικόνα τού Χριστού της Βίβλου και να την χρησιμοποιήσουμε [την εικόνα] σαν κανόνα της δογματικής Χριστολογίας, εάν είναι αλήθεια πώς η Γραφή πρέπει να είναι η πηγή της δογματικής.
Φυσικά σ’αυτό το σημείο συναντούμε ένα μεγάλο πρόβλημα μεθόδου. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην βιβλική χριστολογία και την δογματική; Εάν απαντήσουμε βιαστικά πώς οι δύο μορφές Χριστολογίας είναι ανόμοιες, το πρόβλημα παραμερίζεται, δεν λύνεται. Εάν όμως πιστεύουμε, όπως είναι σωστό σε μία δική τους συνέχεια, τότε πρέπει να κατανοήσουμε πώς αυτή η συνέχεια πρέπει να εννοηθεί και να πραγματοποιηθεί. Αλλά πρέπει να προσθέσουμε επίσης πώς μία κατάλληλη κατανόηση αυτής της ενότητος δεν υπάρχει ακόμη. Ακόμη και σχετικώς με τα περιεχόμενά τους αναδύονται δύσκολα προβλήματα: Να μερικά παραδείγματα που επισήμανε ο Κ.Ράνερ.
1) Κεντρική βεβαίωση για τον Χριστό: Είναι βέβαιο πώς η διαβεβαίωση, τόσο κεντρική στην Γραφή, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, και σαν τέτοιος έγινε ο Κύριος της ιστορίας του, έχει ξεπεραστεί από την μεταφυσική έννοια της Θείας Υιότητος, όπως την αναγνωρίζουμε και την εκφράζουμε εμείς, στην διατύπωση της Χαλκηδόνος;
2) Χριστολογία από χαμηλά, από κάτω: Η Χριστολογία των πράξεων των Αποστόλων, η οποία ξεκινά από κάτω, με την εμπειρία γύρω από τον Ιησού, είναι μόνον πρωτόγονη; [Ο Ιησούς όπως λένε οι άθεοι, ρωτούσε τους μαθητές του : Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;]. Ή μήπως αντιθέτως, στην χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα, μπορεί να μας πεί ακόμη κάτι που δεν έχει ειπωθεί με την ίδια διαύγεια από την κλασσική Χριστολογία;
3) Αυθεντική ανθρωπότης του Χριστού: Η συνήθης μείωση της διατυπώσεως της Χαλκηδόνος, σύμφωνα με μία ισοπεδωτική σχολαστική ερμηνεία (και όχι σύμφωνα με την διδασκαλία της Συνόδου) δεν θα έπρεπε να επαληθευτεί από το Βιβλικό δόγμα της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού στον κόλπο της Μαρίας; Αυτό το δόγμα απαιτεί να κατανοήσουμε με αυθεντικό τρόπο, ενάντια στον μονοθελητισμό, την αληθινή πρωτοτυπία του ανθρώπου Ιησού απέναντι στον Θεό, χωρίς να μειώσουμε τον Χριστό, μόνον σε μία μορφή που φανέρωσε τον ίδιο τον Θεό και μόνον αυτόν. Αντιθέτως είναι πολύ κοινή, παρότι δεν λαμβάνει καθαρά την έκφραση ενός λάθους, η αντίληψη τής ενσαρκώσεως του Θεού, που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο στοιχείο μόνον σαν το ένδυμα το οποίο χρησιμοποιεί για να σημειώσει την παρουσία του ανάμεσα μας χωρίς να καλύπτει την πρωτοτυπία του και την αυτονομία του, λόγω του γεγονότος ότι προσελήφθη από τον Θεό [σε κατάσταση εσχάτου ανοησίας, αποδίδουν στον Κύριο αυτό που ισχύει στους πιστούς Του, διότι έχουν καταργήσει το Βάπτισμα. Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε. Όπως εμείς ντυνόμαστε τον Κύριο λοιπόν. Κυρίως όμως όπως οι Ινδουϊστές ντύνονται το σώμα και μετά τό ξεντύνονται για το Νιρβάνα, έτσι, αναλόγως, ο Χριστός ντύθηκε τον άνθρωπο. Ούτε Άγιος υφίσταται, ούτε προφήτης, ούτε η Θεοτόκος].
Πρέπει να αναγνωρίσουμε την σταθερή απειλή της μυθολογίας και τού μονοφυσιτισμού και επομένως να προσφύγουμε στην αντιπαράθεση με τον πραγματισμό της Αγίας Γραφής, που εξασφαλίζει την πρωτοτυπία τής ανθρώπινης Ιστορίας του Ιησού μπρός στον Θεό και είναι προς αυτόν προσανατολισμένη.
Σχόλιο: Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πώς έχουμε διαφορετική Εκκλησία. Τώρα φανερώνεται ξεκάθαρα πώς πίσω από την ετερότητα της Εκκλησίας κρυβόταν άλλος Θεός. Δεν πρόκειται για τον κίνδυνο της Σωτηρίας μας, αλλά για άλλον Θεό, εκτός του Κυρίου. Γιά μιά νέα ειδωλολατρία, τήν ανθρωπολογία.
Βοήθειά μας.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου