Αλλά γιατί όλα αυτά, εκτός από µια στιγµιαία χαρά, δεν έχουν µια µεγαλύτερη και διαρκέστερη επίδραση; Πόσος θυµος, αµοιβαίος πόνος, προσβολή.
Πόση – δίχως υπερβολή -κρυµµένη βία. Τι είναι αυτό που θέλει ο άνθρωπος; Γιά ποιό πραγµα διψά; Αν δεν το λάβει, µεταµορφώνεται σ’ ένα πρόσωπο του κακού, κι αν το λάβει,τον κάνει να επιθυµει περισσότερο.
Θέλει την αναγνώριση, δηλαδή τη «δόξα των άλλων». Να είναι «κάποιος» για τον άλλο, για τους άλλους, «κάτι»: µια αρχή, µια εξουσία, ένα αντικείµενο φθόνου, κ.λπ. Εδώ βρίσκεται, νοµίζω, η κύρια πηγή και η ουσία της υπερηφάνειας. Κι αυτή η υπερηφάνεια µεταµορφώνει αδελφούς σ’ εχθρούς.
Στην Εκκλησία, που είναι ένας µικρόκοσµος και που καλείται ν’ αποκαλύψει την Καινή Ζωή σ’ αυτόν τον κοσµο, στην Εκκλησία που η ζωή της, η πηγή της και η ουσία της δεν είναι η υπερηφάνεια, αλλά η αγάπη (των εχθρών µας) – όλα αυτά είναι ιδιαίτερα ορατά. Έξω από την Εκκλησία, «εν τω κοσµω τούτω», η υπερηφάνεια – όπως ο θάνατος, η εξουσία, ο πόθος – είναι νοµιµη. Εφευρίσκονται σχηµατα για τον εξαγνισµο τους, τη µεταµόρφωσή τους σε κοινωνικά αποδεκτά φαινόµενα.
Γι’ αυτό έχουµε τη σηµερινή αναστάτωση µε τα «δικαιώµατα», τη δηµοκρατία, κ.λπ. Η κύρια κινητήρια δύναµη σηµερα δεν είναι η «ελευθερία», όπως συνήθως νοµίζουµε, αλλά η εξίσωση. Είναι µια ισχυρή άρνηση της ιεραρχίας στη ζωή, υπεράσπιση όχι του δικαιώµατος του καθένα να είναι ο εαυτός του, αλλά µια υποσυνείδητη διαβεβαίωση πως όλοι ουσιαστικά είναι ίδιοι, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν «πρώτοι», αναντικατάστατοι, µοναδικοί, «κεκληµένοι».
Παρ’ όλα αυτά, στον πεπτωκότα κοσµο µας, τα δικαιώµατα και η δηµοκρατία είναι σχετικά καλά, είναι µια σχετική ρυθµιση στον αγώνα του καθενός ενάντια σ’ όλους τους άλλους. Γίνονται κακά µόνον όταν εξαφανιστούν τα σχετικά τους χαρακτηριστικά και «θεωθούν», ώστε να γίνουν καλά σε µια ολοκληρωτική, φασιστική κυβέρνηση• αλλά τότε µεταβάλλονται σε κακό εκεί όπου νικούν και γίνονται αυτοσκοπός, δηλαδή είδωλο. Γίνονται δε είδωλο κάθε φορά που παύουν να υπερασπίζονται τον αδύναµο, και µετατρέπονται σε όργανο εξίσωσης, και γι’ αυτό πνευµατικού απανθρωπισµου και τελικά υπερηφάνειας.
Στην Εκκλησία, δικαιώµατα, εξισωτισµος και αγώνες είναι ανεφάρµοστα, επειδή η Εκκλησία δεν γνωρίζει άλλο νοµο από τον νοµο της αγάπης• ή µάλλον την ίδια την αγάπη. Αν εκπέσει ή αδυνατίσει η αγάπη, αν κάποιος αποµακρυνθεί από την αγάπη, εισβάλλει η υπερηφάνεια (επιθυµια της σαρκός, επιθυµια των οφθαλµων, αλαζονεία του βίου – Α’ Ιωαν. 2,16). Η αγάπη, ως ζωή του Θεού – και σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχει αλαζονεία. Ο Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ, αλλά δίνει τα πάντα στον Υιό.
Ο Υιός δεν ισχυρίζεται πως είναι ο Πατήρ αλλά είναι αιωνίως ο Υιός, και το Άγιο Πνεύµα είναι η Ζωή καθαυτή, η Ελευθερία καθαυτή («το πνεύµα όπου θέλει πνεί», Ιωαν. 3,8), είναι η ίδια η Αγάπη του Πατρός προς τον Υιό του Υιού προς τον Πατέρα, το θείο δώρο της ύπαρξης και της υπακοής. Ο Θεός δίνει αυτή την αγάπη, κάνει τον άνθρωπο µέρος αυτής της αγάπης, και αυτή η κοινωνία είναι η Εκκλησία.
Έτσι στην Εκκλησία δεν υπάρχουν δικαιώµατα, ούτε συνδεόµαστε µ’ αυτά τα δικαιώµατα, ούτε υπάρχει εξισωτισµος. Δεν υπάρχει εξισωτισµος, γι’ αυτό και δεν υπάρχει σύγκριση -που είναι η κύρια πηγή υπερηφάνειας. Η πρόσκληση για τελείωση που απευθύνεται σε κάθε πρόσωπο είναι µια πρόσκληση να βρούµε τον εαυτό µας, όχι βέβαια µε τη σύγκριση, ούτε µε την αυτοανάλυση («που βρίσκεται το δυναµικό µου;») αλλά κατά Θεόν. Από δω προέρχεται και το παράδοξο: µπορείς να βρείς τον εαυτό σου µόνον όταν τον χάσεις, και αυτό σηµαίνει να ταυτίσεις ολοκληρωτικά τον εαυτό σου µε την κλήση του Θεού, ενώ το σχέδιο που υπάρχει για τον άνθρωπο δεν αποκαλύπτεται στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά «εν Θεώ»!
Ν’ αγαπάς – τον εαυτό σου και τους άλλους – µε την αγάπη του Θεού: πόσο χρειάζεται αυτό στην εποχή µας που η αγάπη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά παρεξηγηθεί. Πόσο χρήσιµο δεν θα ήταν αν στοχαζόµασταν προσεκτικότερα και βαθύτερά τη ριζική ιδιαιτερότητα της αγάπης του Θεού. Μού φαίνεται µερικές φορές πως η πρώτη ιδιορρυθµια της είναι η σκληρότητά της. Αυτό σηµαίνει – mutatis mutandis – την απουσία συναισθηµατικότητας µε την οποία ο κοσµος και ο Χριστιανισµος ταυτίζουν συνήθως αυτή την αγάπη.
Στην αγάπη του Θεού, δεν υπάρχει καµια υπόσχεση για επίγεια ευτυχία, καµια φροντίδα γι’ αυτήν. Αυτή η αγάπη είναι υποταγµένη ολοκληρωτικά στην επαγγελία και στην έγνοια για τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή στην απόλυτη ευτυχία για την οποία ο Θεός έχει δηµιουργήσει τον άνθρωπο και στην οποία έχει καλέσει τον άνθρωπο.
Έτσι, η πρώτη ουσιαστική σύγκρουση ανάµεσα στην αγάπη του Θεού και στην πεπτωκυία ανθρώπινη αγάπη: «Κόψε το χέρι σου», «βγάλε το µάτι σου», «άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά σου», «ακολούθησε τη στενή οδό…» – όλα αυτά είναι φανερό πως δεν συµβιβάζονται µε την ευτυχία στη ζωή. Αυτό ήταν που έκανε τον κοσµο ν’ αλλάξει δροµο από την ολοκληρωτική αγάπη και να τον γεµίσει µε µίσος.
Schmemann Alexander
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου