Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Οι Ορθόδοξοι Μπροστά στο Χάος της «Νέας Εποχής», του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,


Οι Ορθόδοξοι Μπροστά στο Χάος της «Νέας Εποχής»
του π. Γεωργίου Μεταλληνού
από το περιοδικό «Ρεσάλτο», τεύχος 1, Δεκέμβριος 2005
1. Η εποχή μας σφραγίζεται καθοριστικά από μια νέα ιστορική συγκυρία, τη Νέα Παγκόσμια Τάξη πραγμάτων, ως στρατιωτικοπολιτική έκφραση της Νέας Εποχής, που ορίζεται αφετηριακά από τον πόλεμο του Κόλπου και την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», το κενό του οποίου έσπευσε να καλύψει η αναδυθείσα παγκόσμια Μονοκρατορία, η Pax Americana, που μεταφέρει τον κόσμο μας αναδρομικά στην ενότητα της Pax Romana και σ’ ό,τι αυτή μπορεί να περικλείει για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, η ανθρωπότητα εντάχθηκε σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα πολιτικής και αξιών, που ελέγχει και διαμορφώνει καθολικά, μέσω της ενιαιοποιούμενης παιδείας και των κατευθυνόμενων Μ.Μ.Ε., τον άνθρωπο και την κοινωνία ως πλανητικό άνθρωπο και πλανητική-ολιστική κοινωνία.
Στο σημείο αυτό επιτρέπεται ένας παραλληλισμός: Στις 11.5.330 αναδύεται ένα νέο ιστορικό μέγεθος, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Ρωμανία από τον δ΄ αι. ή «Βυζαντίου» από το 1562), που υποστασιωνόταν με το τρίπτυχο: εκχριστιανισμένος ρωμαϊκός κρατικός φορέας-ελληνικός πολιτισμός/παιδεία και χριστιανική ορθοδοξία, ως ψυχή και ζωοοποιητική δύναμη του νέου αυτού παγκόσμιου μορφώματος.
Η σημερινή Νέα Εποχή, ως παγκόσμια αυτοκρατορία, ανατρέπει και υποκαθιστά το παλαιό με το δικό της τρίπτυχο: παγκόσμια πολιτική εξουσία–παγκόσμιος πολιτισμός, με την προϊούσα επικράτηση του δυτικού πολιτισμού, και παγκόσμια θρησκεία, ως Πανθρησκεία, για τη διαμόρφωση ολιστικής συνείδησης πάνω στην πανθεϊστική βάση: Όλοι ένα – όλοι Θεός! Μέσα στην πολυωνυμία του Υδροχοϊκού Μεσσία αθετείται η μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου στη δυνατότητα σωτηρίας ως θέωσης. Η ιδεολογία της Νέας Εποχής συνιστά, έτσι, πρόκληση ουσιαστική για την Ορθοδοξία.
Η Νέα Εποχή συνδέεται με τη μόνιμη πια στο δυτικό κόσμο χιλιαστική προσδοκία (ευδαιμονισμός), στα όρια μιας ενδοκοσμικής εσχατολογίας καθολικής ευημερίας και ειρήνης. Η ηχηρότητα αυτών των επαγγελιών δεν αποτρέπει όμως την απογοήτευση, καθώς γίνεται φανερό, ότι απλώς αναπαράγεται το παλαιό σύστημα με όλη την παθολογία και παθογένειά του.
2. Η Νέα Τάξη οδήγησε σε μια (νέα) Μονοκρατορία, την κυριαρχία μιας (νέας) παγκόσμιας Υπερδύναμης. Τα Χριστούγεννα εμείς οι ορθόδοξοι ψάλλουμε στο υπέροχο τροπάριο της Αγίας Κασσίας ή Κασσιανής, για τη «νέα τάξη» και την εγκόσμια μονοκρατορία της Παλαιάς Ρώμης, τα λόγια: «υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον τα έθνη εγένοντο».
Σήμερα τα έθνη της εποχής μας «γίνονται» και πάλι υπό μια παγκόσμια βασιλεία, εντασσόμενα -αναγκαστικά και στανικά- σ’ ένα κατασκευασμένο παγκόσμιο πολιτικό σχήμα, με την επιβολή σ’ όλα τα επίπεδα και όλους τους χώρους της μονοκράτειρας δύναμης. Η κατασκευασμένη αυτή «αλλαγή» εκφράζεται, πράγματι, αριστουργηματικά και προφητικά συγχρόνως στο γνωστό βιβλίο του George Orwell «1984». Αυτή είναι η Νέα Εποχή (New Age).
Η Νέα Εποχή κινείται, λοιπόν, σε τρία επίπεδα: το πολιτικό, που σημαίνει κατίσχυση μιας υπερδύναμης με μονοκρατορικό παγκόσμιο ρόλο. το πολιτιστικό, με την επικράτηση ενός ραφιναρισμένου και ανανεωμένου δυτικού (φραγκογερμανικού) πολιτισμού. Τα γραφόμενα από κοινωνιολόγους του συστήματος, όπως ο Χάντιγκτον ή ο Ετζιόνι, κατά τη δική μου ανάγνωση, αυτό ακριβώς εκφράζουν: τη διαφοροποίηση του δυτικού πολιτισμού από την Ορθοδοξία και το Ισλάμ (ως διαπίστωση είναι απόλυτα ακριβής) για την επιβολή, στην επερχόμενη πολιτισμική σύγκρουση, του ευρωαμερικανικού «πολιτισμού» (της υποκουλτούρας, του ρέηβ, των ναρκωτικών και της κόλας).
Το τρίτο επίπεδο είναι το θρησκευτικό. Οι συνάξεις στην Ασσίζη (1986 κ.ε.) - διαθρησκειακές συμπροσευχές δηλαδή υπό την ηγεσία του Πάπα –δείχνουν, ότι τέθηκε ήδη σε λειτουργία ο σχετικός μηχανισμός, για την επικράτηση της παγκόσμιας θρησκείας με βάση την αρχή, ότι κάθε θρήσκευμα προσφέρει σωτηρία (πανθρησκειακή εκδοχή της «θεωρίας των κλάδων»). Αυτά απαιτούν, φυσικά, αναίρεση του Χριστιανισμού, και μάλιστα στην αυθεντικότητά του (Ορθοδοξία).
Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε και ένα τέταρτο επίπεδο, το επιστημονικό, με την εξέλιξη της Βιολογίας και των ειδικών επιστημονικών κλάδων της (Βιογενετική - Βιοτεχνολογία - Γενετική Μηχανική), που προσφέρουν δυνατότητες απεριόριστες «προς χρήσιν» από την Υπερδύναμη, όποτε θελήσει να χρησιμοποιήσει όλες τις σχετικές επιστημονικές ανακαλύψεις-εξελίξεις για την ευκολότερη και ευρύτερη επικράτησή της.
3. Ο συνειδητά Ορθόδοξος εντάχθηκε στην Ενωμένη Ευρώπη, με συγκεκριμένες βεβαιότητες, που θα αποβούν καθοριστικές για την περαιτέρω παρουσία και στάση του μέσα σ’ αυτήν και γενικά στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Έχει σαφή συνείδηση της διαμετρικής διαφοράς ορθόδοξου και δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Όλες οι εκφάνσεις του ελληνορθόδοξου πολιτισμού αποτυπώνουν τον αγώνα του ανθρώπου για την τελείωση της ύπαρξής του μέσα στην άκτιστη και θεουργική θεία χάρη. Στόχος του δεν είναι ο εξανθρωπισμός ή η ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλ’ η υπέρβαση της κτιστότητάς του, με την ανάδειξη του ανθρώπου σε Θεάνθρωπο «κατά χάριν». Ανθρωπολογικό πρότυπο της Ορθοδοξίας δεν είναι ο «καλός καγαθός» άνθρωπος, αλλ’ ο Θεάνθρωπος.
Οι ορθόδοξοι λαοί στην πλατιά διαστρωμάτωσή τους είναι ζυμωμένοι μέσα σ’ αυτή την πολιτισμική παράδοση και παρά τις αναμφισβήτητες αλλοιωτικές επιρροές, που έχουν δεχθεί στην ιστορική τους πορεία, διακρατούν στη συνείδησή τους τα ζώπυρα αυτής της παράδοσης, που εκφράζεται στις οριακές στιγμές της ως «ανθρωπιά» και «φιλότιμο», όροι πρακτικά άγνωστοι σήμερα στον πολιτισμό της Δύσης.
Η δυτική κοινωνία, μέσα στις ιστορικές μεταλλαγές της (μετά από τα ισχυρά ρήγματα στην πολιτιστική συνέχειά της: αναγέννηση, διαμαρτύρηση, διαφωτισμός), έχει οδηγηθεί σε μιαν άλλη στάση ζωής, ριζικά αποστασιοποιημένη από τον ορθόδοξο πολιτισμό της προκαρλομάγνειας περιόδου της.
Η μετακαρλομάγνεια Ευρώπη, αποκομμένη από την πατερικότητα, ανέπτυξε έναν πολιτισμό που έχασε κυριολεκτικά την αυθεντική έννοια του Θεού, του ανθρώπου και της κοινωνίας. Ενώ δε παρήγαγε μια εκθαμβωτική επιστημονική πρόοδο, αποδεικνύεται εντελώς ανίσχυρη να διαπλάσει ανθρώπους, που να μπορούν να χρησιμοποιούν τα επιτεύγματα της επιστήμης για τη σωτηρία του ανθρώπου και όχι την καταστροφική εκμετάλλευσή του. Και μόνο οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ως δημιουργήματα της Ευρώπης και του πολιτισμού της, δείχνουν που μπορεί να οδηγήσει ο «χωρίς Θεό», ρομποτοποιημένος, ευρωπαϊκός (δυτικός) άνθρωπος.
4. Η Ενωμένη Ευρώπη και η τροφοδοτούμενη από αυτήν δυτική κοινωνία παρουσιάζονται για την Ορθοδοξία ως αγρός ιεραποστολικός, χώρος μαρτυρίας του λόγου και του τρόπου (στάσης ζωής), που συνιστά την ουσία της ορθόδοξης παράδοσης.
Αυτή μπορεί να είναι η δική μας προσφορά στον παραπαίοντα σημερινό κόσμο, όσο περίεργο και αν φαίνεται αυτό στον δυτικοποιημένο Έλληνα πολιτικό ή διανοούμενο. Διαφορετικά, η παρουσία μας δεν θα είναι μόνο χωρίς σημασία, αλλά θα ολοκληρώσει την υποτέλεια και αλλοτρίωσή μας.
Η παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο οφείλει να είναι πρωταρχικά πνευματική και λειτουργική.
Η Θεία Λειτουργία, με όλη τη λατρεία μας, είναι ο σημαντικότερος θησαυρός μας, διότι περικλείει και διασώζει δυναμικά το φρόνημα και τη ζωή των Αγίων μας, την πίστη και τον θεόνομο τρόπο ύπαρξής τους. Η ασκητική παράδοση των Αγίων μας, αρχαίων και νέων, είναι η πηγή του πολιτισμού μας, πεμπτουσία του οποίου είναι ο λόγος του Χριστού μας «μακάριον εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20, 35), που αναιρεί την εγωιστική βουλιμία και ατομοκρατική υστερία. Είναι αυτό που λέει ο λαός μας: «Κάμε το καλό και ριξ’ το στο γιαλό». Δεν γνωρίζω αν υπάρχει σε άλλους λαούς αυτή η παροιμία! Και όπως είπε ο Αριστοτέλης, στις παροιμίες ενός λαού αποταμιεύεται η συνείδηση και πείρα του.
Βέβαια, οφείλω μια διευκρίνηση. Όταν ο Στ. Ράνσιμαν υποστήριζε, ότι ο 21ος αι. θα είναι «ο αιώνας της Ορθοδοξίας», προϋπέθετε τους Ορθοδόξους. Ο βαθύς αυτός γνώστης της αγιοπατερικής και ησυχαστικής παράδοσης δεν εννοούσε, φυσικά, μιαν εθιμική «ορθοδοξία», ιδεολογικοποιημένη και σκανδαλίζουσα τις συνειδήσεις, εξουσιαστική και διεκδικητική της εξουσίας, όλα αυτά που περικλείει ο όρος «ορθοδοξισμός».
Ο Ράνσιμαν ταυτιζόταν στο θέμα αυτό με τον Μακρυγιάννη. Για τη «μαγιά» του ελληνορθόδοξου – ρωμαίϊκου Γένους μιλούσε κι αυτός. Αυτή η «μαγιά» μπορεί να λειτουργήσει ως πνευματικός καταλύτης. Όχι μόνο για τον νεοεποχίτικο κόσμο, αλλά και για μας τους ανίατα ξενομανείς Νεοέλληνες.
Πηγή: http://resaltomag.blogspot.com/2010/11/blog-post_5776.html

Άσκησις και λατρεία, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,


Άσκησις και λατρεία
του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 16/9/2011
Μὲ βάση τὸ λόγο καὶ τὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, τῶν αὐθεντικῶν θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ φωτισθεῖ στὴν συνέχεια ἡ σχέση καὶ συμπληρωματικότητα τῶν δύο πτερύγων τῆς ἁγιοπνευματικῆς μας ζωῆς, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς λατρείας.
1. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἁπλὰ «μάθημα», ἀλλὰ προπάντων «πάθημα». Προσφέρεται ὡς ζωή, ὡς ἔνταξη σὲ ἕνα «καινό» -ἀποκεκαλυμμένο ἐν Χριστῷ, τρόπο ζωῆς, τὴν ζωὴ ποὺ εἰσήγαγε στὴν ἱστορία ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φθάσει-μέσῳ μιᾶς συγκεκριμένης πορείας- σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ ἐφαρμόζει καὶ στὸν ἑαυτό του ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20)... Εἶναι «μόρφωσις» τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν πιστὸ (πρβλ. «ἵνα μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» Γαλ. 4, 19). Νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Χριστός -θεὸς κατὰ χάριν.
Ἡ πορεία αὐτή, ποὺ ἰσοσυναμεῖ μὲ θεραπευτικὴ διαδικασία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως (1) εἶναι ἀκριβῶς ἡ Πνευματικὴ ζωὴ ἤ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πενύματι. Αὐτὸ σημαίνει μετοχὴ στὴν προσφερόμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄκτιση Χάρη, ποὺ ἐγκαθιδρύεται στὸν ἀσκούμενο πιστὸ ὡς «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (οὐράνια βασιλεία) καὶ φανερώνεται ὡς πορεία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ζεῖ μέσα στὸ ἁγιοτριαδικὸ φῶς, γιὰ νὰ εἶναι κατ᾽ ἀλήθειαν ἄνθρωπος καὶ συν-άνθρωπος, ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, στὰ ὅρια τῆς εὐσεβείας καὶ ἀγαπητικῆς ἀνιδιοτέλειας, κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο: «σωφρόνως, καὶ δικαίως, καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ αἰῶνι» (Τιτ. 2,12). Πνευματικός, ἔτσι, στὸν γλωσσικὸ κώδικα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ διανοητικὰ καλλιεργημένος, ὁ διανοούμενος, ὁ κατὰ κόσμον σοφός, ἀλλ᾽ ὁ κατὰ Θεὸν σοφὸς (Ἰακ. 3,17), αὐτὸς ποὺ ἔχει καταξιωθεῖ σὲ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Πνευματοφόρος (2). Πνευματικὸς ἀληθινὰ εἶναι ὁ θεούμενος, ὁ Ἅγιος.
Ὁ Ὀρθόδοξος Ναὸς εἶναι «ἁγιογραφημένος», κατάφορτος ἀπὸ μορφὲς Ἁγίων, γιὰ νὰ ὑπάρχει μόνιμη ἡ ὑπόμνηση, ὅτι σκοπὸς κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἴδια μὲ τοὺς Ἁγίους πορεία, καὶ ἡ Ἐκκλησια νὰ εἶναι μόνιμο «ἐργαστήριο ἁγιότητος». Ὅσο καὶ ἄν ἀκούεται σήμερα παράταιρα, αὐτὸ σημαίνει: «χῶρος κατασκευῆς (= δημιουργία) Ἁγίων καὶ «πνευματικὸν ἰατρεῖον» (ἱ. Χρυσόστομος) -πνευματικὸ θεραπευτήριο. Οἱ ὅροι αὐτοί, ποὺ φανερώνουν τὸν πνευματοκρατικὸ ρεαλισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐρείδονται στὴν ἱστορικότητά της, τὴν ἐμμονή της δηλαδὴ στὸν «κόσμο» («ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλ᾽ ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου» - Ἰωάνν. 17, 14) ὑπέρ τῆς σωτηρίας, τοῦ ὁποίου ὑπάρχει στὴν ἱστορία.
Ἡ πνευματικὴ ζωή, συνεπῶς, συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησιαστικότητας ὡς χριστιανικότητας. Γι᾽ αὐτό, ἀκριβῶς, σκοπὸς τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κό- σμο εἶναι ἡ πρόσληψη καὶ ἔνταξη στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ὡς ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, ἡ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου. Διότι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του, συνιστᾶ τὸν (αἰώνιο) προορισμὸ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ τὴ μόνη δυνατότητα πραγματώσεως ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, πραγματώνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «οὗ γὰρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).
2. Οἱ κύριες συνιστῶσες τοῦ ἁγιο πνευματικοῦ βίου εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ λατρεία (3). Ἡ Θεολογία ἐκφράζει τὸ τὶ τῆς πίστεως, ὡς αὐτοφανέρωση τῆς Θείας Ἀγάπης καὶ ὡς καθημερινὴ δοξολογία καὶ ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ. Ἄσκηση καὶ Λατρεία ὅμως συνιστοῦν τὸ πῶς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὡς πιστότητα στὴ θεία κλήση καὶ ὅροι τῆς πραγματώσεώς της. «Ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκατάστασις τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς τελείωσιν καὶ τὴν ἀθανασίαν, διὰ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύ - ματος κοινωνίας»(4). Φθάνοντας στὴν «κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ὁ ἄνθρωπος, μετέχει στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ πραγματώνεται ὡς «πρόσωπον», ζώντας τὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς ἁγιοτριαδικῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ἡ πορεία αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἔνταξη ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνΧρίστωσή της, γιὰ νὰ ἀληθοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ (Ἰωάν. 5,20), νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του, νὰ θεωθεῖ.
Ὁ τρόπος αὐτὸς ζωῆς καὶ ὑπάρξεως μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄσκηση, διότι αὐτὸ ζήτησε ὁ Κύριος, λέγοντας ὅτι «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12), ἐπιβεβαιώνεται δὲ μὲ τὴ διακήρυξη τοῦ ἀπ. Παύλου: «ὑποποιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α´ Κορ. 9, 27). Ἡ ἄσκηση εἶναι θεμελιῶδες συστατικὸ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ συνιστᾶ μόνιμη ὁδὸ μετανοίας, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς Θείας Χάρης. Ἀφοῦ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος («λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», (Ἰωάν. 20, 22) εἶναι ἀνάγκη νὰ «ἀνοίξει» ὁ ἄνθρωπος στὴν Χάρη. Μὲ τὴν ἄσκηση νεκρώνεται ἡ ἐπαναστατημένη φύση, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὴν αὐθεντικότητά της. Ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔγινε καθολικά, «ἐφ ἅπαξ», μὲ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρόσληψη ἀπ᾽ Αὐτὸν τῆς φύσεώς μας. Μὲ τὴν ἄσκηση ἁγιάζεται τὸ συγκεκριμένο ἀν θρώπινο πρόσωπο καὶ προετοιμάζεται ἡ ἀνθρώπινη φύση γιὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ ἄκτιστο, τὴν Χάρη.
Ἡ ἄσκηση, ὡς πάλαισμα τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ μέθοδος τῆς θεολογικῆς γνώσεως. Πρέπει ὅμως νὰ διευκρινισθεῖ, ὅτι ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ δὲν ἔχει ἠθικὸ χαρακτήρα, δὲν ἀποβλέπει δηλαδὴ σὲ μιὰ ἁπλὴ βελτίωση τοῦ χαρακτήρα καὶ τῶν συμπεριφορῶν, ἀλλὰ στὴν προσωπικὴ μετοχὴ στὴ γιορτὴ καὶ στὴν χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν «πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων» (Ἑβρ. 12, 22). Γι᾽ αὐτὸ καὶ κατὰ τοὺς Ἁγίους μας δημιουργεῖ στὸν πιστὸ αἴσθηση χαρᾶς ἀνεκλάλητης, ἀναιρετικῆς κάθε (φαρισαϊκῆς) τεχνητῆς περίσκεψης καὶ ἐπίπλαστης κατήφειας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ μιὰ ἐπιτηδευμένη εὐσεβοφάνεια. Ἡ Χριστιανικὴ ἄσκηση εἶναι μετοχὴ ἑκούσια στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, γιὰ τὴ νέκρωση τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος καὶ τὴν τελικὴ ταύτισή του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ (Φιλ. 2, 5), ἔξω ὅμως ἀπὸ κάθε νομικὴ συμβατικότητα καὶ ὠφελιμιστικὴ σκοπιμότητα, ἁπλὰ ὡς ἐπίγνωση τῆς γνησιότητας τῆς χριστιανικότητας καὶ ἀπόφαση αὐτοπαραδόσεως σ᾽ αὐτήν. Ἔτσι, ὁδηγεῖ ἡ ἄσκηση στὴ μόνιμη γεύση τῆς θεανθρώπινης πραγματικότητας, ὡς Θεοκεντρικότητας καὶ Θεοκοινωνίας.
3. Ἡ εὐσέβεια ὅμως καὶ «πνευματικότητα» τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι λειτουργική. Μολονότι ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἐξαντλεῖται στὰ ὅρια μιᾶς (τυπικῆς) λατρείας (5), ἡ λατρεία συνιστᾶ τὴν καρδία καὶ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς της. Ὅπως ἔχει παρατηρήσει ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι λειτουργικὴ θρησκεία. Ἡ Ἐκκλησια εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα λατρεύουσα κοινότητα. Ἡ λατρεία ἔρχεται πρώτη, ἀκολουθεῖ ἡ (δογματική) διδασκαλία καὶ πειθαρχία (ἐκκλησιαστικὴ τάξη)» (6). Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι στὴ «λειτουργικὴ σύναξη» τῆς Ἐκκλησίας «βρίσκεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ κέντρο της ἀπ΄ ἐδῶ ἀπορρέει ἡ καινὴ διδαχή, ἡ ἁγιαστική της χάρις καὶ ὁ τρόπος, ποὺ διοικεῖται» (7). Σύνολος ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος διαμορφώνεται στὰ ὅρια τῆς λατρείας. Ἡ Ἐκκλησία πραγματώνεται ὡς λατρεύουσα κοινωνία, ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή της, σ᾽ ὅλες τὶς λεπτομέρειές της, μεταμορφώνεται συνεχῶς σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὴ λατρεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος φανερώνει τὸν πόθο τοῦ «σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ. 1, 23). Στὴ λατρεία νοιώθει ὁ πιστός, ὅπως τὸ βρέφος στὴ μητρικὴ ἀγκάλη, στο φυσικό του χῶρο. Γι᾽ αὐτὸ ψάλλει: «εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. 121, 1). Σ᾽ ὁποιαδήποτε ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας πραγματοποιεῖται μιὰ διπλὴ κίνηση: τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔχει θέση, βέβαια, ἐδῶ τὸ σχολαστικὸ ἐρώτημα, ποιὸς κάνει τὴν ἀρχή, διότι ἡ Θεία Ἀγάπη εἶναι σὲ διαρκὴ κίνηση πρὸς τὸν κόσμο, «ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α´ Ἰωάν. 4, 10). Καὶ ἐδῶ ἰσχύει ὁ χρυσοστομικὸς λόγος: «Τὸ πλέον, σχεδὸν δὲ καὶ τὸ πᾶν, τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἡμῖν δὲ μικρὸν τι ἀφῆκεν» (8). Ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία εἶναι διάλογος μυστικὸς Πλάστου καὶ πλάσματος, Θεανθρωποκοινωνία. Ἀποβαίνει δὲ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου «ἀληθινή», διότι γίνεται «ἐν τῷ ἀληθινῷ» (Α´ Ἰωάν. 5, 20) καὶ «θυσία αἰνέσεως» πρὸς τὸν Θεό, προσφορὰ ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεως στὴν πηγὴ τῆς κατὰ τὸ λειτουργικὸ κέλευσμα: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἔτσι, ἡ λατρεία ἀποβαίνει «καρπὸς χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἑβρ. 13, 15).
4. Σαφὴς ὅμως εἶναι ὁ θεολογικὸς χαρακτήρας τῆς λατρείας. Ὄχι μόνο, διότι ὁ θεολογικὸς -γραφικὸς καὶ πατερικός- λόγος γίνεται λόγος τῆς λατρείας, προσφερόμενος στὸ πλήρωμα (1). Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ λατρεία συνιστᾶ διδακτήριον εὐσεβείας, ποὺ διαμορφώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπ᾽ αὐτό, ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καθ᾽ ἑαυτὴν συνιστᾶ ἀποκάλυψη τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς: τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς κτίσεως, ὡς καὶ τῶν μεταξύ τους σχέσεων. Συγχρόνως εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου ὡς κοινωνικοῦ ὄντος (Γεν. 2, 18) (10). Γι᾽αὐτὸ καὶ εἰσάγεται στὴ θεόσδοτη σταυρικὴ κοινωνία, ποὺ προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς εὐχαριστιακὲς συντεταγμένες: «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν». Στὴν ὀρθόδοξη λατρεία βιώνει ὁ πιστὸς τὸ μυστήριο τοῦ νέου «καιροῦ», ποὺ ἔχει εἰσβάλει στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ νίκη του πάνω στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία, τὸ θάνατο. Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ «καινοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς καινῆς γῆς» (Ἀποκ. 21, 1), ὅπου «ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι. Ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Ἀποκ. 21, 4). Στὴ λατρεία μας τάσσεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἀποτιθέμεθα πᾶσαν τὴν βιοτικὴν μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» (Θεία Λειτουργία) καὶ δοξάζουμε τὸν Τριαδικὸ Θεό, ὅπως Τὸν δοξάζουν ἀδιάκοπα στὸν οὐρανὸ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις (Ἡσ. 6, 1 ἑ.).
5. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ κατανοεῖται ἡ συμπληρωματικότητα ἀσκήσεως καὶ λειτουργικῆς ζωῆς. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία εἶναι ἑορτάσιμη στὸ ἦθος της. Κάθε μέρα εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία πανήγυρη, ἑορτή, διότι οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων ἐπιβεβαιώνουν τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν κόσμο (Ἰωάν. 16, 33). Ἡ ἄσκηση ἐξ ἄλλου, ὡς πρόγευση τῆς χαρᾶς αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, προοδοποιεῖ τὴν εἴσοδο τῶν πιστῶν στὴν ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πνευματικὴ πανήγυρή της. Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν μετοχὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν «καινὴν κτίσιν» (Β´ Κορ. 5, 17), ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν λατρεία. Εἶναι ἡ ὁδὸς ἐπιστροφῆς στὸ «κατὰ φύσιν», βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πορεία τῆς λατρείας. Ὅπως σημειώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «τὸ ζητούμενον ἐνταῦθα (στὴ λατρεία) ψυχὴ νήφουσα, διεγηγερμένη διάνοια, καρδία κατανενυγμένη, λογισμὸς ἐρρωμένος, συνειδὸς κεκαθαρμένον. ἐὰν ταῦτα ἔχων εἰσέλθης εἰς τὸν ἅγιον τοῦ Θεοῦ χορόν, παρ᾽ αὐτὸν δυνήσῃ στῆναι τὸν Δαυίδ». Ἡ ἄσκηση, μὲ τὴν «ἀδιάλειπτη προσευχή», τὴν ταπείνωση, τὴν ἀπάθεια, τὴ νηστεία, καὶ τὴν συνεχῆ μετοχὴ στὴ λατρευτικὴ πράξη, ἐπιδιώκει νὰ μεταβάλει τὴ ζωὴ σὲ «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. 12, 1). Γιὰ νὰ βρεῖ, τελικά, ἡ ζωὴ τὴν πρωταρχική της ὡραιότητα καὶ γνησιότητα καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημά της. Ἡ ἄσκηση τῶν μοναχῶν, κυρίως, βρίσκει στὴ λατρεία μιὰ ὄαση πνευματική, ποὺ ἀναπαύει τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ πράξη. Ἐξ ἄλλου, αὐτὸ ποὺ γίνεται χαρισματικὰ ὁ πιστὸς μὲ τὴν ἄσκησή του, μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία, καὶ μάλιστα τὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐκκλη σιοποιεῖται- ἐντάσσεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, καὶ τὸ «ἀτομικό» γεγονὸς γίνεται κοινωνικό, δηλαδὴ ἐκκλησιαστικό. Διότι τότε μόνο ἀποκτᾶ σημασία, ἀλλὰ καὶ ἁγιάζεται, ὅταν ἡ ἀτομικότητα ἐκκλησιοποιεῖται. Ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἀλλὰ καὶ ἡ τελειότερη ἀρετὴ μένει «ράκος ἀποκαθημένης» (Ἡσ. 64, 6).
Ἡ λατρεία ἐν-Χριστώνει ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἄσκηση παρέχει τὴ δυνατότητα γιὰ τὴν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ἐφ᾽ ὅσον ὁ ἀκάθαρτος ἀπὸ τὰ πάθη ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δοξάσει ἀληθινὰ τὸ Θεό. Ἄς θυμηθοῦμε τὸν πασχάλιο ὕμνο: «Καὶ ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς καταξίωσον, ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σὲ δοξάζειν» Ἡ «καθαρὴ καρδία» εἶναι τὸ σκοπούμενο στὴ χριστιανικὴ ἄσκηση (πρβλ. Ψαλ. 50, 12: «καρδίαν καθαρὰν κτῖσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός...»). Μόνο «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὸν Θεὸ (Ματθ. 5, 8), νὰ φθάσει δηλαδὴ στὸν σκοπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτό, ἀκριβῶς ἐκφράζει καὶ ὁ λόγος τοῦ ἱ. Δαμασκηνοῦ στὸν πασχάλιο κανόνα: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα...»(11). Ἡ λατρεία ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ θέωση, ὅταν ὅμως ὑπάρχει ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας καὶ τῶν αἰσθήσεων (= ἐμπροϋπόθετον τῆς λατρείας) (12), ποὺ εἶναι καρπός, βέβαια, τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια Πηγὴ ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν ἄσκηση καὶ στὴ λατρεία, τὴν Ἁγιοτριαδικὴ Χάρη. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεός, ποὺ ἔδωσε τὴ λατρεία ὡς δυνατότητα ἁγιασμοῦ, ὅρισε καὶ τὴν ἄσκηση ὡς συνεχὲς ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁγιάζουσα Χάρη. Ἄν ἡ λατρεία, συνεπῶς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν οὐράνια βασιλεία, ἡ ἄσκηση εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴ βασιλεία. Ἡ λατρεία καθορίζει καὶ ἀποκαλύπτει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς μας• ἡ ἄσκηση βοηθεῖ στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Μὲ τὴν ἄσκηση, ἐξ ἄλλου, ὡς μόνιμο τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μεταβάλλεται ὁλόκληρη ἡ ζωὴ σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 4, 22). Διότι ὁ ἀσκούμενος χριστιανὸς μεταβάλλεται ὁλόκληρος σὲ «ναὸ τοῦ Θεοῦ», στὸν ὁποῖο ἱερουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἀλλά, ὅπως οἱ προσευχόμενοι καρδιακὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου (Α´ Κορινθ. κεφ. 14, μολονότι εἶχαν τὴν «ἀδιάλειπτη προσευχή Α´ Θεσσ. 5, 18) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδία, μετεῖχαν καὶ τῆς συνάξεως ὅλου τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ὁ τελειούμενος στὴν ἄσκηση μετέχει στὴ σύναξη καὶ λατρεία τοῦ σώματος, ἐκκλησιοποιώντας τὰ χαρίσματά του. Χωρὶς τὴν κοινωνία, ἄλλωστε, μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, καθίσταται ἀδύνατη καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό (13). Σημασία ἔχει, ἔτσι, τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἄσκηση δὲν λειτουργεῖ μόνο ὡς παράγων προετοιμασίας τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴ συμμετοχή του στὴ λατρεία, ἀλλὰ καὶ συντελεῖ στὴ διακράτηση ἀπὸ τὸν πιστὸ τῆς Χάρης, ποὺ ἀποκομίζει, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ναό, καὶ στὴ συνέχεια τῆς σχέσης του μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ ἀναπτύσσει καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο μὲ τὸν τίτλο: «ὁποῖος γίνεται ὁ μεμυημένος τὴν ἀπὸ τῶν μυστηρίων χάριν φυλάξας τῇ παρ᾽ αὐτοῦ σπουδῇ» (14). Ἡ ἄσκηση συντελεῖ, τελικά, στὴν προέκταση καὶ ἐπέκταση τῆς λατρείας σ᾽ ὅλη τὴ ζωή, ποὺ διαμορφώνεται, ἔτσι, σὲ ἀδιάλειπτη λατρεία, «λειτουργία μετὰ τὴ λειτουργία».
Σημειώσεις:
1. Βλ. τὴν σπουδαία τετραλογία (4 τόμοι) τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» (Ἔδεσσα 1986 κ.ἑ.).
2. Πρβλ. Α/ Κορ. 2, 11-16 (κυρίως: 15!).
3. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, Ἀθήνα 1995, σ. 184 ἑ.ἑ.
4. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 19892 , σ. 150.
5. Δ. Σ. Μπαλάνου, Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία μόνον κοινωνία λατρείας; Ἐν Ἀθήναις 1904.
6. «Ὀρθόδοξος λατρεία» στὸν τόμο: Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας (μετάφρ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος, Θεσσαλονίκη (1973), σ. 141-173 (ἐδῶ: σ. 159).
7. π. Βασιλείου Γοντικάκη, Εἰσοδικόν. Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἅγιον Ὄρος 1974, σ. 15.
8. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. 115, 2. P G 55, 322.
9. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία..., ὅπ. π., σ. 128 ἑ. ἑ. (=λειτουργικὸς λόγος).
10. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Leden in Leide Christi, Aten 1990, σ. 157.
11. Ὠδὴ α/, Τρ. 2.
12. Γιὰ τὸ θέμα βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, ὅπ. π., σ. 274 ἐ.
13. Πρβλ. Α/ Ἰωάν. 4, 20 ἑ.
14. «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» Λόγος Ζ/ PG 150, 625 ἑ.ἑ.
πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2011/09/blog-post_5970.html

Η αγάπη πρώτη εις την Αγιοπνευματικήν αξιολόγησιν, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,



Η αγάπη πρώτη εις την Αγιοπνευματικήν αξιολόγησιν

του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

από την εφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 4/2/2011
Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς Ὀρθοδοξία δὲν ἀναφέρεται σὲ «ἀξίες» -καρπὸ ἀνθρώπινης ἀξιολόγησης-, ἀλλὰ σὲ «ἁγιοπνευματικὲς ἀρετές», καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν «καθαρὰν καρδίαν» (Ψαλμ. 50,12) τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστὶν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22). Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ πρώτη χριστιανικὴ «ἀξία» εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ πραγματώνεται ὡς ἀνθρωπιὰ, φιλανθρωπία.
Ὁ μόνος κατ᾽ οὐσίαν φιλάνθρωπος εἶναι, βέβαια, ὁ Τριαδικὸς Θεός μας. Ὁ ἄνθρωπος, ἐντασσόμενος στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία) γίνεται φιλάνθρωπος «κατὰ χάριν», μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὑπονοεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας: «Γίνεσθε οὖν οἰ κτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν», γεμάτος δηλαδὴ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία (Λουκ. 6, 36).
Γι᾽ αὐτό στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ὅταν φυσικὰ λειτουργεῖ ἀποστολικὰ καὶ ἁγιοπατερικά, ἀναπτύσσεται καὶ πραγματώνεται - ὅπως συμβαίνει στοὺς Ἁγίους- ἕνα φρόνημα-συνείδηση, ποὺ ὁδηγεῖ στὶς ἀκόλουθες ἀγαπητικὲς σχέσεις: α) Τοῦ ἀδελφοῦ: Τὸ βάπτισμά μας μᾶς ἀναγεννᾶ μέσα στὴν πνευματικὴ «κοιλία» («μήτρα» λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος) τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν κολυμβήθρα ἤ βαπτιστήριο, καὶ μᾶς καταξιώνει σὲ ἀδελφούς, σὲ μιὰ νέα ἀδελφοσύνη μὲ τὴν ἐν Χριστῷ υἱοθεσία μας. β) Τοῦ συνδούλου (πρβλ. Ματθ. 18, 23-35). Ὡς ἁμαρτωλοί, εἴμαστε ὅλοι χρεῶστες στὸν Θεό, τὸν Κύριό μας, καὶ συνεπῶς συνδοῦλοι μεταξύ μας. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ὅριο συγχωρητικότητας μεταξύ μας, ἀφοῦ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σημαντικότερη ὅμως σχέση μεταξύ τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν εἶναι αὐτὴ τοῦ «πλησίον», στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ ἀδελφοσύνη μας, ὡς ἔκφραση καὶ βίωση τῆς τέλειας καὶ ὁλόκληρης ἀγάπης. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός μας, ἐπιλέγοντας τὸ παράδειγμα τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτη» (Λουκ. 10, 25-37).
1) Ἡ πειρακτικὴ διάθεση ἑνὸς νομομαθοῦς Ἑβραίου δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Χριστὸ νὰ διηγηθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες παραβολές Του. Τὴν παραβολὴ τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτου» ἤ «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», ὅπως ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν. Τὴν διήγηση αὐτὴ τὴν ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορὲς στὴ θ. Λειτουργία καὶ φανερώνει τὴν ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστὸς τὴν δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς θυσίας Του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς ὅρια καὶ προϋποθέσεις, ἡ τέλεια ἀγάπη.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἑβραίου Νομικοῦ δὲν ἔχει σχέση κἄν μὲ τὴν ἀγάπη. Ὡς Φαρισαῖος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ πῶς θὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Θὰ αἰσθάνθηκε, φυσικά, μεγάλη ἔκπληξη ὁ Νέος, διότι ἀναζητοῦσε ἰδεατὰ τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀλλοῦ τὸν παραπέμπει ὁ Χριστός, στὸ χῶρο τῆς πράξης. Θὰ τοῦ ὑποδηλώσει πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συζευχθοῦν ἁρμονικὰ ὁ εὐσεβὴς στοχασμὸς μὲ τὴν κοινωνικὴ πράξη, τὴν διακονία. Καὶ αὐτὸ σ᾽ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, γιὰ ὅλα τά προβλήματά μας, ἀπὸ τὰ πνευματικότερα μέχρι τὰ πρακτικότερα, ὅπως εἶναι νὰ σώσεις ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἔπεσε θύμα ληστῶν. Ὁποιωνδήποτε ληστῶν.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, τὸν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὶς αἰθέριες πτήσεις του καὶ τὸν προσγειώνει στὸ θέμα τοῦ «πλησίον».
2) Ἡ παραβολή, ποὺ διηγήθηκε ὁ Χριστὸς, ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Νομικοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του: «Καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;» -ρώτησε. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ἀντὶ νὰ δηλώσει μὲ μιὰ λέξη ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ὁδηγεῖ στὴ ἔννοια τοῦ πλησίον μέσα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης. Πλησίον, πρωταρχικά, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται παθητικὰ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει τὴν ἀγάπη. «Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ» εἶναι ὁ πλησίον γιὰ τὸν ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλησίον τοῦ ἄλλου, ὅταν τὸν περιβάλλει μὲ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη του. Καὶ στὴ συνέχεια δείχνει ἀνάγλυφα ὁ Χριστὸς μας τί σημαίνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὸν πλησίον μας. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι θεία ἐντολή, ποὺ ἀναδύεται συχνὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς βασικὴ ἐντολὴ (Α´ Κορ. 13, 1-8), παράλληλα μὲ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη (Ρωμ. 8, 35-39). Στὸν λόγο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη παρουσιάζει μιὰ κλιμάκωση: Ἡ πρώτη βαθμίδα εἶναι ὁ γνωστὸς «χρυσοῦς κανόνας»: «Πάν τα οὖν ὅσα ἂν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. 7,12). Μία ἀνώτερη βαθμίδα εἶναι: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», διότι δὲν ὑπάρχει ἀγάπη μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἡ Τρίτη -καὶ ἀνώτερη- βαθμίδα ἀγάπης εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰωάν. 15, 12). Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. (Ἰωάν. 15, 8). Ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώνει τὴν δική Του ἀγάπη στὸ πρόσωπο καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Σαμαρείτη.
3) Στὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐπιχειρήσουμε κάποιες βασικὲς ἐπισημάνσεις: Ἡ ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Σαμαρείτης στὸν πληγωμένο ἄγνωστο συνάνθρωπό του, καὶ μάλιστα Ἰουδαῖο, δηλαδὴ κατὰ παράδοση ἐχθρό του, ἀποδεικνύεται ἀγάπη χωρὶς ὅρια. Πρῶτα γιατί ἀπευθύνεται πρὸς ἕνα ἐχθρό, ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ἑβραϊκὸς νόμος δίδασκε: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» (Ματθ. 5, 43-Λευιτ. 19,18). Ὁ Σαμαρείτης δηλαδὴ σπάζει τὸ φράγμα τοῦ Νόμου καὶ κινεῖται στὴν περιοχὴ τῆς Χάρης. Εἶναι, ἔπειτα, ἀγάπη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τέλεια αὐταπάρνηση. Αὐτὸ σημαίνει ὑπέρβαση τοῦ ΕΓΩ. Καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ πόσα ἐμπόδια συναντᾶ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου βιώνεται ὡς ὑπερτροφία τοῦ ΕΓΩ μας ὡς ἀτομισμός. Τώρα ἔρχεται ὁ Χριστὸς μέ τό παράδειγμά Του νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀνάγκη νὰ συντριβεῖ ἡ αἰτία τῆς ἀδρανοποίησης τῆς ἄκτιστης Χάρης τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Νὰ νικηθεῖ ἡ τυραννία τοῦ ΕΓΩ στὴν ὕπαρξή μας. Τὸ ΕΓΩ ὅμως τότε μόνο νικιέται, ὅταν θυσιάζεται μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο γιὰ τοὺς ἄλλους. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη κίνηση μπόρεσε νὰ προχωρήσει ὁ Σαμαρείτης. Δίνει στὸν ἄλλο ὅ,τι κανεὶς κρατᾶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἐρημιά, γιὰ τοὺς κινδύνους. Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ σώσει τὸν πληγωμένο.
4) Εἶναι, τέλος, τέλεια ἀγάπη, διότι εἶναι ὁλόκληρη. Δὲν περιορίζεται δηλαδὴ σὲ μιὰ «φιλανθρωπία» τῆς στιγμῆς. Πόσες φορὲς δὲν γίνονται φευγαλέες ἐκδηλώσεις «ἀγάπης», ποὺ ἔχουν ὅμως σκοπὸ ὄχι τόσο τὴν βοήθεια τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὴν δική μας προβολὴ καὶ ἀπόλαυση. Τὴν διαφήμιση τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων μας. Τέτοιες ἐκδηλώσεις συνήθως τὶς χαρακτηρίζουμε «φιλανθρωπικές»... Φιλανθρωπία ὅμως καὶ προσωπικὸ κέρδος δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν. Διότι τότε παίρνουμε, δὲν δίνουμε... Ὁ Σαμαρείτης δὲν ἀπολαμβάνει τίποτε ὑλικὸ ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του. Παραδίνοντας, μάλιστα, τὸν πληγωμένο στὸ Πανδοχέα, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποχωρήσει, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδησή του, ὅτι ἔκαμε τό καθῆκον του καὶ ὅτι εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀποστολή του, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς μὲ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία μας. Καὶ ὅμως! Ἀκολουθεῖ ἄλλο δρόμο. Δὲν πληρώνει μόνο γιὰ τὴ συνέχεια τῆς περίθαλψής του, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπιστρέψει, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της.
5) Γιατί ὅμως ὅλα αὐτά; Διότι δὲν βλέπει τὸν ἄλλο ὡς ξένο, ἀλλὰ ὡς ἀδελφό του. Καὶ κάτι περισσότερο, τὸν βλέπει ὡς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ποιὸς ἐγκαταλείπει ποτὲ ἀβοήθητο τὸν ἑαυτό του; Ποιὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Αὐτὴ εἶναι λοιπόν, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός μας. Τὴν ἀγάπη τὴ δική Του γιὰ τὸ πλάσμα Του. Δὲν ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, πρὶν ὁλοκληρώσει τὸ σωτήριο ἔργο Του. Πρὶν κάμει ὅλα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ λέγει πρὸς τὸν Χριστὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Θεία Λειτουργία: «Καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν». Παρόλη τὴν χριστιανική μας «κουλτούρα», γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα καυχόμαστε, εἶναι γνωστὴ ἡ ἐλλειμματικὴ χριστιανικότητα τῆς κοινωνίας μας. Μόνο οἱ Ἅγιοι φθάνουν στὸ ὕψος καὶ τὴν γνησιότητα τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ μένει σὲ μᾶς εἶναι νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀτέλεια τῆς δικῆς μας ἀγάπης καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα ποὺ ἀκόμη χρειαζόμαστε, γιὰ νὰ γίνουμε «ἄξιοί Του» (Ματθ. 10,37).
πηγή: http://www.alopsis.gr/alopsis/agapi2.htm

Εν μέσω δεινότατης κρίσεως αναζητώντας έναν νέο Καποδίστρια…. Οι «επτά» των πράξεων και η ορθόδοξος πολιτική διακονία, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR


αναζητώντας έναν νέο Καποδίστρια….
Οι «επτά» των πράξεων
και η ορθόδοξος πολιτική διακονία
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

από την εφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»
ΚΑΤΑ τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα λαμβάνεται ἀπό τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. 6,1-7). Τό ὑπενθυμίζουμε:
Ἐν δέ ταῖς ἡμέραις ταύταις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν, ἐγένετο γογγυσμός τῶν Ἑλληνιστῶν (=ἑλληνοφώνων) πρός τούς Ἑβραίους, ὃτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ (κατά τήν διανομή τῶν τροφίμων και γενικά τῶν ἀναγκαίων) αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δέ οἱ δώδεκα τό πλῆθος τῶν μαθητῶν (=ὃλους τούς χριστιανούς τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας) εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (=να ἀσχολούμεθα μέ τήν διανομήν τῶν τροφίμων). Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἂνδρας ἐξ ὑμῶν (=ἀπό σᾶς τούς ἲδιους), μαρτυρουμένους (=μέ καλή μαρτυρία) ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ και τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καί ἢρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους (=μέ αὐτά τά λόγια συμφώνησε ὃλη ἡ κοινότητα) και ἐξελέξαντο Στέφανον, ἂνδρα πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου, καί Φίλιππον καί Πρόχορον καί Νικάνορα καί Τίμωνα καί Παρμενᾶν καί Νικόλαον προσήλυτον (πού εἶχε πρίν προσχωρήσει στόν Ἰουδαϊσμό) Ἀντιοχέα, οὓς ἒστησαν ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων καί προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τάς χεῖρας (=τούς ἐχειροτόνησαν).
Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὒξανε καί ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλήμ σφόδρα, πολύς τε ὂχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει..
Πολιτική Ἐνέργεια
Ἡ πράξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, μετά τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, εἶναι καθαρά πολιτική ἐνέργεια, ὂχι ὃπως ἐμεῖς νοοῦμε σήμερα τόν ὃρο «πολιτική», ἀλλά ὃπως ὁ Ἀριστοτέλης τήν ἒχει ὁρίσει καί τό ἐπαναλαμβάνει ὁ ἃγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός (περίπου 755 μ.Χ.). Τό πρακτικόν μέρος τῆς φιλοσοφίας, λέγει, ὁρίζει «πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι» (πῶς πρέπει να ζοῦμε) καί, ὃταν ἀναφέρεται «πόλεσι καί χώραις» ὀνομάζεται «πολιτικόν», δηλαδή «πολιτική» (τέχνη, ἐπιστήμη). Μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση καί ἡ (πρώτη) Ἐκκλησία εἰσάγει ἓνα μέτρο «πολιτικό», τήν ἀντιμετώπιση δηλαδή συγκεκριμένων ὑλικοβιοτικῶν ἀναγκῶν.
Βέβαια, ἡ ἐξέλιξη αὐτή δεν ἦταν κάτι τό ἀπρόοπτο καί ἀπροσδόκητο. Διότι ἡ Ἐκκλησία μετά τήν Πεντηκοστή καί ὃ,τι αὐτή σημαίνει γιά τήν Ἐκκλησία, εἶχε ἀρχίσει, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ζεῖ μέσα σ’ αὐτό τό (χριστιανικά νοούμενο) κοινωνικοπολιτικό πνεῦμα. Ἒτσι, στό κεφ. 2,42 ἑπ. διαβάζουμε:
Ἦσαν προσκαρτεροῦντες (=ἀφοσιωμένοι) τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ (=στό ἀδελφικό μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν), καί τῇ κλάσει τοῦ ἂρτου (=στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας) και ταῖς προσευχαῖς (=στήν λατρεία). Πάντες δέ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἃπαντα (=τά πάντα!) κοινά, και τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις (=τά ὑπάρχοντά τους) ἐπίπρασκον (πωλοῦσαν) καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι, καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε. (=ἀνάλογα μέ τις ἀνάγκες τοῦ καθενός). Καί στό 4,32 ἑπ.: ....
Τοῦ δε πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία, και οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἒλεγεν ἲδιον εἶναι (=κανείς δέν θεωροῦσε ὃτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, δηλαδή ἀπέρριπταν την ἰδιοκτησία), ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἃπαντα κοινά (κοινοκτημοσύνη). Καί τό ἀποτέλεσμα: .
Οὐδέ γάρ ἐνδεής τις (=πού νά στερεῖται τά ἀπαραίτητα) ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὃσοι γάρ κτήτορες χωρίων (=χωραφιῶν) ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἒφερον τάς τιμάς τῶν πιπρασκομένων καί ἐτίθουν παρά τούς πόδας τῶν Ἀποστόλων (=κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, γιά νά μή χρωστᾶ ὁ εὐεργετούμενος εὐγνωμοσύνη σέ κάποιον). Διεδίδετο δε ἑκάστῳ καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε. (ἐπαναλαμβάνεται αὐτό πού ἐλέχθη καί στό β΄ κεφάλαιο).
Σ’ αὐτό τό κλίμα ἂρχισε να ζεῖ καί νά κινεῖται μέσα στον κόσμο ἡ Ἐκκλησία. Οἱ δυτικοί Χριστιανοί καί μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἀλλά καί οἱ δικοί μας προτεσταντίζοντες, μᾶς ἒμαθαν νά ὑποστηρίζουμε ὃτι αὐτό ἦταν ἓνα μέσο προσωρινό, λόγω καιρικῶν ἀναγκῶν, λές καί ὁ ἂνθρωπος μόνο σε μιά ἐποχή ἒχει ἀνάγκες βιοτικές. Ὁ Χριστός μας ὃμως εἷπε: τούς πτωχούς πάντοτε ἒχετε μεθ’ ἑαυτῶν. (Ιω. 12,8)! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινωνία καί σῶμα Χριστοῦ. ἐμφανίζεται νά ζεῖ καί κινεῖται ὡς κόσμος ἐν κόσμῳ., ὡς ὁλόκληρη κοινωνία, ἀγκαλιάζοντας ὃλο τό φάσμα τῆς ζωῆς καί διαφοροποιούμενη ριζικά ἀπό τήν περιβάλλουσα, ἑβραϊκή καί ρωμαϊκή, κοινωνία. Τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἀποστόλων ἐκτείνεται σ’ ὃλο τον ἂνθρωπο καί σ’ ὃλη τήν ζωή. Ἀργότερα μάλιστα στό Α΄ Κορ. 6,1, θά ἀποκρυσταλλωθεῖ ἡ πρακτική νά μή δικάζονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τούς ἐθνικούς, καταφεύγοντας στήν κρίση τῶν ἂδικων εἰδωλολατρῶν δικαστῶν καί ὂχι στήν κρίση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Και αὐτό θά ἰσχύσει καί στήν περίοδο τῆς δουλείας, ὃταν θά ἀναδυθοῦν οἱ ἲδιες συνθῆκες ζωῆς, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, φυσικά.
Ἡ διακονία τῶν «ἑπτά» και τό νόημά της
Εἷναι εὒλογο, ὃτι ἡ μέριμνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιά κάθε πιστό, ἐκτεινομένη καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, ὀνομάσθηκε ἀπ’ ἀρχῆς «διακονία».
Διότι ὃλο τό λυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι μία πολυδιάστατη διακονία. Κατά τόν εἰδικό καινοδιαθηκολόγο καθηγητή Γεώργιο Γαλίτη κατά βάσιν πρόκειται περί τῆς αὐτῆς ἐνεργείας, περί θεραπείας ἀναγκῶν ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καί ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπό τό κοινόν ὂνομα τῆς διακονίας.. Μέ τόν ὃρο τῶν Πράξεων διακονεῖν τραπέζαις νοεῖται ἡ ὃλη κοινωνική προσφορά τῆς Ἐκκλησίας. Δίπλα στά μυστήρια καί τό κήρυγμα τάχθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, πού εἶχαν τήν εὐθύνη τῆς ζωῆς ὃλου τοῦ σώματος τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας – ἡ κ α θ η μ ε ρ ι ν ή (συνεχής καί ἀδιάκοπη) διακονία τῶν τραπεζῶν, ἓνα καθαρά βιοτικο σωματικό ἒργο, πού περιέκλειε τήν κοινωνικο-πολιτική διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂλλωστε, ὁ ἱδρυτής καί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἓνωσε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο στό Πρόσωπό Του, δεν ἦταν δυνατόν νά τά ἀφήσει να χωρισθοῦν στό κοινωνικό Του σῶμα, τήν Ἐκκλησία Του.
Ἂλλωστε, ὁ Χριστός ἂφησε καί δικό Του «προηγούμενο» γι’ αὐτή τήν διευθέτηση τῶν σωματικῶν-ὑλικῶν προβλημάτων. Κατά τήν διατροφή τῶν πεντακισχιλίων (Ματθ. 14,15 ἑπ.), ὃταν οἱ Μαθηταί τοῦ εἶπαν ἀπόλυσον τούς ὂχλους, ἳνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.
Ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Οὐ χρείαν ἒχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Αὐτό ἦταν το πνευματικό πρότυπο τῶν Ἀποστόλων καί τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό, ὂχι μόνο δέν ἀρνήθηκαν καί δέν ὑποτίμησαν την διακονία τῶν τραπεζῶν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά μέ τόν θεόπνευστο καταμερισμό τῶν διακονιῶν, κράτησαν αὐτοί τό πνευματικό ποιμαντικό ἒργο και «ἐξεχώρισαν» σέ ἂλλα πρόσωπα, διακονικά τῆς Ἐκκλησίας, τό βιοτικοσωματικό ἒργο ἢ καλύτερα, μέρος τῆς καθόλου διακονίας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο: τῶν γάρ ἀναγκαίων (=καί τά δύο εἶναι-ἦσαν ἀναγκαῖα) τά ἀναγκαιότερα προτιμότερα. Σ’ αὐτήν τήν βάση στηρίχθηκε ἡ ἐνέργεια τῶν Ἀποστόλων. Αὐτό δέ πού βαρύνει, διότι εἶχε προγραμματικό χαρακτήρα, ὃπως θά δοῦμε, εἶναι ὃτι τήν διακονία τῶν «Ἑπτά» ὀργάνωσαν οἱ ἲδιοι οἱ Ἀπόστολοι, κάτι πού σημαίνει, ὃτι ἒγινε ὂχι περιστασιακό και περιπτωσιακό, ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς θεσμική διακονία.
Ἐκλογὴ
Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀναδύθηκαν στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἱ «Ἑπτά», ὃπως χαρακτηρίζονται στίς Πράξεις. Δεν ὀνομάζονται «διάκονοι» ἀπ’ ἀρχῆς (τό ὂνομα θά τούς δοθεῖ ἀργότερα), διότι ἡ ἐνεργοποίηση κάθε πνευματικοῦ χαρίσματος στό ἐκκλησιαστικό σῶμα ὀνομαζόταν διακονία, με πρῶτο διάκονο τῆς ἐκκλησίας Του τόν ἲδιο τόν Χριστό (Ματθ.20,28). Ὁ περιορισμός, ἒπειτα, τοῦ ὃρου «διάκονος» στον πρῶτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, ἐπέφερε τήν σύγχυση ὡς προς τό «λειτούργημα» τῶν «Ἑπτά». Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὃμως προσδιορίζει ἐπαρκῶς τό ἒργο τους.
«Ποῖο ἂρα ἀξίωμα εἶχαν και ποιά χειροτονία δέχθηκαν εἶναι ἀναγκαῖο νά μάθουμε –λέγει (PG 62,183). Καί καταλήγει: «Ὃθεν οὒτε διακόνων, οὒτε πρεσβυτέρων, οἶμαι, τό ὂνομα εἶναι δῆλον καί φανερόν». Δεν ἦταν, δηλαδή, ὀνομασία ἱερατικῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἦσαν ἓνα εἶδος «ἐπισκόπων» (ἐποπτῶν ὑπευθύνων) για τήν διαχείριση τῶν ὑλικοβιοτικῶν ἀναγκῶν.Αὐτήν ὃμως τήν κατανόηση τοῦ ὃρου «διάκονοι» γιά τους «Ἑπτά» ὑποστηρίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας μας ἃγιος Οἰκουμένιος Τρίκκης (10ος αἰ.): Τούς ἐκλεγέντας ὡς διακόνους, ἐχειροτόνησαν (οἱ Ἀπόστολοι) οὐ κατά τόν νῦν ταῖς ἐκκλησίαις βαθμόν. ἀλλ’ εἰς τό διανέμειν μετ’ ἀκριβείας καί ὀρφανοῖς καί χήραις τά πρός διατροφήν καί μή κατημελημένως»(=χωρίς ἐπιμέλεια). Ὁ ἃγιος Οἰκουμένιος ἁπλῶς ἐκφράζει ὃ,τι εἶχε φθάσει μέχρι τήν ἐποχή του καί ἦταν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἂλλωστε, τό πνεῦμα τῶν Πράξεων συνεχίζει τό σπουδαῖο κείμενο «Διδαχή», στίς ἀρχές τοῦ β΄ αἰῶνος (κεφ. Δ´, 8):
«Συγκοινωνήσεις (=θά μοιράζεσαι) πάντα τῷ ἀδελφῷ σου και οὐκ ἐρεῖς ἲδια εἶναι». (Πρβλ. Πράξ. 4,32). Καί ἡ χριστοκεντρική θεμελίωση:
Εἰ γάρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοί ἐστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς.. Ἡ ἒννοια αὐτοῦ τοῦ λόγου: Μοιράζεσθε τό ἂκτιστο καί ἀθάνατο, τόν Χριστό στήν Θεία Κοινωνία, καί συγκρούεσθε για τήν κατοχή καί κτήση τῶν φθαρτῶν καί θνητῶν! Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιμένουν στήν πτωτική κατάστασή τους. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691), ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ ὃρου «διάκονος» γιά τόν χαρακτηρισμό τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά», καταφάσκει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου:
«Ἡμεῖς –λέγουν οἱ Πατέρες της- τῷ ἀποστολικῷ ρητῷ τόν νοῦν ἐφαρμόσαντες τῶν Πατέρων, εὓρομεν, ὡς ὁ λόγος αὐτοῖς οὐ περί τῶν ἐν μυστηρίοις διακονουμένων ἀνδρῶν ἦν, ἀλλά περί τῆς ἐν χρείαις τῶν τραπεζῶν ὑπουργίας». (Ἂς κρατήσουμε καί τόν ὃρο «ὑπουργία», σέ συνδυασμό φυσικά μέ τούς «ὑπουργούς» τοῦ πολιτικοῦ μας βίου κατά τά νεώτερα χρόνια). Καί ἀφοῦ παραθέσουν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τό χωρίο τῶν Πράξεων και τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καταλήγουν: Ἐπί τούτοις οὖν κηρύσσομεν και ἡμεῖς, ὣστε τούς προειρημένους ἑπτά διακόνους, μή ἐπί τῶν τοῖς μυστηρίοις διακονουμένων λαμβάνεσθαι, ἀλλά τους τήν οἰκονομίαν τῆς κοινῆς χρείας τῶν τότε συνηθροισμένων ἐγχειρισθέντας τούτους ὑπάρχειν, οἱ τύπος ἡμῖν κἀν   τούτῳ γεγόνασι τῆς περί τους δεομένους φιλανθρωπίας τε καί σπουδῆς..
Αὐτό τό ἒργο τῆς «φιλανθρωπίας καί σπουδῆς» ἐνδιαφέροντος, μέριμνας) εἶχε ἢδη ἀναλάβει ἡ «ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ πολιτεία», τό («βυζαντινό»–Ρωμαϊκό «Κρά τος», λειτουργώντας ὃμως καί αὐτό ἐν Χριστῷ, ὃπως καί ὁ Κλῆρος, ὡς ἡ ἂλλη ὂψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς (ὂχι ἁπλῶς ἱερατικῆς) διακονίας. Καί οἱ δύο διακονίες ἀνῆκαν στό ἓνα σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, ἒρχεται νά ἐπικυρώσει την πραγματική λειτουργία τῶν «Ἑπτά» τῶν Πράξεων, τήν κοινωνικοπολιτική δηλαδή. Δεν προσέφερε λοιπόν, μόνο πρότυπο κοινωνικῆς διαρθρώσεως ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἀλλά και ὑπόδειγμα «πολιτικῆς δεοντολογίας». Αὐτό φαίνεται ἀπό τόν τρόπο ἐνεργείας τῶν Ἀποστόλων. Δέν ὑπέδειξαν αὐτοί (δικτατορικά) τά πρόσωπα, ἀλλά ὣρισαν μόνο τά ἀναγκαῖα προσόντα τους («πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»· φορεῖς Χάριτος, ἀλλά καί γνώσεως δηλαδή).
Αὐτός εἶναι ὁ μόνος χριστιανικά-ὀρθόδοξα δεκτός τρόπος ἀναδείξεως τῶν «διακόνων» τοῦ Λαοῦ, ἡ ἐκλογή (ἢ ἡ κλήρωση, Πράξ. 1,26). Ἡ ἐκλογή ἒγινε ἀπό τόν ἲδιο τόν Λαό. Κατά τόν ἃγιο Οἰκουμένιο «τούς καί ἀπολαύειν μέλλοντας τῆς προστασίας (διακονικῆς ἡγεσίας) τῶν προχειριζο μένων, αὐτοῖς ἐπιτρέπουσι την ἐκλογήν».
Τούς «Ἑπτά» ἐξέλεξαν ἐκεῖνοι, πού θά ἐδέχοντο τήν διακονία-ὑπουργία τους. Εἶναι δέ γεγονός, ὃτι χειροτονοῦνται, ὃπως καί οἱ κληρικοί.Γιατί ὃμως; Ὃπως οἱ κληρικοί, ὡς πνευματικοί διάκονοι, ἒχουν ἀνάγκη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐπιτελέσουν τήν διακονία τους, τό ἲδιο καί οἱ πολιτικοί διάκονοι (ὑπουργοί) ἒχουν ἀνάγκη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀνταποκριθοῦν στην δική τους διακονία. Γι’ αὐτό μέχρι σήμερα γίνεται ἁγιασμός κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων».
Εἶναι ἀπόηχος τῆς παλαιᾶς χειροτονίας τους. Πρέπει δέ ἐδῶ νά διευκρινισθεῖ, ὃτι ἡ χειροτονία καί στις δύο περιπτώσεις προϋποθέτει τήν ἐσωτερική χάρη ἑνός ἑκάστου. Ἡ χειροτονία δέν ἐπενεργεῖ μαγικά καί αὐτόματα.
Γι’ αὐτό ὁ ἱ. Χρυσόστομος λέγει γιά τήν χειροτονία τοῦ «Διακόνου» Στεφάνου: «Προσθήκη χάριτος ἐγένετο»! Ἡ χειροτονία δίδει χάρη γιά τήν ἐπιτέλεση μιᾶς συγκεκριμένης διακονίας, ἡ ὁποία (χάρη) λειτουργεῖ, ἂν ὑπάρχει δεκτικότητα στήν καρδιά τοῦ χειροτονουμένου. Διαφορετικά γίνεται ὁ χειροτονούμενος «ἀχθοφόρος» τῆς χάριτος καί ὂχι «φορέας»της. Γι’ αὐτό συνήθως ἀποτυγχάνουμε οἱ γιά οἱονδήποτε σκοπόν χειροτονούμενοι.
Πολιτική διακονία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος
Ἡ ἑκκλησία ὡς σῶμα, συνεπῶς, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους ( γιά τήν σειρά αὐτή βλ.Πράξ. 15,4) διεμόρφωσε συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική διακονία, ἀναλαμβάνοντας ἡ ἲδια τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὑλικῶν προβλημάτων, γιά τήν θεραπεία τῶν ἀναγκῶν ὃλου τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος καί ὁλότητος. Ἡ ζωή δέ τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι, κατά τούς ἁγίους Πατέρες ὃλων τῶν ἐποχῶν, ἡ αὐθεντική ἒκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἢθους μέσα στήν ἱστορία καί δίνει το μέτρο καί τίς διαστάσεις τῆς χριστιανικότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὡς κοινωνίας θεώσεως, ἁγιασμοῦ δηλαδή ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς. Μιά ἀντίληψη, ὃτι ἡ ψυχή πρέπει νά τρέφεται χριστιανικά, ἀλλά το σῶμα καί οἱ ἀνάγκες του εἶναι δυνατόν νά ἀφήνονται στην διάθεση, καί ἐν πολλοῖς ἐκμετάλλευση ἀρχόντων, ἀθέων και ἀντιχρίστων ὁδηγεῖ σέ αἳρεση.
Τήν χριστιανική αὐθεντικότητα τῶν Πράξεων, ἐξ ἂλλου, ἐπικαλεῖται ὁ ἱ. Χρυσόστομος, γιά να δείξει τήν σημασία τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου. Λέγει (ὁμιλία ΙΑ΄ στίς Πράξεις):
«Οὓτω ζῶσιν νῦν οἱ ἐν τοῖς κοινοβίοις, ὣς ποτέ οἱ πιστοί (τῶν Ἱεροσολύμων)». Αὐτό εἶναι διαχρονικά τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό το «πνεῦμα» κυρίως ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ τό φρόνημα γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τίς λύσεις.
Ἡ καθιέρωση ἢδη στήν ἀποστολική ἐποχή καί τοῦ θεσμοῦ τῶν «λογειῶν», τῆς συλλογῆς δηλαδή οἰκονομικῆς βοηθείας ἐκ μέρους τῶν πιστῶν γιά την ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχοτέρων καί πενομένων ἄλλων περιοχῶν τῆς χριστιανικῆς «κοινοπολιτείας» (βλ. Γαλ. 2,10 Α´ Κορ. 16,2 ἑπ. Β´ Κορ. 9,1 ἑπ.), ἀποδεικνύει τήν διεύρυνση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς. Σημασία ὃμως ἒχει ὁ σκοπός καί αὐτοῦ τοῦ μέτρου.
Ο Ἀπ.Παῦλος διευκρινίζει, ὃτι το «περίσσευμα» τῶν μέν πρέπει νά καλύπτει τό «ὑ στέρημα» τῶν ἄλλων, καί ἀντιστρόφως,μέ σκοπό: ὃπως γένηται ἰσότης. (Β´ Κορ. 8, 13–14).
Δεν ἀναμέναμε δηλαδή κανένα Μάρξ ἢ τούς νεώτερους σοσιαλισμούς, γιά νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀνάγκη «ἰσότητος» ὂχι μόνο στά πνευματικά, ἀλλά και στά «ὑλικά καί οἰκονομικά». Καί αὐτό βέβαια, ἀδυνατοῦν τά κοινωνικά συστήματα τοῦ κόσμου νά κατανοήσουν καί να σεβαστοῦν. Καί τοῦτο, διότι καί τῶν καπιταλισμῶν καί τῶν σοσιαλισμῶν οἱ στόχοι εἶναι καθαρά ὑλικοί (ὑλιστικοί, καλύτερα). «Τρέφουν» τό σῶμα, δολοφονώντας ὃμως τήν ψυχή και τελικά ἐξουθενώνουν καί τά δύο.Ἒτσι ἐγκαινιάσθηκε ἡ πολιτική διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας ἐν Χριστῷ, ἢδη στα Ἱεροσόλυμα. Βέβαια, δέν χρειάσθηκε νά συντάξει καί νά προσφέρει κάποιο (εἰδικό) σύστημα ἡ Ἐκκλησία. Διότι αὐτό, πού ἀπαιτεῖται, γιά νά ὀργανωθεῖ ἡ ζωή μιᾶς κοινωνίας μέ αὐτό τόν τρόπο, δέν εἶναι τά νομικά κείμενα, ἀλλά ἡ παρουσία τῆς θεϊκῆς Χάριτος στήν ψυχή τῶν πιστῶν. Ἂλλωστε, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, οὒτε τήν Ἁγία Γραφή θά ἐχρειαζόμεθα, ἂν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρή καί μποροῦσε νά δεχθεῖ ἀπ’ εὐθείας τήν θεία ἀποκάλυψη, ὃπως συμβαίνει στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στούς Ἀποστόλους καί σ’ αὐτούς πού φθάνουν στήν θέωση (Πεντηκοστή) Ἁγίους (PG 57,13 ἑπ.). Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει ζωή, τήν Χριστοζωή, καί τήν δυνατότητα «ἀκολουθίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 16,24) μέ την ἐνίσχυση τῆς θείας Χάριτος. Καλεῖ, γιά νά ἐντάξει σέ ἓνα θεόσδοτο τρόπο ζωῆς, μέσα στόν ὁποῖο ὑπερβαίνονται οἱ ἀνάγκες καί λύνονται τά προβλήματα, ἀτομικά καί συλλογικά. Ὁ πιστός συνεργάζεται («συνέργεια») μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματά του.Ὁ ἀμετάθετος δέ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας (ὀφείλει νά) εἶναι ἡ μέσα σ’ αὐτό τό ὃραμα ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Ὁ «διάκονος» Στέφανος κατηγορήθηκε ὃτι ἢθελε νά ἀλλάξει «τά ἒθη» (τόν τρόπο κοινωνικῆς ὑπάρξεως), πού κατά τούς κατηγόρους του εἶχε δώσει ὁ Μωϋσῆς (Πρ. 6,14). Οἱ ἐν Χριστῷ ζῶντες ἀναμορφώνουν αὐτά τά ἒθη, ὃταν αὐτά διαφθαροῦν, ὃπως συνέβαινε τότε μέ τούς Ἑβραίους, καί ἒτσι δημιουργοῦν ἐν Χριστῷ ἒθη (χριστιανικούς νόμους, ἐν Χριστῷ παιδεία, ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἐν Χριστῷ οἰκονομικές σχέσεις καί ὃ,τι ἂλλο). Ἡ προσφερόμενη λύση, δηλαδή, εἶναι ἡ πλήρης, «ὁλοτελής» (Α´ Θεσσ.5,23), ἒνταξη μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό εἶναι για τούς Χριστιανούς (καί τους Ὀρθοδόξους) τό πρόβλημα: Ἂν ἡ λεγομένη χριστιανική κοινωνία μας εἶναι ὂντως Χριστιανική καί ὂχι θλιβερό ἐξάρτημα δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ἐξ ἂλλου, κατά πόσον οἱ φορεῖς τῆς ἱερατικῆς διακονίας εἲμεθα ἀληθινά φορεῖς καί ὂχι ἀχθοφόροι τοῦ χαρίσματος. Δέν ἀρκοῦν τά ὀνόματα (ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος), γιά νά ζεῖ καί ἐνεργεῖ κάποιος ὡς χριστιανός ὀρθόδοξος Κληρικός. Ἒτσι καί τό ὂνομα «χριστιανοί ὀρθόδοξοι» για τούς πιστούς μπορεῖ νά καλύπτει «βίον» ἀντίχριστον.
«Δεῖξόν μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἒργων σου», λέγει ὁ ἃγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος (Ἰακ. 2,18). Ὃπου ἡ ἒνταξη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἲτε τῶν Κληρικῶν, εἲτε τῶν Λαϊκῶν, δέν εἶναι πλήρης καί καθολική, πρόκειται γιά νόθο χριστιανισμό καί νόθα ἐκκλησιαστικότητα, ἂρα γιά ψεῦδος καί ἀπάτη. Δεν πρέπει, συνεπῶς, νά ἐκπλησσώμεθα, διότι δεχόμεθα κοινωνικοπολιτικά νά τελοῦμε ὑπό τον ζυγό κοσμικῶν καί ἀντιχριστιανικῶν συστημάτων, ἒχοντας ἀποξενωθεί τελείως ἀπό το «πνεῦμα» τῶν Ἀποστόλων και τῶν Πράξεων. Ἡ ἀλλαγή τοῦ 4ου αἰῶνος ἦταν ἀποφασιστικῆς σημασίας, γιά τήν συνέχιση τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Διότι τό ἐρώτημα εἶναι: Ὑπάρχει συνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ὑπάρχει συνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ἀνεπιφύλακτα ἡ ἱστορία ἀπαντᾶ, ναί! Μιλήσαμε ἢδη για τήν «Διδαχή» (ἀρχές β´ αἰ.). Ἀναφέραμε ἢδη πατερικές και συνοδικές (οἰκουμενικοῦ μάλιστα χαρακτῆρος) ἐπιβεβαιώσεις. Τό πνεῦμα τῶν Ἱεροσολύμων δέν χάθηκε ποτέ στην Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος βλέπει ὡς συνέχεια τῶν Πράξεων το κοινοβιακό μοναστήρι. Τά μοναστικά κοινόβια σ᾽ ὃλους τους αἰῶνες σώζουν τήν δομή και αὐθεντικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Μένουν πάντοτε ἡ «ὑπαρκτή ὀρθοδοξία». Κοσμογονική ἀλλαγή ἒγινε μέ τόν Μ. Κωνσταντῖνο (δ΄ αἰ.). Εἶναι τό ἀληθινό θαῦμα τῆς ἱστορίας, ὃπως ἂλλωστε καί ὁ ἲδιος ὁ πρῶτος χριστιανός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ. Ἀπό τόν δ΄ αἰ. ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία μεταβάλλεται σέ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ καινήν Πολιτείαν».
Ὂχι βέβαια μαγικά καί αὐτόματα, ἀλλά ἐκεῖ ὃπου σώζεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, σέ πρόσωπα καί δομές. Αὐτός ἦταν (εἶναι) ἂλλωστε ὁ σκοπός τῆς παρουσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Ὁ νέος Πίνδαρος τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἃγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός ( 6ος αἰ.), τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό Ματθ. 28,19 («πορευθέντες μαθητεύσατε=κάμετε μαθητές, ἐκχριστιανίσατε- πάντα τά ἒθνη») μετά την κτηθεῖσα πείρα ἀναδιατυπώνει σέ: «μαθητεύσατε ἒθνη καί βασιλέας» (κοντάκιο στούς Ἁγίους Ἀποστόλους).
Ὁλόκληρα τά ἒθνη μέ ὃλες τίς πολιτειακές δομές τους, δηλαδή. Στο πρόσωπο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου αὐτοκαταργεῖται ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὃταν ἒλεγε στους Πατέρες–Ἐπισκόπους στήν Ἀντιόχεια (τό 324): «Ὑπό τοῦ Θεοῦ καθιστάμενος ἐπίσκοπος τῶν ἐκτός ἀν ε ί η ν ». Θά μποροῦσα νά εἶμαι, ἂν τό ἐγκρίνετε, διάκονος–ὑπουργός τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, «ἀφοσιωμένος θεράπων τοῦ Θεοῦ» (Εὐσεβίου Ἱστορία, PG 20, 1172).
Αὐτά σημαίνουν την βούληση νά συνεχισθεῖ, μέ την ἀνανέωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, πού γίνεται Ρωμαίϊκη, δηλαδή ὀρθόδοξη, τουλάχιστον κατά τίς προθέσεις και τήν σταδιακή μεταμόρφωση τῶν θεσμῶν της, τὸ πνεῦμα τῶν Ἱεροσολύμων, πού ἢθελε καί τούς χριστιανούς πολιτικούς διακόνους ἐν Χριστῷ, ὑπουργούς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα καί κοινωνία, ἀνεγνώριζε καί δεχόταν τήν ὓπαρξη ΔΥΟ Πολιτειῶν και πολιτικῶν διακονιῶν: μία ἐξωτερική καί μία ἐσωτερική. Ἐξωτερική ἦταν ἡ Ρωμαϊκή Πολιτεία, τό Ρωμαϊκό Κράτος, εἰδωλολατρικό ἀκόμη καί ἀντίχριστο.
Στή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μαζί του ἰσχύουν πάντα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: ἀπόδοτε οὖν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ (Ματθ.22,21). Στόν Καίσαρα ἀνήκουν τά ἐκδιδόμενα ἀπό αὐτόν νομίσματα, ὁ ἀνθρωπος ὃμως ὡς εἰκών τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει στον Χριστό. Γι’ αὐτό γιά τούς χριστιανούς ἰσχύει πάντα ὁ ἀποστολικός λόγος: Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.(Πραξ. 5,29). Ἐξωτερικές εἶναι γιά τούς Ὀρθοδόξους καί οἱ Πολιτεῖες τῆς ἐποχῆς μας, ἒστω καί ἂν λέγονται χριστιανικές ἢ αὐτοτιτλοφοροῦνται ἀκό μη ὀρθόδοξες... Διότι ἐκ τῶν ἒργων τους ἀποδεικνύουν ὃτι οὐδεμία σχέση ἒχουν μέ τον Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του, προσδιοριζόμενες ἀπό ἀντίχριστα συστήματα καί μεθόδους.Τήν ἐσωτερική πολιτεία (πολιτική διακονία) συνέστησε ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἡ ἲδια ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα και ἐν Χριστῷ κοινωνία. Μέ αὐτήν τήν «πολιτική διακονία» ἒζησε ἡ Ρωμηοσύνη, ὡς Ἑλληνορθοδοξία, σ’ ὃλη τήν διάρκεια τῆς πολυώνυμης δουλείας, καί κυρίως στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Τό ρωμαίϊκο μιλλέτι ἒκλεινε μέσα του ὃλη τήν ζωή τοῦ Γένους/ Ἒθνους καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα, ἦταν το «περιέχον» σύμπασα τήν ζωή.
Μετά τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους (συμβατικά τό 1830) ἒγινε «περιεχόμενο», ὡς ἓνας τῶν θεσμῶν του. Ἀπό το 1830 ἒγιναν δύο μεγάλα λάθη:
α) Οἱ πολιτικοί ἂρχοντές μας θεωρήθηκαν συνέχεια τῶν «διακόνων», ἒστω καί ἂν ἦσαν (εἶναι) κατ’ ὂνομα Χριστιανοί καί στήν οὐσία ὑποτεταγμένοι στούς «προστάτες» μας ξένους (ὁ Ὂθων λ.χ. θεωρήθηκε συνέχεια τῶν «βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων) καί
β) Πιστεύσαμε ὃτι τό νέο ἑλληνικό κράτος εἶναι ἀνάσταση τῆς ρωμαίικης («βυζαντινῆς») αὐτοκρατορίας. Δεχθήκαμε, ἒτσι, πολιτικούς-διακόνους, κατά κανόνα, ξένους πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί εἰσηγητές μιᾶς πολιτικῆς, πού ἁπλούστατα μεταγγίζει καί μετακενώνει τους καρπούς τῶν δυτικοφραγγικῶν ἐξελίξεων καί τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, πού οὐδεμία σχέση ἒχουν μέ τό πνεῦμα τῶν Πράξεων.
Δέν χάθηκε ἡ ἐλπίδα
Ὃλα στήν πράξη μπορεῖ να χάθηκαν ἢ νά ἀλλοιώθηκαν μέσα στήν ἐκκοσμίκευσή μας. Δέν χάθηκε ὃμως ἡ ἐλπίδα.Ταυτόχρονα μέ τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830) καθιερώθηκε μιά Ἀκολουθία για τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων». (Σήμερα ἡ Ἀκολουθία περιορίζεται στήν «ἐγκατάσταση τῆς Δημοτικῆς ἢ Κοινοτικῆς Ἀρχῆς», ἐνῶ θὰ ἒπρεπε, ἂν ἢμεθα ὂντως Ὀρθόδοξοι, να τελεῖται σ’ ὃλες τίς βαθμίδες τῆς πολιτειακῆς Ἱεραρχίας). Ἡ Εὐχή, πάντως, πού ἀναγινώσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας και ὡς ἐπιστέγασμά της εἶναι σαφεστάτη ἒκφραση τῆς ρωμαίϊκης (ἑλληνορθόδοξης) πολιτικῆς θεωρίας:
«...Ἧκεν ἐφ’ ἡμᾶς ἡ εἰρήνη, ἧκεν ἡ ἀσφάλεια, ἐλήλυθεν ἡ εὐνομία (= μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό). Ὓψωσας(=ὁ λόγος προς τόν τριαδικό Θεό μας) γάρ ἐκλεκτούς (ἐκλεγμένους ὡς ἀρίστους) ἐκ τοῦ λαοῦ σου. Ἒδωκας πάλιν ἂρχοντας ἡμῖν, εἰς τό ἂρχειν καί κρίνειν ἀνά μέσον τοῦ λαοῦ... Σύ ἒδωκας ἡμῖν ἂρχοντας κατά τήν καρδίαν ἡμῶν (πρβλ. Ἱερ. 3,15΄ ἐμεῖς ἒχουμε τήν εὐθύνη για τό ποιόν τῶν ἀρχόντων μας. «Οἷος ὁ λαός, τοιοῦτοι καί οἱ ἂρχοντες»). Αὐτός δέ καί δός αὐτοῖς ἂρχειν μετ’ ἐπιστήμης (βλ. Πρ. 6,3: «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»), ὅτι χαλεπόν τοῦ εἰδέναι ἂρχεσθαι, χαλεπώτερόν ἐστι τό ἂρχειν ἀνθρώπων». Καί τό κύριο σημεῖο, πού διασώζει τήν παράδοση τῆς ὀρθοδόξου πολιτικῆς διακονίας, ἡ ὁποία θέλει ἂρχοντες ὂχι κοσμικοῦ τύπου, ἀλλά διακόνους καί «ὑπουργούς», δηλαδή, «ὑπηρέτες» τοῦ Λαοῦ καί ὂχι τυράννους του:
«Κατάστησον αὐτούς διακόνους εἰς τό ἀγαθόν... Διακονησάτωσαν καί οὐ διακονηθήτωσαν» (δηλαδή: να μᾶς ὑπηρετοῦν αὐτοί καί ὂχι να τούς ὑπηρετοῦμε ἐμεῖς!). Αὐτοκράτωρ (μέ κάθε σημασία) νά εἶναι ὁ Λαός. Αὐτό ὃμως μόνο σέ μία περίπτωση μπορεῖ να γίνει, ὃπως δηλώνει ἡ συνέχεια τῆς Εὐχῆς: οὐκ ἂρξουσιν οὗτοι ἐν ἡμῖν, ἀλλά Σύ (ὁ Θεός) ἂρξεις ἡμῶν δι’ αὐτῶν..... Ἂρα: Ἂν δι’ ἡμῶν τῶν κληρικῶν (διακόνων) δέν διακονεῖ ὁ Χριστός καί ἂν διά τῶν πολιτειακῶν ὑπουργῶν (ὑπηρετῶν και διακόνων) δέν «ἂρχει» ὁ Χριστός, ὁ λόγος περί Ὀρθοδοξίας καί στούς δύο χώρους εἶ- ναι χωρίς ἀντίκρυσμα.
Τώρα καταλαβαίνουμε πῶς νοεῖται ὁ λεγόμενος «χωρισμός Ἐκκλησίας - Πολιτείας».
Ὁ διοικητικός χωρισμός καί οἱ διακριτοί τῶν δύο ρόλοι ἒχουν ξασφαλισθεῖ μέ τόν Νόμο 590/1977, ὡς ἀπόρροια τοῦ Συντάγματός μας. Ὡς χωρισμό ως ἐννοοῦν πολλοί πολιτικοί μας τήν πλήρη καί τελεία ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό ὃλες τίς δομές τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
Διότι τότε οὒτε ἡ Εὐχή αὐτή θά ἀναγινώσκεται πιά, οὒτε θά ἐλέγχει τόν γενιτσαρισμό μας (σήμερα, πρός τήν Δύση καί τόν χωρίς Χριστό κόσμο).
Πηγή: http://www.enromiosini.gr/FF087935.el.aspx

Η νίκη της αληθούς Πίστεως Κυριακή της Ορθοδοξίας, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,


Η νίκη της αληθούς Πίστεως
Κυριακή της Ορθοδοξίας
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Στις 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής τότε - μία σύνοδος στην Πόλη «αναστήλωσε», ανάρτησε και πάλι στους στύλους των ναών, τις άγιες εικόνες, δίνοντας έτσι τέλος στην πολιτικοθρησκευτική αναστάτωση της εικονομαχίας (726 - 843).
Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες, ως μόνιμος φορέας του πολιτισμού, σώζουν την πίστη! Η Θεοδώρα είχε οσιακά τέλη στη Μονή των Γαστρίων και ίσως κάποιοι να μη γνωρίζουν ότι το λείψανό της βρίσκεται ακέραιο και άφθαρτο στην Κέρκυρα.
Ονομάστηκε «εορτή της Ορθοδοξίας» ως «νίκη της αληθούς Πίστεως», που προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θέωσης. Η Ορθοδοξία είναι, σύμφωνα με τον αγιοπατερικό χαρακτηρισμό, «εργαστήριον αγιότητος», δηλαδή «εργοστάσιο παραγωγής Αγίων», ανθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στη Θεία Χάρη, για να μπορούν να ζουν ως συν - άνθρωποι, ικανοί να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και αδελφοσύνης. Όπου δεν σώζεται αυτός ο άνθρωπος, ούτε αυθεντική κοινωνία μπορεί να υπάρξει.
Στην Ορθοδοξία - όταν και όπου υπάρχει - σώζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς στο Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, που συνιστά την ενότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στην Ορθοδοξία των Αγίων μας δεν σώζεται κανείς ατομικά, αλλά «διά του πλησίον». Αυτά γιορτάζουμε σήμερα...
«Ευρήκαμεν Ιησούν»
Ορθοδοξία, όμως, είναι η εύρεση του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του σημερινού Ευαγγελίου «ευρήκαμεν Ιησούν» (Ιω. 1,69). Είναι η εκπλήρωση της λυτρωτικής προσδοκίας σύνολης της ανθρωπότητας. Ο απ. Πέτρος, απολογούμενος ενώπιον του εβραϊκού Συνεδρίου, τόλμησε να πει: «Ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» - Κανείς άλλος δεν μπορεί να σώσει (Πρ. 4,11). Αυτό σημαίνει: Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη Θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού με τον Άκτιστο.
Στην Ορθοδοξία δεν γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φύση του ανθρώπου, που έπλασε ο Θεός. Γι' αυτό στον αληθινό Χριστό δεν μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, όμοια με τα δικά μας, που ζούμε με την τραγικότητα της πτώσης. «Υπέρ άνθρωπον αυτού τα ανθρώπινα» διακηρύσσει ο αγιοπατερικός λόγος.
Εκούσια προσέλαβε ο Χριστός τα «αδιάβλητα» (μη εφάμαρτα) πάθη μας: την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το θάνατο, τις συνέπειες δηλαδή της πτώσης, μετέχοντας έτσι στην ιστορική περιπέτειά μας, για να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την ιστορία. Ο Χριστός, που σώζει, είναι ο Χριστός των Αγίων μας, ως «Χριστός της πίστεως» αλλά και «της ιστορίας». Αυτόν το Χριστό συναντάμε στο Σώμα του, την Εκκλησία.
Προσωπική προσέγγιση
Βέβαια, ο καθένας μπορεί να προσεγγίσει το Χριστό με το δικό του τρόπο, πλάθοντας - αυθαίρετα - το Χριστό, κατά το περιεχόμενο της καρδιάς του ή της διανοίας του (μεταφυσική κατανόησή Του). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, προβάλλουμε στο Χριστό τα δικά μας πάθη και «τιμάμε» το Χριστό των παθών μας (ας θυμηθούμε το ελληνικό δωδεκάθεο). Πάντα το πρόβλημα της προσέγγισης του Θεού είναι ο άνθρωπος. «Δείξόν μοι τον άνθρωπόν σου, καγώ σοι δείξω τον Θεόν μου», απάντησε ο αρχαίος απολογητής (β΄ αι.) Θεόφιλος στον εθνικό συνομιλητή του Αυτόλυκο.
Αν ο άνθρωπος δεν καθαρίσει την καρδιά του και δεν «πλησθή Πνεύματος Αγίου» (Πρ. 2,4) θα «βλέπει» το Χριστό μέσα από το πρίσμα της (αρρωστημένης) φαντασίας του.
Οι άγιοι - άνδρες και γυναίκες - βλέποντας το Χριστό «εν καθαρά καρδία» «δοξάζουν» - δηλαδή φανερώνουν - τον αληθινό Χριστό και δε συντελούν, όπως εμείς οι διαστρεβλωτές της αγιότητας στο να «βλασφημήται ο Θεός εν τοις έθνεσιν» (Ρωμ. 2,24). Δεν ξέρω, αλήθεια, αν, κάθε φορά που συκοφαντείται ο Χριστός, μπορούμε οι λεγόμενοι χριστιανοί να αναζητήσουμε την αιτία στην αντίχριστη συμπεριφορά μας (βλ. Ρωμ. 2,17 - 23)...
Ιεραποστολική μαρτυρία

Η αληθινή σχέση του ανθρώπου με το Σωτήρα Χριστό βεβαιώνεται μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας ως ιεραποστολική μαρτυρία και (πρόσ)κληση σ' εκείνον: «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1,46). «Ουαί μοι, εάν μη ευαγγελίζωμαι» - αλίμονό μου, αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο του Χριστού - ομολογούσε ο απ. Παύλος στους Έλληνες της Κορίνθου (Α΄ Κορ. 9,15).
Στον Παύλο, άλλωστε, οφείλει τον εν Χριστώ φωτισμό της και όλη η Ευρώπη. Σ' αυτόν, που συνέχισε - με έναν άλλο τρόπο - το έργο του Μ. Αλεξάνδρου προς τη Δύση. Γι' αυτό ίσως μοιράζεται και ο Παύλος τις εναντίον του Χριστού επιθέσεις! Άλλο το πώς κατάντησε το χριστιανισμό - και το Χριστό - του Παύλου η Ευρώπη!
Είναι, πάντως, εύστοχη η σύνδεση της «Κυριακής της Ορθοδοξίας» με την ιεραποστολή, ως έκφραση της «εν Χριστώ εμπειρίας» («ευρήκαμεν Ιησούν») και κλήση στην «εν Χριστώ» σωτηρία («έρχου και ίδε»).
«Ίδε» όμως σημαίνει «Ζήσε»...
Από: http://wwk.kathimerini.gr/kath/edition/2000/19-03-2000.pdf
Και από: http://www.egolpion.com/nikh_kuriakh_orthodoxias.el.aspx

Ελληνοορθοδοξία - Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR


Ελληνοορθοδοξία
Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών
Ο Ελληνισμός ηττάται μόνον με Εφιάλτας
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 16/3/2012
ΜΕΓΑΛΟ σάλο προκάλεσε πρίν ἀπό κάποια χρόνια ἡ γνωστή δήλωση τοῦ κ. Χένρυ Κίσιγκερ, πρώηνὙπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ, γιά τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά τιθασευθῆ ὁ Ἑλληνισμός.
Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μέ τήν δήλωσή του ὁ κ. Κ διετύπωσε μέ ἄλλο τρόπο κάτι, πού εἶχε συλλάβει ὁ συμπατριώτης του Γιάκομπ Φιλίπ Φαλλμεράγερ (1790-1861) στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος...
Ὁ τελευταῖος ἀπό τον Ἰούλιο τοῦ 1840 ὥς τον Μάϊο τοῦ 1842 ταξίδευσε σέ πολλά μέρη τῆς “καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς”, μεταξύ τῶν ὁποίων συμπεριέλαβε καί το Ἅγιον Ὄρος.
Στη σειρά “FRAGMENTE AUS DEM ORIENT” (1845) ἐκθέτει τίς ἐντυπώσεις του καί πολλές σημαντικές θέσεις, πού ἄμεσα μᾶς ἐνδιαφέρουν. Μιλώντας γιά τό ἍγιονὌρος, ἀναφέρεται στή νοερά προσευχή, τον “λατινέλληνα” Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, τήν ἡσυχαστική κίνηση τοῦ 14ου αἰῶνος, τήν Ἀθωνιάδα Σχολή καί τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, γιά τόν ὁποῖο ἐκφράζεται μέ θαυμασμό (βλ.Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση,ὉJ.PH. FALLMERAYER (1790-1861) καί οἱ ἀναμνήσεις του ἀπό το Ἅγιον Ὄρος καί την Θεσσαλονίκη, στήν: Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Θεσσαλονίκης, τόμ. 11, 2006, σελ. 7-28. Σπουδαία μελέτη).
Ὁ γερμανός καθηγητής ἀναφέρεται καί στή σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ με τήνὈρθοδοξία καί γράφει τά ἑξῆς, ὅπως παραθέτει τά λόγια του ὁ ἐκλεκτός συνάδελφος κ. Καραθανάσης: «Ἀπ᾽ ἔξω -ἄς τό θυμοῦνται αὐτό στην Εὐρώπη, ὅλες οἱ ἐπιθέσεις κατά τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, πού εἶναι ταυτόσημο μέ τό ἀνατολικό ὀρθόδοξο δόγμα, εἶναι μάταιη προσπάθεια. Ὁ κίνδυνος μπορεῖ νά εἶναι μ ό ν ο ἐ σ ω τ ε ρ ι κ ό ς…. (ἡ ἀραίωση δική μου).
Ὅλοι οἱ καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλευόμενοι τήν ἀκεραιότητα, ὕπαρξη καί ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γνωρίζουν καλά τήν ἀδιαίρετη, ἀλλά καί ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί τό ἀδιάλυπο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως. Καί τοῦτο, διότι ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ὑπεροχότερη στήν ἱστορία συλλογική λυτρωτική ἀναζήτηση, καταξιώθηκε -κατά κάποιο τρόπο- ὡς ἀνθρώπινη φύση σέ μία θεανθρώπινη ἕνωση, τό θεῖο στοιχεῖο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Χριστός, δηλαδή, ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ζωτική δύναμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς αἰῶνες, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ Ἱστορία, καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο «ἀπ᾽ ἔξω» νά πληγεῖ ὁ Ἑλληνισμός. Αὐτό μπορεῖ νά γίνη ΜΟΝΟ «ἀπό μέσα». Ἀλλ᾽ αὐτό σημαίνει προδοσία, γιά την ὁποία χρειάζεται ἡ «πέμπτη φάλαγξ», ὅπως μᾶς διδάσκει -πάλι- ἡ Ἱστορία. Χωρίς Ἐφιάλτες δέν ἡττᾶται ὁ Ἑλληνισμός…
Αὐτό λοιπόν γνωρίζουν πολύ καλά οἱ ἐχθροί τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί γι᾽ αὐτό, ὅταν θελήσουν νά τόν πλήξουν, ὑπολογίζουν στούς πολυώνυμος Ἐφιάλτες μας. Κυρίως σέ ἐκείνους, πού διαθέτουν ἀξίωμα, οἰκονομική εὐρωστία καί δύναμη (πολιτική λ.χ.). Διότι ὅλοι αὐτοί, ὅπως τό ξαναζοῦμε στίς ἡμέρες μας, ταυτιζόμενοι δουλοπρεπῶς μέ τούς ὁποιουσδήποτε «Μήδους», τούς «ἀφήνουν νά διαβοῦνε». Καί αὐτό, διότι ἐνεργοῦν ὡς θύματα τῶν ἀνόμων φιλοδοξιῶν τους.
Οἱ «Ἐφιάλτες» εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή γιά τό Ἔθνος μας, στή σχέση του μάλιστα μέ τή ζωτική του δύναμη, πού εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων μας. Καί αὐτό συμβαίνει, ὅταν με τούς τρόπους καί τά μέσα, πού διαθέτουν διαφθείρουν τούς Ἕλληνες, καθιστώντας μας ὄχι φορεῖς, ἀλλά ἀχθοφόρους τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ ὀνόματος. Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830), ὡς «προτεκτοράτου» τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων, ὑπό μόνιμη κατοχή, οἱ Ξένοι ἐξουσίαζουν καί κατευθύνουν τήν Χώρα μας μέ ὄργανα τούς «Ἐφιάλτες» αὐτοῦ τοῦ τόπου. Αὐτό ὑπό μία μόνο προϋπόθεση μπορεῖ νά ἀποφευχθεῖ: Ὅταν ΟΛΟΙ ἐνεργοῦμε -καί ἰδιαίτερα οἱ (πολιτικοί) Ἡγέτες μας- ὡς Ἕλληνες πρός τά ἔξω καί ὄχι ὡς Ξένοι στήν Ἑλλάδα. Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς σημερινῆς κακοδαιμονίας μας.
πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2012/03/blog-po