ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ
Ὑπάρχει μία σημαντική μερίς ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά ζοῦν μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν αἰσιοδοξίας καί ὑπεραισιοδοξίας δίχως βεβαίως νά στηρίζουν τήν νοοτροπίαν των αὐτήν εἰς ὀρθήν μετάνοιαν καί ἀντικειμενικήν βάσιν.
Βεβαίως, ὅπως ὅλοι γνωρίζωμε καί παραδεχώμεθα, ἡ αἰσιοδοξία εἰς τήν σωστήν της μορφήν ἀποτελεῖ ἀρετήν καί εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχῃ εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἀλλοίμονον δέ, ἐάν ἡ αἰσιοδοξία χαθῇ ἀπό τήν ζωήν μας. Ἄλλωστε, ἕνας πιστός εἰς τόν Χριστόν ἄνθρωπος, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀπαισιόδοξος καί νά τόν κατακλύζουν μαῦρα σύννεφα, ζοφερές σκέψεις, ἀλλά καί φόβοι, πού σχεδόν ποτέ δέν θά ἀντιμετωπίσῃ. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτό καί ἐντελῶς διαφορετικό εἶναι τό νά ζῇ κανείς εἰς τά νέφη καί νά πιστεύῃ ὅτι ὅλα τά θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπό μόνα των, δίχως ἀγῶνα καί μάλιστα δίχως Θεόν, θά ἔχουν αἴσιον πέρας καί θά καταλήξουν καλά, ὅπως ὁ ἴδιος νομίζει τό «πέρας» καί θεωρεῖ τό «καλόν». Αὐτήν δυστυχῶς τήν νοοτροπίαν τήν εὑρίσκει κανείς εἰς ὅλους τούς χώρους καί τήν συναντᾷ εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἄς ξεκινήσωμε ἀπό τόν χῶρον τῆς Ἑκκλησίας καί εἰς τήν συνέχειαν θά συναντήσωμε ἐμπρός μας αὐτήν τήν στάσιν ζωῆς καί εἰς ἄλλους τομεῖς. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, χωρίς βεβαίως ἀπόλυτα στεγανά, περιλαμβάνονται ὅσοι πιστοί ἔχουν παύσει νά ἀγωνίζωνται τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως μέ τίς προδιαγραφές τῶν Ἁγίων καί κρατοῦν τήν πίστιν ἁπλῶς ἐγκεφαλικά. Γνωρίζουν βεβαίως ἀρκετά ἐκ τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γνῶσιν σελίδων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, διαθέτουν κατά τόν Ἀπόστολον «μόρφωσιν εὐσεβείας» (Β´ Τιμόθ. γ´, 5), ἐπί τῆς οὐσίας ὅμως ἀρνοῦνται τήν δύναμιν τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τήν ὁποίαν ὀφείλονται ὁ δυναμισμός καί ὁ ἀγώνας εἰς θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὀρθοπραξίας.
Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζωμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία, οὔτε βεβαίως ἕνα ἁπλό συναίσθημα. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καλύπτει ὁλόκληρον τήν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί καταρτίζει τόν πιστόν διά πολυμετώπους ἀγῶνας καί διά θυσίας. Δι᾽ ἀγῶνας καί διά θυσίας, πού ξεκινοῦν ἀπό τήν πάλην μέ τήν ἰδίαν τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ καί φθάνουν ἕως αὐτούς τούς Ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνας. Ἐμπρός ὅμως εἰς τόν ὁλοκληρωτικόν ἀγῶνα τῆς πνευματικῆς καθάρσεως καί τῆς ἰσορροπημένης καί εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, πού ἐκφράζεται διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων τῶν πιστῶν, ἐμπρός εἰς αὐτόν τόν κόπον καί τάς θυσίας, ὁ μή συνειδητοποιημένος Χριστιανός προτιμᾶ τήν «κάλυψιν», τήν »ἀπόκρυψιν» καί τήν «παραλλαγήν». Ἔτσι, τόν λόγον λαμβάνουν τά «προπετάσματα καπνοῦ», πού μεταφράζονται ἐπί τῆς θεωρίας καί κυρίως τῆς «πράξεως», ὡς «ἔχει ὁ Θεός», «ἐμεῖς εἶναι ἀδύνατον νά κάνωμε κάτι», «θά μιλήσῃ ὁ Θεός» καί ἐπίσης τό ἐντελῶς ἐξοργιστικόν «οἱ ἐποχές εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες καί αὐτά συνέβαιναν πάντοτε», κλπ.
