Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Αυτοσχέδιος Ψαλμός Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη



"Επίσκεψαί μου την ψυχήν
και ίασαι τα τραύματα.
Άνοιξόν μου τα μάτια  της ψυχής,
που τα 'κλεισε η αμαρτία, η παρακοή, ο μακρυσμός.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός όλος αγάπη εστί.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός εν χαρά και αγάπη προσμένει ημάς,
πότε  αναλύσωμεν εκ της φθοράς
και υπάγωμεν προς Αυτόν.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
αίροντες τον Σταυρό.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
και ευρήσωμεν την χαράν.
Ο Θεός αγάπη εστί, ειρήνη και χαρά.
Αγαπήσατε τον Θεόν
και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού.
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού.
Πάντα εν σοφία, εν πατρική στοργή εποίησας.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι,
και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν."

Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: Πόση δύναμη έχει η προσευχή με το κομποσκοίνι να ξέρατε…


Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης φωτισμένος και αγαπητός γέροντας.Κάποτε ένας λαϊκός αδελφός που τον ρώτησε για την ευχή, του είπε τα εξής:

– Αφιέρωσε μίση ώρα το εικοσιτετράωρο για να λες την ευχούλα. Όποτε
μπορείς. Καλύτερα το βράδυ. Να τη λες χωρίς να κρατάς κομποσχοίνι,
ικετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα:
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελεησον με».
Καλλιέργησε αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει. Από μίση ώρα, θα γίνει
μια ώρα.
Και πρόσεξε εκείνη την ώρα. Ή το τηλέφωνο θα χτυπήσει, ή θα σκεφτείς
«αυτή την δουλεία πρέπει να την κάνω τώρα», ή ύπνος θα σου ‘ρθει, ή καμία
βλασφημία θα σε κτυπήσει. Τίποτε. Κλείσε το τηλέφωνο. Τελείωσε τις δουλείες σου και κάνε αυτό μισή
ώρα και θα δεις. Φύτεψες ένα δενδράκι κι αύριο μεθαυρίο θα κάνει καρπό. Κι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Βασίλειος από αυτό άρχισαν και έγιναν φωστήρες της οικουμένης. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος από κοσμικός είχε εμπειρία του άκτιστου Φώτος. Κοσμικός ήταν. Πόσοι κοσμικοί φαίνονται έτσι εξωτερικά, και κατά βάθος είναι καλόγεροι.! Η προσευχή, το κομποσχοίνι, η ελεημοσύνη νικά το έλεος του Θεού. Καμία αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη από το έλεος του Θεού.
Ένα κομποσχοίνι που κανείς για τον αδελφό σου, για τον συγγενή σου, δεν πάει χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν βρεθεί σε δύσκολη θέση.
Αν ξέρατε πόση δύναμη ‘εχει το κομποσκοίνι…Το κομποσχοίνι, όχι μόνο βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση μπορεί να
βγάλει! Τόση δύναμη έχει η προσευχή.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Ταπείνωση


Εις τι θα μας ωφελήσει εμάς αν μάθουμε ότι η φωνή ήταν του Πατρός ή ο Θεός μιλεί δι' αγγέλου για τό 'να και τ' άλλο. Εις τι θα μας ωφελήσει εις τον δρόμο της σωτηρίας μας, αν γνωρίζουμε αυτό; Εσύ μιλάς θεολογικά. Τι θα μας ωφελήσει; Τίποτε. Θα σε προσβάλω. Άφησες το δρόμο της ταπεινώσεως και πιάνεις υψηλά επίπεδα θεολογικά. Όχι. Άφησε αυτόν το δρόμο κι ακολούθησε το δρόμο της καλογερικής. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άφησε αυτόν το δρόμο της ερεύνης, διότι...
Ήρθε κάποιος στο σπίτι και λέει: «Πάτερ, το σώμα που μεταλαμβάνομε είναι το Σώμα του Χριστού, το είπανε λέει...» Λέω: «Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα το βρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο της υπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.

Αι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση και η ταπείνωση έχει κατόπιν!! Συντρίβεται ο άνθρωπος, συντρίβεται ο άνθρωπος μέσα του.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Δάκρυα


Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ' ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ' άλλα ανώτερα δάκρυα.
Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται "καθαρτικά δάκρυα", καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός των "καθαρτικών", έρχονται άλλα δάκρυα "χαροποιά". Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.
Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..
Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.
Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.
Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: "Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας..."- και μού 'δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.
Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ' ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ' ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ' ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».
«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ' ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι' αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...», πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.
Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μού δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Υπομονή


Αχ, τι να σας πω τώρα. Να σας πω και αυτό, καίτοι αυτό είναι ένα απόρρητο της ζωής μου, αλλά για την αγάπη σας, να πούμε, γιατί κι εσείς ανηψάκια μου είσαστε, θα σας το πω.
Το έκζεμα το οποίο έχω, αυτήν την πληγή που έχω στο ποδάρι, τό 'χω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία, τότες περισσότερο επιδεινώθη το πράγμα. Καθήμενος στο κρεβάτι, το ονομάζω το "κρεβάτι του πόνου" εγώ. Διότι να καθίσω όπως καθόσαστε εσείς, δεν μπορώ. Θα καθίσω λίγο, δεν μπορώ, κατεβαίνουν τα αίματα και πονάει περισσότερο η πληγή, ενώ έτσι, τρόπον τινά, αν βάλεις κι ένα μαξιλάρι και σηκώσεις λιγάκι το ποδάρι πιο ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τα αίματα και ελαφρώνεται ο πόνος. Ε, τη νύχτα προσπαθώ έτσι να ελαφρώσω τον πόνο.
Αλλά καθήμενος εδώ μου δημιουργήθηκε και κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσθε αυτό, είναι το πλέον φρικωδέστερο, να πούμε. Διότι είναι... πολύ πόνο! Πώς να καθίσεις , βρε παιδί μου; Πώς να καθίσεις; Στο κρεβάτι κάθεσαι, Θα καθίσεις λίγο έτσι, θα καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι αριστερά. Υπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιά ο γλουτός εκεί σε πονάει, μετά από μισή ώρα σε πονάει, σε τσούζει, σε προειδοποιεί ότι θ' ανοίξει πληγή. Γυρίζεις αριστερά. Πάλι μισή ώρα που κάθεσαι αριστερά, πάλι σε τσούζει, σε πονάει, σε ειδοποιεί ότι θ' ανοίξει πληγή. Μα εδώ θ' ανοίξει πληγή, δεξιά θ' ανοίξει πληγή, αριστερά θ' ανοίξει πληγή, έτσι ανάσκελα που κάθεσαι πάλι πληγή προμηνύει· ε, τότες εγώ πώς να καθίσω; Δοκίμασα να καθίσω μπρούμυτα, μα μπρούμητα μπορείς να καθήσεις;
Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή, εωσότου μια φορά δεν άντεξα κι έπεσα σε απόγνωση! Μόνο που το σκέπτεσαι, η απόγνωση είναι φρίκη, είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης, να πούμε. Σαν να έχω τώρα τούτα εδώ, πώς να περπατήσω, να πηδήξω να βγω απ' έξω, πώς να το κάνω να φύγω, πώς να βγω; Με κράτησε έξι έως εφτά λεπτά.
Μέσα στον πόνο, μέσα στην απόγνωση, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουνα, στη συνοδεία μου δεν έλεγα τίποτες. Μια λεπτή φωνή άκουσα, σαν αύρα λεπτή, να πούμε, ότι: «Έτσι σε θέλει ο Θεός». Με αυτό έτσι σαν να πήρα μια βαθιά αναπνοή· ε, νάναι ευλογημένο, αφού με θέλει ο Θεός, νά 'ναι ευλογημένο· μα δώσ' μου και υπομονή, γιατί δεν αντέχω εγώ τώρα.
Τι να κάνω, να βγω έξω να κάνω εγχείρηση; Όλοι σου λένε, εγχείρηση να κάνεις, εγχείρηση να κάνεις. Πώς να βγω όμως; Εδώ θα μπω στο αυτοκίνητο, θα πάω, αλλά και στο αυτοκίνητο δεν σε τραντάζει; Σηκώνομαι απελπισμένος έτσι και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας, και το καντηλάκι της Παναγίας κι αυτό θαυματουργό είναι· πήρα λίγο βαμβάκι κι έρχομαι στο δωμάτιο, αλοίβω το μέρος που είναι η κύστη κόκκυγος και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα πάλι, την τρίτη μέρα άφαντα γινήκαν όλα. Εθαυματούργησε η Παναγία! Τώρα κάθομαι ώρες ολόκληρες, δεν με πονάει ούτε γλουτός ούτε κύστη κόκκυγος.
Και είναι σαν μια βεβαίωση, να πούμε, αυτά τα βιβλία του Γέροντος Ιωσήφ που λεν -και το πρώτο και το δικό σας και του Φιλοθεΐτη- υπομονή στας θλίψεις. Υπομονή. Σ' όλο το βιβλίο αναπτύσσεται, να πούμε, το ρητό «υπομονή στας θλίψεις». Και το παίρνει ο Γέροντάς σας και ο άλλος ο Ηγούμενος και το αναπτύσσει σε διάφορες λεπτομέρειες.
Ναι, αλλά η Σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν τη βλέπουμε. Τότες τη βλέπουμε, όταν πρόκειται να πέσουμε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Όταν πρόκειται να πέσουμε, τότες βλέπουμε τη Σκέπη της Παναγίας που μας απαλλάσσει από το να πέσουμε σ' αυτήν την καταβόθρα, να πούμε.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά το κυριότερο όταν εσταμάτησε, την τρίτη μέρα που έφυγαν οι πόνοι όλοι, μια χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου, σαν μια πληροφορία ότι ο Θεός από την πολλή Του αγάπη, την άμετρο αγάπη Του, την φανέρωσε στο να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να ευχαριστώ, να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό που μού 'δωσε την πληγή. Ως δείγμα της αγάπης Του μου 'δωσε την πληγή αυτή στο ποδάρι. Δεν χόρταινα, μέρα-νύχτα χαιρόμουνα και δοξολογούσα: «Η αγάπη Σου η μεγάλη σ' αυτό φανερώθηκε· μα πώς να Σε δοξολογήσω, μα πώς να Σ' ευχαριστήσω, μα πώς να πω. Η αγάπη Σου εμένα τον ελεεινό, την βρώμα, ο Θεός ο άπειρος, το Αιώνιον, το Ατελεύτητον, εμένα αγάπησες; Μα τι είδες σε μένανε; Δοξάζω την Δόξα, δοξάζω το Ελεήμον, το Οικτίρμον», έλεγα, τώρα δεν μπορώ να πω τέτοια ώρα, δεν μπορώ να πω όπως έλεγα τότες. Τρεις μέρες, μετά από τρεις μέρες σταμάτησε.
Γι' αυτό καλά είναι οι θλίψεις, καλά είναι τα βάσανα, καλά είναι οι στενοχώριες, ξέρει ο Θεός γιατί τις δίνει. Γιατί έτσι περισσότερο πλησιάζουμε στον Θεό, με τις θλίψεις, με τα βάσανα. «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν Σου», λέει (Ησ. 26,16). Με τις θλίψεις πλησιάζουμε. Ο Θεός μας αφαιρεί τις θλίψεις; «Ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιον», λέει. Έτσι είναι.
Γι' αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται, να μην έρχεται σε απόγνωση για τη μια αποτυχία. Διότι δεν γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Όταν το γνωρίσεις το θέλημα του Θεού, κάνεις υπομονή, αλλά το θέλημα του Θεού δεν είναι πάντοτε γλυκό, είναι και πικρό, είναι και πικρό! «Το ποτήριον, ου μη πίω αυτό;» λέει. «Δεν θα το πιω το ποτήρι, Πέτρο;» λέει. «Θα το πιω το ποτήρι», και τον ονόμασε και σατανά, «ύπαγε οπίσω μου, σατανά, το ποτήριον ο δέδωκε ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. 18,11). Έτσι είναι. Ναι, αλλά διά μέσου του Σταυρού ήρθε η Ανάστασις. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»· διά μέσου του Σταυρού.
Και ο άγιος Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ όχι στον πρότερό του βίο, που ήταν ελεήμων. οικτίρμων, που ήταν φιλόξενος, που ήταν της προσευχής άνθρωπος, όχι. Την υπομονή που έκανε στη μεγάλη δοκιμασία που του παρεχώρησε ο Θεός, στον πειρασμό, στην ασθένειά του. Η ασθένεια αυτή έκζεμα ήταν, όλο το σώμα του τό 'ξυνε κι έβγαζε ιχώρα, πύον έβγαζε. Εκεί επαινεί περισσότερο ο άγιος Χρυσόστομος τον Ιώβ. Αλλά «την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε» (Ιακ. 5,11).

Εγώ σας έχω πει ότι κάποτε με πλησίασε μια Γερόντισσα εκεί και λέει:
-Θέλω να εξομολογηθώ.
-Μα εγώ δεν εξομολογώ τους καλογήρους, θα εξομολογήσω καλογριές;
-Όχι, θέλω να πω τον λογισμό μου, λέει.
-Ε, πες τον λογισμό σου.
Αφού είπε κι εκείνη τα βάσανά της -γιατί πάντα βάσανα θα σου πει, δεν θα σου πει χαρές- λέει: «Είδα σαν ένα όραμα, ότι πάνω σ' ένα βουναλάκι καθόντουσαν οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και λέω:
-Οι Πατριάρχαι είσαστε;
-Ναι, λένε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.
-Νά 'ρθω κι εγώ εκεί;
-Έλα.
-Από πού νά 'ρθω;
-Να, από ΄κει, απ' τον δρόμο.
-Δεν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Εκεί είναι, ψάξε να τον βρεις.
-Μα, δεν βλέπω δρόμο.
-Ψαξε, βρε ευλογημένη, ψάξε και θα τον βρεις.
-Μα, αυτός ο δρόμος είναι δεκαπέντε πόντους, πώς θα περάσω; Όλο αγριοπούρναρα και αγκάθια. Θα σχίσω τα φορέματά μου, θα ματώσω τα ποδάρια μου.
-Α, κι εμείς από 'κει περάσαμε και ήρθαμε εδώ πάνω.»
Το πράγμα θέλει να πει ότι διά μέσου των θλίψεων, δια μέσου των στενοχωριών, διά μέσου του αίματος, ο άνθρωπος θ' ανέβει στον ουρανό. Με αμεριμνία και με άνεση, με αυτοκίνητο δεν πάμε, πάτερ, στον Παράδεισο. Θα δώσεις αίμα, να πάρεις πνεύμα.

Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ' όνομά της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στο θρόνο της. «Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες».
Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη. Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο! Και η Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε. Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ' ανέβεις κι εσύ απάνω στο Σταυρό.
Απαλλαγή κανένας Άγιος δεν εζήτησε από τον Θεό. Υπομονή να χαρίσει. Αν κάνεις υπομονή θά 'χεις και λιγάκι μισθό, αν θά 'χεις απαλλαγή, δεν έχεις τίποτες, μισθό δεν έχεις.

Εγώ είχα μια ξαδέρφη, η οποία έπαθε το μυαλό της και υπέφερε, να πούμε. Περίπου μετά από είκοσι χρόνια πέθανε. Πιστεύσατέ με, την είδα μέσα στα τάγματα των αγγέλων· μαζί με τους αγγέλους υμνολογούσε την Αγία Τριάδα! Ακούτε; Λίγη υπομονή που έκανε στη λύπη, στη θλίψη. Δεν μπορούσε, είχε έτσι σαν μια παραλυσία και δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό της να περιποιηθεί. Και εν τούτοις όμως την υπομονή που έκανε σ' αυτόν τον πειρασμό, που τον έδωσε ο Θεός βέβαια, και που την αξίωσε ο Θεός! Μέσα στα αγγελικά τάγματα, μέσα κι αυτή. Βρε, Βασιλική, λέω, τέτοια δόξα ηξιώθη! Υμνολογούσε μαζί με τους αγγέλους την Αγία Τριάδα.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Αποταγή


Όταν πήρα τον πρώτο ζήλο να γίνω κι εγώ καλόγερος, τον εφανέρωσα σε κάτι άλλους. Και ένας ήτανε σωφέρ, μου λέει:
-Άκουσε, Ευάγγελε (με λέγανε κοσμικά), εγώ θα περάσω, λέει, με τ' αυτοκίνητό μου να πάω στα τάδε χωριά και περίπου κατ' αυτήν την ώρα, τη σημερινή την αγιορείτικη, περίπου πέντε-έξι το μεσημέρι, θα περάσω, να είσαι εκεί, να σε πάρω να πάμε στο μοναστήρι.
-Εντάξει.
Πήρα κι' εγώ μια μπλούζα, κοσμικό παιδί, κάτι τέτοιο, και πήγα και κάθισα σ' ένα βραχάκι και έβλεπα μακριά το δρόμο. Προτού νά 'ρθει η ορισμένη ώρα, σηκώθηκα κι έφυγα. Όταν ήρθε η ώρα, λέει, ήθελαν να τον πιάσουν, άλλά «ούπω ήκει η ώρα Αυτού» (Ιω. 8,20). Όταν ήρθε η ώρα, ούτε πατέρα ούτε μητέρα λογάριασα, σηκώθηκα κι έφυγα. Αν δεν στάξει απάνω, πώς να το πει κανένας, απρόκοφτος καλόγερος θά 'σαι. Θέλει να στάξει μέσα στην ψυχή· αυτός ο θείος έρως όταν σού 'ρθει, ούτε μένα θα ρωτάς ούτε θα λογαριάζεις, να πούμε, και θα πας με μεγάλη προθυμία.
Ρώτησα παλαιούς Γεροντάδες εγώ: «Τι είδατε;» «Όταν ήρθαμε στο Άγιον Όρος είχαμε φωτιά σαν τον Άθωνα και τώρα έχει μείνει ένα λεπτόκαρο». Εάν εσύ έρχεσαι μ' ένα λεπτόκαρο, αύριο τι θα γίνει;
Γι' αυτό κι ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αυτό λέει: Μακάριος εκείνος ο οποίος διατήρησε τον πρώτο ζήλο, έτσι που πήγε στο μοναστήρι, μέχρι τέλος της ζωής του, λέει. Αυτόν τον πρώτο ζήλο. Μακαριότερος εκείνος ο οποίος τον ηύξησε, να πούμε. Μακάριος εκείνος που τον ηύξησε.

Έρχονται πολλοί και με ρωτούν: «Λέτε να γίνω καλόγερος;» Κι εγώ να προσευχηθώ και να πάρω πληροφορία, δεν θα στο πω εσένα. Όχι. Το μόνο εγώ που μπορώ να προσευχηθώ, εσύ, να πούμε, να διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Όχι να στο πω. Γιατί αύριο-μεθαύριο δεν ξέρω τι θα γίνει. Έπειτα έχω ν' ακούσω καμιά ευχή ανάποδη, ότι ο παπα-Εφραίμ με πήρε στο λαιμό του! Δεν στο λέω. Εσύ ο ίδιος θα διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Να, είναι η Γοργοϋπήκοος, είναι των Ιβήρων που είναι θαυματουργές εικόνες, εκεί να πας να κάνεις μια παράκληση και να σου ανοίξει Αυτή η Αγία που παρακαλάς, να πούμε, ποιο δρόμο εσύ θα διαλέξεις. Άλλως με τη φωτιά τη δική μου, πάτερ, εσύ θ' ανάψεις; Όχι.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Περί ιερωσύνης



Όταν λειτουργάς, νά 'χεις υπόψη σου ότι είσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες, παρακλήσεις και τ' αναφέρεις επάνω εις το θρόνο της θεότητος. Και μεταφέρεις κατόπιν στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας. Μεγάλο αξίωμα σ' έχει αξιώσει, παιδί μου, ο Θεός. Να το καλλιεργήσεις. Το αυτί του Θεού είναι στο στόμα του ιερέως.
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι. Το πετραχήλι είναι ο διαλλάκτης του πεπτωκότος ανθρώπου με τον Πατέρα, με τον Δημιουργό του. Γι' αυτό όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις. ΄΄Οσο μπορείς περισσότερα.
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοί παπάδες, άλλά ένας παπάς γύριζε και μάζευε ονόματα και τα μνημόνευε στη Λειτουργία. Και είπε ο καϊμακάκης, ο Τούρκος αστυνομικός: «Βρε, αυτός εγείρει τον κόσμο σε επανάσταση». Τον πιάνει και τον βάζει μέσα. Και στον ύπνο του φανερώνονται όλοι αυτοί που μνημόνευε και λένε: «Άκουσε, ή βγάζεις τον παπά έξω, διότι αυτός μας μνημονεύει και μας παρηγορεί, ή θα σου πάρουμε το πρώτο παιδί». Κι ο Τούρκος φοβήθηκε. Επί Τουρκοκρατίας. «Άντε, παπά, πάνε στο καλό», λέει, «πάνε, εγώ θα χάσω το παιδί μου;»
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
Ναι, εμένα παλιά μού 'δωσε ο π, Αρσένιος, ο παραδερφός του γερο-Ιωσήφ, κάτι ονόματα απ' 'οταν ήταν μετανάστης απ' τη Ρωσία και ήρθε στην Ελλάδα. Κι εγώ τα μνημόνευα. Κι έπειτα μου λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τι είδα; Είδα στον ύπνο μου ότι αυτά τα ονόματα που σού 'δωσα, πήγα στο ένα σπίτι. Λέω, πώς τα περνάς εδώ; Ε, λέει, λιγάκι , καλά, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ και μας παρηγορεί». Είναι που του μνημόνευα τα ονόματα. Ναι. Έπειτα ο άλλος: «Εσύ πώς τα περνάς;» «Ναί, έτσι κι έτσι, αλλά πέφτει λιγάκι βροχή και κρυώνω, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ, λέει, και μας παρηγορεί». Λέω: «Είναι, αδερφέ μου, τα όνόματα που μνημονεύω».
Ο παπα-Πλανάς γιατί αγίασε; Εμνημόνευε ολόκληρα χαρτιά, εμνημόνευε. Κι εγώ θυμήθηκα κάτι ονόματα και τα τοιχοκόλλησα στην Προσκομιδή. Εκεί εκ του προχείρου. Και στον ύπνο μου βλέπω, λοιπόν, ότι ήρθαν κάτι γέροι παλαιοί, με παλαιϊκά ρούχα, όπως άκουγα εγώ από την μητέρα του πατέρα μου. Λένε: «Εσύ, παιδί μου, μας έγραψες, αλλά ο Γέροντας, παιδί μου, δεν μας μνημονεύει».
-Έλα, λέω του Γέροντα, γιατί δεν τα μνημονεύεις;
-Δεν τα έβλεπα καθαρά, λέει.
-Γέροντα, αυτό κι αυτό είδα: ότι ο Γέροντας δεν μας μνημονεύει, λέει.
Κι από τότες έλαβα προθυμία να μνημονεύω όσα ονόματα περισσότερα. Όσα ονόματα περισσότερα, περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη: να ενώσεις τον άνθρωπο με τον Θεό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη. Και μπορείς να το κάνεις. Όσα, παιδί μου, περισσότερα ονόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Ναι.

Ένας ιερομόναχος: Και για τα δάκρυα που είπατε; Πώς μπορεί κανείς, έτσι, νά 'χει δάκρυα στην ώρα της Θ. Λειτουργίας;
Γέροντας: Να σου πω, εγώ τώρα έχω κάναν χρόνο που σταμάτησα, διότι δεν βλέπω, αλλά όλην την ημέρα προπαρασκευαζόμουνα για τη Θ.Λειτουργία. Να μην περιορισθείς, παιδί μου, στις ευχές της Μεταλήψεως. Διότι τη Μετάληψη τη διαβάζει και ο λαϊκός, κι ο παπάς, κι ο δεσπότης, κι ο πατριάρχης. Αλλά δεν είναι όλοι ένα. Ο κόσμος τα παραλαμβάνει έτοιμα τα Δώρα. Ενώ ο παπάς είναι χασάπης. Θυσιάζει τον Χριστό και Τον μεταδίδει κατόπιν στο πλήρωμα του λαού. Έχει μεγάλη διαφορά, δεν είναι το ίδιο. Γι' αυτό, παιδί μου, αν θέλεις νά 'χεις κατάσταση, μην περιορίζεσαι στις ευχές της Μεταλήψεως. Γιατί εσύ είσαι χασάπης. Σφάζεις και θυσιάζεις. Ενώ ο άλλος τον παίρνει έτοιμο τον άγιο Άρτο. Γι' αυτό όλη την ημέρα να παρακαλάς την Παναγία, που έχεις κοντά: «Παναγία μου, αξίωσέ με να δω τι θυσιάζω, τι υπούργημα μού 'δωσε ο Θεός. Να το αισθανθώ». Και θα σου το δώσει η Παναγία. Ναι. Άμα λειτούργησες και δεν δάκρυσες, είσαι λιγάκι... υπό μέμψιν, είσαι υπό κατάκρισιν.
Ιερομόναχος: Στενοχωριέμαι κι εγώ.
Γέροντας: Ναι. Άμα, όμως, κλάψεις στη Λειτουργία, θα καταλάβεις ότι λειτούργησες, ότι έφαγες κρέας πνευματικό, να πούμε. Αν, όμως, δεν έκλαψες είτε στην προσευχή σου, είτε στη Λειτουργία, είναι σαν να έφαγες νερόβραστο. Αν, όμως, κλάψεις, θα καταλάβεις ότι έφαγες πνευματικό κρέας.

Ιερομόναχος: Γέροντα, κανείς προσπαθεί να προετοιμάζεται όσο μπορεί, όμως βλέπει ότι ο εχθρός δεν κάθεται, δηλαδή φέρνει λογισμούς πολλές φορές αισχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τι κάνει, ας πούμε, τι πρέπει, πώς να τους αντιμετωπίσει;
Γέροντας: Άκουσε να δεις, άνθρωποι είμεθα. Ε, άνθρωποι είμεθα, δεν είμεθα άγγελοι. Φέρνει και λογισμούς αισχρούς, φέρνει και λογισμούς υπερηφανείας, φέρνει και λογισμούς κατακρίσεως, όλα. Εμείς θ'αγωνιζόμαστε.

Άλλη φορά ήρθε κάποιος εδώ πέρα και με την ομιλία προβήκαμε σε κατάκριση. Έπειτα πάω να λειτουργήσω και δεν μπορώ να πω τις ευχές. Βρε, τι έκανα; λέω. Μπρος! Ήρθε ο τάδε γείτονας και κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες και το αυτό. Απάνω στη Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Έσφαλα, Θεέ μου. Για ποιον είναι το "έσφαλα", Θεέ μου; Υπάρχει και για μένα συγχωρητική ευχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, ευλόγησον». Και στο τέλος ειρήνευσα και λέω: «Αμα θέλεις άλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα είναι, μεγάλο κακό είναι η κατάκρισις. Ε, ως άνθρωποι θα σφάλλουμε, παιδί μου. Αλλά τι; Και η εξομολόγησις είναι μυστήριο, παιδί μου.

Εγώ μόνο το Γυμνάσιο έβγαλα, δεν πήγα παραπάνω. Κι έγραψα όλους τους συμμαθητάς μου, όλους τους καθηγητάς μου, τους δασκάλους από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Και όταν τα μνημονεύω, πόση χαρά λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρά λαμβάνω; Διότι μνημονεύω εκείνους, οι οποίοι με έκαναν άνθρωπο καλό. Τώρα, επειδή έχω ένα χρόνο που δεν πάω στη Λειτουργία, γιατί δεν ακούω, και θέλω να μνημονεύσω πάλι εκείνα τα ονόματα, και λίγο-λίγο πάλι τα θυμάμαι, αυτοί οι άνθρωποι ωφελούνται. Γι' αυτό, παιδάκι μου, θέλεις να σωθεί η ψυχή σου δωρεάν; Όσα μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.

Μεγάλη παρρησία έχει το πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι' αυτό , παιδάκι μου, θες ν' αποκτήσεις κατάσταση; Άμα λειτουργήσεις και δεν κλάψεις, κάπου έπταισες, κάπου έκανες λάθος. Εγώ όλη την ημέρα προπαρασκεύαζα τον εαυτό μου για την ώρα της Λειτουργίας. Κι όταν έμπαινα στη Λειτουργία, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ναι! Πολλές φορές δηλαδή είδα και απάνω στην αγία Τράπεζα σώμα νεκρό, να πούμε, σαν σε έκσταση, σώμα νεκρό.

Ιερομόναχος: Εγώ, Γέροντα, ήμουνα είκοσι χρόνια απλός μοναχός. Και είναι αλήθεια, όταν έγινα παπάς, μετά δυσκολεύτηκα, δεν μπορούσα να συνηθίσω ότι ήμουνα ιερεύς. Και από την άλλη μέρα που έγινα παπάς με πολέμησε ο διάβολος με λογισμούς, με αγωνία, με φόβο, με αυτά, με πάλεψε πολύ με αυτά.
Γέροντας: Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός. Τη δουλειά του, αλλά κι εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί εις την Παναγία, να παρακαλάς την Παναγία, παιδί μου, διότι όλοι οι Άγιοι παρακάλεσαν την Παναγία. Δεν δίνεται ένα χάρισμα από τον Θεό εις τον άνθρωπο, ει μη διά μέσου της Παναγίας. Η Παναγία μοιράζει τα χαρίσματα στον κόσμο, η Παναγία τα μοιράζει.
Ιερομόναχος: Κι έτσι εθαύμασα. Λέω, πως ο διάβολος ούτε τη Θ. Λειτουργία δεν φοβάται, με τους λογισμούς του, με αισχρά, με το ένα, με το άλλο.
Γέροντας: Δεν λείπουν, παιδί μου, αυτά τα πράγματα. Δεν λείπουν.
Ιερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται...
Γέροντας: Περιφρόνηση. Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός, παιδί μου, τη δουλειά του κάνει. Αλλά εμείς τη δουλειά μας, τη δουλειά μας.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Θεία Χάρις


Η θεία χάρις μία είναι, αλλά κατά το μέτρον του καθενός εμφανίζεται, εργάζεται, οράται, ναι, οράται! Αχ, και πόσον σκιρτάει μέσα σου όταν βλέπεις, όταν αισθάνεσαι αυτήν την θεία χάρη! «Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6)
Ω! χάρις, χάρις! Έλα και σε μας, έλα γρήγορα, έλα. Πόσον αλλάζει ο άνθρωπος, πώς μεταβάλλεται, πώς γίνεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος όταν τον επισκιάσει η θεία χάρις! Αυτή η θεία χάρις έκανε τους μάρτυρας όχι μόνον να μην αισθάνονται τους πόνους του μαρτυρίου των, αλλά και να χαίρονται που μαρτυρούν διά τον Χριστόν. «Ένεκα Σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. 43, 23). Άλλο να αισθάνεσαι και άλλο να διαβάζεις ή να ομιλείς περί θείας χάριτος.
Αυτή η θεία χάρις έκανε τον Μοτοβίλωφ, τον μαθητή του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Αγίου από την υπερβολική λάμψη αυτού. Να αναφέρω και άλλο; Διατί οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ατενίσουν, να ίδουν το πρόσωπον του προφήτου Μωϋσέως, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τας δύο θεοχαράκτους πλάκας του γραπτού Νόμου, και ηναγκάσθη ο Προφήτης να το σκεπάσει;
Υπάρχουν πολλά που ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε. Πολλές φορές απορούσα, πώς οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.
Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα.
Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!

Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, τό 'φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε. Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς υπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει, νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα» (Α' Θεσ. 4,17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, να, γι' αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.
Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: «Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μα, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις , αδελφέ μου.

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Γι' αυτό λέω. Όπως ένα μυρμήγκι, όταν βρίσκει μια τροφή εκεί, και πηγαίνει, ειδοποιεί όλο το κοπάδι, ας το πούμε, κι έρχονται πολλά μυρμήγκια να φάνε αυτήν την τροφή. Όπως κι ο άγιος Χρυσόστομος λέει: «Ο μόσχος πολύς, η τράπεζα γέμει, μηδείς εξέλθει πεινών» (στον πανηγυρικό λόγο της Αναστάσεως αυτό). Έτσι κι εγώ, δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Δηλαδή, αυτό που βρήκα, έλα και συ, ελάτε να φάτε, εδώ έχει θησαυρό!
Όταν πλησιάζεις έναν άνθρωπο πνευματικό, παίρνεις. Παίρνεις.
Δηλαδή, η χάρις μεταδίδεται, και διά μέσου της προσευχής και εξ αποστάσεως μεταδίδεται η χάρις. Και, αν έχω καμιά καλή προσευχή, λέω, ο Γέροντας εύχεται για μένα εδώ κάτω, το λέω. Έτσι το αισθάνομαι κι εγώ.
Η χάρις έρχεται κατ' αυτόν τον τρόπο, να πούμε. Όταν εγώ, πάτερ, κοιμήθηκα, είδα μπροστά μου ένα εξαπτέρυγο -ή εξαπτέρυγο ήταν ή πολυόμματο, δεν γνωρίζω. Έτσι τούπ και το φίλησα. Όταν το είπα στον Γέροντα, λέει: «Όχι , παιδί μου, ότι ήτανε πολυόμματο, εξαπτέρυγο απάνω στον Ουρανό. Η Χάρις έρχεται κατ' αυτόν τον τρόπο».

Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί Θεός εν τω συσσεισμώ», κι έπειτα «πυρ, και ουκ ην ο Θεός εν τω πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ην ο Θεός» (Γ' Βασ. 19, 11-12). Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει. Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος. Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα, Τη νύχτα το απολαμβάνει.
Όταν έρθει η χάρις ξεχνάς και τις θλίψεις και τα βάσανα, χαλάλι να γίνουν όλα. Όταν έρθει η λύπη, ξεχνάς τη χάρη και λες, αμάν, ο Θεός μ' εγκατέλειψε, ούτε να προσευχηθώ τίποτε, πάει, ο Θεός μ' εγκατέλειψε, , τρόπον τινά, μ' έχει για την κόλαση. Όταν γυρίσεις απ' την άλλη πλευρά, ξεχνάς τα πρώτα· γυρίζεις στα πρώτα, ξεχνάς τα δεύτερα. Έτσι είναι. Ε, αυτό, γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση. «Ουχί εγώ, αλλά η χάρις η συν εμοί», όπως έλεγε και ο Απόστολος (Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση.
Πολλές φορές πήγα μέσα στην εκκλησία, στο Ιερό, εδώ είναι ο Θεός. Σε πληροφορεί, να πούμε. Πολλές φορές που λειτουργούσε ο Γέροντας, εγώ δεν λειτουργούσα: ε, ή αυτός ή εγώ. Όλη η εκκλησία ήταν βουτηγμένη σε γλυγύτητα, στο μέλι, να πούμε. Ο Γέροντας λειτουργούσε κι εγώ αισθανόμουνα τη χάρη.
Όταν είχα το έκζεμα στη δράση του, να πούμε, δεν μπορούσα να καθίσω όπως κάθομαι τώρα, ξαπλωμένος όπως κοιμάται κανένας. Αν ήταν χειμώνας, είχα το πάπλωμα από πάνω κι έκανα ακολουθία. Να καθίσω έτσι δεν μπορούσα, όρθιος δεν μπορούσα να καθίσω. Έτσι και αυτό έδωσε και μία νύξη, άφησα τη Λειτουργία, δεν μπορώ, πονάω, πονάω πολύ.
Ξαπλωμένος λοιπόν όπως ήμουνα και σκεπασμένος με το πάπλωμα, μου έρχεται μια χαρά μέσα μου, πολλή χαρά, ποτέ στη ζωή μου δηλαδή, και σ' αυτή την χάρη, δεν έχω αισθανθεί τόση πολλή χαρά. Η χαρά μεγάλωσε, μεγάλωσε κι ένα φως μέσα μου κι ένα φως απ' έξω, γίνηκα κι εγώ ένα σαν φως όλο.
Παναγία μου, θα δω κάναν άγγελο τώρα, μήπως δω την Παναγία, καμιά θεοφάνεια θα δω τώρα, λέω, τόση χαρά.
Μετά, έτσι, λίγο-λίγο ταπεινώθηκε κι έσβησε. Ε, τέλειωσε αυτό και με πήρε ο ύπνος. Με πήρε ο ύπνος και βλέπω ότι θα γινόταν παρέλαση της βασιλικής οικογενείας. Καθόμουνα σ' ένα θεωρείο και βλέπω λοιπόν, περνούσαν τ' αυτοκίνητα ανοιχτά και κάθε πρίγκηπας είχε την οικογένειά του. Ε, λέω εγώ, φτωχόπαιδο, ερημίτης καλόγηρος, ν' αξιωθώ να δω αυτά τα πράγματα!
Και περνούσαν, πέρασαν τρεις-τέσσερις οικογένειες, έπειτα έγινε ένα φως υπό τον ουρανό και λέει: Έρχεται ο Βασιλεύς τώρα. Μ' αυτό ξύπνησα. Α, λέω, τον Βασιλέα δεν τον είδα! Τους πρίγκηπας τους είδα, αλλά οι πρίγκηπες μπροστά στον Βασιλέα δεν είναι τίποτες.

Ο γερο-Ιωσήφ μας έλεγε ότι, αν πάτε σ' ένα σπίτι και έχετε πνευματική κατάσταση, μπορείτε να προσανατολισθείτε τι πνεύμα κυκλοφορεί στο σπίτι αυτό. Αν π.χ. υπάρχει πνεύμα αρπαγής ή ψεύδους ή χρημάτων κλπ. Αυτά που μας έλεγε εν μέρει τα καταλαβαίναμε. Τι εννοεί τώρα ο Γέροντας, να πας σ' ένα σπίτι και να καταλάβεις τι πνεύμα κυκλοφορεί; Όχι απίστευτο σου φαίνεται, αλλά και παράλογο ακόμη. Και όμως έτσι είναι.
Είχα πάει μία ημέρα να λειτουργήσω στον γερο-Ιωσήφ. Μόλις μπήκα εις το κελλί του, λέω αμέσως: «Γέροντα, τι συμβαίνει εδώ μέσα;» «Τι είναι;» μου λέει. «Κάτι σαν να μου επιβάλλει σιωπή, Γέροντα». Αμέσως στην ψυχή μου δημιουργήθηκε τέτοια αίσθησις· σαν να ειδοποιήθηκε, τρόπον τινά, ότι εδώ μέσα υπάρχει σιωπή.
«Να σου ειπώ», λέει ο γερο-Ιωσήφ. «Τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, το Σάββατο θα λειτουργήσουμε· θα κοινωνήσουμε· θα φάμε και θα ομιλήσουμε με τον π. Αρσένιο μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Την Κυριακή βράδυ θα βάλουμε μετάνοια. Όλην την εβδομάδα κατόπιν δεν θα ομιλήσουμε. Μόνον με τα νοήματα συνεννοούμεθα. Θα έρθεις το Σάββατο εσύ, να κοινωνήσουμε, και τότε θα ομιλήσουμε κ.ο.κ.»
Τότε λοιπόν κατάλαβα, από την ιδική μου πείρα πλέον, εκείνα που μας έλεγε ο γερο-Ιωσήφ.

Πόσο, μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς! Όλος χαρά, όλος αγάπη, όλος ειρήνη, όλος γαλήνη, όλος αγαλλίαση, όλος σκιρτήματα. Μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς!
Η χάρις διατηρείται με την ταπείνωση και την ευχαριστία εις τον Θεό.
Η ταπείνωσις ότι «εγώ δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός Σου, ποίησόν με ως ένα εκ των δούλων σου» (Λουκ. 15,19).
Είναι όντως λυπηρό, ότι τον μέγα θησαυρόν που πήραμε στο άγιο βάπτισμα, δηλαδή την υιοθεσίαν, και κατέχουμε αυτόν, κατά τον Απόστολον (Β' Κορ. 4,7), εν οστρακίνοις σκεύεσι, αγνοούμε. Και γι' αυτό εύκολα ραθυμούμε, εύκολα αδιαφορούμε, εύκολα καταφρονούμε, και μ' ένα λόγο εύκολα πίπτομεν.
Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος έλαβε την χάρη και απέθανε με αυτήν.
Μακαριότερος είναι εκείνος, ο οποίος έζησε και την ηύξησε, την εμαγάλωσε και έπειτα εκοιμήθη.
Είδα ένα όνειρο ότι πήγα στο χωριό μου, εκεί που γεννήθηκα. Και δεν πήγα στο πατρικό μου σπίτι, αλλά πήγα στην εκκλησία. Μπήκα στην εκκλησία, προχώρησα και μπήκα στο Ιερό. Εκεί είδα την κολυμβήθρα, εκεί που βαπτίσθηκα, εκεί που ήρθε η χάρις. Γονάτισα, την αγκάλιασα, τη φίλησα, τη φίλησα, τη φίλησα με πολλά δάκρυα.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Εξομολόγηση - Μετάνοια



Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι. Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι. Αυτό σε κατηγορώ. Έπεσες; Στον πνευματικό. Έπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό. Και η οσία Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε.
Στη γειτονιά μας ήτανε κάποιος Κύπριος και είχε έναν υποτακτικό, ο οποίος τους γονείς του δεν είχε αναπαύσει, να πούμε. Όταν καλογέρευσε, και τον Γέροντά του δεν τον ανέπαυσε. Κι' εκεί που καθόμαστε στη Μικρή Αγία Άννα, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον Γέροντα, τον Γέρο-Ιωσήφ, να πει τον λογισμό του και ό,τι μπορεί να τον βοηθήσει. Όταν ήρθε εκεί, ήμαστε γύρω έτσι με τον Γέροντα, λέει: «Άντε εσύ, πήγαινε εσύ, πηγαίνετε στα δωματιά σας· έλα 'δω, πατερ- Ιωάννη». Ανεβαίνει, πήγαινε στο δωμάτιό του.
-Γέροντα, λέει, η ψυχή μου κλαίει,κλαίει, κλαίει σαν μικρό παιδί.
-Γιατί, παιδί μου, η ψυχή σου κλαίει;
-Διότι, λέει, δεν ανέπαυσα τον Γέροντά μου.
-Ε, πού καταλαμβάνεις ότι δεν ανέπαυσες τον Γέροντα;
-Να, λέει, έτσι στην υπακοή.
-Άκουσε, παιδί μου. Εκεί που γκρέμισες, εκεί να διορθώσεις. Εχαλάρωσες το "νά 'ναι ευλογημένο", την ταπείνωση και την αυταπάρνηση στον Γέροντα. Μη ζητάς τώρα με την ευχή ή με την Θεία Μετάληψη, πάτερ μιου, να διορθώσεις το λάθος σου. Εκεί έσφαλες, εκεί να βάλεις μετάνοια, εκεί να διορθώσεις.
Ο αββάς Παμβώ, όταν ήταν κοσμικός, πήγε και κλέψανε σύκα από άλλο γειτονικό αμπέλι. Και όταν τους πήρε μυρωδιά ο δραγάτης, τό 'βαλαν στα ποδάρια να φύγουν, Αλλά από το μαντήλι που είχε τα σύκα, τού 'πεσε ένα σύκο κάτω και να μην το χάσει, πήγε και τό 'φαγε. Και λέει ο ίδιος: «Όποτε θυμάμαι αυτό το σύκο, κάθομαι και κλαίω». Κάθομαι και κλαίω... Αυτό το σύκο...
Έτσι κι εγώ, να πούμε. Όταν θυμάμαι αυτήν την παρακοή που έκανα στον Γέροντα, ως άλλος απόστολος Πέτρος, κάθομαι και κλαίω. Γιατί να κάνω αυτήν την παρακοή, να μην την κάνω υπακοή να κερδίσω;
Ένα πράγμα, άμα σε κεντάει η συνείδησή σου, πήγαινε και βάλε μετάνοια: «Αδερφέ μου, ευλόγησον, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, έσφαλα». Αυτό διορθώνει το λάθος σου. Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου. Άνθρωποι είμεθα, ένας στον άλλον φταίει. Ή σου είπε έναν λόγο είτε δεν έκανε εκείνο το οποίο είπες, και οπότε κατόπιν η συνείδηση έρχεται ελέγχουσα. Μην την παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου και πες το "ευλόγησον" εις τον αδελφό ή εις τον Γέροντα.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Δοξολογία Θεού


Λέει ο Γέροντας στον υποτακτικό: «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, αγαθέ, και των αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, δυνατέ· άγιος, άγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τα βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε και τα ελληνικά τώρα.
-Βρε παιδί μου, λέει, πήγαινε στα βατράχια και πές τα: Α, να σας πω, ο Γέροντας λέει, σταματήστε τώρα γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.
-Νά 'ναι ευλογημένο, Γέροντα.
Αυτός ήταν υποτακτικός! Βλέπεις; Δεν είπε, «ε, Γέροντα, τα βατράχια θα πάω να πω εγώ;» Όχι υπακοή.
-Ακούστε εδώ, βατράχια, είπε ο Γέροντας να σταματήσετε τώρα, γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.
Μίλησε το βατράχι εκεί! Λέει:
-Πες του Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι εμείς την δοξολογία του Θεού και θα πάμε κι εμείς να ξεκουραστούμε.
Και τα βατράχια υμνολογούν το Θεό! Όλη η φύση, να πούμε, υμνολογεί, δοξολογεί τον Θεό, και κατά την καθαρότητά μας ακούμε κι εμείς αυτήν τη μυστική δοξολογία, τη μυστική, την άφωνο υμνολογία που κάνουνε και οι πέτρες ακόμη. Αυτό πώς το λένε, κάτι στίχους που έχει η μεγάλη δοξολογία, δεν ξέρω πώς τα λένε, γιατί εγώ έχω χρόνια να πάω πάνω στην ακολουθία.
Μοναχοί: Πυρ, χάλαζα, χιών, πνεύμα καταιγίδος...
Γεροντας: Πυρ, χάλαζα, πυρ καταιγίδος κτλ., όλα, τότε αρχίζει η μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Και τα όρη και τα βουνά και τα δέντρα και η θάλασσα και τα ψάρια, όλα υμνολογούν τον Θεό. Αλλά εμείς, επειδή έχουμε αμαυρώσει, δηλαδή, το νοερόν της ψυχής μας, γι' αυτό λίγο το καταλαμβάνουμε, λίγο. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο και περισσότερο λαμβάνεις έναν φωτισμό, λαμβάνεις μιαν αίσθηση ότι κανένα κτίσμα του Θεού δεν μένει αργό, αλλά όλα δοξολογούν τον Θεό. Και η μύγα και το κουνούπι, και το βόδι και το ζώο, όλα δοξολογούν τον Θεό. Όταν καθαριστείς μέσα σου, θα την δεις αυτήν τη μυστική δοξολογία του Θεού. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θα το δεις και λές: Ταλαίπωρε άνθρωπε, εσύ μόνο δεν δοξολογείς τον Θεό. Όλα δοξολογούν τον Θεό!

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Ανάγνωση


Αυτό που λένε, ανοίγονται τα μάτια της ψυχής, πατέρες, ξέρουν τι λένε οι άγιοι Πατέρες, ήξεραν τι λένε οι άγιοι Πατέρες. Γι' αυτό να διαβάζουμε και τα πατερικά βιβλία και τη Θεία Γραφή. Μα δεν αδειάζεις; Έστω μισή ώρα κάθε μέρα να διαβάζεις. Αυτή η κάθαρση, αυτός ο φωτισμός, τον οποίον θα πάρεις διαβάζοντας τη Θεία Γραφή, θα σου κρατήσει όλη την ημέρα και τη νύχτα.
____________________

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Προσευχή


Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα. Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας...»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε. Θά 'ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος ν' αγιάσει τα Δώρα· πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις, από μέσα απ' την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαμβάνεις τι λες.
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του Μοναχού.
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουν την υπηρεσία αυτή την ώρα. Μπορείς αυτή την ώρα να κάνεις τον εαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.

Θέλεις να γίνεις ένας καλόγηρος πολύ καλός; Μην αφήνεις την ευχή. Κατά το μέτρο σου και η ευχή σου.
Έλεγα κι εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, αρκεί την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή είναι, αλλά πόση δύναμη έχει!- οπότε λες, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε και σε σας.
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο, κι εγώ ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον γερο-Ιωσήφ. Φεύγοντας από το σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον Άγιο Παύλο. Κατουνάκια - Άγιος Παύλος είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα κοντά στο μύλο, εκεί από πάνω από τον Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα το δρόμο!

Θα κάνεις εργόχειρο, κάνεις ένα διακόνημα, μην αφήνεις την ευχούλα, γιατί και η ευχή σε θεοποιεί. Το πρώτο-πρώτο, πατέρες, που θα αισθανθείτε, θα είναι η χαρά! Το πρώτο στάδιο, το πρώτο σημείο, το οποίο θα αισθανθείτε λέγοντας την ευχή, είναι η χαρά. Και η χαρά δεν είναι τίποτες άλλο, ένα πετραδάκι στην ακροθαλασσιά, είναι το πράγμα ότι μέσα αρχίζεις να φωτίζεσαι! Γι' αυτό λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο και να σκεφθείς, δεν μπορείς να σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου, ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.

Μία ψυχή πήγε στην τουαλέτα, κι έλεγε την ευχή. Α, και φανερώνεται ο διάβολος εκεί. Βρε 'συ, λέει, βρώμικη ευχή λες. Α, μα, και ο καλόγηρος: Άκουσε αποστάτα της θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά ένωση.

Στο σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πάτερ-Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους μετελάμβανα. Αυτός μού 'λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό που λένε τα βιβλία μας ότι:
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ' αυτόν τον καλόγηρο.
Α, να πούμε και τον άλλο με το καλάθι.
Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα, λέει τον πατερ-Αρσένιο:
-Λέγε την ευχή.
-Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
-Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
-Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναί, θαύμα θέλω να δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. (Τα γράφουν τα πατερικά βιβλία).
-Καλά.
Έκανε προσευχή ο Γέροντας, έκανε και νηστεία, τριήμερο νηστεία.
-Έλα εδώ, παιδί μου, τώρα, πάρε το καλάθι, πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις νερό.
-Γέροντα, με συγχωρείς, εγώ, λέει, τα μυαλά μου τά 'χω, το καλάθι θα γιομώσω νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου, δεν είπες ότι θέλεις να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναί, λέει.
-Ε, κάνε αυτό που σου λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Νά 'ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι, αλλά λέει την ευχή. Εννοείται ο Γέροντας στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε το καλάθι.
Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το δείξει στον Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!» Στο δρόμο λοιπόν φανερώνεται ο διάβολος με μορφή ανθρώπινη, λέει:
-Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντά μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις καλόγερος;
-Πέντε-έξι.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια.
Πάει, έφυγε το νερό κάτω! Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον Γέροντα με άδειο το καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί μου;
-Γέροντα, έτσι κι έτσι.
-Άφησες την ευχή, παιδί μου, γι' αυτό έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την ευχή, το καλάθι κρατούσε το νερό, όταν σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία, έφυγε το νερό.
Και ο Θεός μας δοκιμάζει καμιά φορά να μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν πειρασμό ο Θεός, ο Θεός θέλει να σε ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι, λέγε την ευχούλα.

Και ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται εις το Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες του Θεού. Ο Θεός, να πούμε, είναι αγαθός, δεν οργίζεται, μακροθυμεί. Και 'συ μετά την προσευχή, σού 'ρχεται ένα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ό,τι να σου κάνει ο άλφα, ο βήτα, δεν πειράζει, ε, δεν πειράζει αυτό. Επειδή η χάρις σε χαρίτωσε. Θα σε κάνει κατόπιν, πώς να πούμε, πάντα προσευχόμενον. Ναι. Επήρες αυτή την ιδιότητα, προσευχόμενος εις το Θεό, την πήρες αυτή την ιδιότητα του Θεού.

Ό,τι ο Γέροντας μας παρέδωσε, αλλά και οι νηπτικοί Πατέρες στη Φιλοκαλία που γράφουν, και ό,τι η μικρή μας πείρα μας δίδαξε, η καλυτέρα προσευχή γίνεται νύχτα.

Όταν ξυπνήσουμε το βράδυ και βολιδοσκοπήσουμε την ψυχή μας ότι ρέπει προς τη λύπη, τότες θα φέρουμε θεωρίες θλιβερές. Εγώ στο κελλάκι μου όταν βρίσκομαι και ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ότι πέθανα, μου έκαναν ανακομιδή οι πατέρες και φέραν ένα καλάθι μπροστά στο τραπέζι. Εκεί είναι τα κόκκαλά μου, εκεί είναι και η νεκροκεφαλή, η κάρα που λέμε. Δεν μου λες εσύ, παπα-Εφραίμ, τώρα που βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι στον παράδεισο; Καλώς. Αν βρίσκεσαι στην κόλαση, τότες άρχισε από τώρα και κλαίγε και θρήνησε ότι είσαι ανάξιος της αποστολής σου, να πούμε. Κι από 'κει έρχονται οι διάφορες έννοιες, θεωρίες και προβιβάζεται η ψυχή, τρόπον τινά, από λίγη κατάνυξη σε μεγαλυτέρα, σε μεγαλυτέρα.
Όταν από την άλλη πλευρά έχει η ψυχή χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Το κυριότερο, να πούμε, η χαροποιά θεωρία είναι στη σοφία του Θεού. «Εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις Σου, εν ποιήμασι των χειρών Σου εμελέτων» (Ψαλμ. 142, 5).
Όταν φέρουμε τη δημιουργία του Θεού, με τι σοφία το έκανε αυτό ο Θεός όλο, δεν μπορεί παρά ο νους προβιβάζεται σε ανωτέρα θεωρία, σε ανωτέρα θεωρία και θαυμάζει και εκπλήττεται τη σοφία του Θεού, την αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, ότι εδημιούργησε όλο το σύμπαν και τελευταία έκανε τον άνθρωπο. Αφού τα έκανε όλα, τελευταίον έκανε τον άνθρωπο. Βασιλέα της κτίσεως. Από 'κει θά 'ρθουν όλες οι θεωρίες οι χαροποιές.

Τώρα ο αδερφός λέει στην εκκλησία. Το ίδιο είναι και στην εκκλησία. Αν μεν έχεις κατάσταση, μπορείς να πεις την ευχούλα. Όταν δεν έχεις, τότες θα παρακολουθήσεις τα ψαλσίματα, τα διαβάσματα, τα οποία ακούω εκεί στο αναλόγιο. Καθώς και στη Λειτουργία, έτσι είναι. Και στη Λειτουργία πολλές φορές ο άνθρωπος έρχεται σε έκσταση, δεν ακούει εκείνα τα λόγια, όχι μάλλον δεν ακούει, μεταποιεί, θεοποιεί τα λόγια. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Πού πηγαίνεις; Να πάρεις τον Θεό. Τότες χαίρεσαι. Εάν μεν έχει προηγηθεί η χαρά, δεν μπορείς παρά με δάκρυα να προσέλθεις· δάκρυα χαράς, να προσέλθεις να μεταλάβεις. Όταν έχουν προηγηθεί δάκρυα λύπης: «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τας αμαρτίας μου. Εις το έλεός Σου, εις την ευσπλαγχνία Σου, στην αγάπη Σου. Μας το είπες ότι "Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος" (Έξ. 34,6). Μας το είπες. Εκεί στηρίζομαι και προσέρχομαι αναξίως». Ουδείς άξιος, λέει και ο ιερεύς όταν προσεύχεται. Και εκεί περισσότερο στηρίζεσαι και προσέρχεσαι...
Να σας πω, πολλοί από τους πατέρας τους Κατουνακιώτας, πολλοί που ερχόντουσαν να μεταλάβουν, δεν άκουες τίποτες, μόνο έβλεπες τα δάκρυα που έτρεχαν και τους μετελάμβανες. Ε, ο γέρος αυτός, να πούμε, όλη τη Λειτουργία δεν μιλούσε καθόλου, αλλά ήτανε σκυμμένος και τώρα, είτε σε θεωρία ερχότανε, είτε σε βαθυτέρα έννοια της ευσπλαγχνίας του Θεού. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μας έδωσε το βάπτισμα, δωρεάν μας έδωσε το Σώμα Του και το Αίμα Του, δωρεάν μας δίδει και τον Παράδεισο. Δεν πληρώνουμε τίποτες.
Ο Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να προσέχουμε μόνο στο Θεό. Ο Θεός δεν θέλει μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να το πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε και εύκολα την καρδιακή προσευχή.

Η χάρις δεν μας εξετάζει εμάς πότε θά 'ρθει. Λέει ένας από τη συνοδία μου, λέει, σήμερα ήταν της Μεταμορφώσεως, δεν εχάρηκα. Δεν εχάρηκες της Μεταμορφώσεως; Ναι. Μπορείς να χαρείς την άλλη μέρα που είναι καθημερινή. Όχι από το σεβάσμιο της ημέρας, από την κρίση του Θεού εξαρτάται η χάρις. Έχει βέβαια, δεν είναι και καθολικός νόμος αυτός. Αλλά πάντως όμως η κρίσις του Θεού είναι διαφοροτέρα από την κρίση των ανθρώπων.
Άλλος χαροποιήθηκε απάνω στο μοτόρ, άλλος απάνω στο αεροπλάνο. Η κρίσις του Θεού είναι διάφορος. Άλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στην Αγία Άννα ένα άλεσμα στο μύλο. Εκείνην την ώρα χαροποιήθηκε. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε γιατί ο Θεός, τρόπον τινά, δεν μας χαριτώνει μέσα στη Λειτουργία, αλλά μας χαριτώνει εκτός Λειτουργίας. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε αυτό. Μπορείς και μέσα στη Λειτουργία να χαριτωθείς, μπορείς στη Λειτουργία να μη χαριτωθείς, να χαριτωθείς απάνω στο εργόχειρο. Αυτό είναι η κρίσις Του. Το δικό μας είναι πάντοτε να προσευχώμεθα. Όταν ο Θεός επισκέπτεται την ψυχή μας, θέλει και απαιτεί να τη βρίσκει σε προσευχή. Να μη βρίσκει την ψυχή μας και τη διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αυτό λυπεί το Θεό. Λυπεί το Θεό. Μπορούμε νά 'χουμε όλη την ημέρα αυτοσυγκέντρωση; Αυτό θα μας βοηθήσει.

Οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, το λέει μέσα ότι η ευχή δεν είναι μία για όλους τους ανθρώπους. Αναλόγως της καταστάσεως. Ο άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού Χριστέ μου, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού μου, ελέησόν με». Άλλος: «Ιησού μου». Άλλος τίποτε. Ε, το τίποτα είναι σ' έναν ανώτερο βαθμό, να πούμε, που δεν μπορείς να μιλήσεις εκείνην την ώρα, μόνο απολαμβάνεις αυτήν τη γλυκύτητα. Όταν υποβιβάζεται αυτή η κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου και λέει την ευχή η καρδιά σου. Τότες εκείνη την ώρα μπορείς να λύσεις και πολλά προβλήματα. Ενώ προηγουμένως δεν άκουες την ευχή, όταν ήρθες στο τέρμα, στο ζενίθ δεν άκουες τίποτα, μόνο απολάμβανες έτσι. Όταν υποβιβάστηκε, ακούς και η καρδιά σου λέει την ευχή, οπότε μπορείς ν' αυτοκυριαρχήσεις εκείνην την ώρα. Στο άλλο όμως δεν μπορείς ν' αυτοκυριαρχήσεις. Όχι ότι δεν μπορείς, αλλά δεν σ' αφήνει, σε τραβάει. Και τα παρατάς όλα και κάθεσαι σαν ένας άψυχος, να πούμε, και παρακολουθείς. Πόσο θα διαρκέσει αυτό είναι κρίσις Θεού. Πόσο θα διαρκέσει αυτό το πράγμα. Μπορεί να διαρκέσει και μισή ώρα, μπορεί να διαρκέσει και πέντε λεφτά, μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο.

Σ' ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το γνωρίζετε, ιδιόρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς στον αγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το χειμώνα;
-Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.
Έφερε.
-Φερ' τα από 'δω.
-Όχι από 'κει, το ζώο φοβάται, Γέροντα.
-Φερ' τα από 'δω, ντε.
Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
Κι εσύ ακοινώνητος.
Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι. Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι. Τι να κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θά 'ρθει -γιατί ήτανε βραδάκι- αύριο που θά 'ρθει ο αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει». Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις;» Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή. Δεν μπορείς εκείνη την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω;» Και σε βοηθάει η Παναγία. Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα». Πάτερ μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε κι αυτό.

Οι περισσότεροι που έρχονται στα Κατουνάκια, πές μας, λένε. Ε, να σας πω ότι, αφιερώστε τουλάχιστον το εικοσιτετράωρο μισή ώρα. Όποια ώρα, κατά την κοσμικιά δέκα, έντεκα προ του μεσονυκτίου. Και νά λέτε την ευχούλα δίχως να κρατάτε κομποσχοίνι στο χέρι σας. Ικετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έτσι.
Καλλιέργησέ το αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει. Από μισή ώρα θα το κάνεις κατόπιν μια ώρα· και πρόσεξε ότι εκείνην την ώρα είτε το τηλέφωνο θα σου χτυπήσει ή α, αυτή τη δουλειά πρέπει να την κάνω τώρα ή ύπνος θα σε χτυπήσει εκείνην την ώρα. Τίποτες. Κλείστο το τηλέφωνο, τελείωσε όλες τις δουλειές σου και κάνε αυτό, μισή ώρα, όχι περισσότερο. Και θα δεις, αυτό είναι, θα φυτέψεις ένα δεντράκι κι αύριο - μεθαύριο θα κάνει καρπό. Κι ο άγιος Χρυσόστομος κι ο άγιος Βασίλειος απ' αυτό άρχισαν. Μικρό δεντράκι κι έγιναν φωστήρες της Οικουμένης.

Η ασματική Νύμφη όταν έφυγε με το λογισμό της από τη γη, διότι της είπαν ότι στον ουρανό υπάρχει ο Νυμφίος σου, επήγε εις τους ουρανούς, και είπε στους αγγέλους:
-Παραμερίστε, παραμερίστε.
-Τι θέλεις;
-Θέλω τον Νυμφίο μου, λέει.
-Και τι τον θέλεις;
-Θέλω να τον δω.
Κι έδειξε το δακτυλίδι το οποίο εχάρισε ο Χριστός απάνω εις την κουρά. Εχάρησαν τα τάγματα των αγγέλων, όταν είδαν το δακτυλίδι, ως η Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αικατερίνη.
Όταν δε κατόπιν έδειξε και το Σχήμα το αγγελικό, ανεβόησαν, κεκράγεσαν, επήρθη το υπέρθυρον εκ της βοής αυτών, εκ της χαράς, διότι εισήλθεν άνθρωπος εις το τάγμα τους. Και ήρξαντο να εναγκαλίζουν και να φιλούν την ασματική νύμφη.
Ξαφνικά εσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν να σιωπήσουν. Και μία φωνή ως αύρα λεπτή ηκούσθη [όπως εχθές διαβάσαμε τον Προφήτη Ηλία, ούτε εις την φωτιά, ούτε εις τον σεισμό, ούτε σ' αυτό, δεν ήταν ο Θεός. Στην αύρα λεπτή (Γ' Βασ. 19,11-12)]:
-Και ίνα τι με ζητείς εδώ; Δεν ξέρεις ότι μέσα στην καρδιά σου υπάρχω;
Ε, τότες η ασματική Νύμφη συνήλθε, όπως ο θείος Αυγουστίνος, και είδε μέσα της Αυτόν τον οποίον ζητούσε και έτρεχε στα βουνά και στα όρη να ζητήσει, τον είδε μέσα της. Όντως «η βασιλεία των Ουρανών εντός ημών εστί»! (Λουκ. 17,21).
Κάτι τέτοιες θεωρίεςέρχονται μέσα εις την ησυχία της νυκτός. Οπότε κατόπιν ο άνθρωπος κατά το μέτρο του απολαμβάνει. Τίποτε δεν θέλεις εκείνη την ώρα, μόνον αυτήν τη θεωρία, αυτήν τη γλυκύτητα, αυτήν την πνευματική ηδονή να αισθάνεσαι. Και στην κόλαση να υπάγω, αυτό θα αισθανθώ, δεν το θεωρώ τίποτες. Δεν είμαι μέσα στην κόλαση.

Δοκίμασε τον εαυτό σου, πάρε το κομποσχοινάκι σου, κάθησε μια ώρα, κάνε κομποσχοίνι, κουράστηκες. Ε, τότες θέλεις άλλην τροφή, βάλε λίγη ανάγνωση ή ψάλλε ή κάνε κανένα άλλο έτσι σωματικό έργο, να πούμε. Η αλλαγή δηλαδή της πνευματικής τροφής ωφελεί, πολύ ωφελεί...

Ένα όνομα να θυμηθείς για την άλλη τη ζωή, αυτό σε πυρώνει, οπότε όλα τ' άλλα σβήνουνε και μένει αυτό το όνομα. Μόνο ένα όνομα ή τα αιώνια αγαθά. Δηλαδή αυτό που πέρασα, αυτό λέω, τ' άλλα που δεν πέρασα, δεν μπορώ να τα πω.
Τα αιώνια αγαθά! Η αιώνιος ζωή! Η αιώνιος μακαριότης! Τακ, σταματάει ο νους. Μπορείς εκείνην την ώρα να επιβληθείς στον εαυτό σου, να διαβάσεις ευχές Λειτουργίας; Δεν μπορείς. Αυτό σε φθάνει. Οπότε, όταν προχωράς ιδίως στο «Ευλογημένη η Βασιλεία», δεν μπορείς να προχωρήσεις, πάτερ. Ενώνεσαι με το Θεό! Το πνεύμα σου με το Πνεύμα. Ενώνεσαι! Οπότε κατόπιν ούτε και μπορεις να προχωρήσεις, και από τα δάκρυα ιδίως, πώς να πω τώρα, σε πιάνει ένας ίλιγγος, σε πιάνει όχι φρίκη, γλυκιά φρίκη! Πώς να πω τώρα; «Τις ειμί εγώ, Κύριε, και τις ο οίκος του πατρός μου» (Β' Βασ. 7,18), ώστε και μένα με γνωρίζει ο Θεός! Είσαι βαπτισμένος, πάτερ, και σε γνωρίζει και σένα ο Θεός! Μέχρι εκεί σταματάς. Σταματάει κι η λογική, σταματάνε όλα. Δεν μπορείς, πάτερ, να αυτοκυριαρχήσεις, να προσευχηθείς. Εκεί σταματάει. Δεν μπορείς, μόνο κάθεσαι και κλαις, και κλαις, και κλαις και κλαις και δεν μπορεί να μιλήσεις τίποτες.

Εσύ μπορείς να κατανυγείς και να μη σε παίρνει ο άλλος μυρωδιά. Κι εγώ εδώ κι εσύ εκεί και μπορεί να προσευχώμεθα και να κλαίμε και να μη μ' ακούς εσύ. Αυτό μας δίδαξαν οι πατέρες. Όχι να φυσάς και να κραυγάζεις ότι κατανύσσεσαι. Όχι δεν είναι καλογερικό αυτό.

Ο Γέροντας είχε βγει έξω τη διακαινήσιμο εβδομάδα· πάνε πολλά χρόνια. Είπε ο γερο-Ιωσήφ εις τη Γερόντισσα Ευπραξία και τις άλλες αδελφές: «Βρήκα ένα παπαδάκι καλό» (για μένα έλεγε). Συνεννοήθηκε η Γερόντισσα με τις άλλες, και μου πλέξανε ένα σκουφάκι.
Όταν ήρθε ο γερο-Ιωσήφ, πήγε στις αλυκές· δεν ανέβηκε επάνω εις το σπίτι. Κατεβήκαμε όλοι κάτω. Λέει ο Γέροντας: «Βρε παπά, πάρε αυτό το σκουφάκι». Μόλις το φόρεσα εγώ το σκουφάκι αυτό, άναψα από προσευχή και θείο έρωτα! «Τι σκουφί είναι αυτό , Γέροντα;» του λέω. «Να ήξερες», λέει ο Γέροντας, «τι προσευχές έκανε η Γερόντισσα Ευπραξία σ' αυτό το σκουφάκι!»

Η Γερόντισσα Ευπραξία έστειλε ένα κομποσχοινάκι. Νομίζω ήτανε πενηντάρι, «Γέροντα», λέω, «δώσε μου αυτό το κομποσχοινάκι». «Πάρ' το», μου λέει. Εις την εικόνα που μου είχε δώσει ο Γέροντας, (μία εικόνα και ένα πολυσταύρι), το κρέμασα αυτό το κομποσχοινάκι. Και όταν αυτό ευωδίαζε την ημέρα, ήξερα ότι το βράδυ θα έχω προσευχή. Όταν δεν ευωδίαζε το κομποσχοινάκι, δεν είχα προσευχή Χρόνια πολλά αυτό.

Η προσευχή, το κομποσχοίνι, η ελεημοσύνη νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη από το έλεος του Θεού.

Ένα κομποσχοίνι που κάνεις για τον αδελφό σου, για τον συγγενή σου, δεν πάει χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Το κομποσχοίνι, όχι βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση μπορεί να βγάλει! Τόση δύναμη έχει η προσευχή.

Εγώ μνημόνευα τον παππού μου, ο οποίος ήτο ιερεύς. Τότε ήμασταν ζηλωταί· πριν λάβουμε τις πληροφορίες. Δεν τον μνημονεύαμε εις την λειτουργία, διότι ήτο νεοημερολογίτης. Του έκανα πολλά κομποσχοίνια, και παρακαλούσα το Θεό λέγοντας: «Κύριε, τόσες λειτουργίες σου έκανε, τόσες εξομολογήσεις κλπ., ελέησον αυτόν». Τούτο έπραττα επί καιρόν.
Ένα βράδυ τον είδα εις τον ύπνο μου (όραμα· ήτο αποκάλυψις Θεού), να με φιλεί και να μου λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, τώρα βρίσκομαι σε καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω και τη γιαγιά μου, να με πιάνει από το χέρι και να μου λέει: «Παιδί μου, προσευχήσου και για μένα, ίνα πάω εκεί που είναι και ο παππούς σου τώρα». Ήταν ολοζώντανο αυτό που έβλεπα. Αισθανόμουνα ότι ήσαν νεκροί.

Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο γερο-Ιωσήφ μας είχε ειπεί, ότι όχι μόνο με τη Θ. Λειτουργία, αλλά και με την προσευχή μπορείς να βγάλεις ψυχή από την κόλαση.
Προσευχότανε ο Γέροντας Ιωσήφ για μια ψυχή αρκετό καιρό. Και στο τέλος νομίζω, ότι μας είπε, είδε όραμα, που η ψυχή είπε: «Μεγάλη μου ημέρα σήμερα. Πηγαίνω εις το καινούργιο μου σπίτι». Και ούτω πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.

Εγώ κάποτε, όταν ήμουν αρχάριος, πολεμήθηκα από τον διάβολο· είχα σαρκικό πόλεμο. Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αλλά ο πόλεμος της σαρκός δυνατός. Άρχισα με ζέση να λέω την ευχή. Τότε, μεταξύ ύπνου-ξύπνου βλέπω ένα όνειρο: Απέναντι εις την εξώπορτα, ήτανε ένας δαίμονας, όπως τον περιγράφουν οι Πατέρες, με κέρατα, με μαύρα φτερά κλπ., και κάγχαζε. Δεν ηδύνατο όμως να πλησιάσει εις το κελλί μου! Συνήλθα· πήγα και το διηγήθηκα κατόπιν εις τον γερο-Ιωσήφ. Μου λέει: «Βλέπεις, παιδί μου, ότι με την ευχή τον κρατάς εις την εξώπορτα, και δεν μπορεί να σε πλησιάσει!»

Η νοερά προσευχή ολίγον κατ' ολίγον φέρνει τον άνθρωπο εις την πρώτη χάρη του βαπτίσματος.

[Αυτοσχέδια προσευχή. Υπάρχει μαγνητοφωνημένη στην κασέτα ( ή τον δίσκο που συνοδεύει το βιβλίο.]
Ο Θεός, ο Αόρατος, ο Αθάνατος, το Αιώνιον, το Άπειρον, το Ατελεύτητον το Ανεξιχνίαστον, το Αμετάβλητον.
Ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς· τον ήλιον, την σελήνην, τους αστέρας, τας θαλάσσας, τους ωκεανούς και πάντα τα εν αυτοίς κινούμενα ζώα.
Ο Θεός ο καθήμενος επί θρόνου δόξης και επιβλέπων αβύσσους.
Ο γλυκύτατός μας Ιησούς.
Μύριαι μυριάδες και χίλιαι χιλιάδες παρεστηκότες άγγελοι και αρχάγγελοι κύκλω της απροσίτου Σου δόξης, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τα κυκλούντά Σε και αναβοώντα τον γλυκύτατον και ακατανόητον ύμνον: Άγιος, Άγιος, Άγιος.
Η μεγάλη γέφυρα, η μεγάλη διαλλαγή, η μεγάλη συμφιλίωσις, ο μεγάλος σύνδεσμος ημών των πεπτωκότων και αχαρίστων ανθρώπων με τον Άναρχόν Σου και λελυπημένον Πατέρα Σου.
Ο γενόμενος το θύμα.
Ο αναλαβών τας αμαρτίας ημών και εκφέρων αυτάς εις τον Σταυρόν.
Δος και εις ημάς τους αμαρτωλούς μίαν ακτίνα της χάριτός Σου και βοήθησον ημάς και δίδαξον ημάς και φώτισον ημάς:
Πώς θα Σε ακολουθήσουμε.
Πώς θα Σε αναπαύσουμε.
Πώς θα Σε ευαρεστήσουμε.
Ίνα γίνωμεν και ημείς μέτοχοι εκείνων των ανεκλαλήτων αγαθών, των οποίων ετοίμασε η πατρική Σου αγάπη.
Ταις πρεσβείαις της γλυκυτάτης Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων των απ' αιώνός Σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.

Η μεγάλη δόξα της Εκκλησίας μας αυτό είναι.
Να ακούσουμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία».
Πόσες φορές το είπα εγώ (σαν ιερεύς).
Όταν το λέει ο παπάς, μου έρχεται να κλάψω, να κλάψω.
Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Αυτή είναι η προσδοκία μας.
Εκεί θα πάμε όλοι.
Θα μας αγκαλιάσει, θα μας φιλήσει.
Διότι αυτός είναι ο Πατέρας μας, ο Δημιουργός μας.
Είναι λέξεις, οι οποίες σου τονώνουν το ηθικό.
Εκεί είναι η προσδοκία μας, η ανάπαυσίς μας.
Να πάμε στον Πατέρα μας. Αυτός είναι ο Πατέρας μας.

[Αυτοσχέδιος ψαλμός. Υπάρχει μαγνητοφωνημένος στην κασέτα (ή τον δίσκο) που συνοδεύει το βιβλίο.]
Επίσκεψαί μου την ψυχήν
και ίασαι τα τραύματα.
Άνοιξόν μου τα μάτια της ψυχής,
που τά 'κλεισε η αμαρτία, η παρακοή, ο μακρυσμός.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι αυτός όλος αγάπη εστί.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός εν χαρά και αγάπη προσμένει ημάς,
πότε αναλύσωμεν εκ της φθοράς
και υπάγωμεν προς Αυτόν
αίροντες τον Σταυρόν.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
και ευρήσωμεν την χαράν.
Ο Θεός αγάπη εστί, ειρήνη και χαρά.
Αγαπήσατε τον Θεόν
και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού.
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού.
Πάντα εν σοφία, εν πατρική στοργή εποίησας.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι,
και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Αγιότης - Αρετή - Αγώνας

Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του, φθάνει σε μέτρα αγιότητος. Αν ζητάς εσύ από τον άλλονε, επειδή σε λύπησε, να σου βάλει μετάνοια, δεν είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στο δρόμο της καλογερικής.
Φθάσαμε, πατέρες, σ' ένα τέτοιο σημείο, που μπορώ να πω ότι, όταν ήμασταν κοσμικοί, ήμασταν καλύτεροι. Τώρα δεν σηκώνουμε λόγο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός. Και πήγε άλλος και του λέει: «Τι αρετή έκανες, πάτερ, κι έφθασες σ' αυτά τα μέτρα;»Λέει: «Αφότου μπήκα στο μοναστήρι, είπα, εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις, τόσο θα μιλήσω κι εγώ». Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουνε, «ευλόγησον». Τώρα εμείς φθάσαμε στο σημείο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού!
*
Γι' αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, εφοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε ή μήπως αλλάζει ο Θεός; «Εμνήσθην των κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118,12· 52). Έτσι είναι.
Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφ' όσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στο Σταυρό, κι εμείς θ' ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ' τη μια πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, απ' την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός. Αν το πάρεις, δηλαδή, απ΄την άλλη πλευρά, τότες είναι βαρύς και ασήκωτος.
Γι' αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν απ' το Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις μα γιατί ετούτο, εκείνο, δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα· δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την Τετάρτη· ε, ο Θεός έτσι τά 'φερε. Αν τα πάρεις απ' την άλλη πλευρά με την κρίση τη δική σου, θα σφάλεις και μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!
Μέσα σου να βράζει η χαρά, να μη φαίνεται· μέσα σου να βράζει η λύπη, η κόλαση αλλά μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος.
Ειδάλλως, εσύ κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα· να μην ακούει ο ένας τον άλλονε. Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει, ή... θα το χάσεις.
Γι' αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου 'δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους, λέει: «Εωράκαμεν υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες» (Αριθ. 13,34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιος το λέει αυτό; Ποιος το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτες. Ενώ τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;
Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.
Πάτερ, όχι έτσι. Εσύ να διορθώσεις τον εαυτό σου, όχι να περιμένεις τους άλλους. Εσύ να σταθείς από κάτω, να σε πατάν όλοι. Τότες είσαι εν τάξει. Ειδάλλως...
Εσύ να αρματωθείς στην υπομονή. Ο δρόμος ο του Σταυρού αυτός είναι.
Ο άνθρωπος, όσο και σοφός να είναι, να συμβουλεύεται και λιγάκι. Δεν είμαστε εμείς θεοδίδακτοι. Ούτε ο Θεός και σύ· μπορείς να πάρεις πληροφορίαν από το Θεό; Δεν είμαστε σ' αυτή την κατάσταση. Α, να ρωτήσουμε και κάναν άλλονε. Να ρωτήσουμε, να συμβουλευτούμε. Ε, δεν έχεις κανέναν άνθρωπο καλύτερό σου;
Θα κάνεις υπομονή στα δικά σου τα πάθη, θα κάνεις και στα δικά μου. Έτσι θα γίνεις άγιος.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Μετεωρισμός - Συγκέντρωση


Σ' ένα μοναστήρι , δεν θέλω να το ονομάσω, ο παπάς θυμίαζε. Κι όταν έφτασε σ' έναν προϊσταμένο, δεν τον εθυμίασε. Ο προϊστάμενος, όταν προχώρησε παραπέρα:
-Παπά, γιατί δεν με θυμιάζεις;
-Γέροντα, ευλόγησον, δεν σε είδα στο στασίδι.
-Στο στασίδι ήμουνα, πάτερ, λέει.
-Όχι, δεν σε είδα στο στασίδι.
Οι άλλοι που άκουσαν αυτή τη φιλονικία του προϊσταμένου και του ιερέως, λένε:
-Γέροντα, ο παπάς είναι διορατικός, ξέρει τι σου λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε... -_Έχει δίκιο ο παπάς, λέει, διότι δεν ήμουνα εδώ, ήμουνα σ' ένα μετόχι. Ο λογισμός του. Βλέπετε;

Ο άγιος Νεκτάριος στην Αίγινα, όταν πήγε μία να γίνει καλόγρια, να πούμε, ήταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, να βοσκήσεις, έχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, να τα βοσκήσεις».
-Ε, νά 'ναι ευλογημένο.
Μια μέρα, δυο, «Γέροντα», λέει, «με πιάνουν και μένα οι λογισμοί, εγώ ήρθα να γίνω καλόγρια, δεν ήρθα να γίνω τσοπάνης».
-Παιδάκι μου, λέει, όταν θυμιάζω σε βλέπω στο στασίδι.
Η καλόγρια, καίτοι ήταν τσοπάνης, αλλά ο λογισμός της ήτανε στην ευχούλα, μέσα στην εκκλησία ήταν ο λογισμός της, οπότε και ο ο άγιος την έβλεπε μέσα.
Ο λογισμός κρίνεται. Από τον λογισμό αχρειούμεθα και από το λογισμό βελτιούμεθα.Ο καλόγηρος δεν έχει πράξη, έχει λογισμό. Ο λογισμός σου πήγε στο όχι καλό; Είσαι υπεύθυνος, είσαι υπεύθυνος. Θα πεις: Μα και ο λογισμός του ανθρώπου δεν μαζεύεται. Καλά, αλλά όταν φεύγει, μάζεψέ τον πάλι, μάζεψέ τον πάλι.
Είχα θανή -νομίζω, δεν θυμάμαι- τον Γέροντά μου. Και ήρθε ένας καλόγερος από πάνω απ' την Κερασιά, και λέει: Όσο νά 'ρθω εδώ, τρεις φορές είπα τους χαιρετισμούς της Παναγίας».
Βλέπετε πώς αγωνίζονται οι πατέρες! Πώς αγωνίζονται!