«Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…»
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Από το βιβλίο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ»
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
***
Ομιλία στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο
ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
«Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…»
…Ο
αγώνας των αγίων Πατέρων της Νικαίας εναντίον της αρειανικής κακοδοξίας
ήταν αγώνας για την ενότητα της Εκκλησίας και την διατήρηση της
ταυτότητός της, για να μπορή να ζη στον κόσμο σαν Ορθοδοξία και να σώζη
τον κόσμο. Περισσότερο όμως βοηθεί εμάς η σημερινή ευαγγελική περικοπή,
για να προσδιορίσωμε τις προϋποθέσεις εκείνες, που εξασφαλίζουν την
ενότητά μας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, και συγχρόνως την ενότητα του
ίδιου του Σώματος, της Εκκλησίας.
Το «έργον» του Χριστού
Το
«έργον» του Χριστού μας για το οποίο μιλεί ο ίδιος ο Κύριος, είναι
λυτρωτικό, αλλά και αποκαλυπτικό. Είναι το φανέρωμα του Θεού στον κόσμο.
Αποκάλυψη του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού, που αποτελεί το αιώνιο
θεμέλιο δομήσεως και της Εκκλησίας. Η αποκάλυψη δε αυτή δεν έγινε
θεωρητικά -διανοητικά, αλλά απτά και συγκεκριμένα στο Πρόσωπο του Ιησού
Χριστού. Με το Είναι Του, την ίδια την ύπαρξή Του γνωστοποίησε ο Χριστός
στον κόσμο τον Τριαδικό Θεό. Διότι σ’ Αυτόν. «κατοικεί παν το πλήρωμα
της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9) και γι’ αυτό «ο εωρακώς αυτόν εώρακε
τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ’ 9), όπως θα πη στον Φίλιππο. Έξω από τον Χριστό
δεν μπορούμε να γνωρίσωμε τον Θεό, να μάθωμε το θέλημά Του για την
σωτηρία μας, και συνεπώς ούτε να σωθούμε μπορούμε. Εκείνο, που ξεχωρίζει
αποφασιστικά και τελεσίδικα την Εκκλησία από τα διάφορα θρησκεύματα του
κόσμου, είναι το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί μόνο στον Χριστό συναντά
κανείς λυτρωτικά τον Θεό. Αυτός είναι «η θύρα» (Ιωάν. ι’ 9), «η οδός»
(Ιωάν. ιδ’ 6) και η «προσαγωγή» μας στη Χάρη του Θεού (Ρωμ. ε’ 2). Με το
φανέρωμα του Θεού στο ίδιο το Πρόσωπό Του μας ανοίγει ο Χριστός τον
δρόμο για την σωτηρία, την αιώνια ζωή. Η έκφραση «αιώνιος ζωή», που
ακούσαμε στο Ευαγγέλιο σήμερα, δεν έχει χρονική, αλλά σωτηριολογική
σημασία. Σημαίνει την είσοδό μας στον πνευματικό χώρο της αιώνιας
«βασιλείας του Θεού». Στο πνευματικό κράτος της εξουσίας Του. Σημαίνει
επιστροφή μας στην «κοινωνία» του Θεού, μέσα στην οποία πραγματικά
υπάρχομε και ζούμε.
Το έργον το δικό μας
Σ’
αυτήν την κλήση του Θεού εν Χριστώ καλείται ο άνθρωπος να απαντήση.
Έχει το δικαίωμα να την δεχθή ή να την απορρίψη. Από την απάντησή μας
όμως κρίνεται και η σωτηρία μας. Η κατάφασή μας στην λυτρωτική αποκάλυψη
του Χριστού μας είναι η πίστη μας, το μυστικό «ναι», που αντιπροτάσσομε
στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού, που έγινε άνθρωπος «δι’ ημάς τους
ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Χωρίς αυτό δεν σωζόμεθα.
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξαναβρούμε την υπαρκτική ολότητα και ακεραιότητά
μας, αλλά θα μένωμε κομματιασμένοι και διχασμένοι μέσα στη φθορά του
κόσμου, στην προσήλωση δηλ. στην ύλη και στη ματαιότητά της. Εκείνο, που
καλούμεθα να κάμωμε μείς για την σωτηρία μας, το έκαμαν ήδη οι Μαθηταί
του Χριστού. «Ετήρησαν τον λόγον» του Θεού, που τους φανέρωσε ο Χριστός.
Πίστευσαν δηλ. πως ο Χριστός έρχεται από τον Θεό και ότι Εκείνος Τον
απέστειλε στον κόσμο.
Αναγνώρισαν
στο Πρόσωπο του Χριστού τον Θεάνθρωπο Μεσσία – Λυτρωτή. Έτσι, και μόνο
έτσι, μπόρεσαν να μπουν στην «αιώνιο ζωή», να αναγνωρίσουν τον Θεό στο
Πρόσωπο του Χριστού, με το να δεχθούν τον Χριστό και να πιστεύσουν στην
μαρτυρία Του για τον Θεό και την «αιώνια ζωή» Του. Αυτό όμως ήταν όχι
μόνο η προϋπόθεση της σωτηρίας των, αλλά συγχρόνως και το θεμέλιο της εν
Χριστώ ενότητός των, χωρίς την οποία ούτε και η σωτηρία είναι δυνατή. Ο
Χριστός παρακαλεί, γι’ αυτό, τον Πατέρα να τους κρατήση σ’ αυτήν την
ενότητα. Στην μία δηλ. και ενιαία πίστη και πιστότητα προς τον Χριστό,
που εξασφαλίζει και την μεταξύ τους ενότητα.
Είναι
ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, ότι την ενότητα αυτή των μαθητών ο Χριστός
την ανάγει στη δική Του ενότητα με τον Πατέρα (…καθώς ημείς). Η δική Του
ενότητα με τον Πατέρα είναι ενότητα ουσίας και αγάπης. Ο Χριστός έχει
ολόκληρη την θεία ουσία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα (τα τρία
θεία Πρόσωπα είναι μεταξύ τους «ομοούσια», όπως διεκήρυξε η Α’
Οικουμενική Σύνοδος). Με την πιστότητά τους στον Χριστό θα κρατήσουν και
οι Μαθηταί -και όλη η Εκκλησία- αυτή την ενότητα αγάπης και
δικαιοσύνης, ώστε να ανήκουν σε μια αδελφική κοινωνία, στην οποία «όλοι
ζουν σαν μια οικογένεια και τα έχουν όλα κοινά», και «κανείς δεν λέγει
πως κάτι από τα υπάρχοντά του είναι ατομική του ιδιοκτησία», αλλά έχουν
μεταξύ τους τέτοια αγάπη, ώστε «το περίσσευμα του ενός να καλύπτη το
υστέρημα του άλλου… και να υπάρχη μεταξύ τους ισότητα» (βλ. Πράξ. β’ 44.
δ’ 32· Β’ Κορ. η’ 13. 14).
Το έργον των Αγίων Πατέρων μας
Από
τα παραπάνω λόγια του Χριστού μας καταξιώνεται και δικαιώνεται και το
«έργον» των Αγ. Πατέρων μας, όπως εκείνων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Το έργο των Αγίων Πατέρων, και μάλιστα στις Οικουμενικές Συνόδους, δεν
είναι φιλοσοφικό διανοητικό, αλλά ιδιαίτερα πρακτικό και ομολογητικό.
Δεν αγωνίζονται να ανακαλύψουν κάποια αλήθεια, αλλά διακηρύσσουν και
ομολογούν την μία και αιώνια αλήθεια για τον Θεό, για τον Χριστό, για
τον άνθρωπο και τον κόσμο. Αντικρούοντας οι Άγιοι Πατέρες τον Άρειο και
την διδασκαλία του, ότι ο Χριστός δεν είναι παρά ένα «κτίσμα» και
«ξένος» τελείως προς τον Θεό – Πατέρα, συνεχίζουν εκείνο, που έκαμαν οι
Απόστολοι, οι οποίοι εδέχθηκαν τον Χριστό, όχι όπως μπορούμε να Τον
φαντασθούμε εμείς, αλλ’ όπως εκείνος απεκαλύφθη, δηλαδή σαν Υιό του
Θεού, ίσο με τον Πατέρα (Φιλιππ. β’ 6) και «ομοούσιο» με Εκείνον. Ο
Άρειος εκήρυττε ένα Χριστό ξένο προς τον πραγματικό, και συνεπώς ένα
Χριστό ανύπαρκτο, που δεν μπορεί να σώση, γιατί δεν μπορεί να είναι «η
οδός» μας προς τον Πατέρα και η «θύρα» μας προς την «αιώνιο ζωή», την
σωτηρία. Ένα Χριστό, άρα, που δεν μπορεί να μας οδηγήση στην πρώτη
εκείνη ιεροσολυμιτική κοινωνία της αγάπης, της ισότητος και δικαιοσύνης.
Γιατί ο Θεός του Αρείου δεν είναι κοινωνικός, κοινωνία ομοουσίων
Προσώπων, αλλά ένας Θεός Μονάρχης και ατομοκράτης. Ένας Θεός, που μπορεί
να στηρίξη τις διάφορες απολυταρχίες του κόσμου, αλλά όχι την αγαπητική
και αδελφική κοινωνία της Εκκλησίας, την κοινωνία των Αγίων. Οι άγιοι
Πατέρες μας, δηλ. μας πρόσφεραν το 325 στην Νίκαια, ό,τι είναι απόλυτα
αναγκαίο και για την δική μας σωτηρία. Την μόνη αλήθεια για τον Χριστό,
για την πραγματική του ουσία και σχέση Του με τον Θεό Πατέρα. Γιατί μόνο
αυτός ο Χριστός μπορεί να μας σώση. Μας εξασφαλίζουν έτσι εις τον αιώνα
την βασικώτερη προϋπόθεση, για να μείνωμε ενωμένοι με τον
ενανθρωπήσαντα Σωτήρα μας, αλλά και όλοι μαζί ενωμένοι μέσα στο ένα σώμα
Του, την Εκκλησία. Να γιατί η προσφορά των Αγίων Πατέρων είναι η
μεγαλύτερη από όσες θα μπορούσε να δεχθή ποτέ ο άνθρωπος και ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου