Ο διαβόητος Κώστας Πάσσαρης προχώρησε σε μια άνευ προηγουμένου εξομολόγηση μέσα από τις ρουμανικές φυλακές υψίστης ασφαλείας στο «Πρώτο Θέμα» για ότι τον οδήγησε στις ακραίες του πράξεις. 
Ο σκληρός Κώστας Πάσσαρης, ο οποίος κατηγορείται για πέντε ανθρωποκτονίες και οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα ενώ εκτίει ποινή στις ρουμανικές φυλακές για ληστεία με διπλό φόνο στο Βουκουρέστι. δηλώνει μετανοιωμένος, έχοντας κάνει μια τεράστια στροφή προς τον χριστιανισμό.
«Κανείς δεν γεννιέται άγιος, ούτε και δολοφόνος. Θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου αγριεμένο», δηλώνει.
«Μου είχαν συμβεί διάφορα πράγματα και σε δικούς μου ανθρώπους. Ωστόσο, έχουν δίκιο σε αυτά που έλεγαν εκείνη την εποχή. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι σημαίνει ανθρώπινες αξίες, ενώ έβλεπα γύρω μου δικούς μου ανθρώπους να πεθάνουν. Ήμουν σε μία άλλη κατάσταση. Κανείς όμως δεν γεννιέται δολοφόνος, ούτε είναι το παιδικό του όνειρο να γίνει δολοφόνος», προσθέτει.
Ο διαβόητος κακοποιός Κώστας Πάσσαρης βρίσκεται στις φυλακές της Ρουμανίας εδώ και 18 χρόνια και λίγο πριν από μια δίκη στην Αθήνα, που πιθανόν να αναβληθεί, αναφέρεται σε συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» της Κυριακής στην εγκληματική του δράση.
«Θα μπορούσα να το κάνω. Να τους κοιτάξω στα μάτια και να τους πω ότι λυπάμαι για ό,τι συνέβη. Δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο γι’ αυτούς. Είναι δύσκολο πράγμα, αλλά θα το έκανα», λέει. Ενώ δηλώνει ότι «ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν δεν είχα γεννηθεί».

Όσο για τον κίνδυνο παραγραφής των εγκλημάτων που έκανε ο 44χρονος, πλέον, Κώστας Πάσσαρης, τώρα πια είναι ορατός. «Έχω δηλώσει πως θέλω να γυρίσω και να δικαστώ. Ποτέ δεν ήμουν αντίθετος να έρθω στην Ελλάδα και να δικαστώ, αλλά για διάφορους λόγους αυτό δεν έγινε. Όχι, όμως, εξαιτίας μου. Το είχα ζητήσει και είχα κάνει δύο αιτήσεις σχετικά με τη μεταφορά μου στην Ελλάδα», δηλώνει, μεταξύ άλλων, στο «Πρώτο Θέμα» που κυκλοφορεί την Κυριακή.

Με το κομποσκοίνι στο χέρι κάνει 100 μετάνοιες για κάθε θύμα του

Σε τίποτα δεν θυμίζει τον αδίστακτο κακοποιό ο Κώστας Πάσσαρης, που δολοφόνησε τέσσερις ανθρώπους σε Ελλάδα και Ρουμανία. Ο δικηγόρος του λέει πως έχει μετανιώσει για τις δολοφονίες και θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων.
Ο πατήρ Γερβάσιος Ραπτόπουλος που βρίσκεται στο πλευρό του κακοποιού, αναφέρει στον ΑΝΤ1, πως ο Πάσσαρης με το κομποσκοίνι στο χέρι κάθε βράδυ κάνει 100 μετάνοιες για κάθε σκοτωμένο του.
Στο μεταξύ, αναβλήθηκε για τρίτη φορά η δίκη του καθώς η διαδικασία προσωρινής παράδοσης από τη Ρουμανία «σκάλωσε» στα έξοδα μεταφοράς ενώ οι συγγενείς των θυμάτων ανησυχούν καθώς πολλά αδικήματα βρίσκονται στα όρια παραγραφής.

Το χρονικό

Όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κομοτηνή, κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από την Στρατονομία (πρώην ΕΣΑ), και κλείστηκε στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνα, από όπου όμως κατάφερε να αποδράσει. Κηρύχθηκε λιποτάκτης και καταζητούνταν.[1]
Τότε άρχισε να προβαίνει σε ένοπλες ληστείες και διαρρήξεις. Τελικά η αστυνομία κατάφερε να τον συλλάβει στα τέλη του 1996, μετά από περιπετειώδη καταδίωξη, αφού είχε ληστέψει μία γυναίκα έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στην Καλλιθέα.
Εξέτισε την ποινή του στις φυλακές Κασσάνδρας στην Χαλκιδική. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Ρουμάνο κατάδικο Nικολάε Γκόρεα, με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι. Ο Πάσσαρης και ο Γκόρεα αποφυλακίσθηκαν μαζί το 1999 και μαζί με έναν άλλον Ρουμάνο, τον Ίον Βασίλι, ξεκίνησαν εκ νέου τις ληστείες. Την περίοδο 1999–2000 οι τρεις τους πραγματοποίησαν σειρά ένοπλων ληστειών σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 οι τρεις ληστές εντοπίστηκαν από την αστυνομία στην Πλατεία Βάθης. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Ίον Bασίλι. Ο Πάσσαρης και ο Γκόρεα κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει την αστυνομία με αντίποινα, δηλώνοντας, «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ».
Τρεις ημέρες αργότερα η Ασφάλεια Αττικής καταφέρνει και συλλαμβάνει τον Πάσσαρη στην Πλατεία Αμερικής. Πάνω του είχε ένα πιστόλι και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα, αστυνομικοί σκοτώνουν τον Νικολάε Γκόρεα σε ένοπλη συμπλοκή στην Πετρούπολη, αφού πρώτα είχε αρνηθεί να παραδοθεί. Έτσι, και οι δύο φίλοι και συνεργοί του Πάσσαρη ήταν πλέον νεκροί από τα πυρά αστυνομικών. Ο Πάσσαρης οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.

Μετά από παράπονά του για κρίσεις επιληψίας, στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ενέκρινε τη μεταγωγή του Πάσσαρη στο νοσοκομείο, σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών της Αστυνομίας. Στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι Aθανάσιος Δρακόπουλος (47 ετών) και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος (49 ετών) και ο σωφρονιστικός υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ανδρέας Φυσέκης (33 ετών) ανέλαβαν να συνοδεύσουν τον Πάσσαρη από τις φυλακές Κορυδαλλού στο Γ. Γεννηματάς: Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας. Άγνωστο πως, ο Πάσσαρης είχε καταφέρει να προμηθευτεί ένα πιστόλι. Με την είσοδό στο νοσοκομείο, και ενώ φορούσε χειροπέδες, κατάφερε με γρήγορες κινήσεις να πυροβολήσει και να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς, καθώς και να τραυματίσει σοβαρά τον Φυσέκη, ο οποίος τελικά κατάφερε να επιζήσει. Σύμφωνα με την διήγηση του Φυσέκη:
«Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.».
Ο Πάσσαρης δραπέτευσε, εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, και συνέχισε την εγκληματική του δράση με νέες ληστείες, αλλά και με την δολοφονία της Βουλγάρας ιερόδουλης Μπλάνκα Σλάβτσεβα, αφού πρώτα είχαν συνευρεθεί ερωτικά.
Τον Ιούλιο του 2001 αστυνομικοί έκαναν έφοδο σε διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου – σύμφωνα με πληροφορίες της Ασφάλειας Αττικής – υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν επί τόπου τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψαν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο το ίδιο διαμέρισμα. Τότε παρουσιάστηκε μια μοναδική ευκαιρία σύλληψης του Πάσσαρη.

Τελικά στις 31 Ιουλίου του 2001, σε μια γιγαντιαία επιχείρηση, δεκάδες αστυνομικοί πήραν θέση στους δρόμους γύρω από την πολυκατοικία, ενώ επτά άνδρες των ΕΚΑΜ περίμεναν τον Πάσσαρη μέσα στο διαμέρισμα. Ο Πάσσαρης γύρισε το κλειδί στην πόρτα για να μπει. Η βιασύνη των αστυνομικών, που του φώναξαν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του έδωσε την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα ενός αστυνομικού τον τραυμάτισε στο πόδι.
Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, παραιτήθηκε ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, αξιωματικός με σημαντικές επιτυχίες, που απολάμβανε της εκτίμησης πολλών ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και κυρίως του Ευάγγελου Γιαννόπουλου που τον είχε προωθήσει στην αρχηγία πριν από τρία χρόνια, το 1998.
Διαφεύγοντας την σύλληψη, ο Πάσσαρης βγήκε από την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2001 με πλαστό διαβατήριο και κατέφυγε στην Ρουμανία, συνεχίζοντας τις ληστείες. Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Βουκουρέστι, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο και αφαίρεσε 16.000 δολάρια.
Η ρουμανική αστυνομία, σε συνεργασία με την ελληνική, συνέλαβε έναν συνεργό του, εμπλεκόμενο σε κυκλώματα μαστροπείας,ο οποίος τους οδήγησε στον Πάσσαρη, τον οποίο συνέλαβαν με έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία στο ανταλλακτήριο του Βουκουρεστίου.