Τό νά ἀκούωνται τά λόγια αὐτά ἀπό τούς ἀγωνιζομένους πιστούς, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν κάμει «ὅ,τι περνᾶ ἀπό τό χέρι των», δηλαδή τό καθῆκον των, αὐτό ἀποτελεῖ ὄντως ἀπαύγασμα Πίστεως ζωντανῆς καί ἐπιφέρει εἰρήνην καί ἀνάπαυσιν εἰς τήν καρδίαν, συμφώνως πρός τό «ἡσυχάσαμεν εἰπόντες• τό θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. Ἀπ. κα´, 14). Ἀλλά τό νά ἀκούωνται οἱ παραπάνω φράσεις ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι παντελῶς ἄγευστοι ἀγώνων πρός προσωπικήν πνευματικήν κάθαρσιν, πρός διόρθωσιν κοινωνικήν καί ἐλευθερίαν ἐκκλησιαστικήν, τοῦτο ὄχι μόνον προξενεῖ σκάνδαλον καί ἀθυμίαν εἰς τούς πιστούς, ἀλλά φανερώνει ἀσυνέπειαν χριστιανικῆς ζωῆς, δειλίαν, καιροσκοπισμόν καί εἰς κάποιες τῶν περιπτώσεων, ἀποκαλύπτει τακτικήν »Δουρείου Ἵππου».
Ὅπως γίνεται κατανοητόν, πρόκειται περί τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταστήσει τούς ἑαυτούς των καί μαζί των ὅσους τούς ἀκολουθοῦν, ἐντελῶς ἀνικάνους εἰς τό νά ἐκφέρουν φωνήν ἔστω καί ἁπλῆς διαμαρτυρίας. Ποῦ νά κάμῃ κανείς εἰς αὐτούς λόγον περί θεμάτων Πίστεως καί ζωῆς πού ἀπαιτοῦν θυσίας; Εἰς τήν σκέψιν ὅτι ἐνδεχομένως καί διά τῆς ἐλαχίστης διαμαρτυρίας, ὄχι θά χαθῇ, ἀλλά ἁπλῶς θά σεισθῇ ὁ θῶκος των, τρέμουν ὡς «κάλαμοι ὑπό ἀνέμων σαλευόμενοι». Ἀντί δέ νά ἐπαναστατήσουν κατά τοῦ κακοῦ καί ἐναντίον ὅσων ἐκ πεποιθήσεως καί συστηματικῶς ἐργάζονται εἰς αὐτό, θυμώνουν, ἐξοργίζονται καί προσπαθοῦν νά ταπεινώσουν ὅσους ἔχουν καί δείχνουν διάθεσιν ἡρωϊκήν καί χριστιανικήν. Καί αὐτά μέν δι᾽ ὅσους κατέχουν κάποιαν θέσιν καί ἀποδεικνύονται «καρεκλοκένταυροι», εἴτε εἰς τόν πολιτικόν, εἴτε εἰς κάποιον ἄλλον, εἴτε κυρίως εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τομέα.
Διά δέ τούς ἁπλούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πνιγεῖ ἀπό τήν μούχλαν τοῦ φόβου καί ἔχουν βραχυκυκλωθῆ ἕνεκεν ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστις εἶναι τό κινδυνευόμενον, αὐτοί τί κάμνουν; Συγχύζονται, τά χάνουν καί κλονίζονται «ὡς φύλλα ἐξ ἀμπέλου καί ὡς πίπτει φύλλα ἀπό συκῆς» (Ἡσ. λδ´, 4). Δηλαδή, ὅπως πίπτουν τά μαραμένα φύλλα ἀπό τήν ἄμπελον καί ὅπως πίπτουν τά φύλλα ἀπό τήν συκήν. Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητον εἰς τήν σκέψιν καί μόνον, ὅτι ἴσως χρειασθῇ νά θέσουν τήν ὑπογραφήν των κάτωθεν ἑνός ἁπλοῦ κειμένου διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραεῖς καί ἡσύχιοι» καί ὅτι δέν χάνουν τήν εἰρηνικήν των διάθεσιν, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καί ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον ὡς κατηγορίαν, κατάκρισιν, κλπ. Ὅταν ὅμως κάποιος τολμήσῃ νά θίξῃ τήν προβοσκίδα τοῦ ἐγωϊσμοῦ των, τότε ἀστραπιαίως ἐξαφανίζονται καί οἱ πραότητες καί οἱ κροῦστες τῆς ἀταραξίας καί ἐν τῷ ἅμα μεταβάλλονται ὡς «ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ». Ὅταν θίγεται ὁ ἐγωϊσμός των καί ἰδίως τό οἰκονομικόν των συμφέρον, ἐκεῖ βεβαίως «δέν ἔχει λόγον ὁ Θεός». Ἐκεῖ ἠχοῦν οἱ σάλππον ἐπίθεσιν». Ἀλλά καί μόνον ἡ στάσις των αὐτή ξεσκεπάζει καί ἀποκαλύπτει τό ρηχόιγγες πρός «κατά μέτων τῆς πνευματικότητός των, τήν εὐσεβιστικήν ἐπικάλυψιν τῆς ἀκατεργάστου ψυχῆς των καί τό ἀλλοπρόσαλλον τῆς συμπεριφορᾶς των. Δυστυχῶς, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε εἰς τό σημεῖον αὐτό, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορά ἔχει κάμει μέγα κακόν εἰς τόν Ὀρθόδοξον χριστιανικόν κόσμον καί ἔχει παγιώσει «σταλακτῖτες καί σταλαγμῖτες», πού δυσκόλως καθαρίζονται ἀπό τήν «ἐκκλησιαστικοευσεβιστικήν» νοοτροπίαν.
Αὐτό τό «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῷ εἶναι ἔκφρασις πίστεως ἀγωνιστικῆς καί ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διά τῶν ἀφελῶν καί δειλῶν πιστῶν, νά τό σερβίρῃ ὡς παγίδα καί νά τό περάσῃ ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το εἰς πυροσβεστῆρα κατά τοῦ ἁγνοῦ ζήλου καί τῆς λογικῆς.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν νόθον καί πνευματικῶς μετηλλαγμένην νοοτροπίαν ἐκφράζει ὁ δυναμικός Προφητικός λόγος τοῦ Ἀμώς. Ὁ Προφήτης Ἀμώς ἀντιμετώπισε αὐτήν τήν νόθον κατάστασιν, αὐτό τό κλῖμα τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἔζησεν εἰς ἐποχήν φοβεράν καί δύσκολην διά τό Βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ. Πλήν τῶν ἄλλων δεινῶν, τό ἔθνος του εἶχε διαιρεθῆ εἰς δύο Βασίλεια. Εἰς τό Βασίλειον τοῦ Νότου, τοῦ Ἰούδα, μέ πρωτεύουσαν τά Ἱεροσόλυμα, καί εἰς αὐτό τοῦ Βορρᾶ, τοῦ Ἰσραήλ, μέ πρωτεύουσαν τήν Σαμάρειαν. Βασιλεύς τοῦ Ἰούδα ἦτο ὁ Ὀζίας καί τοῦ Ἰσραήλ ὁ Ἱεροβοάμ Β´ (794-754 π.Χ.).
Τήν ἐποχήν ἐκείνην συνέβαιναν φοβερές ἀδικίες καί ἀνομολόγητα αἴσχη. Ἠ ἀσέβεια καί τό κακόν εἶχαν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα. Ὁ λαός μιμούμενος τούς κακούς του ἄρχοντας καί τούς μεγιστάνας, ἀντέγραφε τήν συμπεριφοράν των αὐτήν, ἡ ὁποία κατατάσσει τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπον, εἰς τό ζωϊκόν βασίλειον… Οἱ δέ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι, ἀντί νά ἐλέγξουν τήν ὅλην κατάστασιν καί νά ἐπαναφέρουν τό σκάφος τῆς κοινωνίας εἰς τήν σωστήν του πλεῦσιν, νά κηρύξουν δηλαδή μετάνοιαν καί νά ἐλέγξουν τό κακόν καί τήν ἀνομίαν, ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των μέ ὅλα βεβαίως τά προνόμια πού προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποῦ φωνή διαμαρτυρίας; Ποῦ κήρυγμα ἀφυπνιστικόν; Ποῦ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος καί λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των. Μίαν ἡσυχίαν ὅμως παράδοξον, ὡσάν τήν ἡσυχίαν πού ἐπικρατεῖ πρίν ξεσπάσῃ τό ἠφαίστειον καί ἡ πυρίνη λάβα του κατακαύσῃ τά πάντα. Ἔτσι τώρα καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, ἡ λιποψυχία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία, κλπ., ἦσαν ὁ προάγγελος τῆς ὀργῆς πού θά ἤρχετο. Δέν θά ἔμενε τίποτε ὄρθιον. Ἀλλοίμονον εἰς ὅσους ἐνεργοῦν παρανόμως καί εἰς ὅσους ἀναισθήτως καί παχυδερμικῶς ἀνέχονται τήν κακίαν, τό ἄδικον καί τήν παρανομίαν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι «ἀπέχουν» ἀπό τά τεκταινόμενα.
Μέσα λοιπόν εἰς τό κλῖμα αὐτό τῆς ψευδοῦς ἀταραξίας, τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀρτηριοσκληρύνσεως, ξεσπᾷ ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικός κεραυνός. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ». Πολλές θά εἶναι οἱ τιμωρίες. Θά ἔρχωνται ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, θά ἔρχωνται ἐπάνω μας. Διαρκῶς θά ἀκούωνται «οὐαί». «Λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμώς γ´, 8).
Ὁ Προφήτης Ἀμώς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «φορτίον» καί ὑπαινίσσεται μᾶλλον ὅτι ὁ λόγος του εἶχε βαρύτητα καί τό κήρυγμά του ἦτο «τό φορτίον τοῦ Κυρίου», κηρύσσει εἰς αὐτούς πού ἀμερίμνως καί μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου». Τήν ἡμέραν δηλαδή κατά τήν ὁποίαν θά ἔλθῃ ὁ Κύριος αὐτεπαγγέλτως διά νά δώσῃ λύσεις εἰς τά προβλήματα πού οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νά δημιουργοῦνται καί νά ἐπισωρεύωνται.
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης διά τό ἔθνος των καί ἐλαχταροῦσαν μέ μίαν ἰδιαιτέραν ὑπερηφάνειαν τό πότε αὐτή θά ἔλθῃ. Ὅπως δέ βλέπομε καί εἰς ἄλλας περιπτώσεις τοῦ περιουσίου λαοῦ, οἱ ψευδοπροφῆται ὑπεδαύλιζαν αὐτές τίς ἐθνικιστικές τάσεις καί δοξασίες, θωπεύοντας τόν ἀποστάτην λαόν καί προσφέροντας ταπεινήν ἐκδούλευσιν εἰς τούς πολιτικούς καί θρησκευτικούς ἄρχοντας (πάντοτε βεβαίως μέ τό ἀζημίωτον).
Ὅμως ὁ γνήσιος Προφήτης καί ἀκέραιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀμώς, θρυμματίζει αὐτήν τήν ψεύτικην ἐλπίδα καί διασαλπίζει εἰς τόν ἄνομον λαόν, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δέν θά εἶναι ὅπως αὐτοί τήν νομίζουν, ἀλλά θά εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καί φρίκης διά τίς τόσες καί τόσες ἀνομίες καί ἁμαρτίες. Μέ μίαν πολύ ἔντονην καί δυνατήν εἰκόνα παρουσιάζει τήν κατάστασιν καί φανερώνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγῃ κανείς ἀπό τήν τιμωρίαν πού ὁ ἴδιος, διά τῶν λόγων καί ἔργων του, παρασκευάζει διά τόν ἑαυτόν του. Ἀκόμη καί ἡ ἰδία ἡ οἰκία παύει νά ἀποτελῇ ἄσυλον καί ἀσφαλές καταφύγιον διά τόν οἰκοδεσπότην.
Λέγει ὁ Προφήτης: «Ἀλλοίμονον εἰς τούς θρασεῖς καί αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν εἰς τάς προρρήσεις τῶν προφητῶν καί ζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν νά ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Ἀλλά, τί νομίζετε ὅτι θά σημαίνῃ δι᾽ ἐσᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Θά σημαίνῃ σκοτάδι καί ὄχι φῶς. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν καί φοβερῶν δεινῶν, τά ὁποῖα κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην θά ἔλθουν, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι ἡμέρα χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Θά εἶσθε ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μόλις ἐξέφυγε ἀπό τούς ὀδόντας τοῦ πεινασμένου λέοντος, ἔπεσε ἐπάνω εἰς τήν ἀρκούδα. Καί μόλις κατώρθωσε νά σωθῇ ἀπό τήν ἀρκούδα καί ἐπῆγε εἰς τήν οἰκίαν του, ἐνῷ ἀκουμβᾶ βιαστικά τό χέρι του εἰς τόν τοῖχον, φίδι φαρμακερόν ἐπετάχθηκε καί τόν ἐδάγκωσε. Δέν εἶναι λοιπόν σκοτάδι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί ὄχι φῶς; Σκοτάδι βαθύ, δίχως τήν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός, ἡ ἡμέρα αὐτή; Αὐτά τά φοβερά προφητεύει καί κηρύσσει ὁ Προφήτης Ἀμώς δι᾽ αὐτούς πού δέν ἀγωνίζονται ὅπως πρέπῃ καί περιμένουν τήν ἡμέραν Κυρίου» (Ἀμώς ε´, 18-20).
Τί νά προσθέσωμε τώρα; Ὅτι μελετῶντας κάποιος τόν ἀσυμβίβαστον μέ τήν ἀνομίαν Ἀμώς, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ὀκτώ αἰῶνας πρό Χριστοῦ, αἰσθάνεται ὅτι ὁ Προφήτης ζεῖ εἰς τάς ἡμέρας μας καί κινεῖται ἀνάμεσά μας; Οἱ ἄνθρωποι, παρά τάς χρονικάς ἀποστάσεις τῶν αἰώνων καί τάς χιλιετίας πού χάνονται εἰς τά βάθη τοῦ πανδαμάτορος χρόνου, παραμένουν ἐπί τῆς οὐσίας οἱ ἴδιοι, ἰδίως εἰς τέτοια ζητήματα. Ἐάν ἀφαιρεθῇ ἀπό τόν ἄνθρωπον ἡ διάστασις τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς πώς ὅλες οἱ γενεές κινοῦνται εἰς τό ἴδιον ἱστορικόν πλαίσιον εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον. Ἡ ἱστορία ἀντιγράφει καί σήμερον τάς σελίδας της, ὄχι ἁπλῶς δραματικῶς, ἀλλά τραγικῶς, ἀφοῦ ἀκόμη καί μεγάλο ποσοστόν ἐξ ὅσων ὁμολογοῦν ὅτι ἀποδέχονται τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, δέν θέλουν νά παραδειγματίζωνται ἀπό τάς τραγικάς παραμέτρους τῆς κοινωνικῆς πορείας.
Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι, παρά τά ἐξωτερικά σχήματα καί τά διάφορα «πνευματικά μορφώματα», δέν φαίνεται νά ὑπάρχῃ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν διάθεσις εἰς τό νά ἐπιτρέψουν εἰς τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ὁδόν τοῦ ἐξαγιασμοῦ. Δέν δέχονται τήν ἀνακαίνισιν τοῦ νοός, τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί γενικῶς τήν πορείαν πρός τήν θέωσιν. Ἀπουσιάζει ἡ γνησία, ἡ ἔμπρακτος μετάνοια καί φυσικά τό θάρρος τῆς ὁμολογίας καί τό πνεῦμα τοῦ ἐλέγχου ὅλων τῶν κακῶς κειμένων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διά τόν ἄνθρωπον καί τό κοινωνικόν σύνολον. Ἀλλά καί οἱ ἐξουσίες πού δι᾽ αὐτόν τόν σκοπόν ὑφίστανται καί βεβαίως αὐτή ἡ Ἑκκλησιαστική, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἐξουσία ὅπως οἱ ἄλλες μέ τούς πυλῶνας των, πού συγκροτοῦν μίαν δῆθεν εὐνομουμένην εἰς τήν πραγματικότητα ὅμως μίαν ἀνάπηρον καί ἐξαθλιωμένην πολιτείαν, ἀδιαφοροῦν, σιωποῦν καί ἐθελοτυφλοῦν ἐμπρός εἰς τό πολύμορφον κακόν πού ὡς μολυσματική νόσος ἔχει ἁπλωθῆ παντοῦ. Ὄχι μόνον δέν ἐλέγχουν, δέν ἀντιδροῦν, δέν διαμαρτύρονται κατά τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀνομίας ἀλλά ἰσχύει τό »εἰσέλθετε κῦνες καί ἀλήθετε…».
Ἔτσι τό ἀποτέλεσμα εἶναι, εἴτε νά ὑπάρχῃ πλήρης ἀδιαφορία, εἴτε μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀδρανείας πού μαστίζει τό σύνολον τῶν πιστῶν, «μοιρολατρικῶς» ὅλα νά ἀναμένωνται «ἄνωθεν». Ἄς προσέξωμε τά προφητικά κηρύγματα, ἀλλά καί τίς ἱστορικές ἐξελίξεις…
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί κάποιοι Πνευματικοί, πού θέτουν ἐπιτίμιον εἰς τήν ἀνησυχίαν τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον, τήν διαμαρτυρίαν, τήν ὁμολογίαν… ὡς κατακρίσεις, κατηγορίες, κλπ.
Καί εἶναι ἀνάγκη νά προστεθῇ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδή «ὅλα θά τά τακτοποιήσῃ ὁ Θεός» καί ἐμεῖς ἄς μήν κινοῦμε οὔτε τό δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾷ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι καί τελικῶς τά πράγματα νά ἔρχωνται καί νά ἔλθουν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι φαντάζονται οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί καί μαζί των ὅσοι τό «εὐλογητός ὁ Κύριος» τό ἔχουν ἀναποσπάστως συνδεδεμένον μέ τό «καί πεπλουτήκαμεν» (Ζαχ. ια´, 5).
Ἐπίσης, σῆμα κατατεθέν τῶν καιρῶν ἀποτελεῖ τό ὅτι εἰς πολλούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, ἀντί νά κηρύσσεται πνεῦμα μετανοίας καί ὁμολογίας, καλλιεργοῦνται φροῦδες ἐλπίδες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώνεται αὐτή ἡ ἰδία ἡ οὐσία τῆς πίστεως εἰς πολλά καίρια σημεῖα της καί μάλιστα εἰς τό εὐαίσθητον κεφάλαιον τῆς ἐσχατολογίας μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται διά τήν πνευματικήν καί ὄχι μόνον ζωήν.
Ἔτσι λοιπόν φθάνει κανείς εἰς τάς ἡμέρας μας, ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῶν τῶν παραδόξων ἀντιλήψεων, νά ἀκούῃ ἐσχατολογικές ἀπόψεις πού παραπέμπουν ἀκόμη καί εἰς Χιλιαστικοῦ τύπου ἐσχατολογικές καί πεπλανημένες δοξασίες… Δέν χρειάζεται νά ψάξῃ κάποιος πολύ διά νά ἀνακαλύψῃ τέτοιες περιπτώσεις, πού ξεκινοῦν ἀπό δῆθεν προρρήσεις Γερόντων καί ἕωλες προφητεῖες πού ἐκτρέφουν ἀλλοπρόσαλλες «πνευματικές» καταστάσεις. Δυστυχῶς, ἕνας νόθος ἐνθουσιασμός μέ ἕνα ἐπίχρισμα «πνευματικότητος», ὁ ὁποῖος δέν ἑδράζεται εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν, ὁδηγεῖ εἰς τήν ὀλισθηράν ὁδόν τῆς πλάνης μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει: «Ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (Α´ Ἰωάν. δ´, 1-2). Βεβαίως, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἰσχύει διά κάθε ἐποχήν, ἀλλά κυρίως διά τάς ἡμέρας μας, καθ᾽ ὅ,τι πολλοί ψευδοπροφῆται, πλανοερμηνευταί ἁγίων Γερόντων, κλπ., κυκλοφοροῦν καί μάλιστα ὡρισμένοι μέ τό κάλυμμα τῆς αὐθεντίας καί μέ τό ὄνομα τοῦ «Γέροντος». Ἑπομένως, ὁ κάθε ἕνας πού ὁμιλεῖ δέν εἶναι καί Προφήτης. Δηλαδή, δέν ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ὁ λόγος του δέν εἶναι ἀληθινός. Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἀνέκαθεν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ἰδιαιτέρως προσεκτικόν. Μέ τάς προϋποθέσεις τῆς γνησιότητος καί τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπῃ νά γίνεται ἀποδεκτός ὁ λόγος καί τό κήρυγμα, ὡς λόγος ἀληθείας.
Εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τά πάντα: Αἱμομεῖκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικῶν… Ἐμπορία καί μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες, ἄπειρες φόνισσες μητέρες τῶν τέκνων των διά τῶν ἀμβλώσεων… Ἡ κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί τῆς παρανομίας. Ἄνθρωποι χωρίς πρότυπα καί ἰδανικά.
Τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν ξεχωρίζουν ἀπό τό ζῶον, δύο πράγματα, «ὁ γέλως καί ἡ αἰδώς», δηλαδή τό γέλιον καί ἡ ἐντροπή. Τό ζῶον δέν γελάει ποτέ καί δέν ἐντρέπεται διά τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, πού δέν γελάει ποτέ, ρέπει πρός τήν ψυχοπάθειαν, ὅπως ἐπίσης καί αὐτοί πού γελοῦν χωρίς λόγον… Καί ἐκεῖνος πού δέν ἐντρέπεται διά τίποτε, ρέπει πρός τήν ἀποκτήνωσιν. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε καταντήσει μία κοινωνία πού ἀπαρτίζεται ἀπό ἀλλόκοτα μασκαρεμένα πρόσωπα καί σώματα ἀνθρώπων δίχως ἐντροπήν, μέ συμπεριφορές ψυχοπαθητικές, μέ δυσεύρετα τά ὑγιῆ χαμόγελα καί ἄν κάπου-κάπου κανείς ἀντικρύσῃ κάποιο χαμόγελο, θά εἶναι νευρικό ἤ δίχως αἰτία χαμόγελο-γέλιο, δηλαδή ἄρρωστο. Ἄπειροι ἄνθρωποι συνοφρυωμένοι, μελαγχολικοί, καταθλιπτικοί… Ἀκόμη καί ἀρκετά μικρά παιδάκια – τά καημένα δίχως ἁγνότητα – ἀγριεμένα, ἐνίοτε προχωρημένα πρίν τήν ὥραν των εἰς ὅλους τούς τομεῖς. Εἶναι τά ἄδικα πρώϊμα »χαϊβάνια»…
«Στρατεύματα κατοχῆς», ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, οἰκογενειοκτονία, κοινωνική ἐξαθλίωσις, οἰκονομική ἐξαθλίωσις, καί ἀντί ὀφειλομένων ἀποζημιώσεων, ἐπιβάλλονται φόροι ἐπί φόρων… Τά ὄνειρα διά μίαν καλυτέραν ζωήν ἀπαγορεύονται αὐστηρῶς. Νόμοι ἀντιρατσιστικοί, ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων… Θεατές ἐσταυρωμένων, ἀποκεφαλισμένων κλπ. συνανθρώπων μας, Χριστιανῶν καί μή. Ἀθλιότης! Προώθησις λαθρομεταναστῶν καί δή τοῦ Ἰσλάμ εἰς τήν Ἑλλάδα.
Καί μέσα εἰς ὅλα αὐτά, κάποιοι ὀνειρεύονται τήν Πόλιν. Οἱ Τζιχαντιστές ὁραματίζονται τήν Δύσιν καί κάποιοι Ἕλληνες τήν… Πόλιν. Διδασκαλία τοῦ ἀντιχρίστου Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἀνέγερσις τζαμιῶν, ναργιλέδες καί μύρια ἄλλα. Ὅλα αὐτά αὐξάνονται καί πληθύνονται καί κατακυριεύουν, ἐπειδή προστατεύονται, προωθοῦνται καί νομιμοποιοῦνται διά ἀνθελληνικῶν καί ἀντιχρίστων νόμων, ἄνευ διαματυρίας, ἐλέγχου, ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος…
Ὁ μεγάλος, ὁ πιό φοβερός ἐχθρός εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεσις τῶν αἰώνων, τό σύνολο τῶν αἱρέσεων πού σκοπόν ἔχει νά ἀλλοιώσῃ καί τελικῶς νά ἐξαφανίσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἀποσκοπεῖ εἰς τήν πνευματικήν μας σταύρωσιν καί εἰς τόν πνευματικόν μας ἀποκεφαλισμόν, καί ὄχι μόνον. Πληγή δέ μεγάλη εἶναι ὁ Σιγονταρο-οικουμενισμός, δηλαδή τό »Ὀρθόδοξον Οἰκουμενιστικόν Χαλιφᾶτον», μέ τούς «Ὀρθοδόξους Τζιχαντιστάς», τοὐτέστιν τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστάς.
Καί τό ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσις καί πλάνη, ὁ Παπισμός. Ὁ Παπισμός πού ἐμμένει ἀμετανόητος εἰς τάς αἱρετικάς πλάνας του καί μέ «Βατικανίζουσαν» πολιτικήν καί διπλωματίαν προβάλλει καί χρησιμοποιεῖ ὡς »Δουρείους Ἵππους» τίς παγίδες πού εἶναι ὁ δῆθεν «θεολογικός διάλογος», ὁ διάλογος τῆς «ἀγάπης», ἡ οἰκουμενική κίνησις διά τήν «ἕνωσιν» τῶν «ἐκκλησιῶν», κλπ.
Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: » Ἔχει ὁ Θεός»!
Τό πνεῦμα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἤλεγχε ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου Ἀμώς, τό βλέπομε καί σήμερον ὁλονέν καί περισσότερον νά ἐξαπλοῦται. Εἴμεθα μία ἀδικαιολόγητη, ἀμετανόητη καί ἀναπολόγητη γενεά.
Καί ἐνῷ θά ἀνέμενε κανείς, ὕστερα ἀπό τίς αὐστηρές προφητεῖες τοῦ Ἀμώς, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ νά μετανοήσῃ, δυστυχῶς παρέμενε ἀμετανόητος. Καί ὄχι μόνον παρέμεινε ἀμετανόητος, ἀλλά καί ἠθέλησε νά ἐπιβάλλῃ σιωπήν εἰς τόν Ἀμώς καί ἐκδίωξιν. Βλέπομε λοιπόν ὁ διασυρμός καί ἡ ἐκδίωξις νά εἶναι τό τίμημα ἐκείνων πού κηρύσσουν τήν ἀλήθειαν. Ἐκείνων πού γνωρίζουν, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, νά βλέπουν πέραν τῶν γεγονότων καί νά διαβάζουν κάτωθεν τῶν γραμμάτων. Ὁ Προφήτης ὅμως δέν ἐσιώπησεν. Συνέχισε νά κηρύττῃ τήν Ἀλήθειαν. Εἰς τό τέλος, ἐφονεύθη ἀπό τούς ἱερεῖς διά ροπάλου, ὑπογράφοντας τό κήρυγμα τῆς Ἀληθείας μέ τήν ἰδίαν του τήν ζωήν!
Ἡ ἀλήθεια θά πρέπῃ πάντοτε νά διακηρύσσεται. Ἡ δέ Χάρις ἐπικυρώνει τήν ἀλήθειαν, δικαιώνει τούς ἀγωνιστάς καί καταισχύνει τά φερέφωνα τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους. Ἄς τό συνειδητοποιήσουν ὅλοι, ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β´ Τιμόθ. β´, 9).
Δόξα τῷ Θεῷ πού ὑπάρχουν ὀλίγες μέν, ἀλλά δυνατές φωνές ἀγωνιστῶν καί ὁμολογητῶν πατέρων, τόσον ἐκτός, ὅσον καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης καί ὡρισμένων λαϊκῶν, θεολόγων, κλπ. Ἀλλά, πρέπει καί ἐπιβάλλεται ὅλοι μας, πρωτίστως ὁ κλῆρος, ἀλλά καί ὁ λαός, ἐν μετανοίᾳ, ἔστω καί τήν ὑστάτην στιγμήν, τώρα δηλαδή, νά ὑψώσωμε, φωνήν διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας, πρωτίστως διά τήν Πίστιν μας. Διότι, ἄν εἴχαμε μετάνοιαν καί ἐκρατούσαμε τήν Πίστιν γερά, θά ἔστεκαν καί τά ὑπόλοιπα εἰς τήν σωστήν των βάσιν.
Ἐννοεῖται δέ, πώς ὁ ἀγών διαμαρτυρίας δι᾽ ὅλων τῶν ἐκφάνσεών του, πάντοτε θά πρέπῃ νά διεξάγεται καί νά ὁλοκληρώνεται ἐντός καί μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου