Πεντηκοστή, ψηφιδωτό (Ιερά Μονή Οσίου Λουκά). |
Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε
πώποτε». Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἰπώθηκαν ἀπὸ ἕναν ἄθεο ἢ ἀπὸ ἕναν παραπαίοντα πιστό, ἢ ἀπὸ κάποιον ποὺ ἁπλὰ εἶναι ἀγκιστρωμένος στὶς δραστηριότητές του χωρὶς χρόνο γιὰ ἀνώτερες συζητήσεις. Εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο ( Ἰωάν. 1:18), ἡ πίστη τοῦ ὁποίου, γιὰ σχεδὸν δύο χιλιάδες χρόνια, συνεχίζει νὰ ἐμπνέει ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς Ἐπιστολές του.
«Θεὸν
οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅμως ἂν ἀληθεύει κάτι τέτοιο, ποιό μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ
νόημα αὐτῆς τῆς αἰώνιας πίστης; Πρὸς τί, ἢ πρὸς ποιόν αὐτὴ ἀπευθύνεται; Τί μπορεῖ
νὰ ἐννοεῖ κάποιος ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴν αἰνιγματικὴ λέξη «Θεός», λέξη ἡ ὁποία,
ἀνάμεσα σ’ ὅλες τὶς λέξεις ποὺ ὁ ἄνθρωπος δημιούργησε, εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη νὰ
ἐξηγηθεῖ λογικά; [...] Κι ἐδῶ γίνεται φανερὸ πὼς τὰ λόγια ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή
μας εἶναι πολὺ φτωχά, ἀνεπαρκῆ καὶ ἀδύναμα νὰ ἐκφράσουν αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ
οὐσιῶδες, καὶ συνεπῶς τελικὰ ἀνέκφραστο.
Γιατὶ
εἶναι ἀπολύτως σαφὲς πὼς οἱ λέξεις «αἴσθημα, αἰσθάνομαι» ἀναφέρονται σὲ τόσες
πολλὲς καὶ διάφορες καταστάσεις ὑπάρξεως, σὲ τόσα πολλὰ κινήματα τοῦ νοῦ καὶ σὲ
τόσες διαθέσεις, ὥστε εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὴν πίστη νὰ οἰκοδομηθεῖ ἢ νὰ τὴν
συμπεράνουμε ἀπὸ αὐτὲς καὶ μόνο. Βέβαια ἡ πίστη εἶναι ἕνα αἴσθημα, ἀλλὰ ἕνα
αἴσθημα τὸ ὁποῖο διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ ὅλα τ’ ἄλλα, καὶ τὸ ὁποῖο συγκριτικὰ εἶναι
κατ’ οὐσίαν ξένο πρὸς αὐτά. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγεται συχνὰ γιὰ τὴ γεύση μπορεῖ
ἐπίσης νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὰ αἰσθήματα: «Δὲν μπορεῖς νὰ διαφωνήσεις γιὰ τὴ
γεύση»· ὁ ἕνας προτιμᾶ αὐτὸ ὁ ἄλλος ἐκεῖνο. Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὰ
αἰσθήματα: ὁ ἕνας αἰσθάνεται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ ἄλλος μὲ τὸν ἄλλο. Ἂν ἡ πίστη
εἶναι πράγματι κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ περαστικὰ αἰσθήματα, ἂν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς
διακυμάνσεις τῶν αἰσθημάτων μας, τότε πράγματι δὲν μποροῦμε νὰ συζητήσουμε γι’
αὐτήν. [...] Γιατί λοιπὸν αὐτὸ τὸ συναίσθημα κι αὐτὴ ἡ κατάσταση ποὺ ἀποκαλοῦμε
πίστη εἶναι τόσο ἀπόλυτα ἐξαιρετικὴ καὶ μοναδική; Αὐτὸ συμβαίνει σαφέστατα
γιατὶ ἡ πίστη εἶναι μιὰ ἀνταπόκριση, ἡ ὁποία ὄχι μόνο προϋποθέτει τὴν παρουσία
ἐκείνου πρὸς τὸν ὁποῖον ἀνταποκρινόμαστε, ἀλλὰ μαρτυρεῖ καὶ τὴν παρουσία του. Ἡ
πίστη εἶναι μιὰ ἀπαντητικὴ κίνηση ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ
προσώπου στὴν ὁλότητα τῆς ὑπάρξεώς του. Ξαφνικὰ ἀκούει κάτι, ξαφνικὰ βλέπει
κάτι καὶ παραδίδεται σ’ αὐτὸ τὸν ἐρεθισμό. Αὐτὸ στὴ γλώσσα τοῦ χριστιανισμοῦ
ἐκφράζεται λέγοντας ὅτι ἡ πίστη ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, μέσῳ τῆς πρωτοβουλίας Του,
μέσῳ τῆς κλήσεώς Του. Ἀποτελεῖ πάντοτε μιὰ ἀπάντηση σ’ Αὐτόν, ἡ παράδοση ἑνὸς προσώπου
σ’ Ἐκεῖνον ποὺ αὐτοπαραδίδεται. Ὅπως ὁ Πασκὰλ εἶπε τόσο ὑπέροχα: «Ὁ Θεὸς μᾶς
λέει: Δὲν θὰ μὲ ἀναζητοῦσες ἐκτὸς ἂν δὲν μὲ εἶχες ἤδη βρεῖ». Καὶ ἐπειδὴ ἡ πίστη
εἶναι μιὰ ἀνταπόκριση, μιὰ ἀπαντητικὴ κίνηση, παραμένει πάντοτε μιὰ ἀναζήτηση,
μιὰ δίψα καὶ ἕνας πόθος. [...]
Πιστεύω
γιατὶ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν δίνει συνεχῶς. Τὴν ἔδωσε ἀκριβῶς
ὡς χάρισμα, ὡς δῶρο ποὺ μαρτυρεῖται μέσα μου ἀπὸ ἐκείνη τὴ χαρὰ καὶ ἐκείνη τὴν
εἰρήνη ποὺ αἰσθάνομαι καὶ ἡ ὁποία εἶναι τόσο ἀπόλυτα ἄσχετη μὲ ὁτιδήποτε ἄλλο
σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο κι αὐτὴ τὴ ζωή.
Ὤ!
δὲν τὸ αἰσθάνομαι πάντοτε αὐτό. Στὴν πραγματικότητα, σπανίως τὸ αἰσθάνομαι –
μόνο συμπτωματικά, σὲ ἐκεῖνες μόνο τὶς στιγμὲς ὅταν ἡ λέξη Θεὸς παύει νὰ εἶναι
ἁπλὰ μιὰ λέξη καὶ γίνεται μιὰ ὑπόγεια θερμὴ πηγὴ ποὺ ἀφήνει νὰ ξεσπάσει ἕνας
πίδακας φωτός, ἀγάπης, κάλλους καὶ ζωῆς. «Εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» καθὼς
εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14:17) καὶ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα λόγια, γιατὶ ὅταν
πιστεύεις καὶ ζεῖς διὰ τῆς πίστεως, ἀκόμα καὶ τὰ λόγια γίνονται περιττά, σχεδὸν
ἀνίσχυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου