Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

῾Ο Εὐγνώμων Λῃστὴς θεραπεύει θαυματουργικῶς τὸν ῞Αγιο Πορφύριο ᾿Επίσκοπο Γάζης2


῾Ο ῞Αγιος Πορφύριος ᾿Επίσκοπος Γάζης (348-420, μνήμη: 26η
Φεβρουαρίου), καταγόμενος ἐκ Θεσσαλονίκης, ὅταν ἀσκήτευε στὰ
μέρη τοῦ ᾿Ιορδάνου, ἀρρώστησε βαρειά· ἡ ἀσθένειά του ἦταν κίρρωσις
τοῦ ἢπατος, μὲ συνεχῆ λεπτότατο πυρετό.
Τὸν μετέφεραν, κατόπιν παρακλήσεώς του, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου
δὲν σταματοῦσε, παρὰ τὴν βαρειὰ ἀσθένειά του, νὰ ἐπισκέπτεται
τοὺς ῾Αγίους Τόπους, κυρτωμένος, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ
ὀρθώση τὸ παράστημά του, ἀλλὰ ἀκουμπώντας σὲ ραβδί.
῾Ο μαθητὴς καὶ βιογράφος του Μᾶρκος, ὅταν ἐπέστρεψε μετὰ
ἀπὸ ἕνα ταξίδι του στὴν Θεσσαλονίκη, εὑρῆκε τὸν ῞Αγιο ὑγιέστατο
καὶ μὲ τὸ πρόσωπό του ροδοκόκκινο.
Στὴν ἀπορία του, ὁ ῞Αγιος Πορφύριος τοῦ ἀπάντησε, χαμογε-
λώντας:
᾿Εγὼ δὲ παρεκάλουν αὐτὸν
εἰπεῖν μοι τὴν αἰτίαν τῆς ὑγείας
καὶ πῶς τοιοῦτον πάθος περι-
έγραψεν. ῝Ο δέ μοι ἀπεκρίνατο·
Πρὸ ἡμερῶν περί που τεσσα-
ράκοντα, ἐμοῦ
«Μὴν ἀπορεῖς, ἀδελφὲ Μάρκε,
ποὺ μὲ βρῆκες ὑγιὴ καὶ εὔρωστο,
ἀλλὰ μάθε τὴν αἰτία τῆς ἀπο-
κατάστασης τῆς ὑγείας μου, καὶ
τότε νὰ ὑπερθαυμάσεις τὴν ἀνεί-
πωτη φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ.
Πῶς δηλαδὴ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα
ἔχουν χάσει κάθε ἐλπίδα οἱ ἄν-
θρωποι βρίσκουν θεραπεία κοντά
Του».
Καὶ ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα νὰ
μοῦ φανερώσει τὴν αἰτία τῆς
ἴασής του καὶ πῶς ἐξαφανίστηκε
μία τέτοια πάθηση. Αὐτὸς τότε
μοῦ ἀποκρίθηκε:
«πρὶν ἀπὸ σαράντα περίπου
ἡμέρες, ἐνῶ βρισκόμουν στὴν
᾿Αγρυπνία τῆς ἁγίας Κυριακῆς3,
μὲ ἔπιασε ἕνας φοβερὸς πόνος
Μὴ θαυμάσῃς, ἀδελφὲ Μάρ-
κε, ὁρῶν με ὑγιῆ καὶ ἐρρω-
μένον, ἀλλὰ μάθε τὴν αἰτίαν τῆς
ὑγείας καὶ τότε ὑπερθαύμασον
τὴν ἄφατον φιλανθρωπίαν τοῦ
Χριστοῦ, πῶς τὰ ἀπελπισμένα
τοῖς ἀνθρώποις παρ᾿ αὐτῷ εὐ-
διόρθωτα τυγχάνει.
῾Ο Εὐγνώμων Λῃστὴς
θεραπεύει θαυματουργικῶς
τὸν ῞Αγιο Πορφύριο ᾿Επίσκοπο Γάζης2
῾Ο ῞Αγιος Πορφύριος ᾿Επίσκοπος Γάζης (348-420, μνήμη: 26η
Φεβρουαρίου), καταγόμενος ἐκ Θεσσαλονίκης, ὅταν ἀσκήτευε στὰ
μέρη τοῦ ᾿Ιορδάνου, ἀρρώστησε βαρειά· ἡ ἀσθένειά του ἦταν κίρρωσις
τοῦ ἢπατος, μὲ συνεχῆ λεπτότατο πυρετό.
Τὸν μετέφεραν, κατόπιν παρακλήσεώς του, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου
δὲν σταματοῦσε, παρὰ τὴν βαρειὰ ἀσθένειά του, νὰ ἐπισκέπτεται
τοὺς ῾Αγίους Τόπους, κυρτωμένος, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ
ὀρθώση τὸ παράστημά του, ἀλλὰ ἀκουμπώντας σὲ ραβδί.
῾Ο μαθητὴς καὶ βιογράφος του Μᾶρκος, ὅταν ἐπέστρεψε μετὰ
ἀπὸ ἕνα ταξίδι του στὴν Θεσσαλονίκη, εὑρῆκε τὸν ῞Αγιο ὑγιέστατο
καὶ μὲ τὸ πρόσωπό του ροδοκόκκινο.
Στὴν ἀπορία του, ὁ ῞Αγιος Πορφύριος τοῦ ἀπάντησε, χαμογε-
λώντας:
᾿Εγὼ δὲ παρεκάλουν αὐτὸν
εἰπεῖν μοι τὴν αἰτίαν τῆς ὑγείας
καὶ πῶς τοιοῦτον πάθος περι-
έγραψεν. ῝Ο δέ μοι ἀπεκρίνατο·
Πρὸ ἡμερῶν περί που τεσσα-
ράκοντα, ἐμοῦ ὄντος ἐν τῇ
ἀγρυπνίᾳ τῆς ἁγίας κυριακῆς,
κατέσχεν με ἄφατος ὀδύνη τοῦ
– 4 –
στὸ συκώτι καὶ μὴ μπορώντας
νὰ ὑποφέρω τὸν πόνο, πῆγα καὶ
ξάπλωσα κοντὰ στὸ ῞Αγιο Κρα-
νίο4, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ὀδύνη,
ἔπεσα σὰν σὲ ἔκσταση. Καὶ βλέ-
πω τὸν Σωτῆρα καρφωμένο στὸν
Σταυρὸ καὶ τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς
Ληστὲς κρεμασμένο μαζί Του σὲ
ἄλλο σταυρὸ καὶ ἀρχίζω νὰ
φωνάζω καὶ νὰ ψελλίζω τοὺς
λόγους τοῦ Ληστῆ· ῾῾μνήσθητί
μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ
Βασιλείᾳ Σου᾿᾿ (Λουκ. κγʹ 42).
Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Σωτήρας
καὶ λέει στὸν κρεμασμένο Ληστή:
῾῾κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ
σῶσε ἐκεῖνον τὸν ξαπλωμένο,
ὅπως ἀκριβῶς ἐσώθηκες καὶ σύ᾿᾿.
Καὶ ὁ Ληστής, ἀφοῦ κατέβηκε
ἀπὸ τὸν σταυρό, μὲ ἀγκάλιασε
καὶ μὲ καταφίλησε καὶ ἁπλώ-
νοντας τὸ δεξί του χέρι, μὲ ἀνα-
σήκωσε, λέγοντας· ῾῾ἔλα πρὸς
τὸν Σωτήρα᾿᾿.
Καὶ ἀμέσως, σηκώθηκα καὶ
ἔτρεξα πρὸς Αὐτὸν καὶ Τὸν
βλέπω νὰ ἔχει κατεβεῖ ἀπὸ τὸν
Σταυρὸ καὶ νὰ μοῦ λέγει· ῾῾πάρε
αὐτὸ τὸ Ξύλο καὶ φύλαξέ το᾿᾿.
Καὶ ἀφοῦ πῆρα τὸ ἴδιο Τίμιο
Ξύλο καὶ τὸ βάσταξα, ἀμέσως
ἦλθα στὰ συγκαλά μου ἀπὸ τὴν
ἔκσταση· καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα
πιὰ δὲν ξανα-αισθάνθηκα ὀδύνη,
οὔτε τὸ σημάδι τῆς ἀρρώστιας
μου κἂν φαίνεται».

ἢπατος, καὶ μὴ φέρων τὴν ἀλγη-
δόνα, ἀπελθὼν ἀνεκλίθην πλη-
σίον τοῦ ἁγίου κρανίου, καὶ ἐκ
τῆς πολλῆς ὀδύνης ἐγενόμην ὡς
ἐν ἐκστάσει, καὶ ὁρῶ τὸν σω-
τῆρα καθηλωμένον ἐν σταυρῷ
καὶ ἕνα τῶν λῃστῶν σὺν αὐτῷ
κρεμάμενον ἐν ἄλλῳ σταυρῷ,
καὶ ἄρχομαι κράζειν καὶ λέγειν
τὴν φωνὴν τοῦ λῃστοῦ· «Μνή-
σθητί μου, κύριε, ὅταν ἔλθῃς
ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ σωτὴρ λέ-
γει τῷ κρεμαμένῳ λῃστῇ· Κά-
τελθε ἐκ τοῦ σταυροῦ καὶ σῶ-
σον ἐκεῖνον τὸν ἀνακείμενον
ὥσπερ καὶ σὺ ἐσώθης.
Καὶ κατελθὼν ὁ λῃστὴς ἐκ
τοῦ σταυροῦ περιέλαβέν με καὶ
κατεφίλησεν, καὶ προτείνας τὴν
δεξιὰν ἀνέστησέν με λέγων·
᾿Ελθὲ πρὸς τὸν σωτῆρα.
Καὶ εὐθέως ἀνέστην καὶ
ἔδραμον πρὸς αὐτόν, καὶ ὁρῶ
αὐτὸν καταβάντα ἐκ τοῦ σταυ-
ροῦ καὶ λέγοντά μοι· Λάβε τὸ
ξύλον τοῦτο καὶ φύλαξον.
Καὶ λαβὼν τὸ αὐτὸ τίμιον
ξύλον καὶ βαστάσας, εὐθέως
ἦλθον εἰς ἐμαυτὸν ἀπὸ τῆς
ἐκστάσεως, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς
ὥρας οὐκέτι μοι ὀδύνη ἐγένετο,
οὐδὲ ὁ τόπος τοῦ πάθους δῆλός
ἐστιν.
– 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου