Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΖΟΥΣΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ ΜΕΝΤΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ[ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ» Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ



_____________



Στοὺς περασµένους αἰῶνες ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προῆλθε ἀπὸ ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀφορίσθηκαν καὶ κατεδικάσθηκαν ἐξ αἰτίας τῶν δογµατικῶν τους πλανῶν. Τοιουτοτρόπως οἱ παλαιοὶ Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι κατεδίκασαν τὸν Ἀρειανισµό, τὸ Νεστοριανισµό, τὸ Μονοφυσιτισµό, τὴν Εἰκονοµαχία κτλ. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν καθεύδει, καὶ στὶς ἡµέρες µας ἔχει ἐµπνεύσει ποικίλα ρεύµατα «ἀνακαινισµοῦ» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν κυρίως τὴ ζωὴ καὶ πρακτικὴ τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας· ἀπὸ τὸν καθαρὸ Προτεσταντισµὸ τῆς «Ἀνακαινισµένης» ἢ «Ζώσης Ἐκκλησίας» στὴ Ρωσία στὰ 1920, ἕως τοὺς πολυαρίθµους ἐπιδόξους µεταρρυθµιστές, τοὺς ὁποίους µπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ σχεδὸν σὲ κάθε τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήµερα.


Στὸ ἄρθρο αὐτὸ κρίνεται µὲ προσοχὴ καὶ ἐπισηµαίνεται ἡ «µεταρρυθµιστικὴ» τάσις τοῦ ἐπὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας ἔργου ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ καὶ ευρύτατα σεβαστοῦ συγχρόνου Ρώσου θεολόγου. Γιὰ νὰ εἴµεθα δίκαιοι θὰ πρέπῃ νὰ σηµειώσουµε ὅτι ὁ π. Ἀλέξανδρος Σµέµαν πιθανῶς δὲν βλέπει τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα «µεταρρυθµιστή», καὶ ἐπαφίεται ἀναµφιβόλως σὲ ἄλλες, λιγότερο εὐαίσθητες ψυχές, σὲ µίαν ἄλλη γενεὰ ἀποστασιοποιηµένη ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη ζωή, νὰ ἐξαγάγῃ τὰ ἀναπόφευκτα εἰκονοκλαστικὰ συµπεράσµατα ἀπὸ τὶς ἤδη Προτεσταντικὲς ἀπόψεις τοῦ π. Σµέµαν.


Ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαὴλ Ποµαζάνκσυ, ἕνας ἐκ τῶν τελευταίων ζώντων θεολόγων ποὺ ἀπεφοίτησαν ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀκαδηµίες τῆς προ–Ἐπαναστατικῆς Ρωσσίας, δίδαξε θεολογία σὲ γενεὲς Ὀρθοδόξων ἱερέων, καὶ τώρα διδάσκει καὶ διαµένει στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ τῆς Νέας Ὑόρκης.





Ἐνώπιόν μας ἔχουμε τὸ ἔργον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εἰσαγωγὴ στὴν Λειτουργικὴ Θεολογία. Τὸ βιβλίο παρουσιάζεται ὡς μία «εἰσαγωγὴ σὲ µιὰ προτεινοµένη πλήρη σειρὰ Λειτουργικῆς Θεολογίας» (σ. 243), σχεδιασμένη ὑπὸ τοῦ συγγραφέως. Σὲ αὐτὴν ὑποδεικνύονται οἱ βάσεις ἑνὸς προτεινομένου νέου θεολογικοῦ συστήματος, καὶ ἔπειτα δίδεται ἕνα ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος ἢ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.


Τὸ κύριο μέρος τῆς Εἰσαγωγῆς στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία – ἡ ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ – βασίζεται πρωτίστως σὲ Δυτικὲς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες στὴ γαλλική, ἀγγλική, καὶ γερμανική γλῶσσα, καὶ μερικῶς σὲ ρωσικὲς πηγές. Ὁ συγγραφεὺς εἶναι πεπεισμένος ὅτι κατόρθωσε, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἐκφράζει, νὰ διαφύγῃ τὴν «Δυτικὴ αἰχμαλωσία», ἐνῶ ἔκαμε χρῆσι μὴ Ὀρθοδόξων πηγῶν. Ἀποφεύγει τὶς ἀκραῖες ἐπιβεβαιώσεις τῶν Προτεσταντῶν ἱστορικῶν. Γράφει: «Ἐµεῖς ἀπορρίπτουµε κατηγορηµατικὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς εἰρήνης τοῦ Κωνσταντίνου [δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου] ὡς µιᾶς “ψευδονίκης” τοῦ χριστιανισµοῦ, µιᾶς νίκης ἀγορασµένης στὴν τιµὴ τοῦ συµβιβασµοῦ» (σ. 128). Ὅμως τέτοιες διαβεβαιώσεις δὲν ἀρκοῦν καθ’ ἑαυτάς, καὶ τὸ θεωροῦμε ὑποχρέωσή μας νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχὴ στὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου απὸ μίαν άποψη: Ἔχει ὁ συγγραφεὺς πράγματι διαφύγει τὴ Δυτικὴ αἰχμαλωσία; Ὅπως βεβαιώνουν πολλὰ στοιχεῖα, δὲν τὴν ἔχει στὴν πραγματικότητα διαφύγει.


Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΤΑΞΙΣ:

ΠΡΟΪΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑΤΟΥ

ή ΘΕΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΙΣ;

_______________


Ἐρευνώντας τὰ κύρια στάδια ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἢ Τυπικοῦ, ὁ συγγραφεὺς τὰ βλέπει ὅπως θὰ ἔβλεπε μία συνήθη ἱστορικὴ ἐκδήλωσι, ποὺ διεμορφώθη συνεπείᾳ τῆς ἐπιδράσεως τῶν μεταβαλλομένων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Γράφει: «Οἱ ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς συνήθως “ἀπολυτοποιοῦν” τὴν ἱστορία τῆς λατρείας καὶ τὴ θεωροῦν στὸ σύνολό της σὰν κάτι ποὺ ἐγκαθίδρυσε ἡ ἴδια ἡ θεία πρόνοια» (σ. 106). Ὁ συγγραφεὺς ἀπορρίπτει μία τέτοια ἄποψι. Δὲν βλέπει τὴν «ἰσχὺν τῶν ἀρχῶν» στὴν ὁριστικὴ διαμόρφωσι τοῦ Τυπικοῦ· ἐν πάσῃ περιπτώσει τὶς παραδέχεται ὡς ἀμφίβολες. Ἀπορρίπτει ἢ ἀκόμη ἐπικρίνει τὴν «τυφλὴ “ἀπολυτοποίηση” τοῦ Τυπικοῦ» (σ. 243) ἐνῷ στὴν πράξι αὐτὸ συνδέεται, κατὰ τὴν παρατήρησί του, μὲ τὴν πραγματικὴ καταστρατήγησί του σὲ κάθε βῆμα.


Ὁμολογεῖ ὅτι «καµιὰ “ἀναστήλωση” τῆς ἱστορίας δὲ στέφθηκε ποτὲ µὲ ἐπιτυχία» (σ. 243). Ἀνακαλύπτει ὅτι ἡ θεολογικὴ ἰδέα τοῦ καθημερινοῦ κύκλου τῶν ἀκολουθιῶν «ἐπισκιάστηκε ἀπὸ δευτερεύοντα στρώµατα τῆς Τάξης» (σ. 244), τὰ ὁποῖα ἐπεβλήθησαν στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ κλείδα γιὰ τὴν κατανόησι τῆς Λατρείας, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα, «χάθηκε» (σ. 249), καὶ ἀπομένει στὴν ἱστορικὴ ὁδὸ νὰ ἀναζητήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ τὸ κλειδὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.



Μία τέτοια θεώρησις τοῦ Κανόνος μᾶς εἶναι καινοφανής. Τὸ Τυπικόν, μὲ τὴν μορφὴ ποὺ προσέλαβε μέχρι τὴν ἐποχή μας στὶς δύο βασικές του ἐκδοχές, εἶναι ἡ συνειδητοποιημένη ἀντίληψις τῆς Χριστιανικῆς λατρείας· ἡ λατρεία τοῦ πρώτου αἰῶνος ὑπῆρξε ὁ πυρῆνας, ποὺ ἔφθασε στὴν ὡρίμασι τῆς παρούσης καταστάσεως, ὁπότε καὶ ἔχει λάβει τὴν τελική του μορφή. Φυσικά, ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὄχι τὸ περιεχόµενον τῶν ἀκολουθιῶν, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς καθ’ ἑαυτά, τὰ ὁποῖα συχνὰ φέρουν τὴν σφραγίδα τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους μιᾶς ἐποχῆς καὶ ἀντικαθιστᾷ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ σύστηµα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, τὴν τάξι, τὴν συμφωνία, τὴν ἁρμονία, τὴν ἀλληλουχία τῶν ἀρχῶν τους καὶ τὴν πληρότητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἀφ’ ἑνός, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν πληρότητα ἐκφράσεως τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς – ἀπὸ τοὺς Πασχαλίους ὕμνους ἕως τὸν θρῆνον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ τὶς ἠθικὲς πτώσεις. Ὁ σημερινὸς Κανὼν (Τυπικὸν) τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἤδη ἐμπεριείχετο στὴν ἀντίληψι τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῶν πρώτων Χριστιανῶν, καθ’ ὃν τρόπον στὸν σπόρο τοῦ φυτοῦ ἐμπεριέχονται ἤδη οἱ μορφὲς τῆς μελλοντικῆς του ἀναπτύξεως, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ καρποφορῇ, ἢ καθ’ ὃν τρόπον στὸν ἐμβρυακὸ ὀργανισμὸ ἑνὸς ζῶντος πλάσματος ἐγκρύπτεται ἤδη ἡ μελλοντική του μορφή. Στὸν ἀλλότριο ὀφθαλμό, στὴν μὴ Ὀρθόδοξη Δύσι, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κανὼν Λατρείας μας (Lex Orandi) προσέλαβε μία σταθερὰ μορφή παρουσιάζεται ὡς ἀπολίθωσις· γιὰ ἐμᾶς ὅμως αὐτὸ ἀντιπροσωπεύει τὴν ὁριστικὴ ἀνάπτυξί του, τὴν ἐπίτευξι τῆς μεγαλύτερης δυνατῆς πληρότητος καὶ ὁλοκληρώσεώς του· καὶ ἀνάλογη ὁλοκλήρωσι τῆς μορφῆς ἀναπτύξεως παρατηροῦμε ἐπίσης στὴν ἀνατολικὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονική, στὴν ἐσωτερικὴ ὄψι τῶν καλυτέρων ἐκκλησιῶν, στὶς παραδοσιακὲς μελωδίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς· περαιτέρω προσπάθειες ἀναπτύξεως σὲ αὐτὲς τὶς σφαῖρες καταλήγουν τόσο συχνὰ σὲ «παρακμή», ὁδηγῶντας ὄχι σὲ ἄνοδο ἀλλὰ σὲ πτῶσι.




Ἕνα μόνον συμπέρασμα μπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ: Εἴμεθα ἐγγύτερα πρὸς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας ἀπὸ ὅτι στὴν ἀρχή της...Καὶ φυσικά, ὅπως σὲ ἄλλες σφαῖρες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν θὰ πρέπῃ νὰ δοῦμε ἕνα «πεπρωμένον» θεμελιωμένο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, κάτι τὸ θεόσταλτον, καὶ ὄχι μίαν ἁπλῆ λογικὴ αἰτίων καὶ αἰτιατῶν.





Ὁ συγγραφεὺς αὐτοῦ τοῦ βιβλίου προσεγγίζει τὴν ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ ἀπὸ μίαν ἄλλη ὀπτικὴ γωνία· θὰ τὴν ὀνομάζαμε πραγματιστικὴ ὀπτικὴ γωνία. Κατὰ τὴν ἀνάλυσί του, ἡ βασικὴ ἀποστολική, πρώιμη χριστιανικὴ λειτουργικὴ τάξις ἔχει ἐπικαλυφθῇ ἀπὸ μία σειρὰ στρωμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπίκειται τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μερικῶς ἐκτοπίζει τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Τὰ στρώματα αὐτὰ εἶναι: ἡ «μυστηριολογικὴ» λατρεία, ἡ ὁποία προέκυψε ὄχι χωρὶς τὴν ἔμμεση ἐπίδρασι τῶν παγανιστικῶν μυστηρίων τὸν Δ΄ αἰῶνα· ἔπειτα, ἡ λειτουργικὴ τάξις τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐρήμου· καὶ τελικῶς, ἡ τελικὴ ἐπεξεργασία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ ποὺ εἶχε εἰσέλθει στὸν κόσμο. Τὸ ἐπιστημονικὸ σχῆμα τοῦ συγγραφέως ἔχει ὡς ἑξῆς: ἡ «θέσις» μιᾶς καθ’ ὑπερβολὴν ἐμπλοκῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς λατρείας του στὸν κόσμο, κατὰ τὴν Κωνσταντίνειο ἐποχή, προκάλεσε τὴν «ἀντίθεσι» τῆς μοναστικῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὸν νέο τύπο «λειτουργικῆς εὐσεβείας», καὶ αὐτὴ ἡ διαδικασία κατέληξε στὴν «σύνθεσι» τῆς Βυζαντινῆς περιόδου.



Μόνη καὶ χωρὶς καμμία ἐπιχειρηματολογία ἵσταται ἡ ἑξῆς φράσις ὡς περιγραφὴ τῆς θυελλώδους Κωνσταντινείου ἐποχῆς: «Ὅλα ἔχουν προπαρασκευαστεῖ κατὰ τὸν ἕναν ἢ ἄλλο τρόπο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν προηγούµενη ἐποχή» (σ. 108). Ὁ συγγραφεὺς πληρώνει φόρο στὴν μέθοδο ποὺ κυριαρχεῖ πλήρως στὴν σύγχρονη ἐπιστήμη: ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν ἀντίληψι περὶ μιᾶς ἐπισκιάσεως τῆς Θείας Χάριτος, τὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητος αὐτῶν ποὺ ἐθεμελίωσαν τὴν λειτουργικὴ τάξι, αὐτοπεριορίζεται σὲ μία γυμνὴ ἀλυσίδα αἰτίων καὶ αἰτιατῶν. Ἔτσι παρεισάγεται ὁ θετικισμὸς σήμερα στὴν χριστιανικὴ ἐπιστήμη, στὴν σφαῖρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, σὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις της. Ἐὰν ὅμως ἡ θετικὴ μέθοδος ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπιστημονικὴ μεθοδολογικὴ ἀρχὴ στὴν ἐπιστήµη, στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόζῃ στὴν ζῶσα θρησκεία, οὔτε σὲ κάθε σφαῖρα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένουμε πιστοί. Καὶ ὅταν ὁ συγγραφεὺς σὲ ἕνα σημεῖο σημειώνει σχετικῶς μὲ τὴν ἐποχὴ αὐτή: «Ἡ Ἐκκλησία βίωσε αὐτὴ τὴ συµφιλίωση καὶ τὴ νέα ἐλευθερία της ὡς κάτι θεόσταλτο γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ µέχρι τότε βρισκόταν “ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου”» (σ. 128), ἐπιθυμεῖ κανεὶς νὰ ἐρωτήσῃ: Καὶ γιατὶ ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐκφράζει τὴν συμφωνία του μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν παραδοχὴ αὐτοῦ τοῦ θεοστάλτου;

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΕΠΟΧΗ

Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο τεράστια ἀλλαγὴ στὴν θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβε χώρα στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ΄ αἰῶνος μὲ τὸ Διάταγμα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου περὶ ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ πρᾶξις εἶχε ἀντίκτυπο ἀπὸ κάθε ἄποψι στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν προκειμένῳ, ὑπῆρξε ρῆξις στὴν ἐσώτερη δομὴ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἢ ὑπῆρξε ἀνάπτυξις; Γνωρίζουμε ὅτι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπαντᾷ μὲ ἄλλον τρόπο, καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς μὲ ἄλλον. Ἕνα βασικὸ τμῆμα τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἀλ. Σμέμαν ἀφιερώνεται στὴν διευκρίνησι αὐτοῦ τοῦ ζητήματος.



Ἡ ἐποχὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ ἐντεῦθεν χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ συγγραφέως ὡς ἡ ἐποχὴ μιᾶς βαθειᾶς «µεταρρύθµισης τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας». Συνεπῶς, ὁ συγγραφεὺς βλέπει στὴν Ἐκκλησία τῆς περιόδου αὐτῆς ὄχι νέες μορφὲς ἐκφράσεως τῆς εὐσεβείας – ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν εὐρύτητα καὶ ἐλευθερία τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος, συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου: «Οὗ δὲ τὸ Πνεῦµα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17) – ἀλλὰ μᾶλλον μία µεταρρύθµισι τῆς ἑρμηνείας τῆς λατρείας καὶ μίαν ἀπόκλισι ἀπὸ τὸ πρωτοχριστιανικὸ λειτουργικὸ πνεῦμα καὶ τοὺς τύπους· ἄποψις πρὸ πολλοῦ ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις τῆς Λουθηρανικῆς Μεταρρυθμίσεως.



Σὲ αὐτὴν τὴν συνάφεια, εἶναι δύσκολο νὰ συμβιβασθῇ κάποιος καὶ μὲ τὸν ὅρο «λειτουργικὴ εὐσέβεια». Στὴν συνήθη χρῆσι τῶν λέξεων, εὐσέβεια εἶναι ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἐλπὶς καὶ ἀγάπη, ἀνεξαρτήτως τῶν μορφῶν ἐκφράσεώς τους. Μία τέτοια ἀντίληψις μᾶς ἔχει ἐνσταλλαχθῇ ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ διακρίνουν μόνον τὴν αὐθεντικὴ εὐσέβεια («ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιµός ἐστι» – Α΄ Τιμ. δ΄ 8) ἀπὸ τὴν ματαία ἢ τὴν κενὴ εὐσέβεια (Ἰακ. α΄ 26, Β΄ Τιμ. γ΄ 5). Ἡ εὐσέβεια ἐκφράζεται στὴν προσευχή, στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, καὶ οἱ μορφὲς ἐκφράσεώς της ποικίλουν ἀναλόγως τῶν συνθηκῶν: εἴτε στὴν ἐκκλησία, στὴν οἰκία, στὴν φυλακή, ἢ στὶς κατακόμβες.




Ἀλλ’ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι οὐδόλως χρήζουμε ἑνὸς εἰδικοῦ ὅρου ὅπως «λειτουργικὴ εὐσέβεια» ἢ «ἐκκλησιαστικὴ εὐσέβεια», ὡς ἐὰν κάποιος ἦταν εὐσεβὴς κατὰ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο στὴν ἐκκλησία ἀπὸ ὅτι στὴν οἰκία του, καὶ ὡς ἐὰν ὑπῆρχαν δύο εἴδη θρησκευτικότητος: «θρησκευτικότης τῆς πίστεως» καὶ «θρησκευτικότης τῆς λατρείας». Τόσον ἡ γλῶσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅσο καὶ ἡ γλῶσσα τῆς Θεολογίας ἔκαμαν πάντοτε δίχως μίαν τέτοια σύλληψι.




Καὶ συνεπῶς εἶναι μία νέα σύλληψις, ξένη πρὸς ἐμᾶς, μιᾶς ἰδιαιτέρας λειτουργικῆς εὐσεβείας, τὴν ὁποίαν ἐνσταλάζει ὁ συγγραφεύς, ὅταν γράφει: «Εἶναι λοιπὸν ἡ βαθιὰ ἀλλαγὴ τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας καὶ ὄχι οἱ νέες µορφὲς λατρείας (ἀδιάφορο πόσο χτυπητὲς ἐµφανίζονται ἀπὸ πρώτη ἄποψη) αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ ἀλλαγή, ποὺ ἔφερε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰρήνη τοῦ Κωνσταντίνου» (σ. 115).




Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «Τὸ κέντρο τῆς προσοχῆς ἄρχισε νὰ µετατοπίζεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη, ποὺ γινόταν µέσα σ’ αὐτόν, στὸ οἰκοδόµηµα τοῦ ναοῦ καθαυτό, σὰν ἕνα ἀληθινὰ ἁγιασµένο οἰκοδόµηµα, σὰν ἱερό...Αὐτὸ ἀπετέλεσε τὴν ἀρχὴ ἐκείνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐσέβειας» (σσ. 133-134). Ἡ ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν Κωνσταντῖνον θεμελιώνει, γράφει ὁ συγγραφεύς, «µιὰ νέα ἀντίληψη περὶ λατρείας, µιὰ καινούρια λειτουργικὴ εὐσέβεια» (σ. 118), μία «µυστηριολογικὴ εὐσέβεια».




Στὴν χρῆσι τέτοιων ὅρων ἀπὸ τὸν συγγραφέα διαισθάνεται κανεὶς κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντικατάστασι μιᾶς ὁρολογίας ἀπὸ μίαν ἄλλη πιὸ σύγχρονη· διαισθάνεται κάτι ξένο πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη συνείδησι. Αὐτὸ τὸ θεμελιῶδες σημεῖο ἀντακακλᾶται σαφῶς μέσα στὸ βιβλίο στὶς ἀπόψεις περὶ τῶν μυστηρίων, τῆς ἱεραρχίας, καὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων, τὶς ὁποῖες θὰ ἐξετάσουμε στη συνέχεια.
[/fonts][/fontf]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου