Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα. Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας...»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε. Θά 'ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος ν' αγιάσει τα Δώρα· πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις, από μέσα απ' την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαμβάνεις τι λες.
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του Μοναχού.
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουν την υπηρεσία αυτή την ώρα. Μπορείς αυτή την ώρα να κάνεις τον εαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.
Έλεγα κι εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, αρκεί την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή είναι, αλλά πόση δύναμη έχει!- οπότε λες, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε και σε σας.
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο, κι εγώ ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον γερο-Ιωσήφ. Φεύγοντας από το σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον Άγιο Παύλο. Κατουνάκια - Άγιος Παύλος είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα κοντά στο μύλο, εκεί από πάνω από τον Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα το δρόμο!
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου, ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ' αυτόν τον καλόγηρο.
Α, να πούμε και τον άλλο με το καλάθι.
Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα, λέει τον πατερ-Αρσένιο:
-Λέγε την ευχή.
-Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
-Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
-Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναί, θαύμα θέλω να δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. (Τα γράφουν τα πατερικά βιβλία).
-Καλά.
Έκανε προσευχή ο Γέροντας, έκανε και νηστεία, τριήμερο νηστεία.
-Έλα εδώ, παιδί μου, τώρα, πάρε το καλάθι, πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις νερό.
-Γέροντα, με συγχωρείς, εγώ, λέει, τα μυαλά μου τά 'χω, το καλάθι θα γιομώσω νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου, δεν είπες ότι θέλεις να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναί, λέει.
-Ε, κάνε αυτό που σου λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Νά 'ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι, αλλά λέει την ευχή. Εννοείται ο Γέροντας στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε το καλάθι.
Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το δείξει στον Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!» Στο δρόμο λοιπόν φανερώνεται ο διάβολος με μορφή ανθρώπινη, λέει:
-Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντά μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις καλόγερος;
-Πέντε-έξι.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια.
Πάει, έφυγε το νερό κάτω! Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον Γέροντα με άδειο το καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί μου;
-Γέροντα, έτσι κι έτσι.
-Άφησες την ευχή, παιδί μου, γι' αυτό έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την ευχή, το καλάθι κρατούσε το νερό, όταν σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία, έφυγε το νερό.
Και ο Θεός μας δοκιμάζει καμιά φορά να μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν πειρασμό ο Θεός, ο Θεός θέλει να σε ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι, λέγε την ευχούλα.
Όταν από την άλλη πλευρά έχει η ψυχή χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Το κυριότερο, να πούμε, η χαροποιά θεωρία είναι στη σοφία του Θεού. «Εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις Σου, εν ποιήμασι των χειρών Σου εμελέτων» (Ψαλμ. 142, 5).
Όταν φέρουμε τη δημιουργία του Θεού, με τι σοφία το έκανε αυτό ο Θεός όλο, δεν μπορεί παρά ο νους προβιβάζεται σε ανωτέρα θεωρία, σε ανωτέρα θεωρία και θαυμάζει και εκπλήττεται τη σοφία του Θεού, την αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, ότι εδημιούργησε όλο το σύμπαν και τελευταία έκανε τον άνθρωπο. Αφού τα έκανε όλα, τελευταίον έκανε τον άνθρωπο. Βασιλέα της κτίσεως. Από 'κει θά 'ρθουν όλες οι θεωρίες οι χαροποιές.
Να σας πω, πολλοί από τους πατέρας τους Κατουνακιώτας, πολλοί που ερχόντουσαν να μεταλάβουν, δεν άκουες τίποτες, μόνο έβλεπες τα δάκρυα που έτρεχαν και τους μετελάμβανες. Ε, ο γέρος αυτός, να πούμε, όλη τη Λειτουργία δεν μιλούσε καθόλου, αλλά ήτανε σκυμμένος και τώρα, είτε σε θεωρία ερχότανε, είτε σε βαθυτέρα έννοια της ευσπλαγχνίας του Θεού. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μας έδωσε το βάπτισμα, δωρεάν μας έδωσε το Σώμα Του και το Αίμα Του, δωρεάν μας δίδει και τον Παράδεισο. Δεν πληρώνουμε τίποτες.
Ο Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να προσέχουμε μόνο στο Θεό. Ο Θεός δεν θέλει μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να το πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε και εύκολα την καρδιακή προσευχή.
Άλλος χαροποιήθηκε απάνω στο μοτόρ, άλλος απάνω στο αεροπλάνο. Η κρίσις του Θεού είναι διάφορος. Άλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στην Αγία Άννα ένα άλεσμα στο μύλο. Εκείνην την ώρα χαροποιήθηκε. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε γιατί ο Θεός, τρόπον τινά, δεν μας χαριτώνει μέσα στη Λειτουργία, αλλά μας χαριτώνει εκτός Λειτουργίας. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε αυτό. Μπορείς και μέσα στη Λειτουργία να χαριτωθείς, μπορείς στη Λειτουργία να μη χαριτωθείς, να χαριτωθείς απάνω στο εργόχειρο. Αυτό είναι η κρίσις Του. Το δικό μας είναι πάντοτε να προσευχώμεθα. Όταν ο Θεός επισκέπτεται την ψυχή μας, θέλει και απαιτεί να τη βρίσκει σε προσευχή. Να μη βρίσκει την ψυχή μας και τη διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αυτό λυπεί το Θεό. Λυπεί το Θεό. Μπορούμε νά 'χουμε όλη την ημέρα αυτοσυγκέντρωση; Αυτό θα μας βοηθήσει.
-Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το χειμώνα;
-Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.
Έφερε.
-Φερ' τα από 'δω.
-Όχι από 'κει, το ζώο φοβάται, Γέροντα.
-Φερ' τα από 'δω, ντε.
Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
Κι εσύ ακοινώνητος.
Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι. Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι. Τι να κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θά 'ρθει -γιατί ήτανε βραδάκι- αύριο που θά 'ρθει ο αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει». Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις;» Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή. Δεν μπορείς εκείνη την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω;» Και σε βοηθάει η Παναγία. Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα». Πάτερ μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε κι αυτό.
Καλλιέργησέ το αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει. Από μισή ώρα θα το κάνεις κατόπιν μια ώρα· και πρόσεξε ότι εκείνην την ώρα είτε το τηλέφωνο θα σου χτυπήσει ή α, αυτή τη δουλειά πρέπει να την κάνω τώρα ή ύπνος θα σε χτυπήσει εκείνην την ώρα. Τίποτες. Κλείστο το τηλέφωνο, τελείωσε όλες τις δουλειές σου και κάνε αυτό, μισή ώρα, όχι περισσότερο. Και θα δεις, αυτό είναι, θα φυτέψεις ένα δεντράκι κι αύριο - μεθαύριο θα κάνει καρπό. Κι ο άγιος Χρυσόστομος κι ο άγιος Βασίλειος απ' αυτό άρχισαν. Μικρό δεντράκι κι έγιναν φωστήρες της Οικουμένης.
-Παραμερίστε, παραμερίστε.
-Τι θέλεις;
-Θέλω τον Νυμφίο μου, λέει.
-Και τι τον θέλεις;
-Θέλω να τον δω.
Κι έδειξε το δακτυλίδι το οποίο εχάρισε ο Χριστός απάνω εις την κουρά. Εχάρησαν τα τάγματα των αγγέλων, όταν είδαν το δακτυλίδι, ως η Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αικατερίνη.
Όταν δε κατόπιν έδειξε και το Σχήμα το αγγελικό, ανεβόησαν, κεκράγεσαν, επήρθη το υπέρθυρον εκ της βοής αυτών, εκ της χαράς, διότι εισήλθεν άνθρωπος εις το τάγμα τους. Και ήρξαντο να εναγκαλίζουν και να φιλούν την ασματική νύμφη.
Ξαφνικά εσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν να σιωπήσουν. Και μία φωνή ως αύρα λεπτή ηκούσθη [όπως εχθές διαβάσαμε τον Προφήτη Ηλία, ούτε εις την φωτιά, ούτε εις τον σεισμό, ούτε σ' αυτό, δεν ήταν ο Θεός. Στην αύρα λεπτή (Γ' Βασ. 19,11-12)]:
-Και ίνα τι με ζητείς εδώ; Δεν ξέρεις ότι μέσα στην καρδιά σου υπάρχω;
Ε, τότες η ασματική Νύμφη συνήλθε, όπως ο θείος Αυγουστίνος, και είδε μέσα της Αυτόν τον οποίον ζητούσε και έτρεχε στα βουνά και στα όρη να ζητήσει, τον είδε μέσα της. Όντως «η βασιλεία των Ουρανών εντός ημών εστί»! (Λουκ. 17,21).
Κάτι τέτοιες θεωρίεςέρχονται μέσα εις την ησυχία της νυκτός. Οπότε κατόπιν ο άνθρωπος κατά το μέτρο του απολαμβάνει. Τίποτε δεν θέλεις εκείνη την ώρα, μόνον αυτήν τη θεωρία, αυτήν τη γλυκύτητα, αυτήν την πνευματική ηδονή να αισθάνεσαι. Και στην κόλαση να υπάγω, αυτό θα αισθανθώ, δεν το θεωρώ τίποτες. Δεν είμαι μέσα στην κόλαση.
Τα αιώνια αγαθά! Η αιώνιος ζωή! Η αιώνιος μακαριότης! Τακ, σταματάει ο νους. Μπορείς εκείνην την ώρα να επιβληθείς στον εαυτό σου, να διαβάσεις ευχές Λειτουργίας; Δεν μπορείς. Αυτό σε φθάνει. Οπότε, όταν προχωράς ιδίως στο «Ευλογημένη η Βασιλεία», δεν μπορείς να προχωρήσεις, πάτερ. Ενώνεσαι με το Θεό! Το πνεύμα σου με το Πνεύμα. Ενώνεσαι! Οπότε κατόπιν ούτε και μπορεις να προχωρήσεις, και από τα δάκρυα ιδίως, πώς να πω τώρα, σε πιάνει ένας ίλιγγος, σε πιάνει όχι φρίκη, γλυκιά φρίκη! Πώς να πω τώρα; «Τις ειμί εγώ, Κύριε, και τις ο οίκος του πατρός μου» (Β' Βασ. 7,18), ώστε και μένα με γνωρίζει ο Θεός! Είσαι βαπτισμένος, πάτερ, και σε γνωρίζει και σένα ο Θεός! Μέχρι εκεί σταματάς. Σταματάει κι η λογική, σταματάνε όλα. Δεν μπορείς, πάτερ, να αυτοκυριαρχήσεις, να προσευχηθείς. Εκεί σταματάει. Δεν μπορείς, μόνο κάθεσαι και κλαις, και κλαις, και κλαις και κλαις και δεν μπορεί να μιλήσεις τίποτες.
Όταν ήρθε ο γερο-Ιωσήφ, πήγε στις αλυκές· δεν ανέβηκε επάνω εις το σπίτι. Κατεβήκαμε όλοι κάτω. Λέει ο Γέροντας: «Βρε παπά, πάρε αυτό το σκουφάκι». Μόλις το φόρεσα εγώ το σκουφάκι αυτό, άναψα από προσευχή και θείο έρωτα! «Τι σκουφί είναι αυτό , Γέροντα;» του λέω. «Να ήξερες», λέει ο Γέροντας, «τι προσευχές έκανε η Γερόντισσα Ευπραξία σ' αυτό το σκουφάκι!»
Ένα βράδυ τον είδα εις τον ύπνο μου (όραμα· ήτο αποκάλυψις Θεού), να με φιλεί και να μου λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, τώρα βρίσκομαι σε καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω και τη γιαγιά μου, να με πιάνει από το χέρι και να μου λέει: «Παιδί μου, προσευχήσου και για μένα, ίνα πάω εκεί που είναι και ο παππούς σου τώρα». Ήταν ολοζώντανο αυτό που έβλεπα. Αισθανόμουνα ότι ήσαν νεκροί.
Προσευχότανε ο Γέροντας Ιωσήφ για μια ψυχή αρκετό καιρό. Και στο τέλος νομίζω, ότι μας είπε, είδε όραμα, που η ψυχή είπε: «Μεγάλη μου ημέρα σήμερα. Πηγαίνω εις το καινούργιο μου σπίτι». Και ούτω πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.
Ο Θεός, ο Αόρατος, ο Αθάνατος, το Αιώνιον, το Άπειρον, το Ατελεύτητον το Ανεξιχνίαστον, το Αμετάβλητον.
Ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς· τον ήλιον, την σελήνην, τους αστέρας, τας θαλάσσας, τους ωκεανούς και πάντα τα εν αυτοίς κινούμενα ζώα.
Ο Θεός ο καθήμενος επί θρόνου δόξης και επιβλέπων αβύσσους.
Ο γλυκύτατός μας Ιησούς.
Μύριαι μυριάδες και χίλιαι χιλιάδες παρεστηκότες άγγελοι και αρχάγγελοι κύκλω της απροσίτου Σου δόξης, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τα κυκλούντά Σε και αναβοώντα τον γλυκύτατον και ακατανόητον ύμνον: Άγιος, Άγιος, Άγιος.
Η μεγάλη γέφυρα, η μεγάλη διαλλαγή, η μεγάλη συμφιλίωσις, ο μεγάλος σύνδεσμος ημών των πεπτωκότων και αχαρίστων ανθρώπων με τον Άναρχόν Σου και λελυπημένον Πατέρα Σου.
Ο γενόμενος το θύμα.
Ο αναλαβών τας αμαρτίας ημών και εκφέρων αυτάς εις τον Σταυρόν.
Δος και εις ημάς τους αμαρτωλούς μίαν ακτίνα της χάριτός Σου και βοήθησον ημάς και δίδαξον ημάς και φώτισον ημάς:
Πώς θα Σε ακολουθήσουμε.
Πώς θα Σε αναπαύσουμε.
Πώς θα Σε ευαρεστήσουμε.
Ίνα γίνωμεν και ημείς μέτοχοι εκείνων των ανεκλαλήτων αγαθών, των οποίων ετοίμασε η πατρική Σου αγάπη.
Ταις πρεσβείαις της γλυκυτάτης Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων των απ' αιώνός Σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.
Να ακούσουμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία».
Πόσες φορές το είπα εγώ (σαν ιερεύς).
Όταν το λέει ο παπάς, μου έρχεται να κλάψω, να κλάψω.
Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Αυτή είναι η προσδοκία μας.
Εκεί θα πάμε όλοι.
Θα μας αγκαλιάσει, θα μας φιλήσει.
Διότι αυτός είναι ο Πατέρας μας, ο Δημιουργός μας.
Είναι λέξεις, οι οποίες σου τονώνουν το ηθικό.
Εκεί είναι η προσδοκία μας, η ανάπαυσίς μας.
Να πάμε στον Πατέρα μας. Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Επίσκεψαί μου την ψυχήν
και ίασαι τα τραύματα.
Άνοιξόν μου τα μάτια της ψυχής,
που τά 'κλεισε η αμαρτία, η παρακοή, ο μακρυσμός.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι αυτός όλος αγάπη εστί.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός εν χαρά και αγάπη προσμένει ημάς,
πότε αναλύσωμεν εκ της φθοράς
και υπάγωμεν προς Αυτόν
αίροντες τον Σταυρόν.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
και ευρήσωμεν την χαράν.
Ο Θεός αγάπη εστί, ειρήνη και χαρά.
Αγαπήσατε τον Θεόν
και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού.
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού.
Πάντα εν σοφία, εν πατρική στοργή εποίησας.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι,
και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου