Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
35. Βλέπεις και κατ’ άλλον τρόπον το υφειμένον της θείας θέας και μεθέξεως; Αλλά τούτο ήταν (αδυναμία) των πασχόντων όχι του ποιούντος· διότι λέγει, «καθόσον μπορούσαν να διακρίνουν οι βλέποντες». Η θεότης λοιπόν αυτή ως μη ολόκληρος μεν δεν είναι ίση· ως στελλομένη δε από εκεί είναι άκτιστος· ως ακτίνα δε εκείνης δεν είναι άλλη από αυτήν. Άκουσε τον απόστολον να λέγει σχετικώς ότι «εν τω Ιησού κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «εκ του πληρώματος αυτού όλοι εμείς ελάβομεν», λέγει πάλι ο αγαπημένος. Εκείνος μεν, ο Ιησούς, εχώρησε ολόκληρον και την ουσίαν και την ενέργειαν, εμείς δε μόνην την ενέργειαν, και ταύτην όχι ολόκληρον, όπως διδαχθήκαμε λίγο παραπάνω. Αλλά και δια του Ιωήλ προείπε ο θεός ότι «θα εκχύσω από το Πνεύμα μου εις πάσαν σάρκα». Πώς λοιπόν είναι κτίσμα το προερχόμενον από εκείνο το πλήρωμα της θεότητος, εάν δεν είναι και το πλήρωμα εκείνο κτίσμα, το όποιον συμβαίνει, φευ, κατά τους λέγοντες κτίστην την θεοποιόν χάριν του Πνεύματος; Πώς δε πάλι το εκχεόμενο από το Πνεύμα θα ήταν μη άκτιστον, αν δεν ήταν και το Πνεύμα έτσι (μη άκτιστον); Και όμως ο μέγας Βασίλειος λέγει, «εξέχεε τούτο ο Θεός, δεν το έκτισε, το εχάρισε, δεν το εδημιούργησε, το έδωσε, δεν το εποίησεν». Ο δε Χρυσόστομος πατήρ λέγει, «δεν εκχέεται ο Θεός αλλά η χάρις» Έτσι κατά κοινή ομολογία η χάρις είναι άκτιστος.
36. Αλλά πάλι πώς δεν θα είναι υπερκείμενο το εκ του πληρώματος πλήρωμα, αν δεν είναι επίσης και οι μετασχόντες αυτού και κατά χάριν θεωθέντες ομόθεοι, καθώς άλλωστε και το φύραμα εκείνο της ημετέρας φύσεως, το οποίον ο Υιός του Θεού έχρισεν υπέρ ημών δι’ εαυτού; Δεν εννοώ όμως τους μερισμούς του Πνεύματος κατά τον Παύλον εδώ, αλλά την κοινήν μετάληψιν όλων, της οποίας επίσης υπέρκειται το θείον. Εάν δε εξετάσει κανείς και την αναλογία της αξιότητος εκάστου των μετεχόντων, θα ιδεί πολλές διαφορές να υφίστανται κατά το υπερκείμενον και το υφειμένον. Τί λοιπόν; Κατακερματίζεται το Πνεύμα; Άπαγε· διότι τούτο μετέχεται αμεθέκτως και μερίζεται αμερίστως. Και για να εκφρασθώ κατά τον Χρυσόστομον θεολόγον ο οποίος εξηγώντας παραδειγματικώς τα πράγματα, πώς λαμβάνουμε εμείς εκ του πληρώματος εκείνου; Αν μετέχοντες του πυρός, λέγει, το οποίον μάλιστα είναι σωματικόν, και το μερίζομε και δεν το μερίζομε, πώς δεν θα εγίνετο τούτο επί της ενεργείας, και ενεργείας της εξ ασωμάτου ουσίας;
37. Αλλά πάλι ακούοντας ανώτερα και κατώτερα, μην εκλάβεις εκ νέου πολλούς θεούς· διότι τούτο συμβαίνει στους λέγοντες πολλές θείες ουσίες υπερκείμενες και υφείμενες, όπως γράφει ο μέγας Διονύσιος· «Θεόν δε ανούσιον ούτε κατά διάνοιαν δεν είναι δυνατόν να πλάσει κανείς». Επειδή λοιπόν οι ενέργειες αυτές δεν είναι αυθυπόστατοι, αλλά δυνάμεις δηλωτικές της υπάρξεως του Θεού, δεν υπάρχει εξ αιτίας αυτών άλλος δεύτερος Θεός. Αλλά οι μη δεχόμενοι αυτές θα αγνοήσουν και ότι υπάρχει ο Θεός, οι δε ανατείνοντες προς αυτές το βλέμμα της διανοίας θα προσκυνήσουν ένα παντοδύναμον Θεόν, υπερκείμενο κατ’ ουσίαν σε άβατους χώρους, και μη επιδεχόμενο ούτε όνομα ούτε λόγον ούτε νόημα κατ’ αυτήν, κατ’ εκείνες δε, τις ενέργειες, όντα πολυώνυμα και αποκαλυπτικά· και τους μεν από εκείνες αυτόν γνωρίζοντες και υμνούντες (τους καθιστά) θεοσεβείς, τους δε και μετέχοντες αυτών και ενεργούντες κατά την μετουσίαν αυτών θεούς απεργαζόμενον κατά χάριν άναρχους και ατελεύτητους {Σχόλιο Παν. Χρήστου: Εφ' όσον ο άνθρωπος καθίσταται πράγματι μέτοχος της θεοποιού χάριτος του θεού, αποκτά και τις ιδιότητες αυτής κατά μέθεξιν. Ούτω χωρίς να παύση να είναι κτιστός και πεπερασμένος κατά την φύσιν, καθίσταται άκτιστος, άναρχος και ατελεύτητος κατά την χάριν.}, όπως αποδεικνύει σε πολλά κείμενα και διά πολλών λόγων ο θείος Μάξιμος, λέγοντας ότι έγιναν αυτοί θεοί, «όχι λόγω της κτιστής φύσεως την οποίαν έχουν, διά της οποίας άρχισαν και επεράτωσαν την ύπαρξή τους, αλλά λόγω της θείας και άκτιστου χάριτος εκ του πάντοτε όντος Θεού η οποία είναι πάντοτε υπέρ πάσαν φύσιν και πάντα χρόνον». Πράγματι αναπετάσαντες τον νουν προς τις θείες και ανάρχους και αθανάτους ακτίνες του Θεού και πατρός, γεννηθέντες εκ του Θεού δια του λόγου κατά χάριν εν Πνεύματι και φέροντες πλήρη την ομοίωσιν προς τον γέννησαντα Θεόν (διότι πάσα γέννησις καθιστά φυσικά τόν γεννώμενον ταυτόν προς τον γεννώντα· «καθ’ όσον το γεννημένον εκ της σαρκός είναι σαρξ και το γεννημένον εκ του Πνεύματος είναι πνεύμα»), ευλόγως έλαβον το όνομα θεοί όχι από τα φυσικά χρονικά (πρόσκαιρα) ιδιώματα, αλλά από τα θεία και μακάρια γνωρίσματα, με τα οποία μετεποίησαν το είδος ευατών. Ταύτα δε δεν φθάνει να περιγράψει ούτε χρόνος, ούτε φύσις, ούτε λόγος, ούτε νους, ούτε κανένα άλλο των όντων.
38. Από αυτούς λοιπόν τους λόγους εξελεγχόμενοι σφοδρώς οι αντιτιθέμενοι στην χάριν του Θεού και υποβιβάζοντες σε κτίσμα την θεοποιό δωρεά του Πνεύματος η οποία καθιστά και τους μετόχους υπερφυείς και μεταδίδει θεία αξιότητα, λέγουν χάριν άκτιστον την υπερούσιο ουσία του Θεού. Αυτοί αποδεχόμενοι μόνον ταύτην άκτιστον, ισχυρίζονται ότι αυτήν εννοεί εδώ ό άγιος, και έτσι νομίζουν ότι μεταστρέφουν προς την γνώμη τους όλους τους υπέρ της χάριτος του Θεού συμφωνούντες με εμάς λόγους των αγίων ως αναφερομένους στη ουσία του Θεού. Πόσον δε παραλογισμό περικλείει αυτή η σκέψις, δεν νομίζω ότι θα αγνοήσει οποιοσδήποτε, ακόμη και ολίγον αν επιστήσει την προσοχή του στα προτιθέμενα· διότι, λέγει, «δια την χάριν του Θεού την θείαν και άκτιστον και πάντοτε ούσαν εκ του πάντοτε όντος Θεού». Τί λοιπόν; Η υπερούσιος ουσία του Θεού είναι εκ του Θεού; Όντως οι άνθρωποι αυτοί με τα παράλογα πλάσματα της διανοίας τους δημιούργησαν δύο θεούς και περιέπεσαν σε διθεΐα χειροτέρα της αθεΐας. Διότι πράγματι, εάν η υπερούσιος ουσία, την οποίαν λέγουν αυτοί, έχει το είναι (την ύπαρξιν) εκ του Θεού, αυτή δεν είναι η τρισυπόστατη ουσία την οποίαν αναγνωρίζουμε εμείς ως μόνον αληθή Θεόν· διότι αυτή η ουσία δεν έχει το είναι (την ύπαρξιν) της από πουθενά, αλλά αυτή είναι η ύπαρξις (το είναι). Εάν δε αυτοί ισχυρίζονται ότι εννοούν ταύτην, ποιος τότε είναι ο άλλος πάντοτε ων θεός, από τον όποιον έχει αυτή το είναι; Τόσο ανακόλουθα προς τις απόψεις τους και εντελώς ασύμβατα προς την αλήθεια πράγματα προφέρουν αυτοί οι άνθρωποι.
39. Πώς δε είναι και άκτιστοι και άναρχοι λόγω της υπερουσίου ουσίας του Θεού οι άγιοι: Εάν είναι δια το ότι αυτή τους έκτισε, τότε θα πούμε και όλη την κτίσιν άκτιστον και άναρχον ως κτισθέντα υπό του ανάρχου Θεού· εάν δε είναι έτσι δια το ότι μετέδωσε εξ εαυτής, κατ' ουσίαν ο Θεός θα είναι μεθεκτός, πράγμα το όποιο είναι όχι λιγότερο άτοπο. Άκουσε σχετικώς πάλι τον ίδιο Μάξιμο λέγοντα, «ο υπάρχων σε όλους αμέθεκτος κατ’ ουσίαν, θέλων δε να μετέχεται κατ’ άλλον τρόπον υπό των δυναμένων δεν εξίσταται εντελώς από το κατ’ ουσίαν κρύφιον»· και τον μέγα Αθανάσιο, «δεν έβλεπον την ουσίαν του Θεού οι άγιοι, αλλά την δόξαν»· και τον μέγα Βασίλειο, «εμείς από τις ενέργειες του λέγουμε ότι γνωρίζομε τον Θεόν μας, αλλά δεν ισχυριζόμεθα ότι πλησιάζουμε την ουσίαν αυτού»· και πάλι «οι μεν ενέργειες αυτού καταβαίνουν προς εμάς, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος». Πρόσεξε δε και περί των ενεργειών, ότι δεν είπε ότι αυτές γίνονται μέσα μας (εν ημίν), αλλά «καταβαίνουν προς εμάς», καθ’ όσον η προς εμάς προχωρούσα από εκεί ενέργεια είναι πάντοτε ανάρχως εν αυτώ και περί αυτόν· διότι η δύναμις του τεχνίτου είναι συνημμένη με τον τεχνίτην και φύσει φανερώνεται στα υπό της τέχνης επιτελεσθέντα, χωρίς πάντως να είναι αυτή το αποτέλεσμα,
αλλά το μεθεκτόν του τεχνίτου υπό των τεχνητών.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου