Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
45. Αν ο παρόν λόγος κατέστη από εμάς εκτενέστερος του δέοντος, τούτο συνέβη κατά πρώτον λόγω της νόμιμης οφειλής προς τους πνευματικούς πατέρες, η οποία είναι απαραίτητη όχι λιγότερο αν μη και περισσότερο από την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη εκ μέρους των παιδιών στους φυσικούς πατέρες· διότι το πνεύμα το οποίο έκαμε εκείνους πατέρες ελκύει προς εαυτό και προς τον ύψιστον Πατέρα τόσον το χρέος όσον και την παρ’ ημών έκτισιν του χρέους. Έπειτα πόσο νομίζεις ότι θα εκτιμήσουν οι Λατίνοι το να δειχθούν τα καθ’ ημάς βιβλία της εκκλησίας (θεολογίας) μας ως μη ασφαλή, και μάλιστα από εκείνον ο οποίος έφθασε σε εμάς από αυτούς τελευταίως και έπειτα από λίγο πάλι επέστρεφε σε αυτούς; Πώς δεν αντιλαμβάνονται τούτο οι εκ των ομοφύλων πολέμιοί μας, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αλλά εγώ, αφού παρεμπιπτόντως είπα κατά το δυνατόν ολίγα περί του θέματος τούτου, επιστρέφω τώρα στο κύριο θέμα μου.
46. Και λοιπόν, ότι ούτε η άκτιστος χάρις είναι το ίδιο με την ουσία του Θεού ούτε η ουσία είναι το ίδιο εντελώς με την άκτιστο ενέργεια, διδάσκου και από τον κηρύσσοντα με χρυσή φωνή την θεολογία, ο οποίος λέγει, «του Πνεύματος την χάριν η Γραφή ονομάζει άλλοτε μεν πυρ άλλοτε δε ύδωρ δεικνύουσα ότι ταύτα δεν είναι ονόματα ουσίας αλλά ενεργείας· διότι το Πνεύμα, όν αόρατον και μονοειδές, δεν συνίσταται από διάφορες ουσίες». Ότι δε ενέργεια εδώ δεν λέγει την έχουσα αρχήν και τέλος, θα μάθει κανείς ακριβώς εάν εξετάσει που και διατί ονομάζει ποτέ πυρ και πότε ύδωρ την τοιαύτη ενέργεια η Γραφή. Αλλά περί μεν του πυρός ανεπτύχθη και απεδείχθη από εμάς στην προς τον Βαρλαάμ Περί Θεώσεως (πραγματεία), ότι «δεν προέρχεται από λόγους ανθρώπινης σοφίας», αλλά από την πνευματοκίνητον δύναμιν των θεολόγων. Το δε ύδωρ εξήγησε ο ευαγγελιστής· διότι, όταν είπε ο Κύριος ότι «το ύδωρ το οποίο θα δώσω εγώ σε αυτόν θα γίνει πηγή ύδατος αναβρύοντος εις ζωήν αιώνιον», και αλλού «από του πιστεύοντος δε εις εμέ την κοιλία θα ρεύσουν ποταμοί ύδατος ζώντος», λέγει αυτός (ο ευαγγελιστής), «είπε δε τούτο περί του Πνεύματος, το οποίο επρόκειτο να λάβουν οι πιστεύοντες εις αυτόν· διότι δεν υπήρχε ακόμη Πνεύμα άγιον, καθ’ όσον ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή». Τί συμβαίνει λοιπόν; Το Πνεύμα το άγιον είχε κάποτε χρονική αρχή και δεν ήταν έως τότε ακόμη; Όχι βεβαίως, αλλά λέγει τούτο, ότι «δεν ήταν ακόμη» εντός των αποστόλων (εν τοις αποστόλοις). Και ακούγοντας δε την λέξιν γενήσεται μην εκλάβεις (το Πνεύμα) γενητόν· διότι λέγει ότι θα γίνη (γενήσεται) εις αυτόν, τον λαβόντα, όπως λέγει και ο Δαβίδ, «έγινε ο Θεός καταφύγιόν μου». Εάν δε το ύδωρ το όποιον έλαβαν οι απόστολοι εν εαυτοίς ήταν αγένητον και άναρχον, διότι ήταν άγιον Πνεύμα, τούτο δε δεν ήταν η ουσία του Πνεύματος, αλλά η χάρις, η δε χάρις είναι ενέργεια κατά τον Χρυσόστομον πατέρα, άρα η τοιαύτη ενέργεια είναι άναρχος και αγένητος και τα ενεργούμενα από αυτήν λαμβάνουν αρχήν ενεργείας. Αν δε λαμβάνουν ή όχι εδώ και τέλος, καθώς επίσης και πώς έχει (η κάθε λήψις των), μας δεικνύει η ιστορία του Σαούλ και του Δαβίδ· ο μεν πρώτος προεφήτευσε και δεν συναριθμήθη (μεταξύ των προφητών), τον δε Δαβίδ η μετάνοια διετήρησε μεταξύ των προφητών. Αλλά η γινομένη στους άγιους ενέργεια από τον Θεόν δεικνύεται και από εδώ άναρχος ως εκ γεωμετρικού πορίσματος· διότι οι ένθεοι προφήτες λαμβάνουν εκ της προγνώσεως των μηδαμώς όντων (μη υπαρχόντων καθόλου), η οποία ιδιάζει μόνον στον γνωρίζοντα πάντα πριν της γενέσεως αυτών ανάρχως. Τί λοιπόν; Η πρόγνωσις είναι ουσία του Θεού, εκ της οποίας ο Κύριος μετέδωσε εις τον Δαβίδ; Αλλά η πρόγνωσις του Θεού περί τίνος είναι μεν κατά τον μέγαν Βασίλειον άναρχος, όχι δε ατελεύτητος.
47. Βλέπεις σε πόσες βλασφημίες κινδυνεύουν να αναμιχθούν οι διάδοχοι του Βαρλαάμ; Ο δε Βαρλαάμ φρονεί τα ίδια (διότι αυτός είναι εκείνος ο οποίος τους έγευσε με το θολερό νάμα της κακονοίας)· διότι αμφότεροι δεν αναγνωρίζουν ένα φύσει άκτιστον Θεόν, όπως δεχόμεθα εμείς, αλλά ένα άκτιστο, την ουσία του Θεού, για να μπορούν να λέγουν ότι η θεοποιός χάρις του Θεού είναι ή υπερούσιος ουσία του Θεού ή κτίσμα. Έτσι δέχονται τους προορισμούς, έτσι την σοφία, την αγιότητα, την αγαθότητα, την θεότητα, τα οποία όλα οι άγιοι λέγουν ότι είναι φύσει περί τον Θεόν και άκτιστα, ως ανήκοντα όχι στην ουσίαν αλλά στην ενέργειαν (γι’ αυτό λέγουν ότι ο Θεός υπέρκειται κατ’ ουσίαν τούτων, όπως των ονομαζομένων υπέρκειται το υπερώνυμον, και των αιτιατών το αίτιον, και των μεθεκτών το ευρισκόμενο εντελώς υπεράνω μετοχής, και των αρχών το υπεράρχιον), αυτοί δε (οι διάδοχοι του Βαρλαάμ) έκαστον τούτων χαρακτηρίζουν ως κτίσμα, αν δεν το δεχόμεθα ως ουσίαν, και κατηγορούν εμάς διότι τα λέγουμε άκτιστα. Συμφωνούν μεν λοιπόν μεταξύ τους, ισχυριζόμενοι ότι δεν είναι ένας Θεός άκτιστος, η φύσις και όσα κατά φύσιν συνακολουθούν σε αυτόν, αλλά μόνον η ουσία είναι άκτιστος. Βουλόμενος δε εκείνος να κλέψει (παραπλανήσει) τους ακούοντες, λέγει ότι ο σοφός Μάξιμος χάριν Θεού περιφραστικώς είπε τον Θεόν, και γι’ αυτό εχαρακτήρισε αυτή άκτιστον. Εμείς δε θα πούμε ότι, και αν συνέβαινε τούτο, θα ήταν απόδειξη ότι εκ των περί τον Θεόν είναι η χάρις αυτή, αλλά όχι ουσία του Θεού. Διότι πάσα περίφρασις, όπως και η ιδία η λέξις μαρτυρεί για τους επαΐοντες, γίνεται εκ των πέριξ ενός πράγματος. Εκεί δε δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε περίφρασιν· διότι η διατύπωσις φανερώνει ότι αυτή είναι (πρόσκειται το είναι ταύτην) εκ Θεού. Αφού λοιπόν υπάρχει μία κοινή χάρις του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος, και μάλιστα αυτή κατά την οποίαν τελείται η θέωσις, ο ειπών χάριν Θεού περιφραστικώς τον Θεόν, εδήλωσε περιφραστικώς τον εις τρεις υποστάσεις γνωριζόμενο. Πώς λοιπόν η Τριάς (είναι) εκ Θεού; Διότι ο Πατήρ είναι αναίτιος· και αυτός είναι ο μόνος αίτιος ο οποίος δεν προέρχεται από πουθενά. Ο δε Βαρλαάμ με αυτήν την εξήγηση μας εισάγει και κάτι άλλο· διότι χρησιμοποιώντας πρώτος τον ίδιο συλλογισμό περιέπεσε στις ίδιες ατοπίες.
48. Εάν δε οι διάδοχοι εκείνου του Βαρλαάμ διατείνονται πάλι ότι η πάντοτε υπάρχουσα χάρις είναι μόνον ο Υιός ή το Άγιον Πνεύμα λόγω της οποίας χάριτος ο πολύς στα θεία Μάξιμος είπε ότι είναι άκτιστοι και οι μετά Χριστόν έχοντες αυτόν μέσα τους (εν εαυτοίς) κατοικούντα και ζώντα κατά τον Παύλον, πώς στα ευαγγέλια επαγγέλλεται ο ίδιος ο Υιός στους αγαπήσαντες αυτόν και αγαπηθέντες από αυτόν ότι θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και θα κατασκευάσει σε αυτούς διαμονή; Και αν ακόμη δεχθούμε ότι μόνο ο Υιός ενοικεί, εφ’ όσον η τοιαύτη ενοίκησις είναι μέθεξις [διότι ο πληρών τα πάντα κατ’ ουσίαν δεν είναι και στους αγίους (εν τοις αγίοις) έτσι όπως είναι παντού], η δε ουσία του Υιού είναι αμέθεκτος, απομένει ότι και εδώ η χάρις είναι μετεχομένη, δηλαδή η θεοποιός ενέργεια. Αυτή λοιπόν εχαρακτήρισε ο άγιος θεία και άκτιστον και πάντοτε ούσαν εκ του πάντοτε όντος.
49. Αλλά και η του πανταχού παρόντος έλευσις τί άλλο είναι παρά φανέρωσις του αποκαλυπτομένου στους αγίους μυστικώς; Διότι δεν θα έλθει άλλοτε άλλοθεν (αλλού από αλλού) η πανταχού παρούσα δύναμις ούτε μένει κάπου η μη υπάρχουσα πουθενά. Αλλά τούτο είναι η έλευσις εκείνου προς εμάς και παραμονή (Ιω. 14, 23), η άνοδος ημών προς αυτόν δι’ αποκαλύψεως. Αποκαλύπτεται δε και φανερώνεται ποιος; Η ουσία του Θεού. Άπαγε (Κάθε άλλο). Επομένως η χάρις είναι και η ενέργεια του Πνεύματος, δια της οποίας επιφαίνεται και ενοικεί στους αξίους ο Θεός. Χάριν μεν Θεού θα μπορούσε να πει κανείς τον εν τρεις υποστάσεις προσκυνούμενον Θεόν, αλλά όχι διότι συνυπακούεται ότι αυτή είναι εκ Θεού (προσκέηται το είναι ταύτην εκ Θεού). Και χάριν δε Υιού το να λέγουμε περιφραστικώς τον Υιό και χάριν Πνεύματος το Πνεύμα, δεν εμποδίζει τίποτε. Καθ’ όσον και ο θεολογικώτατος των Γρηγοριών, γράφοντας προς τον Ευάγριο, λέγει ότι έχει αποσταλεί σε εμάς από τον Πατέρα «διπλή νοητή χάρις, του Υιού και του Πνεύματος». Πράγματι, όπως λέγει ο ίδιος πάλι εκεί λίγο ανωτέρω, «η δίδυμος αυτή ακτίς του Πατρός και μέχρις ημών υπηρετεί της αληθείας το φως και με τον Πατέρα είναι συνηνωμένη»· διότι είναι κοινά σε αυτούς τα προς εμάς δόματα. Το να ονομάζεται δε χάρις εκ Θεού ο Υιός ή το Άγιον Πνεύμα, δεν είναι ίδιον των προσκυνούντων το καθ’ ένα από τα δύο αυτά σε ιδιαιτέρα υπόστασιν. Οι λέγοντες λοιπόν τούτο είναι φανερό ότι διαβλέπουν ταύτα σε μόνον τον Πατέρα καθ’ εαυτόν υφιστάμενο ωσάν δυνάμεις ενυπάρχουσες αλλά μη υφιστάμενες. Διότι αν, όπως αυτοί δέχονται, μόνον από τον Πατέρα προέρχεται η χάρις, ο Υιός δεν θα έχει την αυτήν χάριν, ώστε να είναι από ήλιον άλλος ήλιος, όμοιος καθ’ όλα με τον γεννήσαντα, με την χάριν και την δόξαν και την λαμπρότητα και όλα τα περί αυτόν θεωρούμενα, αλλά «θα είναι ως ακτίς και το Πνεύμα θα είναι ως αυγή, ως εάν η Τριάς συνίστατο από εν μέγα και εν μεγαλύτερον και εν μέγιστον», το οποίο κατά τον μέγαν θεολόγον Γρηγόριον σαφώς διατυπώνεται στις πραγματείες του Απολιναρίου.
50. Εμείς πάντως στην αρχήν δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με το θεολογικό πρόβλημα· απλώς χρησιμοποιήσαμε τα υπό των πατέρων καταλλήλως λεχθέντα έναντι του υβρίσαντος το φως της θεωρίας, γνωρίζοντες ότι πρέπει να φυλάσσουμε κάθε μοίρα στα δικά της πλαίσια (επί των οικείων όρων), και να θεολογούμε ιδιαιτέρως και να γράφουμε περί αποκαλύψεως σύμφωνα προς όσα παρελάβαμε. Εκείνος όμως, ο Βαρλαάμ, μεταβάλλοντας τις δύο μοίρες σε αντιπάλους λόγω της διαφοράς τους, και έτσι σε πολεμίους, χρησιμοποίησε την μίαν εναντίον της άλλης, χωρίς να διαφυλάξει και της άλλης την ασφάλειαν. Ελεγχθείς λοιπόν και από εμάς για αυτά ενώπιον συνόδου από εντροπήν κατέστη αυτοεξόριστος. Ο δε φιλοδοξήσας να μας αναδειχθεί σε άλλον Βαρλαάμ μετά την φυγήν εκείνου, ο Ακίνδυνος δηλαδή, περιπίπτει, όπως βλέπετε, σε τόσο φοβερά ατοπήματα. Για να καταστεί λοιπόν άλλος Βαρλαάμ ακριβώς, μη στερούμενος τίποτε από την κακοτεχνία εκείνου, επειδή λέγοντας την αλήθεια δεν θα κατόρθωνε να μάς κατηγορήσει, εστράφη προς το ψεύδος και τις συκοφαντίες, παραποιώντας και πολυτρόπως παραχαράσσοντας μερικά από τα κείμενα μας, με αφαιρέσεις και προσθήκες και παρερμηνείες, λέγοντας και πράττοντας τα ίδια με τον Βαρλαάμ, πλην του ότι εκείνος μεν μετά την πρώτην σύνοδον οπισθοχωρήσας δεν συνέχισε τις αναισχυντίες, αυτός δε δια της μέχρι τέλους αναιδείας έλπισε ότι κάτι θα κερδίσει. Πράγματι, ενώ έγινε και δεύτερα σύνοδος γι’ αυτόν με τα ίδια θέματα, η οποία αποφάσισε τα ίδια με την προηγούμενη, αυτός δε επετιμήθη δημοσία από τον θειότατον πατριάρχην και τους κυβερνήτες καθώς επίσης και από τους καθολικούς κριτές, είδε μάλιστα και τον λαό να κινείται εναντίον του, και μάλιστα μόλις συνεκρατήθησαν από αυτό μερικοί της συνοδείας μας, ενώ λοιπόν τόσα συνέβησαν υπέρ της αλήθειας κατ' αυτού, μάλλον δε υπέρ αυτού, αυτός συνεχίζει πάλιν χωρίς εντροπήν τα ίδια κηρύγματα.
51. Ενώ λοιπόν εμείς λέγουμε ότι η χάρις της θεώσεως λέγεται και θεότης ενίοτε από τους πατέρες, εφ’ όσον οι απολαύσαντες ταύτης της χάριτος λέγονται και θεοί εξ αιτίας αυτής, αυτή δεν είναι ούτε ουσία του Θεού κατά τους ίδιους πατέρες ούτε άγγελος ούτε κάτι από τα δεχόμενα αυτήν -διότι χάρις είναι και η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος-, ενώ λοιπόν τούτο λέγουμε εμείς, εκείνος διαστρεβλώνοντας και παρερμηνεύοντας, παραποιώντας κακοτρόπως την ευσεβή έννοια των γραπτών, μας συκοφαντεί ότι δεχόμεθα δύο θεούς και θεότητες. Αθετώντας αυτός ο ίδιος σαφώς τους λόγους των πατέρων, για να παραπλανήσει τους άλλους, προβάλλει εμάς ως προσωπείο της ιδικής του αθετήσεως εκείνων και εν γνώσει του διαβάλλει εμάς περί τούτου. Μήπως τάχα δεν άκουσε με τα αυτιά του να προφέρουμε με το στόμα μας την καλήν ομολογίαν, την οποίαν οι πατέρες της συνόδου απεκάλεσαν και σύμβολον ευσεβείας, ως κατάλληλο γνώρισμα των σεβομένων ένα Θεόν και προσκυνούντων μιαν θεότητα σε τρεις τελείες υποστάσεις; Αλλά, όπως φαίνεται, οι νεώτεροι αυτοί θεοφάντορες δεν θεωρούν τούτο σύμβολο αληθινής θεοσεβείας.
52. Τί δηλαδή; Δεν γνωρίζουν ότι εμείς δεχόμεθα δυο φύσεις, θελήσεις και ενέργειες στον Χριστόν; Εάν λοιπόν η μία σε κάθε περίπτωσιν είναι ανθρώπινη, υπολείπεται βεβαίως και μία θεία. Πώς λοιπόν δεν σεβόμεθα ένα Θεόν όσοι σεβόμεθα μιαν θείαν φύσιν καί θέλησιν καί ενέργειαν; Τί τάχα; Mήπως εβαπτίσθημεν σε άλλον Θεόν από εκείνον στον οποίον βαπτίσθηκαν αυτοί οι νέοι κατήγοροι; Εμείς δε και βαπτίζομεν. Επομένως και εμείς σεβόμεθα ένα Θεόν, στον οποίον έχουμε βαπτιστεί και βαπτίζομεν κατά την μεγαλοδωρεάν εκείνου, ή ούτε αυτοί δεν σέβονται ένα Θεόν. Έτσι οι χριστιανοκατήγοροι γίνονται αυτοκατήγοροι. Εάν βεβαίως λέγαμε ότι σεβόμεθα δύο θεούς και δεχόμεθα δύο θεότητες του καθενός από αυτούς, τότε δικαίως θα είμεθα υπεύθυνοι για την κατηγορία. Εφ’ όσον όμως εμείς δεν λέγομε τίποτε από αυτά, η τοιαύτη κατηγορία δικαίως απευθύνεται προς εκείνους οι οποίοι πράγματι λέγουν τοιαύτα, όχι μόνον ως συκοφαντίες αλλά και ως διαστροφείς των ευσεβών δογμάτων.
ΤΕΛΟΣ
ΑΜΕΘΥΣΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου