Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα – π. Αλέξανδρος Σμέμαν ψυχοδρόμιο


43
Χθες βράδυ μίλησα με θέμα «Εκκλησία και Εκκλησιαστική ευσέβεια». Σκεφτόμουν τη μοίρα της Ορθοδοξίας σε σχέση με την ομιλία μου. Αυτή την εποχή, υπάρχει ένας θρίαμβος του μοναχισμού στη θεολογία και στην ευσέβεια. Στην Σερβία, κάθε αναγέννηση συνδέεται με μια μοναστική εμπειρία, μια τάση ή μια διδασκαλία. Ανησυχώ μήπως αυτή η τάση ταυτιστεί με την Ορθοδοξία. Στην Αμερική, συχνά παρατηρούμε την αναγωγή της Ορθοδοξίας στις εικόνες, στο αρχαίο μέλος, σε αγιορείτικα βιβλία για την πνευματική ζωή. Το Βυζάντιο θριαμβεύει δίχως την κοσμική διάστασή του. Δεν μπορώ ν’ αποφύγω τη σκέψη πως όλα αυτά είναι ένα είδος ρομαντισμού -μια αγάπη γι’αυτή την εικόνα της Ορθοδοξίας, μια αγάπη επειδή αυτή η εικόνα διαφέρει ριζικά από τις εικόνες του σύγχρονου κόσμου. Απόδραση, αναχώρηση, αναγωγή της Ορθοδοξίας.
Το πιο σημαντικό πράγμα για μένα είναι πως οπουδήποτε θριαμβεύει αυτή η τάση, χάνονται η Ευχαριστία, η Κοινωνία, το νόημα και η εμπειρία της Εκκλησίας. Αυτό το νόημα και αυτή η εμπειρία χρειάζονται τώρα περισσότερο από ποτέ. Η Ευχαριστιακή Εκκλησία αυτοπροσδιορίζεται ως «εν τω κόσμω τούτω, αλλ’ ούκ εκ του κόσμου τούτου». Η μοναστική τάση της Εκκλησίας είναι πως η ενορία, η κοινότητα, κ.λπ. προσφέρουν αυτόν τον κόσμο μόνο ως αντίθεση, ενώ η αναχώρηση απ’ αυτόν τον κόσμο δείχνεται ως η Ορθόδοξη απάντηση και ο αληθινός Ορθόδοξος δρόμος. Η μοναστική τάση, όσο παράξενο κι αν φαίνεται , θεωρεί την Εκκλησία ως μέρος του κόσμου, έτσι ώστε να πρέπει ν’ αφήσεις όχι μόνο τον κόσμο αλλά και την Εκκλησία.
Ένας Καθηγητής μου στο Ινστιτούτο των Παρισίων είχε γράψει κάποτε, «… πού είναι ο Χριστός, πού είναι οι Απόστολοι, πού είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα…»
Αρκετά λογικά, αυτή η τάση συνδέεται εύκολα και φυσικά με μια ρομαντική, εθνικιστική Αγία Ρωσία, δηλαδή, με το παρελθόν, την εικόνα του, το στυλ του.
Κάποτε ο πατήρ Ιωάννης Μέγιεντορφ μού είχε πει σε μια στιγμή παρρησίας ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι έχουν καταληφθεί από τη μανία για τους Πατέρες. Τόσοι πολλοί άνθρωποι προπαγανδίζουν αυτή τη μόδα, η οποία τους εμποδίζει να καταλάβουν ό,τι υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, και την ίδια στιγμή πιστεύουν πως υπηρετούν την Εκκλησία και την Ορθοδοξία. Φοβούμαι πως οι άνθρωποι ελκύονται όχι από τη σκέψη των Πατέρων, όχι από το περιεχόμενο των γραπτών τους, αλλά από το στυλ τους. Αυτό πλησιάζει αρκετά την Ορθόδοξη κατανόηση των λειτουργικών ακολουθιών: να τις αγαπάς δίχως να τις καταλαβαίνεις και στο βαθμό που δεν είναι κατανοητές, να μη βγάζεις κανένα συμπέρασμα. Καθόμαστε στο κέλυφός μας, γοητευμένοι από μια μελωδία, και δεν προσέχουμε ότι η Εκκλησία πάσχει, και ήδη, εδώ και πολύ καιρό, έχει εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν -Ημερολόγιο

Η Πορεία της ψυχής μέσα από τους Ψαλμούς ψυχοδρόμιο




90
Οι Ψαλμοί έχουν υπάρξει από τα πιο αγαπημένα κείμενα ολόκληρης της Αγίας Γραφής και από τα πιο σημαντικά κείμενα της ανθρωπότητας. Η ποιητική τους φύση προσφέρεται σε όλες τις εποχές για ταύτιση του πιστού με τά συναισθήματα τα οποία εκφράζουν, για ατομική προσευχή, για την κοινή λατρεία της Εκκλησίας. Ο Αγιος Νικόδημος γράφει ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη κατάσταση ή πάθος που να μην βρίσκει την «ιατρείαν» του μέσα από αυτό το βιβλίο.[1]
Θα εξετάσουμε απόψε, εντελώς συνοπτικά, μια ψαλμική πρόταση για τον άξονα της λύτρωσης: πώς και με ποιούς τρόπους είναι εφικτό κάποιος οδοιπόρος της ζωής ετούτης που μάς δόθηκε, της πάντοτε άνισης και όχι σπάνια άδικης, να βγει στο «ύπαιθρο του κόσμου»; Πώς και με ποιούς τρόπους γίνεται να οδηγηθή κανείς από τις κραυγές στην αγαλλίαση, αυτός και τίποτε λιγώτερο είναι ο στόχος της ανθρωπολογίας των Ψαλμών. Καθώς οι Ψαλμοί δεν είναι διατεταγμένοι στο ομώνυμο βιβλίο με κάποια συγκεκριμένη θεματική σειρά που να υποδηλώνει την εν λόγω πορεία, έπεται πως η πρόταση που προβάλλω απόψε αποτελεί προσωπική ανάγνωση και ότι άλλες ιδέες διάρθρωσης είναι επίσης νόμιμες.
Σε συνθήκες κρίσης ο άνθρωπος αναζητά έναν λόγο (αιτία) από τον οποίο να κρατηθή, μα και ένα λόγο (ομιλία) που θα τον εμπνεύσει. Οι λογοι στους οποίους θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στο βιβλίο ετούτο αποτελούν τόσο αιτίες να κρατηθή κάποιος στην ενεργό ζωή («δεν θα πεθάνω αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος», Ψαλμ. 117: 17), όσο και ομιλίες αμφίδρομες μεταξύ ανθρώπου και Θεού («αγάλλομαι στον λόγο σου σαν κάποιος που βρήκε λάφυρα πολλά», Ψαλμ. 118: 162).
1: Ο Ψαλμός που μας εισοδεύει στο Βιβλίο του Ψαλτηρίου αποδίδει εύγλωττα τη διήκουσα έννοια ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης, την κυρίαρχη ιδεολογία θα λέγαμε του ευσεβούς Εβραίου. Σύμφωνα με αυτήν, η τήρηση των εντολών του Θεού συνδέεται με ευλογία και γονιμότητα, ενώ η απομάκρυνση από αυτές με έκλειψη και ακαρπία. Για να παρασταθή με ενάργεια η διαφορά των δύο δρόμων χρησιμοποιούνται δύο έντονες εικόνες, του στέρεου δέντρου από τη μια και της σκονης που ριπίζεται στον άνεμο από την άλλη.
Σε αντίθεση με την επιθυμία του, δεν είναι ανάγκη να διακρίνει ο ευλαβής άνθρωπος σε τούτη εδώ τη ζωή ορατά σημάδια της αποτυχίας του ασεβούς. Λαμβάνει την πληροφορία ότι αυτος που περιφρόνησε το Νόμο του Θεού δεν θα έχει την ευλογία και τη χαρά να σταθή όρθιος κατά την Εσχατη Κρίση ώστε να γευθή τις δωρεές που ετοίμασε ο Θεός. Δεν θα ανήκει στους νικητές. Η προειδοποίηση λειτουργεί και ως κίνητρο.
Στο ερώτημα «εις τί έγκειται η οδός του Θεού;», η απάντηση είναι: στη μελέτη του Νόμου Του και στη στοίχηση του ανθρώπινου θελήματος με αυτόν. Θα το ξαναβρούμε σε λίγο.
62: 2Θεέ, Θεός μου είσ’ εσύ,
σ’ αναζητώ απ’ τα χαράματα·∙
διψάει για σένα η ψυχή μου·∙
η σάρκα μου σ’ αποζητάει
σε μια έρημη, στεγνή
κι άνυδρη γη.
Η ψυχή διψά τον Θεό επειδή ο κόσμος αυτός της φαίνεται ξερός και δύσβατος. Η εμπειρία του Θεού τού αφήνει γεύση εξαίσια, τόσο ζωηρές είναι οι εικόνες που χρησιμοποιεί. Εχοντας ήδη δοκιμάσει την φροντίδα και προστασία του Θεού αισθάνεται προσκολλημένος επάνω Του.
Το ίδιο και ο83:
2 Πόσο αγαπητοί είναι οι χώροι της λατρείας σου, Κύριε του σύμπαντος!
3 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο
για του Κυρίου τις αυλές·∙
χαράς τραγούδια λέει η καρδιά και το κορμί μου για τον αληθινό Θεό.
Το συναίσθημα εδώ κορυφώνεται ακόμη περισσότερο, ο ψαλμωδός μιλά για πόθο, για σχεδόν ερωτική προσκόλληση. Θυμίζει το βίωμα των βαθιά ερωτευμένων ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το αγαπημένο πρόσωπο παντού, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες, μόνο που εδώ υπάρχει το πλεονέκτημα του απολύτως αξιόπιστου Συντρόφου.
Η προσκόλληση στον Θεό εδώ αποκτά ειδικώτερο χαρακτήρα: αναδεικνύεται η σημασία των σκηνωμάτων Του και του θυσιαστηρίου Του. Αν αυτά σήμαιναν πολλά και βαρυσήμαντα για τον Ιουδαίο, ο σημερινός πιστός ο οποίος θα διαβάσει αυτόν τον Ψαλμό στο πλαίσιο της χριστιανικής λατρείας στην οποία είναι ενταγμένος, αναγνωρίζει εκκλησιολογικής σημασίας διαπιστώσεις. Ο ναός γίνεται κατοικία του πιστού, κάτι που προφανώς χρειάζεται να εκληφθή βιωματικά και εκκλησιολογικά: η Εκκλησία είναι το σπίτι μας, με ό,τι και αν περιλαμβάνει αυτή η ιδιότητα.
50: Αλλά η πορεία έχει και εμπόδια, κυρίως τις αμαρτίες μας. Ο ψαλμωδός, μετανοώντας, δεν ζητά από τον Θεό μόνο την εξάλειψη της ενοχής του, δηλαδή την επαναφορά στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Προχωρεί και ικετεύει για δημιουργία νέας καρδιάς μέσα του, καθαρής, που θα συνοδεύεται από πνεύμα ευθύτητας. Η αναδημιουργία αυτή θα πρέπει να λάβει χώρα στα «έγκατα» της καρδιάς. Η ευθύτητα αποτελεί σταθερή αξία στον ιουδαϊκό λόγο και δηλώνει δικαιοσύνη και πιστότητα. Ο στίχος θυμίζει την προφητεία του Ιεζεκιήλ (36: 26) και συνιστά υψηλό δείγμα πνευματικότητας για τα παλαιοδιαθηκικά δεδομένα. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σπάνια την συναντά κανείς σε εμάς τους σημερινούς μετανοούντες της εποχής της Χάριτος, όπου συνήθως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς θα πάρουμε μια άφεση και τακτοποίηση χωρίς να νοιαζόμαστε για αληθινή αναγέννηση.
3: Ο ψαλμωδός μιλά για το πολυμήχανο των πειρασμών που κλείνουν τον δρόμο του ανθρώπου από όλες τις πλευρές. Κάποιες φορές αυτοί υλοποιούνται σε λογισμούς που ψιθυρίζουν: «Παράτα τα, δεν υπάρχει σωτηρία στον Θεό σου». Είτε λογισμοί είτε πραγματικοί άνθρωποι αμφισβητουν τον Θεό, αυτό του προκαλεί θλίψη. Σύντομα όμως συνέρχεται και με εμπιστοσύνη σε Αυτόν ζητά να τους τιμωρήσει. Ο λόγος περί τιμωρίας στην εκφραστική της Παλαιάς Διαθήκης πρέπει σήμερα να κατανοηθή ως λόγος περί επικράτησης του όντως Ισχυρού, ως λόγος νίκης της αλήθειας. Η αλήθεια πρέπει να δικαιωθή: αυτό αποτελεί την τιμωρία του ψέματος. Για να αποδώσει τις έννοιες αυτές ο Εβραίος (και όχι μόνο αυτός αλλά σχεδόν όλοι οι προνεωτερικοί λαοί) καταφεύγουν σε όρους που προκύπτουν από την ιστορική και κοινωνική εμπειρία τους. Εδώ συγκεκριμένα, αντλούν από την εικόνα του νικητή ηγεμόνα ο οποίος θα τιμωρήσει τους εχθρούς του.
24: Στιγμές ικεσίας.
16 Κοίτα με και σπλαχνίσου με,
έτσι μόνος κι αδύνατος που είμαι.
17 Αυξήθηκαν οι θλίψεις της καρδιάς μου·
λευτέρωσέ με από τα άγχη μου.
18 Κοίτα την αθλιότητά μου και το μόχθο μου·
κι εξάλειψε όλα τα αμαρτήματά μου.
19 Κοίταξε πόσο αυξήθηκαν οι εχθροί μου,
και με μισούν θανάσιμα.
20 Φύλαξε την ψυχή μου και λευτέρωσέ με·
ας μη βγω γελασμένος που σ’ εσένα κατέφυγα.
22: 4 Αν πορευτώ μες σε θανατερό σκοτάδι,
κακό κανένα δε φοβάμαι,
γιατί μαζί μου, Κύριε, είσ’ εσύ·
Εν τω μεταξύ συνεχώς η ικεσία εναλλάσσεται με ευχαριστία. Μόνο «στόν Ισραήλ η δοξολογία αποτελεί επακόλουθο της βεβαιότητας ότι η παράκληση έχει εισακουσθή».[2]
33: 21 Περιφρουρεί όλη την ύπαρξή του:
Ούτ’ ένα κόκκαλό του δεν θα συντριβεί.
Η συντριβή των οστών για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο δίκαιος δηλαδή ενδέχεται να υποστή ταλαιπωρίες και θλίψεις αλλά δεν θα συντριβή ολοκληρωτικά, θα τον ανορθώσει ο Θεός. Εδώ έχουμε και μια εισαγωγή στην εικόνα που θα συναντήσουμε στο Πάθος του Χριστού: δεν Του συνέτριψαν τα οστά όπως στους δύο ληστές, μια εξαίρεση που συμβολίζει και εικονίζει την επικείμενη Ανάσταση. Τελικά ο Θεός διαφύλαξε τον Υιό Του, ο Οποίος εν τω μεταξύ Τού είχε κάνει απόλυτη υπακοή.
37: Ο πόνος κλιμακώνεται. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι από την οδύνη, ενώ οι πληγές του είναι τόσο πολλές και άσχημες ώστε έχουν σαπίσει! Η καρδιά του στενάζει τόσο που το στόμα του ωρύεται! Η ανάγνωση που επιχειρούν οι Πατερες εδώ δεν περιορίζεται μόνο στις αδόκητες συμφορές, αλλά καλύπτει και το άλγος που προκύπτει από την αμαρτία. Μια τόσο έντονη οδύνη πάντα γίνεται χειρότερη όταν συνοδεύεται από μοναξιά και περιφρόνηση των άλλων, ή και από εχθρικότητα ακόμη
117: Εδώ έχουμε την θεολογία της παραχώρησης αλλά και την έννοια του επιτιμίου:
18 Με παίδεψε ο Κύριος πολύ
αλλά δε μ’ έδωσε στο θάνατο.
142: Σπουδαία και διαχρονική μεταφορά το σκοτάδι: «ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος». Οπως εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «αυτοί που βρίσκονται στο σκοτάδι α) δεν γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων, β) δεν βλέπουν τα κακά που έρχονται, γ) πράττουν το κακό χωρίς τύψεις, δ) βρίσκονται σε διαρκή φόβο».[3] Ποιό από τα τέσσαρα αυτά δεινά θα συμβούν εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται κανείς στο σκοτάδι: αμαρτίες, εχθροί κ.ο.κ.
Αλλά ενίοτε βρίσκουμε τους εαυτούς μας ένα σκαλί πιο κάτω από την προηγούμενη κατάσταση, όπου η πολλή θλίψη αντισταθμιζόταν από την ελπίδα στον Θεό. Εδώ τώρα αμφισβητείται τόσο η δύναμη όσο και η αγαθότητά Του, κάτι γνώριμο σε καρδιές που βρίσκονται σε βαθειά κρίση. Η καλύτερη περίπτωση τότε είναι ο άνθρωπος να βιώνει την θολή και παραμορφωμένη όραση του κόσμου ως αρρώστια και να ικετεύει για θεραπεία. Η χειρότερη; Να εγκαλεί τον Θεό για αδιαφορία!
6: 4 Αλλά ώς πότε,
Κύριε, εσύ θα μένεις απαθής;
Τώρα εισερχόμαστε στά άδυτα της απορίας και αγωνίας, στα ύψιστο ερώτημα της ανθρώπινης καρδιάς ενώπιον του πόνου: Γιατί πάσχει ο δίκαιος; Εν τελει πόσο μπορώ να εμπιστευθώ έναν Θεό που αφήνει να πάσχει ο δίκαιος;
21. Αρχετυπική η εγκατάλειψη του Χριστού.
«Ο Ψαλμός αυτός φερνει σε αντιπαράθεση δύο διαφορετικές συμπεριφορές του Θεού, συμπεριφορές αντιφατικές, που κάνουν τον άνθρωπο να αναρωτιέται γιατί συνυπάρχουν: ο Θεός τώρα είναι αφανής, αλλά ο Θεός φανερώθηκε στους προγόνους του ψαλμωδού με τις σωτήριες ενέργειές του. Αν δεν είχε φανερωθή στο παρελθόν, δεν θα υπήρχε τώρα ούτε Ψαλμός ούτε θρήνος, κανείς δεν θα ρωτούσε ‘γιατί;’ και θα υπήρχε μονάχα η σιωπή του χάους».[4] Με άλλα λόγια, αν βρίσκουμε το κουράγιο να αρθρώσουμε κραυγές ή ένα ‘γιατί;’, είναι επειδή έχει εγγραφή ήδη μέσα μας το αποτύπωμα μιας αγαθότητας, είτε ατομικά είτε στο συλλογικό ασυνείδητο. Η διαμαρτυρία των αθέων είναι-­‐ άθελά τους-­‐ σημάδι μιας υποτυπώδους εμπειρίας της καλωσύνης του Θεού, διακήρυξη της τεκμηριωμένης προσδοκίας τους…
Στον Ψαλμό 87 καθίσταται σαφέστερο το βιωμα πως η λησμοσύνη (εκ) του Θεού θα ισοδυναμούσε με θάνατο, με Αδη. «Αυτός ο Ψαλμός είναι ο ζοφερώτερος όλων των θρήνων του Ψαλτηρίου. Η αγωνιώδης κραυγή του ποιητή ακούγεται από την αρχή ώς το τέλος, αφού ο πόνος του διαρκεί από τη νεότητά του μέχρι τώρα. Η μόνη ανταύγεια ελπίδος που διαφαίνεται είναι το γεγονός και μόνο ότι ο ψαλμωδός προσεύχεται, ότι αναφέρεται στον ‘Θεόν της σωτηρίας του’».[5]
Ο γέροντας Σωφρόνιος, μαθητευθείς στην πείρα του Αγίου Σιλουανού αλλά μιλώντας και εξ ιδίας εμπειρίας, θεωρεί ως την βαρύτερη δοκιμασία του αγωνιζόμενου χριστιανού την αίσθηση της θεοεγκαταλείψεως. (Πρέπει να την αποκαλούμε αίσθηση και όχι πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς). Τότε, γράφει, αισθανόμαστε σα να βαραίνει πάνω μας κάποια κατάρα. Σε παρόμοιες περιστάσεις η ψυχή των τελείων συλλαμβάνει ολόκληρη την τραγωδία της ανθρωπότητας και η πίστη στην αγάπη του Χριστού την παροτρύνει σε ακόμη βαθύτερη μετάνοια. Αυτή η μορφή της ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται με τις δικές μας προσπάθειες αλλά αποτελεί δώρημα του Θεού και συγκεκριμένα του Παρακλήτου ο Οποίος γίνεται αντιληπτός ως όντως παρηγορητής.[6]
Γιατί λοιπόν πρέπει να συμβαίνουν όλα αυτά τα οποία φέρνουν τον άνθρωπο στα όρια της αντοχής του; Ο ίδιος προσκομίζει την απάντηση, βγαλμένη από έναν δρόμο που τον βάδισε και όχι από κάποια θεωρία: Με την θεοεγκατάλειψη δινεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να επιδείξει την ελευθερία και την πιστότητά του προς τον Θεό. Στη συνέχεια θα αποκαλυφθή η θεία αγάπη με τρόπο που υπερβαίνει την ανθρώπινη προσδοκία.[7]
Οπωσδήποτε χρειάζεται να τονίσουμε εδώ πως μια αίσθηση εγκατάλειψης από τον Θεό του μεγέθους και της έντασης που περιγράφει ο γέροντας Σωφρόνιος είναι σπάνια, παρατηρείται δε μόνο σε ψυχές του δικού του επιπέδου, οι οποίες έζησαν την παρουσία του Θεού προηγουμένως με μεγάλη αμεσότητα και συνεπώς έχουν την δυνατότητα μέσα στον ζόφο της κρίσης να επικαλεσθούν τις καλές στιγμές και να στηριχθούν με την ανάμνησή τους. Οι καρποί αυτής της δοκιμασίας τους συνίστανται σε μεγάλη πρόοδο πρός την αγιότητα. Οι υπόλοιποι, εμείς όλοι δηλαδή, βιώνουμε κάποιες φορές ένα αίσθημα εγκατάλειψης από τον Θεό πολύ ηπιότερο, το οποίο όμως οφείλεται περισσότερο σε αμέλειά μας ή σε ελαττωματική πίστη. Πρόκειται δηλαδή για μια εμπειρία η οποία είναι περισσότερο ψυχολογικού χαρακτήρα διότι αναπτύσσεται σε ψυχές οι οποίες δεν πρόλαβαν να λάβουν μεγάλη πείρα της θείας παρουσίας και ενέργειας, συνεπώς η στέρηση του Θεού εν πολλοίς αποτελεί (και) διακοπή των φαντασιακών κατασκευών και προβολών τις οποίες φιλοξενούσε η ψυχή και από τις οποίες ελάμβανε «παρηγοριά». Ετσι αναπτύσσεται η νέα προβολή, της δήθεν εγκατάλειψης από τον Θεό. Τόσο οι «φτασμένοι» όμως όσο και οι αρχάριοι, παρά τις διαφορετικές προϋποθέσεις του αισθήματος θεοεγκαταλείψεως που βιώνουν, καλούνται σε παρόμοια υπέρβαση: ένταση της μετάνοιας και καρδιακή συμμετοχή στα παθήματα του κόσμου.
101: 20-­‐21. Η παράξενη και σκανδαλώδης για μάς λογική του Σταυρού έχει και τη δική της λογική της λύτρωσης. «Θα σκύψει ο Κύριος από το άγιο ύψος Του να δει και να ακούσει τον στεναγμό των αιχμαλώτων και μελλοθανάτων». Οπως γράφει ο γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ακολουθήσει τον Χριστό στη Γεθσημανή και στον Γολγοθά μόνο οταν τον εγγίσει η Φωτιά που έρριξε Αυτός στη γη. Η γνώση που προκύπτει από αυτή την εμπειρία οδηγεί σε πρόγευση της Αναστάσεως.[8] Θα ‘σκύψει’ ο Κύριος να τον αναστήσει.
Μετά από την διαδρομή της οδύνης έχουμε να αντιμετωπίσουμε το ερωτημα πώς βγαίνει κανείς από τον Αδη. Ο γέροντας Σωφρόνιος μάς πληροφόρησε ότι «το εκθαμβωτικό Φως της Θεότητος αντανακλάται προβαλλόμενο στη ζωή μας με τη μορφή των εντολών»![9] Αυτή είναι και η πρόταση της συγκεκριμένης αποψινής ερμηνευτικής οπτικής μου. Μέσα στον πόνο, η πιστότητα στον Νόμο.
Ο Θεός προτείνει στους ανθρώπους δρόμους ζωής που οδηγούν σε Αυτόν, δρόμους οι οποίοι στη θεολογική ορολογία λέγονται εντολές. Στους Ψαλμούς οι ακόλουθες λέξεις χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες: εντολή, νόμος, μαρτύριο/α, δικαιώματα, κρίμα, αλήθεια, διάταξις, οδός, λόγος/λόγιο. Εκφράζουν όλες το ίδιο, την πρόταση ζωής που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο.
118. Η απόλαυση του θεϊκού Νόμου δεν μπορεί να συγκριθή με καμιά γήινη. Γιατί; Επειδή μέσα σε αυτές κρύβεται ο Ιδιος ο Θεός!
14 Χαίρομαι να τηρώ τις εντολές σου,
σαν να ‘τανε δικοί μου όλοι οι θησαυροί.
Ξανά το θέμα του φωτισμού, τα μάτια του νοός πρέπει να ξεσκεπασθούν (βλ. Λουκ. 24: 45, Β ́ Κορ. 3: 16):
18 Τα μάτια μου άνοιξε να δω
τα θαυμαστά του νόμου σου.
Οι εντολές του Θεού προορίζονται να γίνουν αντικείμενο πόθου αφού αποτελούν ενέργειες του Θεού:[10]
20 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο
για τις δικές σου αποφάσεις
κάθε στιγμή.
Οτιδήποτε είναι πιθανό να μας αποσπάσει από τον Θεό είναι ματαιότητα υπό την έννοια του άδειου και κουφιου.
37 Απόστρεψε τα μάτια μου από τη θέα της ματαιότητας·
οδήγησέ με ώστε να μπορώ να ζήσω.
Το θάρρος, καρπός της αφοσιωσης:
46 Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες,
και δε θα ντροπιαστώ.
Η αυτογνωσία υπαγορεύει την παραδοχή ότι ενδεχομένως να μην είχε προσεγγίσει με τον τροπο αυτό τον θεϊκό Νόμο αν δεν είχαν προηγηθή συνθήκες που τον ταπείνωσαν:
71 Ηταν καλό για μένα που ταλαιπωρήθηκα
γιατί έμαθα τους νόμους σου.
Ολα εχουν τέλος, αλλά η εντολή του Θεού είναι απέραντη. Εδώ εγκωμιάζεται η απεραντωσύνη της σοφίας του Νόμου, αλλά και η βιωματική ευρυχωρία την οποία προσφέρει. Καθώς η τήρηση της εντολής καταλήγει να πλατύνει την καρδιά, ο άνθρωπος επιτυγχάνει να μετέχει στην ευρυχωρία του Θεού. Να γίνεται κατά τον άγιο Μάξιμο «άναρχος και ατελεύτητος». Πρόκειται για ομολογία που μόνο ένας προχωρημένος στην αρετή είναι σε θέση να εκφέρει, διότι πρέπει να έχει διανύσει και υπερβή το στάδιο εκείνο της «στενοχωρίας» και δυσφορίας που προκαλεί η επάνοδος από την αμαρτία στο θείο θέλημα.
96 Κάθε έργο που το λένε τέλειο
έχει όρια
αλλά η εντολή σου είναι στ’ αλήθεια τέλεια·
όρια δεν έχει.
Η ερωτική αφοσιωση είναι πάντα εφευρετική σε παρομοιώσεις:
103 Πόσο γλυκιά είναι η γεύση από τα λόγια σου,
μέσα στο στόμα μου πιότερο κι απ’ το μέλι!
Ο θείος φόβος, το δέος δηλαδή ενώπιον των θαυμασίων του Θεού, διασφαλίζει την τήρηση των εντολών:
120 Το σώμα μου αναρρίγησε από τον τρόμο που εμπνέεις,
κι από τις αποφάσεις σου φοβήθηκα.
Φανερώνοντας ο Θεός το Νόμο Του στο νου και στην καρδιά φωτίζει και εκείνους που είναι «νήπιοι» και δεν αντιλαμβάνονται.
130 Φωτίζει η αποκάλυψη των λόγων σου,
σύνεση δίνει στους απλούς (‘νηπίους’).
Η μελέτη του λόγου του Θεού επιφέρει πολλές ανακαλύψεις:
162 Αγάλλομαι στο λόγο σου,
σαν κάποιος που ηύρε λάφυρα πολλά.
Ο επίλογος αυτού του μοναδικού ύμνου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από ό,τι συμπυκνώνει την αυτοσυνειδησία των εκάστοτε αφοσιωμένων στον Θεό. Οσος θείος έρωτας και αν έχει εγκατασταθή στην ψυχή, όσο και αν έχει προοδεύσει κάποιος στον δρόμο που οδηγεί στα ύψη της θεότητας, θεμελιώδες βίωμα παραμένει η μετάνοια και η ταπείνωση:
176 Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο·∙
έλα, το δούλο σου ν’ αναζητήσεις,
γιατί τις εντολές σου δεν τις ξέχασα.
Νομίζω ότι πλέον έχουμε αντιληφθή γιατί ο Νόμος του Θεού γίνεται πηγή χαράς. Οπως μάς ερμήνευσε ο γέροντας Σωφρόνιος, ο θεϊκός Νόμος, δηλαδή οι εντολές Του, αποτελούν φανέρωση του Ιδιου του Θεού. Αν γίνονται αντιληπτές ως εντολές (κάτι όχι επιθυμητό συνήθως από τον σύγχρονο άνθρωπο του αντινομισμού) είναι λογω της πνευματικής ανωριμότητάς μας. Οσο προοδεύει κανείς στην αρετή τόσο φθάνει να αντιλαμβάνεται και να βιώνει την τήρηση των εντολών ως συνάντηση με τον ίδιο τον Χριστό.
Η πιστότητα δημιουργεί πλατυσμό. Η καρδιά εξέρχεται από την κρίση όταν αγαπήσει τις εντολές του Θεού ως φανέρωση του Ιδίου. Αλλά παραμένουμε ρεαλιστές: εννοείται πως είναι ασύγκριτα δυσκολώτερη η τήρηση του Νόμου σε καθεστώς π.χ. ψαλμού 21 ή 37 ή 87, παρά σε καθεστώς ψαλμού 1 ή 33 ή 118…
Πώς δικαιώνεται ο πόνος και με ποιό τρόπο εξέρχεται κάποιος από την οδύνη της κρίσης; Η ανθρωποκεντρική στάση ζωής έχει την απάντηση: με την καθαρή συνείδηση και με την ανθρωπιστική δράση αλληλεγγύης. Σε αυτή την θεώρηση κυριαρχούν η αξιοπρέπεια, η καρτερία, η αλτρουϊστική νοηματοδότηση της ζωής. Υπάρχει και άλλη στάση, αυτή που επικεντρώνεται γύρω από ένα πρόσωπο. Κατά την γνώμη μου και την μικρή μου πείρα, αυτή είναι ισχυρότερη. Ενα πρόσωπο είναι πιο αξιόπιστο κίνητρο από μια ιδέα ή αρχή.
Το πρόσωπο αυτό στην περίπτωσή μας είναι ο Μεσσίας, ο ερχόμενος Χριστός. Οι Ψαλμοί, αν και πολύ προγενέστεροι της έλευσης Του, διηγούνται πολλά για την εν λόγω συνάντηση. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αναπνέει με την ελπίδα του ερχομού του Μεσσία και του θριάμβου Του, ενός θριάμβου στον οποίο θα μετάσχει και ο άνθρωπος.
Μια τόσο μακρά και επίπονη πορεία προορίζεται να καταλήξει σε κάτι εξ ίσου μεγάλο. Η δίοδος μέσα από το κακό και η έξοδος από την οδύνη, ανακουφίζονται μεν και παρηγορούνται από την μελέτη και εφαρμογή του Θείου Νόμου, δικαιώνονται δε μόνο από την αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Αγαπημένο. Αλλωστε «ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές» (κατά τον όσιο Μάρκο τον ασκητή)[11] και μόνο εξ αιτίας της πνευματικής μας ανωριμότητας η θεότητα γίνεται αντιληπτή ως Νόμος. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι εδώ έχει εφαρμογή το παύλειο «έχουμε μερική μόνο γνώση» (Α ́ Κορ. 13: 9) και ότι στόχος κάθε ασκητικής προσπάθειας είναι η αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Μεσσία και η μέθεξη της δόξας Του.
Μόνο ο έρωτας προς το Πρόσωπο είναι σε θέση να υπαγορεύσει την αγάπη για τον Νόμο. Διαφορετικά ξαναγυρίζουμε στο ξαναζεσταμένο φαγητό του νομικισμού και του ηθικισμού, κάτι που αποκλείει οριστικά την λύτρωση.
21. Την περιγραφή των φοβερών παθημάτων του Μεσσία διαδέχεται η δοξολογία και η νίκη. Η σιγουριά του ψαλμωδού για τη σωτηρία οφείλεται στο γεγονός «ότι ο Θεός είναι μαζί με τους ανθρώπους που υποφέρουν αφού είναι και ο ίδιος ‘Θεός πάσχων’… Με την αναφορά του Ψαλμού αυτού στη μοναδική στιγμή της Σταύρωσης, ο Ιησούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Εκκλησίας, όχι μόνο δίδαξε τη βαθειά σημασία του εβραϊκού κειμένου, αλλά προσέδωσε στον Ψαλμό ένα ασυγκριτο, τελικό και υπέρτατο νόημα».[12]
Αλλά η παρακολούθηση των παθημάτων και της τελικής δόξας του Μεσσία θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον για μάς αν δεν είχε υπαρξιακή σημασία. Η δική μας έξοδος από την κρίση ακολουθεί πιστά τα βήματα του Λυτρωτή, ο Οποίος υπήρξε ο τέλειος Ανθρωπος, ο πρώτος στον πόνο και πρώτος στην Ανάσταση. «Επρεπε λοιπόν να γίνει σε όλα όμοιος με τ’ αδέρφια του, ώστε να είναι σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του λαού. Ετσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται» (Εβρ. 2: 17-­‐18). Γι’ αυτό άλλωστε ο άμωμος (118) ψάλλεται τόσο στη νεκρώσιμη ακολουθία όσο και στον επιτάφιο.
25 Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό
ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε·∙
δεν έκρυψε απ’ αυτόν το πρόσωπό του
μα στην κραυγή του για βοήθεια ανταποκρίθηκε.
26 Ο έπαινός μου από σένα αρχίζει, Κύριε, σε σύναξη μεγάλη·∙ τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω
μπροστά σ’ αυτούς που σε φοβούνται.
Γιατί άραγε οι Εβδομήκοντα έχουν στο πρωτότυπο «εκκλησία» (στον στίχο 26 ‘σύναξη’) πριν καν αυτή συσταθή;[13] Και γιατί στη συνέχεια (στίχος 27) αναφέρεται σε γεύμα; Πρέπει να θυμηθουμε ότι μετά τη θυσία των ζώων το σφάγιο διανεμόταν στους ιερείς, στους προσφέροντες, στους φτωχούς. Εχουμε εδώ λοιπόν την θυσία του προσφερομένου, ο Οποίος στην Καινή Διαθήκη συμπίπτει με τον απαγγέλλοντα. Η έξοδος από το οδυνηρότατο δράμα επιφέρει εγκαινιασμό Τραπέζης για τους «πένητες», δηλαδή για ολόκληρη την πεινώσα ανθρωπότητα. Η θέση της τροφής είναι καθοριστική στην παγκόσμια ιστορία επειδή είναι κεντρική στην ανθρώπινη φυση. Και δεν θα μπορούσε να λείπει η ευχή των τότε συμποσίων: «να ζη η καρδιά σας». Το ευχαριστιακό δείπνο βρίσκεται τώρα μπροστά μας προφητικά:
27 Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν·
όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον δοξάσουν·∙
οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.
Για να δικαιωθή ο πάσχων πιστός πρέπει να νικηθούν οι εχθροί του. Εδώ χρειαζόμαστε εικόνες δύναμης τις οποίες ο Ψαλμός εξυμνεί. Αλλά ενώ η νίκη Του διεξάγεται κατά του διαβόλου, ένα άλλο νόημα της νίκης Του διαφαίνεται. Τα βέλη Του στην πραγματικότητα δεν είναι πολεμικά αλλά ερωτικά. Τα βέλη των λόγων Του «πληγώνουν» τους ανθρώπους και τους κερδίζουν («πληγωμένη από αγάπη είμαι εγώ», Ασμα Ασμάτων 5: 8). Απλούστατα διότι για τον Μεσσία κανείς δεν είναι εχθρός Του, έστω και αν ο ίδιος επιλέγει αυτή τη στάση.
44
6 Τα βέλη σου τα αιχμηρά
την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε, λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.
11 Ακουσε, κόρη μου, και δες,
δώσε την προσοχή σου·∙
ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.
Η Εκκλησία, δηλαδή κάθε ψυχή ανθρώπου, καλείται τώρα σε μια νέα πραγματικότητα: «Προσκαλεί την Εκκλησία να ακούσει και να τηρήσει τις εντολές και την καθιστά οικεία με το να την ονομάζει θυγατέρα, την κάνει τέκνο δια της αγάπης… Επειτα, κάμπτοντας τον αλαζονικό της φρόνημα της λέει να σκύψει το αυτί της για να ακούσει την ταπεινή φωνή του ευαγγελικού λόγου, έτσι ώστε να εγκαταλείψει τις διδασκαλίες που είχε πάρει στο πατρικό της σπίτι, στις προηγούμενες συνήθειες».[14]Αφήνει τα προηγούμενα για να αποκτήσει νέο σπίτι και νέες συνήθειες. Η λατρεύουσα Εκκλησία τοποθέτησε τους στίχους αυτούς σε θεομητορικές ακολουθίες, δηλώνοντας έτσι την κοινή κλήση κάθε πιστού με την Θεοτόκο.
131. Ο ψαλμός λαμβάνει προφητικό χαρακτήρα όταν αναγγέλλει τις δωρεές που θα δεχθή η Εκκλησία:
13 Αλήθεια, ο Κύριος διάλεξε τη Σιών,
θέλησε να την κάνει κατοικία του.
14 Και είπε: «Αυτή είναι η παντοτινή μου ανάπαυση
εδώ θα κατοικήσω, γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου.
15 Θα ευλογήσω πλούσια τ’ αγαθά της,
τους φτωχούς της θα τους χορτάσω ψωμί.
16 Τους ιερείς της θα τους ντύσω τη θεία βοήθεια
και οι πιστοί της θα σκορπούν κραυγές χαράς.
Η Εκκλησία θα αποτελεί την μόνιμη κατοικία του Θεού, μέσα της δε οι «φτωχοί» θα χορτάσουν και οι αφοσιωμένοι στον Θεό θα αγαλλιάσουν. Ο πλουτος της θείας αγιότητας θα φανερωθή στο πρόσωπο του Μεσσία και θα μοιραστή σε όσους Τον αγαπούν. Εχουν κοινή περιουσία πλέον «ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι» (Εβρ. 2: 11)…

Η καρδιά σε κρίση’ από τις εκδόσεις Αρμός
Σημειώσεις
1 Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τους ΡΝ΄ Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 12.
2 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 252.
3 Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους Ψαλμούς, ρμβ΄, ΕΠΕ 7, 361-363.
4 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 254.
5 Dan Allender, Tremper Longman, The cry of the soul: how our emotions reveal our deepest questions about God. Navpress, 1994, σ. 139.
6 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 195.
7 ό.π., σ. 204.
8 ό.π., σ. 208.
9 Περί προσευχής, σ. 179.
10 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Οι εντολές του Θεού ως θείες ενέργειες, ‘Πρόσωπο και θεσμοί’, εκδ. Πουρναρά, 1997.
11 Περί πνευματικού νόμου, 190, Φιλοκαλία, τόμος α΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, σ. 142.
12 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 256, 273-274.
13 Αλλού μεταφράζουν το καχάλ και ως «συναγωγή».
14 Μ. Βασιλείου, Εις τους Ψαλμούς, μδ΄, ΕΠΕ 5, 287.

Περί της Θ.Κοινωνίας π.Αλ.Σμέμαν

 
Αναφορικά με την εξίσου δεδομένη θεωρία που διακρίνει την μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς , κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε λειτουργία ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από τέτοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο που όσο κανείς άλλος επέμενε στη μετοχή της Θείας Κοινωνίας «… Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο Ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία μυστήρια. Εκεί τα δεχόμαστε όλα ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Π.Δ όπου άλλη τροφή προοριζόταν για τους ιερείς και διαφορετική για το λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και Αίμα.
Η μία γενιά ορθοδόξων μετά την άλλη « παρακολουθούν» τη λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και απλούστατα η κοινωνία δεν προορίζεται για αυτούς. Και μια φορά τον χρόνο εκπληρώνουν το καθήκον τους προσερχόμενοι στο μυστήριο ύστερα από μια σύντομη εξομολόγηση.

Η Θεία Κοινωνία π.Αλέξανδρος Σμέμαν


«… ¨όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε λειτουργία , που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης , έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης , το μυστήριο της μετανοίας δηλ. της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών, με την εκκλησία , με την μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής. Η πρακτική αυτή προφανής και φυσική στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στην θ. κοινωνία επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της εκκλησίας όπου σύμφωνα με την οποία η μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με τον κλήρο. Έτσι η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση – της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στην ρωσική εκκλησία) δε θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην παράδοση, αλλά έρχεται κατάφορα σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της εκκλησίας για την κοινωνία και την εξομολόγηση. Για του λόγου το αληθές δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί από αυτήν, δηλ. εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη.
Αργότερα όμως , ειδικά μετά την είσοδο στην εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού , ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του το μυστήριο της μετανοίας ως μυστήριο συμφιλιώσεως νε την εκκλησία, αφορούσε εκείνους μόνο που η εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επακριβώς οριζόμενες στην κανονική παράδοσή της.
Οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως και όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές ορθόδοξες εκκλησίες, εκδοχή της «… Εγώ ο ανάξιος, ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί σε απαλλάσσω …», που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρείσφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους ορθοδόξους.
Είναι επομένως υψίστης σημασίας για εμάς να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου της εξομολόγησης σε μια αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι μόνο συγκρούεται με την παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει.

Αρχιμ. Διονύσιος Χατζηαντωνίου Οι Αιρετικοί και οι Σχισματικοί των τριών πρώτων Αιώνων της Εκκλησίας έναντι της Ιεράς Παράδοσης και του "Κανόνα της Αλήθειας"


Από το «Έννοια και περιεχόμενο του σχίσματος και της αιρέσεως στους τρεις πρώτους αιώνες της Εκκλησίας», εκδ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ & ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΡΜΙΡΗ – αριθ. 2, Αθήνα 2017.


2. Η Αποστολική Παράδοση της αληθείας υπάρχει μόνο εντός της Εκκλησίας και μεταδίδεται διά της Εκκλησίας

Είδαμε λοιπόν, ότι κατά τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς των τριών πρώτων αιώνων της Εκκλησίας είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι οι Απόστολοι παρέλαβαν από τον Χριστό την «άπαξ» δοθείσα πίστη και εκείνοι την παρέδωσαν στους μαθητές τους με την εντολή να την παραδίδουν και αυτοί στους δικούς τους μαθητές, όπως και έγινε. Κατά τον Σωφρόνιο Σαχάρωφ, αυτόν τον Λόγο που εκείνοι είδαν, άκουσαν, ψηλάφισαν, αυτόν ακριβώς κηρύττει η Εκκλησία στα δόγματά της, γι’ αυτό αναμφισβήτητα «η απόρριψη της Εκκλησίας συνεπάγεται την απόρριψη του κηρύγματος των Αποστόλων»[42].

Ο Ιω. Ρωμανίδης, δέχεται ότι στην Αποκάλυψη και στην Ιερά Παράδοση έχουμε τρία στοιχεία: 1) «Τον αποκαλύπτοντα και δοτήρα» που είναι ο Θεός. Αυτός που αποστέλλεται να αποκαλύψει τον Θεό διά του εαυτού του, είναι ο Λόγος του Θεού, ο οποίος εν Αγίω Πνεύματι χαρακτηρίζει την αποκάλυψη και την μέθεξη της δωρεάς στους ανθρώπους μέσω των προφητών, αποστόλων, αγίων και του ιερατείου. 2) «Το αποκαλυπτόμενον ή την δωρεάν», της οποίας την μέθεξη χαρίζει ο Χριστός εκ του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω στον λαό του Θεού μέσω των προφητών, Αποστόλων, και αγίων. 3) «Τον δέκτην, φύλακα, και μεταδότην της αποκαλυπτόμενης δωρεάς», ο οποίος είναι ο διά της θέωσης γενόμενος προφήτης, Απόστολος και άγιος της Εκκλησίας, καθώς και αυτός που εν Πνεύματι Αγίω παραμένει πιστός στους θεούμενους και στην διδασκαλία τους[43]. Κατά τον Κυπριανό Καρθαγένης, στην Εκκλησία, όπου η πίστη τόσο του αποδέκτη, όσο και του μεταδότη είναι υγιής, όλα τα πράγματα τηρούνται και τελειούνται από την μεγαλοπρέπεια του Κυρίου και από την αλήθεια της πίστης[44].

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ωριγένης ερμηνεύοντας την φράση του προφήτη Ιερεμία, «τάδε λέγει κύριος τοις ανδράσιν Ιούδα και τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ· νεώσατε εαυτοίς νεώματα͵ και μη σπείρετε επ ἀκάνθαις» (Ιερ. 4,3), παρακινεί τους ιερείς – διδασκάλους – κατηχητές να «οργώνουν» πρώτα τις ψυχές των ακροατών τους και κατόπιν να σπείρουν σ’ αυτές τα δόγματα της πίστεως, εννοώντας προφανώς την λεπτομερή κατήχηση προ του Βαπτίσματος. Όταν λοιπόν οι κατηχητές οργώνουν με αυτόν τον τρόπο τις ψυχές, τότε, όταν θα σπείρουν, δεν θα σπείρουν σε αγκάθια. Αντίθετα, εάν πριν από το άροτρο και πριν το όργωμα σπείρουν τα άγια σπέρματα, δηλαδή τον λόγο περί του Πατρός͵ περί του Υιού͵ περί του Αγίου Πνεύματος͵ περί της αναστάσεως͵ περί της κολάσεως͵ περί αναπαύσεως͵ περί του νόμου͵ περί των προφητών͵ και γενικά όλων των δογμάτων, τότε παραβαίνουν την εντολή «πρώτον νεώσατε εαυτοίς νεώματα͵ δεύτερον και μη σπείρετε επ ἀκάνθαις»[45].

Γενικά λοιπόν, κατά τους προνικαιανούς Πατέρες, όπως παρατηρεί ο Y.M.-J. Congar, η Παράδοση ήταν η ζώσα συνείδηση ότι ο Χριστιανισμός ήταν μεταβίβαση (transmission) μιας πνευματικής πραγματικότητας, η οποία έχει την αρχή της στον Χριστό και είναι ουσιωδώς αποστολική. Η μεταβίβαση αυτή είναι κατ’ ουσίαν η παράδοση της εκκλησιαστικής ζωής που συνδέεται, όπως θα δούμε, με την κατήχηση και το βάπτισμα, λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα και εκφράζει το κύρος της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς τις αιρέσεις[46]. Αυτή την έννοια εξέφρασε ο επίσκοπος Λυώνος Ειρηναίος ελέγχοντας τους Γνωστικούς, ότι αγνοούν την υπό των Αποστόλων διά των Πρεσβυτέρων διασωθείσα Παράδοση και ότι δεν συμφωνούν ούτε με αυτήν, ούτε με την Γραφή[47].

Κατά συνέπεια, ο Ειρηναίος αντιτάσσει στις πολυποίκιλες αιρέσεις των Γνωστικών την πλήρη και καθολική και ενιαία αποστολική παράδοση και αποδεικνύει ότι αυτοί διδάσκοντας μόνο μία «ψευδώνυμη γνώση», στερούνται της αληθούς αποστολικής παράδοσης και ως εκ τούτου στερούνται και της Εκκλησίας και της αληθείας και της σωτηρίας. «Επομένως, κατά τον Ειρηναίον», επισημαίνει ο Αθ. Γιέβτιτς, «οι Γνωστικοί στερούνται, πρώτον της Εκκλησίας και της εν αυτή αποστολικής διαδοχής και χάριτος, δεύτερον της αληθούς αποστολικής πίστεως, τ.έ. της ορθοδοξίας και τρίτον της θείας ευχαριστίας, διότι ούτε έχουν νομίμους εκκλησιαστικάς συνάξεις, ούτε αναγνωρίζουν την υλικήν δημιουργίαν του Θεού, το ‘’πλάσμα του Θεού’’, την σάρκα δηλαδή και το αίμα του Χριστού» [48].

Εξ αιτίας αυτού, στα τέλη του β’ αιώνα, όταν η αίρεση είχε αρχίσει ν’ απειλεί εντονότερα την ορθοδοξία, την συνοχή και το φρόνημα της Εκκλησίας, ξεκίνησε αγώνας για να επαναδιατυπωθεί η αλήθεια της Εκκλησίας. Αυτός ο αντιαιρετικός αγώνας των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων είχε, όπως τονίζει ο Κων. Σκουτέρης, τον χαρακτήρα της διάσωσης του αληθινού περιεχομένου της πίστης, δεν ήταν φιλοσοφική διαλεκτική, δεν απέβλεπε απλώς στην θεωρητική κατοχύρωση των χριστιανικών δογμάτων, αλλά ήταν πρώτιστα αγώνας για την διασφάλιση της γνησιότητας της Παράδοσης, η οποία με την σειρά της έσωζε την δυνατότητα προς σωτηρία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βασικό επιχείρημα όλων των αρχαίων αιρεσιολόγων ήταν η πιστότητα στην Παράδοση[49].

Κατά τον Στυλ. Παπαδόπουλο, η καταγραφή της Παράδοσης δεν σημαίνει ποτέ οριοθέτηση της αλήθειας, γιατί αυτό θα σήμαινε άρνηση της αλήθειας. Θετικά σημαίνει μόνο επισήμανση - υπογράμμιση της αλήθειας και αρνητικά σημαίνει την κατάδειξη των κινδύνων, από τους οποίους κινδυνεύει κάποιος, αν δεν είναι προσηλωμένος στην αλήθεια που επισημαίνουν οι λέξεις και τα σχήματα της Παράδοσης[50]. Οι αιρετικοί προωθούσαν διδασκαλίες που ήσαν αντίθετες προς την Παράδοση, γι’ αυτό η έξω από την Παράδοση θεολογία είναι το σημείο, στο οποίο συναντώνται όλες οι αιρέσεις. «Οι αιρετικοί κατέγραφαν μία θεολογία, η οποία στηριζόταν όχι στην αυθεντία της Αποστολικής Παραδόσεως, αλλά στην ατομική αυθεντία του αιρεσιάρχη. Έτσι, με την διδασκαλία των αιρετικών δημιουργούνται επί μέρους ανθρώπινες παραδόσεις, οι οποίες παραθεωρούσαν την μία αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Στη σκέψη και μέσα στα έργα των θεολόγων της Εκκλησίας οι δοξασίες των αιρετικών κρίθηκαν ξένες προς την γνησιότητα και Αποστολική Παράδοση, στο μέτρο δε αυτό ήσαν και αντίθετες προς την χριστιανική πίστη» [51].

Είναι δε αξιοσημείωτη η έντονη αντίδραση του Τερτυλλιανού στην αυθαιρεσία του Μαρκίωνα να παραχαράξει πολλά κείμενα που αναφέρονται στον Χριστό. Τον προτρέπει γι’ αυτό, ή να καταθέσει τους τίτλους της εξουσίας, διά της οποίας προέβη σ’ αυτή την παραχάραξη, ή ν’ακολουθήσει ως απλός Χριστιανός την Αποστολική Παράδοση. Εάν είσαι προφήτης, προφήτευσε κάτι˙ εάν είσαι Απόστολος, κήρυξε δημόσια˙ εάν είσαι συνοδοιπόρος των Αποστόλων, συστοιχίσου με τους Αποστόλους˙ εάν είσαι απλός Χριστιανός, δέξου την Παράδοση˙ εάν δεν είσαι τίποτε απ’ όλα αυτά, τότε δίκαια θα πω, ας πεθάνεις![52][1]

Ο μέγας θεολόγος της Παραδόσεως Ειρηναίος καλεί όποιους επιθυμούν να δουν την αλήθεια, να δουν καθαρά την Παράδοση των Αποστόλων που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο μέσω της Καθολικής Εκκλησίας και διαφυλάσσεται στις Εκκλησίες με την διαδοχή των πρεσβυτέρων[53]. Το επιχείρημά του είναι το εξής: εφ’ όσον η υπόθεση της σωτηρίας μας εξαρτάται από την πίστη, είναι ανάγκη να καταβάλουμε κάθε φροντίδα για διαφύλαξή της, ώστε να έχουμε την αληθή αντίληψη των πραγμάτων[54]. Για τον Στυλ. Παπαδόπουλο η θεολογία της Παραδόσεως είχε ως αφορμή την διάθεση και πράξη των Γνωστικών και όλων των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της Αποστολικής Παράδοσης, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. Οι Γνωστικοί ισχυρίζονταν συχνά ότι κατείχαν παραδόσεις που ο Χριστός εμπιστεύθηκε μυστικά στους Αποστόλους, από τους οποίους τις παρέλαβαν εκείνοι.

Η πρώτη λοιπόν αντίδραση του Ειρηναίου ήταν να δείξει ότι ο Ουαλεντίνος και οι άλλοι αιρετικοί δεν γνώρισαν τον Χριστό και δεν άκουσαν τι είπε στους Αποστόλους του, ώστε να διασώσουν λόγους και διδασκαλίες του[55]. Αντίθετα, κοντά του ήσαν μόνο οι αληθώς τέλειοι πολίτες της Καινής Διαθήκης[56], οι Απόστολοι, οι οποίοι παρέδωσαν στην Εκκλησία ένα Θεό, Ποιητή του ουρανού και της γης, αυτόν που κήρυξαν ο Νόμος και οι προφήτες, και ένα Χριστό, Υιό του Θεού. Αν κάποιος δεν συμφωνεί με αυτούς, «αθετεί» (πρβλ. Λουκ., 10,16) οπωσδήποτε τους μαθητές του Κυρίου, «αθετεί» όμως, και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Αθετεί» τέλος και τον Πατέρα και είναι αφ’ εαυτού καταδικασμένος, διότι ανθίσταται και αντιμάχεται στη σωτηρία του˙ αυτό ακριβώς πράττουν όμως όλοι οι αιρετικοί[57]. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η ακόλουθη φράση του επισκόπου Λυώνος. Το κήρυγμα της Εκκλησίας το κήρυξαν οι προφήτες, το τελειοποίησε ο Χριστός και το παρέδωσαν οι Απόστολοι, από τους οποίους το παρέλεβε η Εκκλησία και το διεφύλαξε καλά, μόνο αυτή σε όλο τον κόσμο και το παρέδωσε στα τέκνα της[58].

Σύμφωνα με τον Γ. Φλωρόφσκυ, για τον Ειρηναίο η διδασκαλία αυτή των Αποστόλων είναι όχι τόσο παράδειγμα που πρέπει να μένει αναλλοίωτο, που πρέπει να το επαναλαμβάνουμε και να απομιμούμαστε, όσο είναι ζωή αιώνια, μία ακένωτη, ανεξάντλητη πηγή ζωής και εμπνεύσεως[59]. Αυτή λοιπόν η Παράδοση, που αθετείται από τους αιρετικούς, είναι «γνώσις αληθής», στην οποία οι άνθρωποι οδηγούνται από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.

Ποιά ακριβώς όμως είναι η αληθινή γνώση για τον επίσκοπο Λυώνος; «Γνώσις αληθής» είναι˙

1. «Η των αποστόλων
διδαχή και το αρχαίον της εκκλησίας σύστημα κατά παντός του κόσμου
˙

2. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σώματος του Χριστού κατά τις διαδοχές των επισκόπων, στους οποίους οι Απόστολοι παρέδωσαν τις κατά τόπους Εκκλησίες˙

3. Η πληρέστατη χρήση της Γραφής, η οποία έφθασε μέχρις εμάς, επειδή ακριβώς φυλάχθηκε χωρίς καμία παραχάραξη, ούτως ώστε να μην επιδέχεται ούτε προσθήκη, ούτε αφαίρεση˙

4. Η ανόθευτη μελέτη και η ορθή διδασκαλία σύμφωνα με την Γραφή, η ακριβής, η ακίνδυνη και αβλάσφημη˙

5. Η ιδιαίτερη δωρεά της αγάπης, η οποία είναι πολυτιμότερη από την γνώση, ενδοξότερη από την προφητεία και ανώτερη απ’ όλα τα άλλα χαρίσματα» [60].

Επομένως, για τον Ειρηναίο «γνώσις αληθής» δεν είναι μόνο η Εκκλησία, ή μόνο η Γραφή, ή μόνο η Παράδοση, αλλά το αδιαίρετο τρίπτυχο Εκκλησία - Γραφή - Παράδοση, καρπός του οποίου είναι η Αγάπη. Κατά συνέπεια, «η εν Αγίω Πνεύματι ζωή της Εκκλησίας αποτελεί την αφετηρίαν και την εξουσίαν της προβολής του κύρους της Αγίας Γραφής και της Παραδόσεως» [61]. Κατά τον Δημ. Στανιλοάε, «η Εκκλησία, η Γραφή και η Παράδοση είναι αδιάρρηκτα ενωμένες». Η Γραφή απορροφάται στην ζωή της Εκκλησίας διά της Παράδοσης. Η Γραφή ενεργοποιείται και παίρνει την μορφή της συγκεκριμένης βίωσης στην Εκκλησία με την Παράδοση. Η Γραφή όμως ενεργοποιείται στην Εκκλησία, εφ’ όσον η Εκκλησία έχει διά του Αγίου Πνεύματος συνεχή πρωτοβουλία, με την οποία ενεργοποιεί την Γραφή, και η πρωτοβουλία της αυτή εκφράζεται συγκεκριμένα στην Παράδοση. Ταυτόχρονα, όμως, η πρωτοβουλία διεκδικείται και από την Γραφή. Το Άγιο Πνεύμα, συνεχίζει ο ρουμάνος θεολόγος, είναι ενεργό στην Παράδοση, εφ’ όσον είναι ενεργό στην Εκκλησία, όπου η Παράδοση βιώνεται. Με το έργο του στην Εκκλησία, η οποία βιώνει την Παράδοση, το Άγιο Πνεύμα κάνει την Γραφή να έχει ανάγκη την Εκκλησία.

«Η Εκκλησία, η Παράδοση και η Γραφή περιπλέκονται σε ένα σύνολο και το έργο του Πνεύματος είναι η ψυχή αυτού του συνόλου. Στο σύνολο αυτό όμως το Πνεύμα δίνει περισσότερη πρωτοβουλία στην Εκκλησία. Η Εκκλησία κινείται από το Άγιο Πνεύμα και η κίνησή της πραγματοποιείται στην Παράδοση και με την Παράδοση αναζωογονείται μέσα από την σχέση της με την Γραφή»[62]. Ως μέλος δε του σώματος της Εκκλησίας, ο ερμηνευτής βιώνει την διαδοχή και συνέχεια της παράδοσης και παραλαβής και καθοδηγείται υπό του Αγίου Πνεύματος[63]. Αν δεν υπάρξει ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ο θεολόγος θα επινοήσει ο,τιδήποτε εκτός από την αλήθεια, δηλαδή θα φανταστεί και θα προβάλει κάτι σαν αλήθεια, χωρίς όντως να είναι. Αυτό είναι η κακοδοξία. Αν όμως υπάρξει ενέργεια του Πνεύματος, τότε ασφαλώς ο θεολόγος θα εκφράσει την όντως αλήθεια, που γι’ αυτό η θεολογία του θα είναι συνεπής και ομόλογη προς την ήδη εκπεφρασμένη αλήθεια της Γραφής και της προγενέστερης Παράδοσης[64].

Για τον Κάλλιστο Ware, η Παράδοση δεν φυλάσσεται από την Εκκλησία μόνο, αλλά ζει στην Εκκλησία, είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία˙ δεν είναι στατική, αλλά δυναμική, δεν θεωρείται ως νεκρή αποδοχή του παρελθόντος, αλλά ως ζώσα ανακάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Επίσης η Αγία Γραφή δεν πρέπει να θεωρείται ως κάτι που έχει τοποθετηθεί πάνω από την Εκκλησία, αλλά ως κάτι που ζει και που γίνεται αντιληπτό μέσα στην Εκκλησία, γι’ αυτό και δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε Γραφή και Παράδοση. «Η Αγία Γραφή αντλεί το κύρος της από την Εκκλησία, επειδή η Εκκλησία είναι αυτή που αρχικά αποφάσισε ποιά βιβλία αποτελούν μέρος της Αγίας Γραφής. Μόνο δε η Εκκλησία είναι ικανή να ερμηνεύσει έγκυρα την Αγία Γραφή» [65].

Στο ίδιο κλίμα κινούμενος και ο Σωφρ. Σαχάρωφ αναφέρει ότι η Παράδοση είναι η αιώνια και αμετάβλητη παραμονή του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, είναι το βαθύτερο θεμέλιο της ύπαρξής της. Γι’ αυτό παραλαμβάνει μέσα της όλη την ζωή της Εκκλησίας, έτσι που και αυτή η Αγία Γραφή να εμφανίζεται μόνο ως μία από τις μορφές της. Από αυτό συνάγεται πως, αν η Εκκλησία έχανε την Παράδοσή της, θα έπαυε να είναι ό,τι είναι, γιατί η διακονία της Καινής Διαθήκης είναι διακονία Πνεύματος «εγγεγραμμένη ου μέλανι αλλά πνεύματι θεού ζώντος͵ ουκ εν πλαξίν λιθίναις αλλ’ εν πλαξίν καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κορ. 3,3). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι για την α η β αιτία η Εκκλησία θα έχανε όλα τα βιβλία της, την Αγία Γραφή, τα έργα των αγίων Πατέρων και τα Λειτουργικά βιβλία, τότε η Παράδοση θ’ αποκαθιστούσε την Αγία Γραφή, έστω όχι με τις ίδιες λέξεις, έστω σε άλλη «γλώσσα», αλλά πάντως θα την αποκαθιστούσε. Στην ουσία της και η «νέα» αυτή Γραφή θα ήταν έκφραση της ίδιας «άπαξ παραδοθείσης τοις αγίοις πίστεως» (Ιούδα 3), εκδήλωση του ίδιου του Ενός Πνεύματος, που ενεργεί αδιάκοπα στην Εκκλησία και είναι το θεμέλιο και η ουσία της. Επομένως, η Γραφή είναι μία από τις μορφές της Ιερής Παράδοσης, όμως εάν απομονωθεί από αυτήν, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή όπως πρέπει με καμιά επιστημονική έρευνα[66].

Ο Αλέξανδρος Σμέμαν αποκαλώντας «κλασική Ορθόδοξη διατύπωση» την φύλαξη και την ερμηνεία των Γραφών έχει δοθεί μόνο στην Εκκλησία, αναφέρει ότι η Παράδοση δεν είναι άλλη πηγή πίστεως, συμπληρωματική των Γραφών. Είναι η ίδια ακριβώς πηγή, ο ζωντανός λόγος του Θεού, που πάντα ακούγεται και παραλαμβάνεται από την Εκκλησία. Παράδοση είναι η ερμηνεία του λόγου του Θεού, που γίνεται πηγή της ίδιας της ζωής, και όχι κάποιων «δομών» η κάποιων «πορισμάτων»[67]. Η Εκκλησία είναι η μόνη που έχει δικαίωμα να ερμηνεύει την Γραφή και την Παράδοση και κάθε μία υπό το φως της άλλης. Όμως, το δικαίωμα αυτό το θεμελιώνει αυτή η ίδια επί της μαρτυρίας της Γραφής και της Παράδοσης και έτσι δεν μπορεί να διατυπώσει δόγματα, τα οποία δεν περιέχονται σ’ αυτές ή αντιφάσκουν προς μία εξ αυτών, και αυτό διότι και οι τρεις είναι μορφές της μιας Αποκάλυψης, επομένως ίσης αυθεντίας.



Αναμφισβήτητα «η Γραφή, η Παράδοσις και η Εκκλησία ευρίσκονται εν αρμονία, φωτίζονται, συμπληρώνονται και επιβεβαιώνονται αμοιβαίως διά να καταστήσουν περισσότερον αποτελεσματικήν την Αποκάλυψιν». Η ενότητα μεταξύ Γραφής και Παράδοσης είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε να εκφράσουμε αμφότερες, όταν λέγουμε ότι «η Παράδοσις δεν είναι παρά η διαρκής μορφή, η αρχική μορφή της κατανοήσεως της Γραφής, ή ότι η Παράδοσις είναι η Γραφή ερμηνευμένη εξ αρχής υπό της Εκκλησίας»[68].



Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ειρηναίος Λυώνος επισημαίνει ότι μόνο ο εγκεντρισμένος στην κατέχουσα την Γραφή και την Παράδοση Εκκλησία Χριστιανός μπορεί ν’ αποφύγει, αλλά και ν’ αντιμετωπίσει τους αιρετικούς[69] Κάτι ανάλογο βρίσκουμε και στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα[70], ο οποίος μάλιστα τονίζει ότι ο Κανών της αληθείας, δηλαδή ο εκκλησιαστικός κανόνας είναι ο μόνος που μπορεί να ερμηνεύσει την Γραφή[71]. Επομένως, οι αιρετικοί «μη μαθόντες τα της γνώσεως της εκκλησιαστικής μυστήρια͵ μηδέ χωρήσαντες το μεγαλείον της αληθείας͵ μέχρι του βάθους των πραγμάτων κατελθείν απορραθυμήσαντες͵ εξ επιπολής αναγνόντες παρεπέμψαντο τας γραφάς»[72].

Στην εκκλησιαστικότητα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής και της Παράδοσης αναφέρεται και ο Τερτυλλιανός υποστηρίζοντας, ότι όπου είναι καταφανής η αληθής χριστιανική διδασκαλία και η πίστη, εκεί μόνο θα βρεθούν οι αληθείς Γραφές, οι αληθείς ερμηνείες και όλες οι αληθείς Χριστιανικές παραδόσεις[73], εννοώντας, βέβαια, την Εκκλησία. Αυτή η θέση του γίνεται ακόμη πιο εμφανής στο έργό του Adversus Marcionem, όταν καταφερόμενος εναντίον των Μαρκιωνιστών, οι οποίοι αποδέχονταν μέρος του ευαγγελίου του Λουκά και απέρριπταν τα άλλα ευαγγέλια, τονίζει συν τοις άλλοις ότι η αυθεντία των Εκκλησιών είναι εκείνη που παρέχει υποστήριξη στην Παράδοση των Αποστόλων[74]. Επίσης και ο Ιππόλυτος αναφέρει ότι τα επιχειρήματά τους οι αιρετικοί δεν τα έχουν λάβει από την Αγία Γραφή, ούτε και φυλάσσοντας την διαδοχή κάποιου αγίου[75], εννοώντας προφανώς την Παράδοση.

Την ίδια θέση λαμβάνει την ίδια χρονική περίοδο και ο Ωριγένης σ’ ένα από τα πρώτα έργά του, το Περί αρχών, όταν αναφέρει σε μία φράση που θυμίζει έντονα την προαναφερθείσα του Ειρηναίου, ότι όσοι πιστεύουν ότι οι ιερές βίβλοι δεν είναι συγγράμματα ανθρώπων, αλλά συντάχθηκαν από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την βούληση του Πατρός διά του Ιησού Χριστού και ήλθαν σ’ εμάς, μπορούν να τις ερμηνεύουν διά «του κανόνος της Ιησού Χριστού κατά διαδοχήν των αποστόλων ουρανίου εκκλησίας»[76]. Έτσι, εάν κάποιος «τη γραφή απιστεί͵ παρά τον εκκλησιαστικόν ποιήσει λόγον»[77].

Κατά τον αλεξανδρινό συγγραφέα, ένα δόγμα της Εκκλησίας ισχύει μόνο όταν έχει ερείσματα είτε στην Παράδοση είτε στην Γραφή και φέρει ως παράδειγμα το δόγμα της μετενσάρκωσης, επισημαίνοντας ότι είναι αλλότριο της Εκκλησίας του Θεού το δόγμα αυτό, γιατί ούτε παραδόθηκε από τους Αποστόλους, ούτε και υπάρχει κάπου στις Γραφές[78]. Συμβουλεύει δε τους πιστούς να μην στρέφουν την ακοή τους μακριά από το άκουσμα των λόγων του Θεού, οι οποίοι είτε διαβάζονται, είτε διδάσκονται στην Εκκλησία, γιατί διαφορετικά θα υποφέρουν από «λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίου» (Αμ. 8,11)[79].

Για τον Γ. Φλωρόφσκυ η Αγία Γραφή είναι το βασικό και πρωταρχικό τμήμα της Παράδοσης της Εκκλησίας και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν ν’ αποκοπεί από την ζωή της Εκκλησίας[80]. Όπως επισημαίνει και ο Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης εξαίροντας τον παράλληλο χαρακτήρα Γραφής και Παράδοσης, αυτές είναι όχι δύο απλώς εφαπτόμενοι κύκλοι, αλλά δύο κύκλοι ομόκεντροι με κέντρο τον Θεό. Επομένως, η Γραφή και η Παράδοση «ως η μόνη φωνή του Θεού, η διά λόγου ή της γραφίδος παραδιδομένη τοις ανθρώποις», σε καμία περίπτωση δεν αλληλοσυγκρούονται. Εκείνα μάλιστα που συγκρούονται είναι η σοφία του Θεού, δηλαδή η αποκεκαλυμμένη αλήθεια στο σύνολό της (Γραφή και Παράδοση), με την σοφία του κόσμου (θύραθεν φιλοσοφία, αιρετικές πλάνες και ασεβείς διδασκαλίες ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων)[81].

Θεωρούμε σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι πολύ νωρίς η Εκκλησία προέβαλε στους εθνικούς το «κατά τας καινάς γραφάς» επιχείρημα, για να υποστηρίξει ότι έχει παραλάβει και κατέχει την αλήθεια. Ο Αθηναίος Απολογητής Αριστείδης είναι ο πρώτος συγγραφεύς της Εκκλησίας, ο οποίος προβάλλει την Καινή Διαθήκη, για ν’ αποδείξει την αλήθεια που υποστηρίζει. Στην Απολογία του προς τον αυτοκράτορα Αδριανό, την οποία και συνέγραψε το αργότερο έως το 140, δηλώνει βέβαιος ότι οι Χριστιανοί «περιερχόμενοι και αναζητώντες την αλήθειαν ανεύρον αυτήν. Και καθ’ όσον ενοήσαμεν περί των Γραφών των, εγγύτεροι είναι προς την αλήθειαν και την εξαχθείσαν σοφίαν ή τα λοιπά έθνη»[82].

Προς το τέλος της Απολογίας, παρακινεί τον βασιλέα να εξετάσει, εάν τα όσα μέχρι τώρα περί της χριστιανικής πίστης και των Χριστιανών έχει αναφέρει είναι αλήθεια, διαβάζοντας τις Γραφές τους. Αφού λοιπόν γράφει για την θεότητα και την ανθρωπότητα του Χριστού, την εκ Παρθένου άσπορη και άφθορη σύλληψή του, την εκ του γένους των Εβραίων καταγωγή του, την χορεία των δώδεκα μαθητών του, την σταύρωση, τον θάνατο, την ταφή, την ανάσταση και την ανάληψή του, καθώς και την διδασκαλία του Ευαγγελίου από τους Μαθητές, την ανάσταση των νεκρών και την μέλλουσα ζωή[83], προτείνει στον Αδριανό να γνωρίσει από τις Γραφές των Χριστιανών τους λόγους και τις εντολές τους, την δόξα της λατρείας και την αναμονή της ανταμοιβής τους στην μέλλουσα ζωή ανάλογα με τις πράξεις τους. «Λάβετε λοιπόν τας γραφάς αυτών και αναγνώσατε εις αυτάς και ιδού θα ανεύρητε ότι εγώ δεν εξέθηκα ταύτα εξ ιδίων μου, ούτε ότι είπον ταύτα ως συνήγορος των, αλλά, επειδή εις τας γραφάς των ταύτα ανέγνωσα, ταύτα σταθερώς επίστευσα και ότι μέλλουν να γίνουν»[84]. Όσον αφορά στον εαυτό του, ο Αριστείδης θεωρεί αρκετό να πληροφορήσει τον αυτοκράτορα με λίγα λόγια περί του ήθους και της αλήθειας των Χριστιανών, η οποία τέθηκε προ των οφθαλμών τους, γιατί αυτοί είναι δίκαιοι και άγιοι[85].

Κλείνοντας μάλιστα την Απολογία του επαναλαμβάνει: «Έως ώδε ο προς σε μοι λόγος, βασιλεύ, περί δε του λοιπού, όπως προηγουμένως ελέχθη, εις άλλας γραφάς ανευρίσκονται οι λόγοι, οι οποίοι είναι δυσκολώτεροι ή να λεχθούν ή προσέτι ίνα διηγηθή τις αυτούς, οι οποίοι όχι μόνον λόγοι είναι, αλλά προσέτι και έργα….»[86]. Κατά συνέπεια, ενώ στις αρχές του β’ αιώνα έμμεσα ο Ιγνάτιος Αντιοχείας[87] και άμεσα ο Παπίας Ιεραπόλεως[88] δήλωναν ότι προτιμούν την προφορική Παράδοση των Αποστόλων από την έγγραφη, τουλάχιστον από την τέταρτη δεκαετία του β’ αιώνα φαίνεται ότι πλέον δεν αρκούσε για την Εκκλησία να προβάλλει μόνο την προφορική Παράδοσή της, για ν’ αποδείξει ότι κατέχει την σώζουσα αλήθεια, ίσως γιατί οι εθνικοί κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ότι οι διδασκαλίες τους προέρχονται μόνο από το μυαλό τους. Γι’ αυτό νοιώθει την ανάγκη να προβάλλει και την καταγεγραμμένη Παράδοσή της, τόσο στους εθνικούς, όσο και στους αιρετικούς.

Η Εκκλησία λοιπόν, ως οργανισμός φυσικός και μυστικός, ζων και κινούμενος προς την αλήθεια του Αγίου Πνεύματος, εκφράζει κατά τις παρουσιαζόμενες ανάγκες της ζωής της γραπτά ή προφορικά τα νοήματα της. Έτσι, εξ ανάγκης γράφτηκε, όπως γνωρίζουμε, το πρώτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αφού η εκραγείσα κρίση στην Εκκλησία των Θεσσαλονικέων έπεισε τον Παύλο ότι πρέπει να υπαγορεύσει την πρώτη επιστολή του και να υπενθυμίσει γραπτά, όσα δίδαξε προφορικά. Οι ίδιες ανάγκες έγιναν αιτία συγγραφής και των άλλων βιβλίων του Κανόνα «προς ασφάλειαν» (Λουκ., 1,4) της κατηχητικής ενέργειας των Αποστόλων[89].

Κατά τον Ν. Ματσούκα, ως βασικό κριτήριο της αλήθειας της Αποκάλυψης πρέπει να θεωρηθεί όντως η ζωή της Εκκλησίας, άρα ισχύει το «prima vivere, deinde theolozari». Η θεολογία δηλαδή επί της ζωής της Παραδόσεως βασιζόμενη μπορεί να διατυπώσει ορθόδοξα τις δογματικές αλήθειες της εν Χριστώ Αποκαλύψεω[90]. Έτσι, αναμφισβήτητα δεν μπορούμε να θεωρήσουμε αντιθετικά την Γραφή και την Παράδοση, ούτε να προσθέσουμε την μία επί της άλλης ως δύο διακεκριμένες πραγματικότητες[91]. Συνεπώς, την Παράδοση και την Γραφή δεν μπορούμε να τις διαχωρίσουμε χωρίς να τις στερήσουμε από τον χαρακτήρα του πληρώματος που κατέχουν μαζί[92], διότι συμπίπτουν ως προς την προέλευση και διαμόρφωση και περιέχονται η μία στην άλλη, είναι δηλαδή ταυτόσημα μεγέθη.

Από την μία αυτή ζώσα και μένουσα προφορική παράδοση προέρχονται και οι δύο. Αυτή την ενότητα Γραφής και Παράδοσης ομολογεί και διατηρεί η μία Εκκλησία˙ «οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται...» (Συνοδικόν Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου)[93]. Μία είναι όμως η μόνη διαφορά μεταξύ Γραφής και Παράδοσης. Η Γραφή περιέχει αποτυπωμένη σ’ αυτή την αποκάλυψη του Θεού, ενώ η Παράδοση είναι η Γραφή ορθά ερμηνευόμενη ή το περιεχόμενο της Γραφής, όπως αυτό κατανοείται από την Εκκλησία[94].

Σύμφωνα με τον Π. Ευδοκίμωφ, η Παράδοση είναι η συνείδηση της Εκκλησίας ότι είναι ο ζωντανός τόπος του ενεργού Λόγου, χωρίς με τούτο να εξαντλεί την ζωή και τις εκφραστικές μορφές που έχει μέσα της[95], ενώ για τον Βλαδ. Λόσκι μόνο στην Εκκλησία θα μπορέσουμε ν’ αναγνωρίσουμε εν πλήρει συνειδήσει την ενότητα εμπνεύσεως των Ιερών Βιβλίων, «διότι μόνη η Εκκλησία κατέχει την Παράδοσιν – γνώσιν του σαρκωθέντος Λόγου εν Αγίω Πνεύματι»[96]. Στο ίδιο κλίμα κινούμενος ο Δ. Στανιλοάε, τονίζει ότι η Εκκλησία αναζητεί, εκτιμά, κρίνει και τελικά αποσπά από την Γραφή και την Παράδοση την αληθή τους έννοια, χωρίς βέβαια να κρίνει αυθαίρετα. Έτσι, «η Εκκλησία είναι ‘’κριτής’’ προκειμένου περί της αληθείας, αλλά κρίνει βάσει του Κανόνος της Γραφής και της Παραδόσεως»[97]. Μαρτυρεί δε περί της αληθείας όχι με την μνήμη ή με λόγους άλλων, αλλά με την δική της ζωή, με την αδιάκοπη εμπειρία, με την καθολική της πληρότητα[98].

Κατά συνέπεια, η Εκκλησία θεώρησε ως κεντρικό σημείο της θεολογίας της, ήδη από τους πρώτους χρόνους της υπάρξεώς της, την πιστότητα στην Παράδοση (traditio veritatis), η οποία υπήρχε ως φρόνημα και ήθος της Εκκλησίας, πριν ακόμη διαμορφωθεί ο Κανών της Καινής Διαθήκης, και λειτουργούσε ως μέτρο ορθοδοξίας και ορθοπραξίας. Ό,τι έκανε η αρχέγονη Εκκλησία στηριζόταν στην Παράδοσή της αυτή, η οποία την συνέδεε διά των Αποστόλων με τον ίδιο τον Χριστό. Δεν μπορούσε να υπάρχει Εκκλησία χωρίς την ζωντανή Παράδοση που εξασφάλιζε η παρουσία του Παρακλήτου, ούτε πάλι Παράδοση μπορούσε να υπάρχει έξω από το σώμα του λαού του Θεού. Αυτή λοιπόν ήταν η «θεμελιώδης αξίωση που προστάτευε το εκκλησιαστικό σώμα από την εξατομικευμένη διδασκαλία και από παραχαράξεις της πίστεως»[99].

Επομένως, η Εκκλησία προηγείται και της Γραφής και της Παράδοσης[100], η Παράδοση είναι η συνείδηση της μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, εφ’ όσον εξ αρχής φέρει την σφραγίδα της Εκκλησίας και η Εκκλησία είναι το δοχείο που εμφανίζεται και περιέχεται. Η Εκκλησία προσδιορίζει την εμφάνιση και την μορφή της Παράδοσης, γι’ αυτό και ταυτίζεται με την Παράδοση. Η έκφραση της ζωής και της συνείδησης της Εκκλησίας είναι οι αρχαιότερες μορφές της Παράδοσης, στις οποίες, εάν παραμείνει πιστή, παραμένει πιστή στον ίδιο τον εαυτό της[101].

Γι’ αυτό ο Ειρηναίος τονίζει ότι όλοι όσοι θέλουν να βρουν την αλήθεια, μπορούν να δουν καθαρά την Παράδοση των Αποστόλων που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο μέσα στην Καθολική Εκκλησία, με το ν’ απαριθμήσουν τους επισκόπους που όρισαν εκείνοι, καθώς και τους διαδόχους τους μέχρι σήμερα, οι οποίοι δεν δίδαξαν, ούτε γνώρισαν τίποτα από τα τόσα ανόητα παρουσιάζουν οι αιρετικοί. Άρα, τονίζει εναντίον των Γνωστικών, εάν γνώριζαν οι Απόστολοι όλα τα «κεκρυμμένα» μυστήρια, τα οποία δήθεν δίδαξαν στους τελείους κατ’ ιδίαν και κρυφά από τους άλλους, θα τα παρέδιδαν οπωσδήποτε σε αυτούς, στους οποίους εμπιστεύθηκαν και την ίδια την Εκκλησία. Σίγουρα οι Απόστολοι θα ήθελαν να είναι τέλειοι και ανεπίληπτοι σε όλα αυτοί που άφησαν ως διαδόχους τους και τους παρέδωσαν την δική τους θέση στην διοίκηση[102], όμως, απλώς και χωρίς ν’ αποβλέπουν σε πρόσωπα, όσα έμαθαν οι ίδιοι από τον Κύριο, αυτά και παρέδιδαν στην Εκκλησία.

Οι Απόστολοι, συνεχίζει ο επίσκοπος Λυώνος, συγκέντρωσαν όλη την αλήθεια στην Εκκλησία, ώστε όποιος επιθυμεί, να λαμβάνει από αυτήν το ύδωρ της ζωής, αφού μόνο αυτή είναι η θύρα της ζωής, ενώ όλοι οι άλλοι είναι κλέπτες και ληστές[103]. Ακόμη και εάν δημιουργούνταν αμφιβολία, αναρωτιέται, για κάποιο μικρό ζήτημα, δεν έπρεπε ν’ ανατρέξουμε στις αρχαίες Εκκλησίες, στις οποίες έζησαν οι Απόστολοι και από αυτές να πάρουμε για το προκύψαν ζήτημα ό,τι είναι βέβαιο και σαφές; Αν όμως οι Απόστολοι δεν μας άφηναν την Γραφή, τότε δεν έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε την τάξη της Παράδοσης, την οποία και παρέδωσαν σε όσους εμπιστεύθηκαν τις Εκκλησίες;[104][1]

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τερτυλλιανός, αναφερόμενος προσωπικά στον Μαρκίωνα που υπήρξε στο παρελθόν μέλος της Εκκλησίας[105], του επισημαίνει ότι αυτό στο οποίο είχε πιστεύσει, ήταν η Παράδοση. Αυτή η Παράδοση ήταν η Αλήθεια, επειδή μεταλαμπαδεύτηκε από εκείνους, οι οποίοι είχαν ταχθεί να την μεταδώσουν. Έτσι, απαρνούμενος αυτή την Παράδοση, απαρνήθηκε την Αλήθεια. Όμως, δεν είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει[106].

Ο Καρθαγένης Κυπριανός, επίσης τονίζει ότι για την θρησκευτική και απλή ψυχή υπάρχει κάποιος απλός τρόπος ν’ αποθέσει την πλάνη, να βρει και ν’ ανακαλύψει την αλήθεια. Εάν επιστρέψουμε στην πηγή και αρχή της θείας Παράδοσης[107], η ανθρώπινη πλάνη παύεται, και εάν εξετάσουμε την τάξη των ουράνιων μυστηρίων, κάθε πράγμα που αμαυρώνεται, κρύβεται από την ομίχλη και το σύννεφο του σκότους, αποκαλύπτεται στο φως της αλήθειας. Εάν η αλήθεια έχει κάπως κλονισθεί και ταλαντευθεί, εμείς οφείλουμε να επανέλθουμε στην αρχή του Κυρίου και στην Ευαγγελική και Αποστολική Παράδοση. Από εκεί προέρχεται ο λόγος της ενέργειάς μας, απ’ όπου και η τάξη και η αρχή έχουν προέλθει[108].

Αυτή λοιπόν η Ευαγγελική και Αποστολική Παράδοση, είναι αναμφισβήτητα η μία γραπτή και άγραφη Παράδοση της Εκκλησίας του Χριστού. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όταν αναφέρεται στην άγραφη παράδοση, θεωρεί ότι και η Γραφή, και ειδικότερα η Καινή Διαθήκη, διατηρήθηκε στην Εκκλησία για κάποιο χρονικό διάστημα ως άγραφη παρακαταθήκη. Η Παράδοση στη σκέψη του Κλήμεντος δεν εξαντλείται στην προφορική, από στόμα σε στόμα διδασκαλία, αλλά περιέχει και τον γραπτό λόγο, αφού και σ’ αυτό σώζεται το φρόνημα και η πίστη της Εκκλησίας, όπως αναφέρει ο Κ. Σκουτέρης[109]. «Αυτίκα διδάξαντος του σωτήρος τους αποστόλους η της εγγράφου άγραφος ήδη και εις ημάς διαδίδοται παράδοσις͵ καρδίαις καιναίς κατά την ανακαίνωσιν του βιβλίου τη δυνάμει του θεού εγγεγραμμένη»[110].


Σημειώσεις

[42] Σωφρ. Σαχάρωφ, Αγώνας θεογνωσίας, εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου - Έσσεξ Ἀγγλίας, Έσσεξ 2006, σελ. 306.

[43] Ιω. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος A’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 109 κ.εξ. Πρβλ. Αθην. Κοκκινάκη, «Η Παράδοσις και αι Παραδόσεις», 42 κ.εξ.

[44] Κυπριανού Καρθαγένης, «Επιστολή προς Μάγνον» (76η) XII, PL 3, 1148B.

[45] Ωριγένους, «Ομιλίαι εις Ιερεμίαν» Ε’, 13, ΒΕΠΕΣ 11, 41,32 – 42,6.

[46] Y. M.-J. Congar, La Tradition et les traditions, Τόμος Β’, Paris 1963, σελ. 64.

[47] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΙΙ, 2, PG 7, 847ΑΒ. Πρβλ. Κ. Καρακόλη, Αιρέσεις και Εκκλησία κατά τους Έλληνας εκκλησιαστικούς συγγραφείς των Β’ και Γ’ αιώνων, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 64.

[48] Αθ. Γιέβτιτς, «Εκκλησία, Ορθοδοξία και Ευχαριστία», εν Κληρονομία 3, τεύχος Β’, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 219.

[49] Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τόμος Α’, σελ. 353.

[50] Στ. Παπαδόπουλου, Θεολογία και γλώσσα, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1997, σελ. 88-89.

[51] Κ. Σκουτέρη, ενθ’ ανωτ., σελ. 353-354.

[52] Τερτυλλιανού, «De carne Christi» ΙΙ, 2-3, PL 2, 800Β-801Α.

[53] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΙΙΙ, 1, PG 7, 848Α. Πρβλ. Ανωνύμου, «Επιστολή προς Διόγνητον» ΧΙ, 6, ΒΕΠΕΣ 2, 256, 37-40: «Είτα φόβος νόμου άδεται και προφητών χάρις γινώσκεται και ευαγγελίων πίστις ίδρυται και αποστόλων παράδοσις φυλάσσεται και εκκλησίας χάρις σκιρτά».

[54] Ειρηναίου Λυώνος, «Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος» 3, SC 62, 32. Πρβλ. και Ειρηναίου Λυώνος, «Επίδειξις», σελ. 28.

[55] Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α’, σελ. 299. Πρβλ. Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Β’, ΧΧVΙΙ, PG 7, 802Β-804Α. Ενθ’ ανωτ. Γ’, ΙV, 3, PG 7, 856C. Τερτυλλιανού, «De praescriptione haereticorum» ΧΧV, 2, PL 2, 43B. Ενθ’ ανωτ. ΧΧVΙ - ΧΧVΙΙ, PL 2, 44B-46A.

[56] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΧΙΙ, 5, ΒΕΠΕΣ 5, 147, 17-25: «Αύται φωναί της εκκλησίας εξ ης πάσα έσχηκεν εκκλησία την αρχήν· αύται φωναί της μητροπόλεως των της καινής διαθήκης πολιτών· αύται φωναί των αποστόλων͵ αύται φωναί των μαθητών του Κυρίου͵ των αληθώς τελείων͵ μετά την ανάληψιν του Κυρίου διά του Πνεύματος τελειωθέντων͵ και επικαλουμένων τον Θεόν τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν͵ τον διά των προφητών κεκηρυγμένον͵ και τον τούτου Παίδα͵ ον έχρισεν ο Θεός͵ και άλλον ουκ ειδότων. Ου γαρ ην τότε Ουαλεντίνος εκεί͵ ουδέ Μαρκίων͵ ουδ’ οι λοιποί εαυτών τε και των πειθομένων αυτοίς καταστροφείς».

[57] Ενθ’ ανωτ. Γ’, I, 2, PG 7, 845B-846A.

[58] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Ε’, Προοίμιο, PG 7, 1119Α. Πρβλ. ενθ’ ανωτ. Β’, ΧΧV, 4, PG 7, 799C.

[59] Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 201.

[60] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Δ’, ΧΧΧΙΙΙ, 8, PG 7, 1077B-1078A.

[61] Ν. Ματσούκα, «Γένεσις και ουσία του ορθοδόξου δόγματος», σελ. 70. Πρβλ. Αλ. Σμέμαν, Ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σελ. 186-187.

[62] Δ. Στανιλοάε, Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος, σελ. 99-100. Πρβλ. Χρ. Κρικώνη, Η Εκκλησία αυθεντικός ερμηνευτής της εν Χριστώ θείας Αποκαλύψεως, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 90-91.

[63] Χρ. Οικονόμου, «Η εικονογραφική μέθοδος ερμηνείας του Ευαγγελίου», εν Εικοσιπενταετηρικόν – Αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο, Νεάπολη – Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 528. Πρβλ. ενθ’ ανωτ., σελ. 530.

[64] Στ. Παπαδόπουλου, Θεολογία και γλώσσα, σελ. 96.

[65] Καλλ. Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 314 και 316.

[66] Σωφρ. Σαχάρωφ, Ο Γέροντας Σιλουανός, εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ Αγγλίας, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 92. Πρβλ. Καλλ. Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 311-312.

[67] Αλ. Σμέμαν, Ευχαριστία, σελ. 108.

[68] Δ. Στανιλοάε, «Η Αγία Γραφή εν σχέσει προς την Εκκλησίαν και την Παράδοσιν», σελ. 73-74 και 76. Ο ρουμάνος θεολόγος, για να καταστήσει σαφές ότι κάθε μία από τις τρεις συντελεί στην συγκράτηση του συνόλου και στην δραστηριότητα των άλλων, συγκρίνει την Εκκλησία με το σκελετό και την σάρκα του σώματος, την Γραφή με τους πνεύμονες και την Παράδοση με την καρδιά που κτυπά συνεχώς. Ενθ’ ανωτ., σελ. 87. Πρβλ. ενθ’ ανωτ. σελ. 83-84. Χρυσοστ. Κωνσταντινίδου, «Βασικά τινά Περί Ιεράς Παραδόσεως», Θεολογία 49 (1978), 444. Κ. Καρακόλη, ένθ’ ανωτ., σελ. 65 και 108.

[69] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Ε’, ΧΧ, 2, PG 7, 1178Α. Πρβλ. ενθ’ ανωτ. Ε’, ΧΙV, 4, PG 7, 1163ΒC.

[70] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, «Στρωματείς» ΣΤ’, XΙV, ΒΕΠΕΣ 8, 220, 23-30. Πρβλ. ενθ’ ανωτ. Ζ’, ΧVI, ΒΕΠΕΣ 8, 296, 17-22 και ενθ’ ανωτ. ΣΤ’, XV, ΒΕΠΕΣ 8, 225,39 - 226,5.

[71] Ενθ’ ανωτ. ΣΤ’, XV, ΒΕΠΕΣ 8, 225, 24-28. Πρβλ. ενθ’ ανωτ. ΣΤ’, XV, ΒΕΠΕΣ 8, 225, 13-17: «Ο δε ακούετε εις το ους (επικεκρυμμένως δηλονότι και εν μυστηρίω͵ τα τοιαύτα γαρ εις το ους λέγεσθαι αλληγορείται)͵ επί των δωμάτων͵ φησί͵ κηρύξατε͵ μεγαλοφρόνως τε εκδεξάμενοι και υψηγόρως παραδιδόντες και κατά τον της αληθείας κανόνα διασαφούντες τας γραφάς».

[72] Ενθ’ ανωτ. Ζ’, ΧVΙ, ΒΕΠΕΣ 8, 293, 12-15.

[73] Τερτυλλιανού, «De praescriptione haereticorum» ΧΙΧ, 3, PL 2, 36AB: «Ubi enim apparuerit esse veritatem et disciplinae et fidei christianae, illic erit veritas scripturarum et expositionum et omnium traditionum christianarum». Πρβλ. Βικεντίου εκ Λειρίνου, «Commonitorium Ι» ΙΙ, PL 50, 640. Πρβλ. και Αθην. Κοκκινάκη, «Ιερού Βικεντίου του Ληρινίτου Υπομνήματα (Commonitoria)», Θεολογία 49 (1978), 228: «Η αλήθεια της χριστιανικής διδασκαλίας αποδεικνύεται πρώτον από τον Νόμο του Θεού (Γραφές) και δεύτερον από την Παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας».

[74] Τερτυλλιανού, «Adversus Marcionem» Δ’, V, 7, PL 2, 397A.

[75] Ιππολύτου Ρώμης, «Έλεγχος» Α’, Πρόλογος, 8, ΒΕΠΕΣ 5, 199, 28-35.

[76] Ωριγένους, «Περί αρχών» Δ’, ΙΙ, 2, ΒΕΠΕΣ 16, 334,39 - 335,3.

[77] Toυ αυτoύ, «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον» ΙΣΤ’, 35, ΒΕΠΕΣ 14, 221, 23-25.

[78] Ενθ’ ανωτ. ΙΓ’, 1, ΒΕΠΕΣ 13, 162, 20-28. Πρβλ. του αυτού, «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον» ΙΖ’, 35, ΒΕΠΕΣ 14, 221, 10-30. Του αυτού, «Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον» ΣΤ’, Χ-ΧΙ, ΒΕΠΕΣ 12, 22, 20-22 και 33 κ.εξ. Του αυτού, «Ομιλίαι εις το κατά Λουκάν» Δ’, ΒΕΠΕΣ 15, 17,38-18,3.

[79] Του αυτού, «Ομιλίαι εις την Γένεσιν» XVΙ, 4, PG 12, 250B.

[80] Γ. Φλωρόφσκυ, Ανατομία προβλημάτων πίστεως, εκδ. Ι.Μ.Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006, σελ. 141.

[81] Χρυσοστ. Κωνσταντινίδου, «Βασικά τινά Περί Ιεράς Παραδόσεως», Θεολογία 49 (1978), 444.

[82] Αριστείδου Απολογητού, «Απολογία» XV, 3, ΒΕΠΕΣ 3, 148, 24-27.

[83] Ενθ’ ανωτ. XV, 1-3, ΒΕΠΕΣ 3, 147,39 - 148,34.

[84] Ενθ’ ανωτ. XVΙ, 3-5, ΒΕΠΕΣ 3, 151, 19-30. Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν την ίδια φράση επαναλαμβάνει ο Ιππόλυτος: «Έδοξε δε ημίν εναρξαμένοις από της γενέσεως την κατά λόγον απόδειξιν͵ καθώς απαιτεί͵ εν συντόμω φανερώσαι͵ ουκ εξ ιδίας μαρτυρίας͵ αλλ’ εκ των αγίων γραφών τεκμηριωσαμένοις». Ιππολύτου Ρώμης, «Χρονικά» 21, ΒΕΠΕΣ 6, 233, 12-14.

[85] Αριστείδου Απολογητού, «Απολογία» XVΙΙ, 2, ΒΕΠΕΣ 3, 152, 32-34.

[86] Ενθ’ ανωτ. XVΙΙ, 1, ΒΕΠΕΣ 3, 152, 25-29.

[87] Ιγνατίου, «Επιστολή προς Φιλαδελφείς» VIII, 2, ΒΕΠΕΣ 2, 278, 35-41: «Παρακαλώ δε υμάς μηδέν κατ’ ερίθειαν πράσσειν͵ αλλά κατά χριστομαθίαν. Επεί ήκουσά τινων λεγόντων ότι͵ εάν μη εν τοις αρχείοις εύρω͵ εν τω ευαγγελίω ου πιστεύω· και λέγοντός μου αυτοίς ότι γέγραπται͵ απεκρίθησάν μοι ότι πρόκειται. Εμοί δε αρχεία εστιν Ιησούς Χριστός͵ τα άθικτα αρχεία ο σταυρός αυτού και ο θάνατος και η ανάστασις αυτού και η πίστις η δι’ αυτού εν οις θέλω εν τη προσευχή υμών δικαιωθήναι». Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, Θεολογία και γλώσσα, σελ. 20-21.

[88] Παπίου Ιεραπόλεως, «Λογίων Κυριακών Εξηγήσεις» ΙΙ, ΒΕΠΕΣ 3, 117, 16-22: «....ει δε που και παρηκολουθηκώς τις τοις πρεσβυτέροις έλθοι͵ τους των πρεσβυτέρων ανέκρινον λόγους͵ τι Ανδρέας ή τι Πετρος είπεν ή τι Φιλιππος ή τι Θωμάς ή Ιακωβος ή τι Ιωάννης ή Ματθαίος ή τις έτερος των του κυρίου μαθητών α τε Αριστίων και ο πρεσβύτερος Ιωάννης͵ του κυρίου μαθηταί͵ λέγουσιν. ου γαρ τα εκ των βιβλίων τοσούτόν με ωφελείν υπελάμβανον, όσο τα παρά ζώσης φωνής και μενούσης». Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, «Οι πρεσβύτεροι και η παράδοσις του Παπίου», ΔΒΜ 2 (1974), 228-229.

[89] Αθην. Κοκκινάκη, «Η Παράδοσις και αι Παραδόσεις», 45-46.

[90] Ν. Ματσούκα, «Γένεσις και ουσία του ορθοδόξου δόγματος», σελ. 70. Με το «primum vivere deinde theolozari» ο Ν. Ματσούκας παραφράζει το γνωστό λατινικό ρητό «prima vivere, deinde philosophari» που ερμηνεύεται, πρώτα το ζην και μετά το φιλοσοφείν. Στην περίπτωσή μας πρώτα το ζην και μετά το θεολογείν.

[91] Βλ. Λόσκι, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 143.

[92] Ενθ’ ανωτ., σελ. 158.

[93] Ιω. Παναγόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, εκδ. ‘’Ακρίτας’’, Αθήνα 1995, σελ. 21.

[94] Κ. Καρακόλη, Αιρέσεις και Εκκλησία, σελ. 65.

[95] Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Αθήνα 1972, σελ. 265.

[96] Βλ. Λόσκι, ενθ’ ανωτ., σελ. 147.

[97] Δ. Στανιλοάε, «Η Αγία Γραφή εν σχέσει προς την Εκκλησίαν και την Παράδοσιν», σελ. 85-86.

[98] Γ. Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή - Εκκλησία - Παράδοσις, έκδοση Β’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 65.

[99] Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τόμος Α’, σελ. 489. Πρβλ. Ιουστ. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήνα 1969, σελ. 202. Δ. Στανιλοάε, ενθ’ ανωτ., σελ. 77-78 και 85.

[100] Χρ. Γιανναρά, Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1994, σελ. 162.

[101] Δ. Στανιλοάε, ενθ’ ανωτ., σελ. 78.

[102] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΙΙΙ, 1, PG 7, 848ΑΒ. Ακολούθως ο Ειρηναίος, όπως αναφέρει, παραθέτει «την διαδοχή της μέγιστης και αρχαιότατης και γνωστής σε όλους Εκκλησίας που θεμελίωσαν στη Ρώμη οι δύο ένδοξοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Αυτή η Εκκλησία έχει την Παράδοση από τους Αποστόλους και την πίστη που κηρύχθηκε στους ανθρώπους, με την διαδοχή δε των επισκόπων, έφθασε μέχρι σ’ εμάς. Έτσι ανασκευάζουμε όλους αυτούς, που με κάθε τρόπο, είτε με αυταρέσκεια, είτε με την κενοδοξία, είτε με την τύφλωση και την κακοδοξία τους, κάνουν τις παρασυναγωγές τους». Και συνεχίζει: «Ταύτη ουν τη Εκκλησία διά την εξοχωτέραν αυτής προέλευσιν δέον προσέρχεσθαι (ήτοι επικοινωνείν) πάσαν Εκκλησίαν, τουτέστι, τους απανταχόθεν πιστούς, εν η πάντοτε παρά των απανταχόθεν ενταύθα ερχομένων πιστών τετήρηται ή από των αποστόλων παράδοσις»....». Ενθ’ ανωτ. Γ’, ΙΙΙ, 2, PG 7, 848Β-849Α. Μετά την παράθεση του επισκοπικού καταλόγου της Ρώμης ο Ειρηναίος συμπεραίνει ότι εκ του καταλόγου αυτού «είναι πληρέστατη η απόδειξη ότι είναι μία και η αυτή η ζωοποιός πίστη, που διασώθηκε στην Εκκλησία από τους Αποστόλους μέχρι τώρα και παραδόθηκε εν αληθεία». Ενθ’ ανωτ. Γ’, ΙΙΙ, 3, PG 7, 851Β. Είναι χαρακτηριστικότατη δε και η αυτοσυνειδησία του επισκόπου Ιππολύτου ως διάδοχου των Αποστόλων: «Ταύτα δε έτερος ουκ ελέγξει ή το εν εκκλησία παραδοθέν άγιον πνεύμα͵ ου τυχόντες πρότεροι οι απόστολοι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν. ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες͵ της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας͵ και φρουροί της εκκλησίας λελογισμένοι͵ ουκ οφθαλμώ νυστάζομεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν͵ αλλ’ ουδέ πάση ψυχή και σώματι εργαζόμενοι κάμνομεν άξια αξίως θεώ τω ευεργέτη ανταποδιδόναι πειρώμενοι. και ουδέν ούτως κατ’ αξίαν αμειβόμενοι͵ πλην εν οις πεπιστεύμεθα μη ατονούντες͵ αλλά του ιδίου καιρού τα μέτρα επιτελούντες και όσα παρέχει το άγιον πνεύμα πάσιν αφθόνως κοινωνούντες. ου γαρ μόνον αλλότρια δι’ ελέγχου εις φανερόν άγοντες͵ αλλά και όσα η αλήθεια υπό της του πατρός χάριτος παραλαβούσα ανθρώποις διηκόνησε͵ ταύτα και διά λόγου σημειούμενοι και διά γραμμάτων εμμάρτυρα ποιούμενοι ανεπαισχύντως κηρύσσομεν». Πρβλ. Ιππολύτου Ρώμης, «Έλεγχος» Α’, Πρόλογος, ΒΕΠΕΣ 5, 199, 15-28.

[103] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΙV, 1, PG 7, 855AB. Πρβλ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, «Στρωματείς» Ζ’, ΧV, ΒΕΠΕΣ 8, 297, 13-17: «Ου γαρ χρη ποτε͵ καθάπερ οι τας αιρέσεις μετιόντες ποιούσι͵ μοιχεύειν την αλήθειαν ουδέ μην κλέπτειν τον κανόνα της εκκλησίας͵ ταις ιδίαις επιθυμίαις και φιλοδοξίαις χαριζομένους επί τη των πλησίον απάτη͵ ους παντός μάλλον αγαπώντας της αληθείας αυτής αντέχεσθαι διδάσκειν προσήκει». Ωριγένους, «Εξηγήσεις εις τας Παροιμίας του Σολομώντος» ΚΔ’, ΒΕΠΕΣ 16, 217, 14-25: «Ούτος κλέπτει γνώσιν͵ ουχ ο του προλαβόντος λαμβάνων͵ αλλ’ ο εκ της ψευδωνύμου υφαιρούμενος γνώσεως. Και γαρ πάντες οι πεπιστευκότες Χριστώ͵ από των αγίων προφητών και αποστόλων λαμβάνοντες θεωρήματα͵ ου λέγονται κλέπται αλλοτρίων θεωρημάτων· κλέπτει γαρ τις αλλότρια θεωρήματα͵ ίνα νουν εμπλήση πεινώντα· αλλά τούτο μεν προ της επιδημίας του Σωτήρος εγένετο· νυνί δε Παύλός φησιν· Ο κλέπτων͵ μηκέτι κλεπτέτω͵ μάλλον δε εργαζέσθω δικαιοσύνην͵ ίνα γνώσιν κτησάμενος͵ μεταδώ και τω χρείαν έχοντι· τι γαρ ο μη εστι και έστιν ημέτερον͵ ίνα κλέψωμεν οι πεπιστευκότες Χριστώ; πάντα γαρ ημών εστιν· ημείς δε Χριστού͵ δι’ ου τα πάντα εγένετο· Χριστός δε͵ Θεού».

[104] Ειρηναίου Λυώνος, «Έλεγχος» Γ’, ΙV, 1, PG 7, 855B.

[105] Τερτυλλιανού, «De carne Christi» IV, 2, PL 2, 804Α.

[106] Ενθ’ ανωτ. ΙΙ, 5, PL 2, 801ΑΒ.

[107] Πολλές φορές στα έργα του ο Κυπριανός αποκαλεί την Παράδοση «θεία». Βλ. Κυπριανού Καρθαγένης, «Επιστολή Β’ προς Κορνήλιον Ρώμης» (42η Κυπριανού) Ι, PL 3, 704Β. Του αυτού, «Επιστολή προς τους Ρωμαίους ομολογητάς» (44η), PL 4, 340C. Του αυτού, «Επιστολή Ζ’ προς Κορνήλιον Ρώμης» (55η) XVII, PL 3, 825Β. Του αυτού, «Επιστολή προς τον κλήρον και τον λαόν των πόλεων Legio, Asturica και Emerita της Ισπανίας» (68η) V, PL 3, 1027A. Του αυτού, «Επιστολή προς Πομπήιον» (74η) II και XI, PL 3, 1129B και 1136A.

[108] Του αυτού, «Επιστολή προς Πομπήιον» (74η) Χ, PL 3, 1135C-1136A. Και ο επίσκοπος Καρθαγένης συνεχίζει αναρωτώμενος: «Εάν κάποιος αγωγός που προμηθεύει νερό, το οποίο προηγουμένως έρρεε άφθονα και ελεύθερα, υποστεί ξαφνικά κάποια βλάβη, δεν ανατρέχουμε εμείς στην πηγή, μήπως διαγνώσουμε εκεί την αιτία της βλάβης, μήπως διακόπηκε στην πηγή η χορήγηση του ύδατος εξ αιτίας της αποξήρανσης της πηγής, ή μήπως αν και πηγάζει εκεί ελεύθερα και πλήρως, διακόπηκε στο μέσο της πορείας του; Εάν η ανωμαλία προκλήθηκε από βλάβη του αγωγού, που διακόπηκε και στάζει, ώστε να μην ρέει επίμονα και αδιάκοπα το συνεχές ρεύμα, τότε, αφού διορθωθεί και ενισχυθεί ο αγωγός, το συγκεντρωμένο νερό θα μπορεί να χορηγείται για χρήση και πόση από τους πολίτες με την ίδια αφθονία, που βγαίνει από την πηγή. Αυτό πρέπει να πράττουν οι ιερείς του Θεού τώρα, εάν επιθυμούν την τήρηση των θείων εντολών, ώστε, εάν η αλήθεια έχει κάπως κλονισθεί και ταλαντευθεί, εμείς οφείλουμε να επανέλθουμε στην αρχή του Κυρίου και στην ευαγγελική και αποστολική Παράδοση. Από εκεί προέρχεται ο λόγος της ενέργειάς μας, απ’ όπου και η τάξη και η αρχή έχουν προέλθει». Ενθ’ ανωτ., PL 3, 1135B. Πρβλ. «Επιστολή προς Ιοβιανόν» (73η) XV, PL 3, 1119ΑΒ.

[109] Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τόμος Α’, σελ. 534-535. Πρβλ. Χρ. Κρικώνη, Η Εκκλησία αυθεντικός ερμηνευτής της εν Χριστώ θείας Αποκαλύψεως, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 88-89.

[110] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, «Στρωματείς» ΣΤ’, XV, ΒΕΠΕΣ 8, 228, 8-11.