ΜΕΡΟΣ Α’
Ὅταν πίσω ἀπό ὅλα τά πρόσωπα καί τά πράγματα δέν βλέπεις τόν Θεό,
γίνονται ὅλα εἴδωλα, θεοποιοῦνται, λατρεύονται, προσκολλᾶσαι μανιακά σέ
αὐτά καί στό τέλος σέ πληγώνουν, σέ παγώνουν, σέ πλακώνουν. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος γράφει σχετικά: «πᾶν ὅ,τι ἐάν ποιῆτε, ἐκ ψυχῆς ἐργάζεσθε, ὡς τῷ Κυρίῳ καί οὐκ ἀνθρώποις»
(Κολ. γ΄ 23). Ὁ Θεός δέν λυπᾶται νά γκρεμίσει τά εἴδωλα, ὅσο μεγάλα κι
ἄν εἶναι, ὅσο ἱερά –πού ὅμως ἀποϊεροποιοῦνται ἀπό τήν κακή χρήση τους.
Ὅπως τότε, πού ἰσοπέδωσε τό ναό τοῦ Σολωμόντα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστεῖ
«οἶκος ἐμπορίου καί σπήλαιο ληστῶν». Ἱεροί χῶροι ἀποπνέουν ἁγιότητα καί
ὅταν τή χάσουν καί ἀλλοιωθοῦν ὑπόκεινται στούς «νόμους» τῆς φθορᾶς. Ὅμως
ἡ ἁγιότητα εἶναι ἄφθαρτη, ἁγιοπνευματική κατάσταση, νικᾶ τό χρόνο, καί
ἔτσι βλέπουμε ἁγιασμένα μοναστήρια, ταπεινές ἀσκητικές σπηλιές, ὅπου
χαριτώθηκαν μέσα σέ αὐτά μοναχοί ἐξαϋλωμένοι, νά ξεπερνοῦν τή φθορά τοῦ
χρόνου, ὅπως ἐκεῖνο τό ταπεινό ἐκκλησάκι, ἡ Ἁγία Θεοδώρα Βάστας,
στήν Ἀρκαδία τῆς Πελοποννήσου, τό ὁποῖο στέκει γιά αἰῶνες ἀναλλοίωτο,
ἐνῶ στή μικρή σκεπή του ὀρθώνονται ἀγέρωχα δεκαεπτά θεόρατα δέντρα.
Θαῦμα ἀληθινό τῆς δημιουργίας. «Ὅπου γάρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις», καί ὄντως, γιά νά θυμίζει τό ἅγιο μαρτύριο τῆς ἁγίας.Ἀντίθετα, μεγάλα παλάτια καί ἀνάκτορα βασιλέων ἀνά τόν κόσμο καί πολύ μεγάλων πολιτισμῶν σωριάστηκαν καί χάθηκαν. Ἔτσι ἡ Ἁγία Σοφία σκανδαλωδῶς μένει γιά νά κηρύττει, μέσα ἀπό τά πανέμορφα ψηφιδωτά της, Χριστό καί Ὀρθοδοξία στήν καρδιά τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐνῶ τά αὐτοκρατορικά της ἀνάκτορα καί ὁ ἱππόδρομος χάθηκαν ὁλικά. Καί στή Ρώμη τό Κολοσσαῖο, ποτισμένο ἀπό τά αἵματα τῶν ἁγίων καί ἡρώων τῆς πίστεως, στέκει νά μαρτυρεῖ ἁγιότητα, ἐνῶ οἱ ρωμαϊκές αὐλές καί τά χλιδάτα σαλόνια τῶν παρανοϊκῶν αὐτοκρατόρων, κεῖνται χαμένα κάτω ἀπό τό χῶμα, ἀνύπαρκτα πλέον μετά ἀπό τόσους αἰῶνες.
Ὁ ἠθικός νόμος πού ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Ὁ μόνος ἀήττητος σύμμαχος. Αὐτός πού δίνει ζωή σέ ὅλη τή δημιουργία, πού ὀμορφαίνει τίς σχέσεις, πού γράφει φωτεινή ἱστορία, πού γεννᾶ ἥρωες καί ἁγίους, πού ὑποτάσσει ὅλο τό σύμπαν στούς ἐραστές αὐτοῦ.
Ἦταν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅταν πῆγα νά λειτουργήσω σέ μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἤμουν πολύ στενοχωρημένος καί ἐν ἀγωνία ἐπερχόμενων θλιβερῶν γεγονότων, λόγω ὑπερβαλλούσης καλοσύνης –κατά ἄλλους, μπουνταλοσύνης– καθώς ἔβαζα τό κεφάλι μου στόν ντορβά γιά νά προστατέψω κάποιον πού πιστεύω πώς ἀδικεῖται οἰκονομικά. Ἔτσι θά ἔπρεπε μετά ἀπό δύο ἡμέρες νά ἐμφανιστῶ ἐνώπιον τοῦ ἀνακριτῆ γιά θέματα μισθοδοτικά, σέ ἵδρυμα πού εἶμαι νόμιμος ἐκπρόσωπος. Μέ τό πέρας ὅμως τῆς Θείας Λειτουργίας μέ περίμενε μιά εὐχάριστη ἔκπληξη. Τήν εἰκόνα στή λιτανεία τήν κρατοῦσε ὁ γνωστός μου ἀπό παλιά εἰσαγγελέας, ἄνθρωπος μέ φόβο Θεοῦ καί ἀσυμβίβαστος μέ τό ἄδικο.
Ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα μέ τή δέουσα τάξη, στό τέλος μιλήσαμε περί ἠθικοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Μοῦ ἐξομολογήθηκε: «Πάτερ μου, χρόνια βασανίζομαι μέ ἕνα δυσεπίλυτο θέμα: Ποῦ τελειώνει ἡ δικαιοσύνη καί πού ἀρχίζει ἡ ἠθική. Δυσδιάκριτα αὐτά τά δύο στή ζωή μας». Τότε θυμήθηκα τά τοῦ ἁγίου Βελιμίροβιτς λεχθέντα περί τῆς τελειότητας τοῦ ἠθικοῦ νόμου τῆς ἀγάπης. Εἴπαμε ἀρκετά, ἀλλά ἡ ἁπλότης μέ παραδείγματα καθαρίζει περισσότερο τά θέματα: «Νά», τοῦ εἶπα, «ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαστηρίων πάει μέ τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη καί ὄχι μέ τόν ἠθικό νόμο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἀνώτερη κατάσταση. Ἄν, λόγου χάριν, ἔχεις ἑπτά σπίτια στό ὑποθηκοφυλάκιο, ὁ νόμος σοῦ δίνει δικαιώματα νά κάνεις ὅ,τι θέλεις. Νά τά σπαταλήσεις, νά τά παίξεις στά χαρτιά, νά τά δώσεις στούς κολλητούς σου, νά τά ἀχρηστέψεις. Καί εἶσαι καθ’ ὅλα νόμιμος καί εὐυπόληπτος πολίτης. Ἡ ἠθική τῆς ἀγάπης ὅμως λέγει ἄλλα πράγματα, πού δέν ταιριάζουν καί δέν προσαρμόζονται στή δικαιοσύνη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κρατᾶς, γιά παράδειγμα, ἕνα σπίτι, ἄν εἶσαι μόνος σου, καί τά ἕξι τά δίνεις, ἀντίστοιχα, σέ πολύτεκνες οἰκογένειες. Τότε ζεῖς πάνω ἀπό ὅλα τά στενόχωρα, τά συμβατικά, στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διά τοῦ Λόγου τοῦ Ὑιοῦ Του, εἶπε τό περίφημο “ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι”» (Λουκ. γ΄ 11).
Αὐτά εἴπαμε ἐν συντομία μέ τόν ἐξαίρετο λειτουργό τῆς Δικαιοσύνης καί ἀνανεώσαμε τό ραντεβού μας μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νά μιλήσουμε γιά τίς φλέγουσες ὑποθέσεις τοῦ ἱδρύματος στήν Ἄνω Γλυφάδα. Καθώς πήγαινα νά τόν συναντήσω, βρισκόμουν στό μετρό, καί ὅπως συνηθίζω, γιά νά μήν ἀργοσχολῶ, ἄνοιξα τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς ὅπου ἑρμηνεύει τά εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν. Η ἀνάγνωσή του μέ ἀφόπλισε. Ἦταν ἡ ἀπάντηση στό πρωταρχικό ἐρώτημα τοῦ ἀγαπητοῦ εἰσαγγελέα:
«Ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή συμπόνια πού οἱ ἰνδουιστές θεωροῦν ὡς τή μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά νιώσει συμπόνια γιά ἕναν ἐπαίτη, ἀλλά καί νά τόν προσπεράσει. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως θά νιώσει συμπάθεια γιά τόν ἐπαίτη καί θά τόν βοηθήσει. Τό νά δείξεις φιλανθρωπία στόν ἐπαίτη δέν εἶναι οὔτε τό πιό δύσκολο οὔτε τό ἀνώτερο πράγμα στό νόμο τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πράγμα εἶναι νά δείξεις ἀγάπη στούς ἐχθρούς σου. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή συγχώρεση τῶν προσβολῶν. Ἡ συγχώρεση τῶν προσβολῶν εἶναι τό πρῶτο μισό τοῦ δρόμου πρός τόν Θεό. Ἡ τέλεση ἔργων ἀγάπης εἶναι τό δεύτερο μισό.
»Εἶναι ἀπαραίτητο νά ποῦμε πώς ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν κοσμική δικαιοσύνη; Ἄν δέν ὑπῆρχε ἀγάπη, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἦταν θύματα τῆς κοσμικῆς νομικῆς δικαιοσύνης. Χωρίς ἀγάπη ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά περιφρουρήσει αὐτό πού ἤδη ὑπάρχει. Ἡ ἀγάπη ὅμως δημιουργεῖ καινούρια καί μεγάλα ἔργα στόν κόσμο. Γι’ αὐτό καί εἶναι καλύτερο στούς ἀνθρώπους ν’ ἀσκοῦνται ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία στή γνώση τῆς γλυκύτητας πού προσφέρει ἡ ἀγάπη κι ἡ φιλανθρωπία, παρά νά μάθουν τή σκληρότητα τοῦ νόμου. Τό νόμο τόν μαθαίνει κανείς ὁποτεδήποτε. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιά σκληρυνθεῖ, εἶναι δύσκολο νά ξαναγυρίσει καί νά γίνει σπλαχνική. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεήμονες, δέν θ’ ἁμαρτήσουν ἐνάντια στό νόμο. Ὅταν ὅμως τηροῦν τό νόμο ἀλλά τούς λείπει ἡ φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν νά χάσουν τό στεφάνι τῆς δόξας πού ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στούς φιλάνθρωπους».[1]
Ὁ ἠθικός νόμος τῆς ἀγάπης. Ὁ μόνος ἀήττητος προστάτης μας. Γιά αἰῶνες ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς ὑποκλίνονταν ἐνώπιόν του. Καί ὅσοι τόν παρέβαιναν ἐξαφανίζονταν, ὅπως τά Σόδομα καί τά Γόμορα, ἡ Βαβυλώνα, ἡ Πομπηία, ἡ πανίσχυρη Ρώμη τῆς ἀρχαιότητας, ὁ παλαιός Ἰσραήλ, σκορπισμένος στά ἔθνη γιά 1.000 χρόνια περίπου, ἡ Τύρος, ἡ Σιδών, ὁ μεγάλος αἰγυπτιακός πολιτισμός τῶν Φαραώ, πού λάτρευε τίς Σφίγγες. Ὅλες οἱ μεγάλες καταστροφές τῆς ἀνθρωπότητας ἐξηγοῦνται μέ παραβίαση ἠθικῶν νόμων καί ὄχι φυσικῶν, πού κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς δέν ὑπάρχουν. Ὅπως τότε πού σταύρωσαν τόν Δίκαιο οἱ παράνομοι Ἑβραῖοι, καί ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε καί μέγας σεισμός τάραξε τά Ἱεροσόλυμα, καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε καί οἱ νεκροί ἐξῆλθαν τῶν μνημείων. Καί αὐτό γιατί, ἐνῶ ὁ ἠθικός νόμος ὅταν ἀθετεῖται τιμωρεῖ τούς παραβάτες του, ὁ φυσικός νόμος, ἄς ποῦμε τῆς βαρύτητας, ὑπερβαίνεται χωρίς καμιά συνέπεια. Ὅπως ὅταν ἕνας ἅγιος ξεπερνώντας τον μεταφέρεται μέ τό σῶμα του σέ ἄλλον τόπο ἤ τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας στέκει πάνω ἀπό τό ἔδαφος. Ἔτσι ὁ προφήτης Ἀββακούμ βρέθηκε ἀπό τήν Ἰουδαία, θαυμαστῶ τῶ τρόπω, στή Βαβυλώνα, πάνω ἀπό τό λάκκο τῶν λεόντων, ὅπου εἶχαν ρίξει τόν προφήτη Δανιήλ, ὅταν ἄγγελος Κυρίου τόν ἅρπαξε ἀπό τά μαλλιά καί τόν μετέφερε γιά νά τοῦ πάει φαγητό. Καί ὁ ἀπόστολος Φίλιππος πού ἡρπάγη ἐν σώματι ἀπ’ τά Ἱεροσόλυμα στό δρόμο πρός τήν Αἰθιοπία γιά νά συναντήσει τόν εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης, τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων, ὥστε νά τόν βαπτίσει καί νά καταστεῖ ἔτσι ὁ πρῶτος χριστιανός Αἰθίοπας (βλ. Πράξ. η΄ 26-40). Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, ὁ ὁποῖος μετέφερε μέ τήν προσευχή του ἕνα πιάτο ζεστό πιλάφι, ἀπό τήν Καπποδοκία στή Μέκκα, γιά τόν κύριό του. Κι αὐτές εἶναι κάποιες ἀπό τίς ἐλάχιστες θεοσημεῖες στό πλῆθος τῶν «ὑπερφυσικῶν» ἐμπειριῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅμως τούς τελευταίους δύο αἰῶνες τό κακό παράγινε. Ὁ ἠθικός νόμος πετάχτηκε στά σκουπίδια καί αὐτονομήθηκε ὁ φυσικός «νόμος», ὁ ὁποῖος ἀπόκτησε αὐτοτέλεια, λές καί εἶναι αὐθύπαρκτος. Ἔτσι ἀγνοήθηκε ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια ὅλων τῶν ἐποχῶν, πώς στόν παντοδύναμο ἠθικό νόμο τῆς ἀγάπης ὑποτάσσεται καί ὑποκλίνεται ἀκόμη καί αὐτός ὁ ὑποτιθέμενος φυσικός «νόμος», δηλαδή ὅλο τό σύμπαν. Καί αὐτό εἶχε τραγικές συνέπειες γιά τήν ἰσορροπία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, καθώς ἡ μετακύληση τοῦ νόμου ἀπό τό πεδίο τό ἠθικό στό πεδίο τό φυσικό ἔφτιαξε ἀνθρώπους τίγρεις, πού πλέον σκοτώνουν ἀδίστακτα γιά δέκα ἤ εἴκοσι εὐρώ καί δολοφονοῦν ἀσύστολα ἔμβρυες ψυχές. Νά πιό ἁπλά οἱ ἁπτές συνέπειες: Οἱ λευκές φυλές, πού ἔκαμαν τούς δύο τελευταίους ἀιῶνες τό μεγαλύτερο ξεπούλημα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει συμβεῖ ποτέ στήν ἱστορία ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς, λησμόνησαν τό παγκόσμιο χάδι τῆς ἀγάπης, γέννησαν τήν ἀθεΐα καί αὐτή τά δύο νόθα, τούς δύο παγκόσμιους πολέμους. Ὁ Κύριος σαφέστατα μέσα στό Εὐαγγέλιό Του συνδέει ἀπόλυτα τήν παραβίαση τοῦ ἠθικοῦ νόμου μέ τήν ταραχή στή φυσική καί οἰκολογική ἰσορροπία. Λέει προφητικά: «Ἐγερθήσεται γάρ ἔθνος ἐπί ἔθνος, καί βασιλεία ἐπί βασιλείαν· καί ἔσονται λιμοί καί λοιμοί καί σεισμοί κατά τόπους [...] καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 7, 12). Νά λοιπόν πού τό πάγωμα τῆς ἀγάπης, ἡ ἐγκατάλειψη δηλαδή τοῦ ἠθικοῦ νόμου, δέν προξενεῖ μόνο πολέμους μεταξύ ἐθνῶν ἀλλά καί σεισμούς καί λοιμούς, δηλαδή ταραχή στό γήινο στερέωμα, ἀντίδραση τῆς φύσης σέ αὐτούς πού ἀντέδρασαν στήν Ἀγάπη, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
(συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΕΥΧ. ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016
[1] Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Κυριακοδρόμιο Β΄, μτφρ.-ἐπιμ. Πέτρος Μπότσης, Ἀθήνα 2013, σελ. 183-184.
Συντάκτης: Αρχιμ. Αρσένιος Κωτσόπουλος
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου