Κάποιος νέος κάποτε, ζώντας ακόλαστη ζωή, θέλησε κάποια
Κυριακή να πάει στην εκκλησία, από περιέργεια. Στο κήρυγμά του ο
λειτουργός ιερέας μίλησε για τη μετάνοια. Ο νέος συγκλονίστηκε τόσο
πολύ, τόσο βαθειά, ώστε αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Μετά το πέρας της
Θείας Λειτουργίας ζήτησε να εξομολογηθεί.
Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του:
- Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα.
«Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος.
- Ε, τότε σήκω.
- Δεν μπορώ μόνος Κύριε…
Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει…
Και τον ρωτάει ο Κύριος.
- Τώρα γιατί κλαίς;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα.
- Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα.
Χριστιανοί μου, αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά.
Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό.
Μετάνοια σημαίνει, μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας.
Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος».
Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια.
«Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα.
Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι.
Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις!
Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων.
Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας.
Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει.
Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια.
Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά.
Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους.
Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό.
Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού.
Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες. Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα.
Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη.
Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις.
Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού.
Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες.
Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά.
Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα.
Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας.
Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν
ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας.
Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό.
Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας.
Ας έχουμε όμως υπόψη μας, ότι όλοι εμείς οι αγωνιζόμενοι πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε μέλη του θεανδρικού σώματος της Εκκλησίας του Χριστού, με ατέλειες και αδυναμίες που τείνουμε εργαζόμενοι τις Ευαγγελικές εντολές απ’ το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν. Στο σκοπό αυτό ή στην προσπάθεια αυτήν, πρέπει ο ένας να βοηθάει τον άλλον, ως μέλη της αυτής οικογένειας. Άλλωστε αυτό το συνιστά και ο αγιογραφικός λόγος, λέγοντας «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» και όχι να καταδικάζουμε ή να κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον για τις τυχόν φανερές του αδυναμίες και πτώσεις.
Και ας μην ξεχνάμε ότι επειδή είμαστε όλοι αμαρτωλοί και φέρουμε μέσα μας την ανθρωπίνη πεπτωκεία φύση, την πεσμένη φύση μας, στο σφάλμα που έπεσε σήμερα ο αδελφός, αύριο μπορεί να πέσουμε εμείς. Το βεβαιώνει και μια λαϊκή παροιμία που μας λέγει: «Το δένδρο που περιγελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει».
Κατακρίνοντες, λοιπόν, τον πλησίον, τον συγκρίνουμε με τον εαυτό μας, και αυτό μας παρασέρνει, μας παρασύρει στην πλάνη της αυτοδικαιώσεως. Αναφερόμενοι δε συνεχώς στα δικά μας δήθεν καλά έργα, φτάνουμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι και ο Θεός είναι υποχρεωμένος απέναντί μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας χρωστάει και τον Παράδεισο.
Η ζωή, όμως, είναι γεμάτη βάσανα και θλίψεις. Και όταν αυτές έρθουν στο σπιτικό μας, αμέσως γογγύζουμε και τα βάζουμε με το Θεόν λέγοντας: «Μα εγώ στη ζωή μου έκανα μόνο καλά. Γιατί να μου στείλει ο Θεός αυτό το κακό;» ή «τι του έφταιξα του Θεού και με βασανίζει τόσο πολύ; Μήπως οι άλλοι είναι καλύτεροι; Κοιτάξτε εκείνους. Στο Θεό δεν πιστεύουν. Εκκλησία δεν πηγαίνουν. Κλέφτες είναι, εργοστάσια έχουν, όλα τους πάνε καλά». Λέγονται και άλλα πολλά που δεν χρειάζονται να αναφερθούν, αυτά είναι αρκετά σαν παραδείγματα.
Δυστυχώς ξεχνάμε ότι ο Θεός δεν μας έταξε καλοπέραση αλλά σταυρό και θλίψεις όπως και ο ίδιος τα υπέμεινε. «Εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξητε». «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνισάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν, καθ’ ημέραν, και ακολουθήτω μοι».
Ας επανέλθουμε, όμως, στην αληθινή μετάνοια και μάλιστα όπως την βλέπει ο Μέγας Βασίλειος. Ο ουρανοφάντορας αυτός Άγιος χαρακτηρίζει την αμαρτία σαν αρρώστια της ψυχής, και προτείνει για φάρμακο γιατρειάς την μετάνοια.
«Για την αμαρτία σου να κλαις», λέγει ο Άγιος, «διότι αυτή είναι εκείνη που συντελεί στην αρρώστια της ψυχής σου, ακόμη και στον αιώνιο θάνατό της». Η αμαρτία σου είναι άξια πένθους και ασιγήτων στεναγμών. Μακάρι για τις αμαρτίες σου να χύνεις κάθε μέρα δάκρυα μετανοίας και να μη σταματά να ανεβαίνει από το βάθος της καρδιάς σου ο στεναγμός.
Και ερωτώ κι εγώ, αν όλοι οι άγιοι κλαίνε για τις ασήμαντες αμαρτίες τους, εγώ κι εσύ τι πρέπει να κάνουμε;
Κι ο Άγιος συνεχίζει: «κι ο απόστολος Παύλος έκλαιγε αφού εδίωξε την εκκλησίαν του Χριστού και ομολογούσε συντετριμμένος ότι ο Θεός αμαρτωλούς ήλθε να σώσει, ο πρώτος ειμί εγώ. Δεν έλεγε ήμουν, αλλά είμαι, είμαι αμαρτωλός.
Κάνοντας όμως μια παρένθεση λέμε ότι στον ικετήριο κανόνα του Ιησού Χριστού, που βρίσκεται στο Ωρολόγιον το Mέγα, στο τέλος υπάρχει μια προσευχή που την απευθύνει παρακλητικά προσευχόμενος στον Κύριο και λέγει: «Χάρισέ μοι Κύριε τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως διότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν». Και πιο κάτω: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον, και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν Σου».
Και ο Μανασσής στην προσευχή του παρακαλώντας τον Θεόν μεταξύ των άλλων λέγει: «Συ ουν Κύριε έθου μετάνοιαν επ’ εμοί τω αμαρτωλώ, διότι ήμαρτον υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης. Επλήθυναν οι ανομίαι μου, Κύριε, επλήθυναν αι ανομίαι μου, και ουκ ειμί άξιος ατενίσαι ειδείν το ύψος του ουρανού από το πλήθος των αδικιών μου. Ημάρτηκα Κύριε, ημάρτηκα, και τα ανομίας μου εγώ γινώσκω». Η προσευχή αυτή του βασιλέως Μανασσή υπάρχει στο Μεγάλο Απόδειπνο.
Άρα η αληθινή μετάνοια χαρακτηρίζεται με τα λίγα που είπαμε, από τα παρακλητικά δάκρυα, την συντετριμμένη ομολογία, την κατάνυξη και τους στεναγμούς.
Από τότε, αδελφοί μου, που έπεσαν οι Πρωτόπλαστοι, μέχρι και της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια, ονομάζονται από τον Μέγα Βασίλειο αιώνας της μετανοίας. Η αμαρτία μοιάζει με τη σκιά του ανθρώπου. Όπως, λοιπόν, μας ακολουθεί η σκιά, μέχρι το θάνατόν μας, έτσι και η αμαρτία δεν ξεκολλάει από πάνω μας παρά μόνον όταν πεθάνουμε. Άρα η μετάνοιά μας, οφείλει να είναι καθημερινή και διαρκής, δηλαδή σε όλη μας τη ζωή.
Και επί λέξη λέγει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος: «Ο αιώνας της παρούσης ζωής είναι αιώνας μετανοίας, ενώ της άλλης ζωής, είναι της ανταποδόσεως. Αυτός ο τωρινός, της υπομονής. Και κείνος της παρακλήσεως.»
Τη μετάνοια, χριστιανοί μου, τη συνιστούσε ο Άγιος και στους ιερείς της επαρχίας του, κάνοντας ταυτόχρονα και μια ομολογία. Εύχομαι σε όλους σας να ζείτε με δάκρυα και διαρκή μετάνοια επειδή και γω δεν κάνω τίποτε άλλο από το να παρακαλώ το Θεό για τις αμαρτίες μου.
Και δω μπαίνει το ερώτημα: Αν ένας Μέγας Βασίλειος παρακαλούσε συνεχώς το Θεόν για τις αμαρτίες του, είχε, δηλαδή, συνεχή μετάνοια, εμείς οι άμοιροι, και δυστυχείς, τι πρέπει να κάνουμε; Και προπαντός εμείς οι ιερείς;
Αυτό το βλέπουμε και σε άλλους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που και στο τέλος ακόμα της ζωής των, ζητούσαν μικρή παράταση αυτής της ζωής, για να βάλουν μια καινούργια αρχή μετανοίας, για να την καλλιεργήσουν ακόμα περισσότερον. Παράδειγμα ο Μέγας Σισώης.
Έλεγαν, λοιπόν, για τον Άγιο Σισώη ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει και μαζεύτηκαν οι πατέρες της σκήτης γύρω απ’ το ξυλοκρέβατο, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τους λέγει: «Να, ήλθε ο αββάς Αντώνιος». Και μετά από λίγο, «να ηλθε η χορεία των προφητών». Και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περίσσεια και είπε: «Να,ήλθε και ο χορός των δώδεκα Αποστόλων». Και έλαμψε το πρόσωπό του πάλι, ακόμα πιο πολύ από θεϊκή λαμπρότητα. Και κάτι ψιθύριζε, σα να μιλούσε με κάποιους. «Με ποιόν μιλάς Αββά;» Τον ρώτησαν. Και κείνος απάντησε: «Να, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη».
Το επαναλαμβάνω, ο Μέγας Σισώης, ο μεγάλος αυτός πατέρας και όσιος της Εκκλησίας μας, ζητούσε από τους αγγέλους να τον αφήσουν να ζήσει λίγο ακόμα, για να μετανοήσει.
Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις Αββά». Και τους είπε ο μεγάλος αυτός Άγιος: «Σας βεβαιώνω ότι δεν βλέπω να έχω κάμει ακόμη αρχή».
Και τότε πληροφορήθηκαν όλοι τους, ότι ο Αββάς Σισώης είναι τέλειος, άγιος. Και πάλι ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο, και φοβήθηκαν όλοι και τους λέγει: «Βλέπετε; Ήλθεν ο Κύριος και λέγει “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”» και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε όλο το κελί από υπερκόσμιο φως, και γλυκυτάτη ευωδία.
Έτσι αδελφοί μου, επιβεβαιώνεται ακόμη και από τους αγίους η ανάγκη, της αληθινής μετανοίας μέχρι το τέλος της ζωής μας. Γιατί μετάνοια δεν έχουμε.
Δεν έχουμε.
Ένα άλλο βασικό θέμα που επισημαίνεται, όχι μόνον απ’ τον Μέγα Βασίλειο, αλλά και απ’ τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι το θέμα της απογνώσεως και απελπισίας. Και αν σ’ αυτήν προσθέσουμε και τις ενοχές, τότε η ψυχική κατάστασις του πεσμένου αμαρτωλού γίνεται τραγική. Και αυτό διότι σκοτίζεται ο νούς, θολώνει το μυαλό και μειώνονται κατά πολύ οι ψυχικές μας αντιστάσεις.
Εδώ μας βρίσκει ο διάβολος και διά μέσου των λογισμών μας λέγει συνεχώς: «Για σένα πλέον δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει ελπίδα να σωθείς. Δεν υπάρχει ελπίδα, άδικα αγωνίζεσαι καημένε! Ο ίδιος είσαι πάλι! Κοροϊδεύεις τον Θεό. Ο Θεός σε σιχάθηκε!» Και άλλα παρόμοια τέτοια.
Με τις ενοχές, τις τύψεις και την απελπισία, δεν καλλιεργείται ποτέ η μετάνοια.
Πιο, όμως, είναι το βαθύ και αληθινό συναίσθημα της μετανοίας; Η λύπη!
Ο Άσωτος γιος της γνωστής παραβολής, που είπεν ο Κύριος, δεν αισθάνεται ενοχές. Ούτε και τον πιάνει η απελπισία. Νοιώθει μονάχα βαθειά λύπη.
Λύπη για την κατάστασή του.
Λύπη γιατί έθλιψε και πόνεσε τον Πατέρα του.
Λύπη γιατί δεν στάθηκε άξιος της αγάπης του πατρός του.
Είναι όμως βέβαιος πως ο πατέρας του εξακολουθεί να τον αγαπά. Έχει την βεβαιότητα ότι θα τον ξαναδεχθεί έστω και σαν δούλο. Γι’ αυτό και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι κοντά στον Πατέρα του και δεν διαψεύδεται.
Ας δούμε όμως επ’ αυτού, τι μας λέγει ο Μέγας Βασίλειος. «Άραγε ποιο είναι το όριο των αμαρτιών που μπορεί να ελπίζει ο αμαρτωλός στη φιλανθρωπία του Θεού, μέσω της μετανοίας του;» Ερωτά ο ίδιος ο Άγιος και ο ίδιος απαντά ως εξής: «Εάν είναι δυνατόν να αριθμήσομε το πλήθος των οικτιρμών του Θεού, και να μετρήσουμε το μέγεθος του θείου ελέους, τότε ας απελπιζόμαστε και από τις δικές μας αμαρτίες. Τα αμαρτήματά μας όμως, όπως είναι φυσικόν, μπορούμε να τα μετρήσουμε. Επειδή, όμως, το έλεος του Θεού είναι άπειρον, και τα σπλάχνα των οικτιρμών του αναρίθμητα, γι’ αυτό και δεν μας επιτρέπεται η απόγνωσις. Ούτε και οι ενοχές μας επιτρέπονται, ούτε και η απελπισία. Τότε τι πρέπει να κάνουμε όταν αμαρτάνουμε και μάλιστα θανάσιμα; Να αποκτήσουμε την επίγνωση της Θείας ευσπλαχνίας και να μισήσουμε τις αμαρτίες μας με όλη μας την καρδιά και τότε διά της μετανοίας, η άφεσις είναι βεβαία, αφού παρέχεται δωρεάν από το Πανάγιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού. Το ότι δεν πρέπει να μας πιάνει απελπισία», συνεχίζει, ο Άγιος Βασίλειος, «το διδασκόμαστε σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής, και με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα όμως από την παραβολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που αναφέρεται στον Άσωτο γιο, που πήρε την Πατρική περιουσία και την κατασπατάλησε στα διάφορα αμαρτήματα. Η έμπρακτη, όμως, μετάνοια, έγινε αιτία μεγάλης γιορτής και μάλιστα μεγάλης αξίας, αφού ενεδύθη την στολήν την πρώτην, την ολόλαμπρη, και δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα εις τους πόδας. “Και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν”, λέγει ο Θεός Πατέρας, “θύσατε ότι ούτος ο Υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη”».
Σε μια του, όμως, άλλη επιστολή, πολύ παρηγορητική, προς εκπεσούσα ψυχή, γράφει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος. Τμήματα αυτής θα δώσουμε. «Όσο μας είναι δυνατόν, αδελφή μου ψυχή, ας ανυψώσουμε τους εαυτούς μας απ’ την πτώση και ας μην απελπιζόμαστε με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα απομακρυνθούμε γρήγορα από το κακό. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και κλαύσωμεν ενώπιον αυτού, μας λέγει ο Ψαλμωδός στον ψαλμό ενενήντα τέσσερα στίχος έξι. Ο λόγος του Θεού βοά και κράζει προσκαλώντας όλους μας σε μετάνοια. Υπάρχει οδός σωτηρίας, εάν θέλουμε. Αφού ο Θεός είναι εκείνος που αφαιρεί κάθε δάκρυ από τα πρόσωπα όλων εκείνων που αληθινά μετανοούν. Έτοιμος είναι ο μεγάλος ιατρός των ψυχών να σου θεραπεύσει το πάθος. Εκείνου λόγια είναι εκείνο το γλυκύτατο και σωτήριο στόμα είπεν, “ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ’ οι κακώς έχοντες. Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”. Ο Κύριος είναι εκείνος που θέλει να σε καθαρίσει από τον πόνον και το πύον της πληγής και να σου δείξει φως μέσα στο σκοτάδι. Εσένα ζητεί ο ποιμήν ο καλός, εγκαταλείψας τα μη πεπλανημένα. Εάν παραδώσεις τον εαυτόν σου σ’ Αυτόν, δεν θα διστάσει και δεν θα απαξιωθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος να σε κρατήσει πάνω στους δικούς του θεϊκούς ώμους καταχαρούμενος που βρήκε το πρόβατο το απολωλός. Ο Θεός Πατέρας στέκεται και περιμένει την επάνοδό σου από την πλάνη της αμαρτίας. Μόνο να επιστρέψεις και ενώ θα είσαι ακόμα μακριά, θα τρέξει και θα πέσει στο τράχηλό σου, και θα αγκαλιάσει με Πατρικούς ασπασμούς την καθαρισμένη ήδη από την μετάνοια ψυχή σου. Και θα την ενδύσει με την πρώτη πάλλευκη στολή και θα σου βάλει δαχτυλίδι στο χέρι, και υποδήματα στους πόδας που επέστρεψαν από τον κακό δρόμο της αμαρτίας στο δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης και της ελευθερίας. Και θα εξαγγείλει μέρα χαράς και ευφροσύνης στους δικούς του αγγέλους και αγίους στον ουρανό και θα γιορτάσει με κάθε λαμπρό τρόπο τη σωτηρία σου. “Αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι χαρά γίνεται εν ουρανώ ενώπιον του Θεού, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι”. Και αν γι’ αυτό παραπονεθεί κάποιος απ’ αυτούς, που νομίζουν ότι στέκονται καλά, και είναι δίκαιοι, αυτός ο Πανάγαθος Θεός θα απολογηθεί για σένα λέγοντας “έπρεπε και συ να είχες χαρεί και ευφρανθεί, διότι η ψυχή αυτή ήταν νεκρή και ανεστήθη, χαμένη δε και ευρέθη”.
Όλα αυτά, τα πολύ παρηγορητικά και φιλάνθρωπα λόγια, χριστιανοί μου, ήταν του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου, που χαρακτηρίζεται ως άγιος αυστηρός και ασκητικός.
Κήρυκας, όμως, της αληθινής μετανοίας, ήταν κατ’ εξοχήν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ας δούμε, όμως, έστω και συνοπτικά μερικά αποσπάσματα από τις περίφημες αυτές ομιλίες του για τη μετάνοια και τους μετανοούντας.
Στο θαύμα, αδελφοί μου, του παραλυτικού, του αιρομένου υπό τεσσάρων, το πρώτο πράγμα που είπεν ο Κύριος ήτο: «Τέκνον, αφέονταί σου αι αμαρτίαι σου».
Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει. «Άφεσις αμαρτιών σημαίνει πηγή σωτηρίας και βραβείο μετανοίας. Γιατί μετάνοια είναι ιατρείο, που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι ακόμα ουράνιο δώρο, και δύναμις θαυμαστή, δύναμις που με την Θεία Χάρη νικάει όλα τα κακά αποτελέσματα της παραβάσεως των Ευαγγελικών εντολών, γι’ αυτό
δεν απορρίπτει τον πόρνο,
δεν απομακρύνει τον μοιχό.
Δεν κατακρίνει την μοιχαλίδα,
δεν αποστρέφεται τον μέθυσο,
δεν σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη,
δεν αποδιώχνει τον υβριστή.
Δεν αποπέμπει τον βλάσφημο.
Δεν αποκρούει ούτε ακόμη και αυτόν τον υπερήφανο.
Αρκεί όλοι τους και ο καθένας χωριστά, να μετανοήσουν. Όλους τους δέχεται και όλους τους αγκαλιάζει. Ναι, αδελφοί μου», καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
«Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας. Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας.»
Για την απόγνωση είπαμε αρκετά, γι’ αυτό ας δούμε με δυο λόγια τι μας λέγει ο Άγιος Χρυσόστομος και για τη ντροπή.
«Η ντροπή δόθηκε από τον Θεόν, για να μας συγκρατεί από τον κατήφορο της αμαρτίας. Κι όμως. Αυτό το δώρο, το πήρε ο διάβολος και το έκαμε εμπόδιο για τη μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση. Πρόσεξε τι σου έκαμε ο διάβολος,» λέγει ο Ιερός πατήρ. «Δύο είναι αυτά, η αμαρτία, και η μετάνοια. Η αμαρτία είναι η θανατηφόρος πληγή, ενώ η μετάνοια είναι το φάρμακο. Η αμαρτία έχει την ντροπή και η μετάνοια την παρρησία. Η αμαρτία έχει το σάπισμα, έχει την αιμορραγία και το θάνατο, ενώ η μετάνοια προκαλεί την πλήρη θεραπεία. Την τάξη αυτή την αντέστρεψε ο Σατανάς και έδωσε την παρρησία και τον κομπασμό στην αμαρτία και την ντροπή στην μετάνοια. Και όμως πρέπει να ντρέπεσαι και να ντρέπομαι όταν αμαρτάνουμε και όχι όταν εξομολογούμεθα. Εκείνος λέγει, πρέπει να ντρέπεσαι όταν αμαρτάνεις και όχι όταν εξομολογείσαι. Στη μετάνοια βρίσκεται η θεραπεία και κατακτάται η σωτηρία».
Όσον αφορά τη μετάνοια και τη σχέση της με το χρόνο που απαιτείται γι’ αυτήν, ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής καταπληκτικά: «Δεν περιμένει ο Θεός να περάσει χρόνος απ’ τη μετάνοια. Ομολόγησες την αμαρτία σου με ειλικρίνεια; Το επαναλαμβάνω. Με ειλικρίνεια την ομολόγησες; Δικαιώθηκες και συγχωρέθηκες. Μετανόησες αληθινά; Ελεήθηκες. Δε χρειάζεται πολύς χρόνος. Ο τρόπος που μετανοείς σβήνει την αμαρτία. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που περιμένει κάποιος αμαρτωλός, πολύ πολύ χρόνο, κι όμως μπορεί να μη κερδίσει τη σωτηρία του. Κι αυτό διότι δεν μετανοεί ειλικρινά. Ενώ κάποιος άλλος που εξομολογείται με ειλικρίνεια και με σταθερή την απόφαση να μην ξαναλυπήσει το Θεό, τουλάχιστον μη θεληματικά, αυτό που λέμε ακουσίως, αυτός αποβάλλει την αμαρτία μέσα σε λίγες στιγμές, συγχωρείται και δικαιώνεται. Αυτή είναι και η του Θεού άπειρη μακροθυμία και φιλανθρωπία.»
«Η έμπρακτη αυτή μετάνοια», λέγει σε κάποιο άλλο σημείο, ο Ιερός Χρυσόστομος, «έχει άμεση ευεργετική επίδραση πρώτα στους οικείους, στην οικογένεια, στους συνανθρώπους, στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Ακόμα και στους απογόνους, όλοι διδάσκονται και όλοι σιωπηλά παροτρύνονται στην εξάσκηση της αρετής. Και, επειδή η μετάνοια δεν είναι έργο μόνον μιας ημέρας αλλά και συνεχής και ισόβιος, αυτό έχει σαν συνέπεια να μεταμορφώνεται ο μετανοών χριστιανός, και με τα δάκρυα που χύνει, το πένθος και τη συντριβή που καλλιεργεί, και τον καθημερινό αγώνα που διεξάγει, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, Θεία Κοινωνία, προσοχή στις αισθήσεις, ιερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ελεημοσύνη, και λοιπά, και λοιπά, επιδρά πολύ ευεργετικά δια της Χάριτος του Ιησού Χριστού, σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και σε ολόκληρον τον κόσμον. Οι καρποί της αληθινής μετανοίας είναι πάντοτε φανεροί και ωφέλιμοι,» καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Πάρα πολλά είναι τα θέματα της μετανοίας με τα οποία ασχολείται, αδελφοί μου, ο Άγιος αυτός Πατέρας. Εμείς, όμως, θα κλείσουμε τη σημερινή μας ομιλία με την ανάμνηση της αμαρτίας στον μετανοούντα χριστιανό.
«Ο Θεός συγχωρεί και εξαλείφει μια για πάντα τις αμαρτίες μας, όσο θανάσιμες και αν είναι αυτές. Εφόσον εξομολογηθήκαμε με απόλυτη ειλικρίνεια και δεν τις θυμάται πλέον. Αλλά εμείς, όμως, θα πρέπει να τις έχουμε διαρκώς μπροστά μας».
Και επί λέξη τονίζει ο Άγιος τα εξής: «Και, όταν ο Θεός σου έχει συγχωρήσει και τις πιο βαριές σου θανάσιμες αμαρτίες, εσύ χάριν της ψυχικής σου ασφάλειας να τις έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου. Γιατί, όποιος θυμάται τα σφάλματα του παρελθόντος, αποτρέπεται από μελλοντικές παρεκτροπές, και όποιος πονάει αληθινά για τα πρώτα του λάθη, προφυλάσσει οπωσδήποτε τον εαυτόν του από την επανάληψή τους. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ λέγει και ομολογεί: ‘Και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Και την ανομία μου εγώ γιγνώσκω.’ Η διπλή δηλαδή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου, βρίσκεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μου, λέγει ο Προφήτης Δαυίδ. Διότι, όποιος υποφέρει για τα θανάσιμα αμαρτήματα των παρελθόντων ημερών, τόσο και πιο πολύ φυλάγει τον εαυτόν του στο να μη ξαναπέσει στα ίδια στις επόμενες ημέρες. Και το ότι απαιτεί από μας ο Θεός αυτή τη στάση, άκουσε τι μας λέγει διά μέσου του Προφήτου Ησαΐα, τεσσακοστόν τρίτο κεφάλαιον, στίχοι 25 - 26. ‘Εγώ ειμί, εγώ ειμί ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμού, και τα αμαρτίας σου και ου μνησθήσομαι. Συ δε μνήσθητι και κριθώμεν. Λέγε εσύ τας ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθείς.’»
Ας ερμηνεύσουμε τώρα τους στίχους, μαζί με τα σχόλια του Ιερού Χρυσοστόμου. «Εγώ είμαι, Εγώ και μόνος εγώ είμαι που σβήνω και εξαλείφω τις ανομίες σου, εξαιτίας της αγαθότητός μου. Και τις αμαρτίες σου δεν θα τις ενθυμηθώ ποτέ. Συ δε μνήσθητι. Σύ όμως πρέπει να θυμάσαι τις ανομίες σου και τις πτώσεις σου, και ενθυμούμενος αυτές έλα να δικασθούμε και να αναμετρηθούμε μαζί. Εγώ είμαι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πανάμωμος, ο Πανάσπιλος, ο Πανάγαθος, ο Παντελεήμων, και συ ο αμαρτωλός. Γι’ αυτό λέγε εσύ πρώτος τας ανομίας σου, ίνα δικαιωθείς. Λέγε εσύ πρώτος τις ανομίες σου, τις αμαρτίες σου, τις πονηρίες σου, τις κακίες σου, και αναγνωρίζοντας αυτές δια της μετανοίας και μόνον θα συγχωρεθείς και θα δικαιωθείς. Και προσέξτε, αδελφοί μου, δεν είπεν ο Θεός λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να μην κολασθείς, αλλά για να δικαιωθείς, και δικαιώνεσαι επειδή τις ομολογείς με συντριβή και πόνο, δηλαδή με αληθινή μετάνοια.»
Συνεχίζοντας δε ο Ιερός Χρυσόστομος, κάνει ένα άλμα πνευματικό, ελάτε μαζί να ανέβουμε τώρα αυτό το άλμα, και να το κάνουμε, μαζί να το κάνουμε. Που δύσκολα μπορεί να το φθάσει ο χριστιανός εκείνος που μέσα του δεν καλλιεργήθηκε η αληθινή μετάνοια, το πνεύμα της αληθινής συντριβής, όπως την ορίζει η Ορθόδοξη διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου. Λέγει ο Χρυσόστομος:
«Ο Θεός εξαλείφοντας τα αμαρτήματά σου, ούτε ουλές αφήνει, ούτε ίχνη επιτρέπει να παραμείνουν, αλλά μαζί με την υγεία της ψυχής, χαρίζει και την ομορφιά, και μαζί με την απαλλαγή από την Κόλαση, προσφέρει και την δικαίωση.»
Και κάνει άλλο ένα άλμα, λίγο ψηλότερα πνευματικά. Ανεβαίνει ψηλότερα, λέγει και βεβαιώνει κάτι το ασύλληπτο για τα ανθρώπινα πεπερασμένα μυαλά μας. Τι λέγει ο Χρυσόστομος; Ότι «αυτόν που αμάρτησε κατά τον πλέον χειρότερον τρόπον, αφού αποκτήσει την αληθινή μετάνοια, με ποταμούς δακρύων μέρα νύχτα, Αυτόν τον εξυψώνει με κείνον που δεν αμάρτησε. Που δεν αμάρτησε και που δεν είχε τις ίδιες και όμοιες πτώσεις.
Να, ποια είναι η δύναμις της μετανοίας, αλλά της αληθινής όμως.
Όχι της υποκριτικής,
όχι της Φαρισαϊκής,
όχι της ψεύτικης,
όχι αυτής που συνεχώς δικαιολογείται,
όχι αυτής που συνεχώς μεταθέτει ελπίδες…
Αλλά αυτή που ζείς μέσα σου με πόνον ψυχής, γιατί λύπησες τον Πατέρα σου τον Θεόν.
Το ποια θα είναι η τιμητική σους θέση και δόξα στους ουρανούς, για τον καθένα χωριστά, γι’ αυτόν που δεν αμάρτησε θανάσιμα, και γι’ αυτόν που αμάρτησε θανάσιμα, αυτό είναι άλλο πράγμα που μόνον ο Θεός ο Πανάγαθος το γνωρίζει εκεί στους ουρανούς. Εδώ είναι το ίδιο, εκεί διαφέρει. Αστήρ από αστέρος διαφέρει κατά την λάμψιν και κατά την δόξαν.»
Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαίτερα ο Ιερός Χρυσόστομος την υπενθύμιση των αμαρτημάτων μας. Και μάλιστα κατά την διάρκειαν των συντετριμμένων μας προσευχών, ανεξάρτητα αν έχουμε πάρει την άφεση στην Ιερά μας Εξομολόγηση. Δηλαδή, «και μετά την Εξομολόγηση, συνεχώς θα μετανοείς και θα μετανοούμε, και θα συντριβόμαστε και θα κλαίμε για τις αμαρτίες μας και την αμαρτωλότητά μας.»
«Μάλιστα δε», συνεχίζει ο Άγιος, «αυτή η ενθύμηση των αμαρτιών μας και των φοβερών πτώσεών μας, που γίνεται με δάκρυα και συντριβή, ούτε μας ντροπιάζει, ούτε και μας τρομάζει, αλλά αντίθετα μας καθιστά μπροστά στα μάτια του Θεού λαμπρούς και αστραφτερούς. Και δεν μας κάνει τόσο λαμπρούς μπροστά στο θρόνο του Θεού η απαρίθμησις των καλών μας έργων, και των δήθεν αρετών μας, όσο η μνημόνευσις των αμαρτημάτων μας.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων’.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι άρπαγας, κλέφτης και τα λοιπά’.
Όχι ‘αποδεκατώ όσα κτώμαι’.
Όχι ‘νηστεύω δις του Σαββάτου’.
Αλλά ‘ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ’. Και, συγκεκριμένα, είμαι αυτό και αυτό και αυτό. Αυτά μας λέγει ο Ιερός Πατέρας, για να τα έχουμε υπόψη μας όλοι εμείς, που από ντροπή, ή από μία αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια», το τονίζω αυτό, «αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια, δεν λέμε και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, και δεν προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε για να μην έχουμε τάχα ενοχές και καταπιέσεις στη συνείδησή μας. Ας μη μας ξεγελάει, λοιπόν, και μας κοροϊδεύει συνεχώς και κάθε μέρα ο διάβολος».
«Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου,» συνεχίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, «το Φαρισαίο που απαρίθμησε τα κατορθώματά του, τον σιχάθηκε ο Θεός. Ενώ τον Τελώνη, που ομολόγησε την αμαρτωλότητά του και ζήτησε το έλεός Του, τον αγάπησε και τον δόξασε. Η απαρίθμησις, λοιπόν, των δήθεν καλών μας πράξεων, και των δήθεν αρετών, που νομίζουμε ότι έχουμε, και των δήθεν θυσιών που πιστεύουμε ότι κάνουμε, μας οδηγούν στην υπερηφάνεια και στον κομπασμό, δηλαδή στην καταδίκη μας. Στην καταδίκη μας. Ενώ η ενθύμησις των αμαρτημάτων μας, συγκρατεί την διάνοιά μας από την υπερηφάνεια, ταπεινώνει τους λογισμούς μας, συγκρατεί τις αισθήσεις μας, αυξάνει την επιείκεια και την συγχωρητικότητά μας στα λάθη των αδελφών μας και πλούσια προσελκύει την εύνοια του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Χριστός εντέλλεται, “όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγεται ότι δούλοι άχρειοι εσμέν”. Ότι, “ό, οφειλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν”, Λουκάς, ιζ 10.»
Αδελφοί και χριστιανοί μου, είπαμε ότι η αληθινή μετάνοια έχει και τη σωστή εξομολόγηση. Και όμως είδαμε, πιθανόν από άγνοια, τρόπους εξομολογήσεως, που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο πνεύμα του ιεροτάτου αυτού μυστηρίου. Εμάς, όμως, μας απασχόλησε κυρίως, η θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, όπως μας την περιέγραψαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος. Είδαμε ακόμα και περιγράψαμε τα φάρμακα που προσφέρει το άπειρον έλεος και η φιλανθρωπία του Αγίου Θεού, μέσα από την αληθινή μετάνοια, τη συντριβή της καρδιάς, και τα καυτά δάκρυα.
Σε μας τώρα εναπόκειται, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε πριν να είναι πολύ πολύ αργά.
Και είναι βεβαιωμένον εκ των προτέρων ότι οι σωτήριες αποφάσεις με την έμπρακτη μετάνοια, θα μεταμορφώσουν τη ζωή μας, θα μας δικαιώσουν, και θα μας οδηγήσουν στη θεία μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού. Όχι μόνον τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Οι ολιγωρίες, όμως, και οι χλιαρότητες, οι αναβολές και οι αμφιβολίες, όπως και οι πολλές δικαιολογίες για έμπρακτη μετάνοια, πιθανόν να αποβούν για όλους μας ολέθριες και καταστρεπτικές. Με τραγική συνέπεια τον αιώνιο θάνατο της ψυχής μας, δηλαδή την Κόλαση.
Αλήθεια, αδελφοί μου, εμείς όλοι, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε; Τις καλές ή τις κακές; Τις σωστές ή τις λανθασμένες; Αυτές που θα μας οδηγήσουν στον Παράδεισο ή αυτές που θα μας οδηγήσουν στην Κόλαση;
Ελπίζω και το εύχομαι να πάρουμε όλοι μας, πρώτος εγώ και ύστερα όλοι εσείς, τις σωστές και σωτήριες αποφάσεις,
Αμήν
Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του:
- Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα.
«Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος.
- Ε, τότε σήκω.
- Δεν μπορώ μόνος Κύριε…
Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει…
Και τον ρωτάει ο Κύριος.
- Τώρα γιατί κλαίς;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα.
- Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα.
Χριστιανοί μου, αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά.
Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό.
Μετάνοια σημαίνει, μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας.
Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος».
Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια.
«Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα.
Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι.
Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις!
Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων.
Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας.
Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει.
Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια.
Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά.
Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους.
Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό.
Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού.
Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες. Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα.
Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη.
Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις.
Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού.
Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες.
Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά.
Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα.
Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας.
Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν
ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας.
Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό.
Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας.
Ας έχουμε όμως υπόψη μας, ότι όλοι εμείς οι αγωνιζόμενοι πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε μέλη του θεανδρικού σώματος της Εκκλησίας του Χριστού, με ατέλειες και αδυναμίες που τείνουμε εργαζόμενοι τις Ευαγγελικές εντολές απ’ το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν. Στο σκοπό αυτό ή στην προσπάθεια αυτήν, πρέπει ο ένας να βοηθάει τον άλλον, ως μέλη της αυτής οικογένειας. Άλλωστε αυτό το συνιστά και ο αγιογραφικός λόγος, λέγοντας «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» και όχι να καταδικάζουμε ή να κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον για τις τυχόν φανερές του αδυναμίες και πτώσεις.
Και ας μην ξεχνάμε ότι επειδή είμαστε όλοι αμαρτωλοί και φέρουμε μέσα μας την ανθρωπίνη πεπτωκεία φύση, την πεσμένη φύση μας, στο σφάλμα που έπεσε σήμερα ο αδελφός, αύριο μπορεί να πέσουμε εμείς. Το βεβαιώνει και μια λαϊκή παροιμία που μας λέγει: «Το δένδρο που περιγελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει».
Κατακρίνοντες, λοιπόν, τον πλησίον, τον συγκρίνουμε με τον εαυτό μας, και αυτό μας παρασέρνει, μας παρασύρει στην πλάνη της αυτοδικαιώσεως. Αναφερόμενοι δε συνεχώς στα δικά μας δήθεν καλά έργα, φτάνουμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι και ο Θεός είναι υποχρεωμένος απέναντί μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας χρωστάει και τον Παράδεισο.
Η ζωή, όμως, είναι γεμάτη βάσανα και θλίψεις. Και όταν αυτές έρθουν στο σπιτικό μας, αμέσως γογγύζουμε και τα βάζουμε με το Θεόν λέγοντας: «Μα εγώ στη ζωή μου έκανα μόνο καλά. Γιατί να μου στείλει ο Θεός αυτό το κακό;» ή «τι του έφταιξα του Θεού και με βασανίζει τόσο πολύ; Μήπως οι άλλοι είναι καλύτεροι; Κοιτάξτε εκείνους. Στο Θεό δεν πιστεύουν. Εκκλησία δεν πηγαίνουν. Κλέφτες είναι, εργοστάσια έχουν, όλα τους πάνε καλά». Λέγονται και άλλα πολλά που δεν χρειάζονται να αναφερθούν, αυτά είναι αρκετά σαν παραδείγματα.
Δυστυχώς ξεχνάμε ότι ο Θεός δεν μας έταξε καλοπέραση αλλά σταυρό και θλίψεις όπως και ο ίδιος τα υπέμεινε. «Εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξητε». «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνισάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν, καθ’ ημέραν, και ακολουθήτω μοι».
Ας επανέλθουμε, όμως, στην αληθινή μετάνοια και μάλιστα όπως την βλέπει ο Μέγας Βασίλειος. Ο ουρανοφάντορας αυτός Άγιος χαρακτηρίζει την αμαρτία σαν αρρώστια της ψυχής, και προτείνει για φάρμακο γιατρειάς την μετάνοια.
«Για την αμαρτία σου να κλαις», λέγει ο Άγιος, «διότι αυτή είναι εκείνη που συντελεί στην αρρώστια της ψυχής σου, ακόμη και στον αιώνιο θάνατό της». Η αμαρτία σου είναι άξια πένθους και ασιγήτων στεναγμών. Μακάρι για τις αμαρτίες σου να χύνεις κάθε μέρα δάκρυα μετανοίας και να μη σταματά να ανεβαίνει από το βάθος της καρδιάς σου ο στεναγμός.
Και ερωτώ κι εγώ, αν όλοι οι άγιοι κλαίνε για τις ασήμαντες αμαρτίες τους, εγώ κι εσύ τι πρέπει να κάνουμε;
Κι ο Άγιος συνεχίζει: «κι ο απόστολος Παύλος έκλαιγε αφού εδίωξε την εκκλησίαν του Χριστού και ομολογούσε συντετριμμένος ότι ο Θεός αμαρτωλούς ήλθε να σώσει, ο πρώτος ειμί εγώ. Δεν έλεγε ήμουν, αλλά είμαι, είμαι αμαρτωλός.
Κάνοντας όμως μια παρένθεση λέμε ότι στον ικετήριο κανόνα του Ιησού Χριστού, που βρίσκεται στο Ωρολόγιον το Mέγα, στο τέλος υπάρχει μια προσευχή που την απευθύνει παρακλητικά προσευχόμενος στον Κύριο και λέγει: «Χάρισέ μοι Κύριε τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως διότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν». Και πιο κάτω: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον, και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν Σου».
Και ο Μανασσής στην προσευχή του παρακαλώντας τον Θεόν μεταξύ των άλλων λέγει: «Συ ουν Κύριε έθου μετάνοιαν επ’ εμοί τω αμαρτωλώ, διότι ήμαρτον υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης. Επλήθυναν οι ανομίαι μου, Κύριε, επλήθυναν αι ανομίαι μου, και ουκ ειμί άξιος ατενίσαι ειδείν το ύψος του ουρανού από το πλήθος των αδικιών μου. Ημάρτηκα Κύριε, ημάρτηκα, και τα ανομίας μου εγώ γινώσκω». Η προσευχή αυτή του βασιλέως Μανασσή υπάρχει στο Μεγάλο Απόδειπνο.
Άρα η αληθινή μετάνοια χαρακτηρίζεται με τα λίγα που είπαμε, από τα παρακλητικά δάκρυα, την συντετριμμένη ομολογία, την κατάνυξη και τους στεναγμούς.
Από τότε, αδελφοί μου, που έπεσαν οι Πρωτόπλαστοι, μέχρι και της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια, ονομάζονται από τον Μέγα Βασίλειο αιώνας της μετανοίας. Η αμαρτία μοιάζει με τη σκιά του ανθρώπου. Όπως, λοιπόν, μας ακολουθεί η σκιά, μέχρι το θάνατόν μας, έτσι και η αμαρτία δεν ξεκολλάει από πάνω μας παρά μόνον όταν πεθάνουμε. Άρα η μετάνοιά μας, οφείλει να είναι καθημερινή και διαρκής, δηλαδή σε όλη μας τη ζωή.
Και επί λέξη λέγει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος: «Ο αιώνας της παρούσης ζωής είναι αιώνας μετανοίας, ενώ της άλλης ζωής, είναι της ανταποδόσεως. Αυτός ο τωρινός, της υπομονής. Και κείνος της παρακλήσεως.»
Τη μετάνοια, χριστιανοί μου, τη συνιστούσε ο Άγιος και στους ιερείς της επαρχίας του, κάνοντας ταυτόχρονα και μια ομολογία. Εύχομαι σε όλους σας να ζείτε με δάκρυα και διαρκή μετάνοια επειδή και γω δεν κάνω τίποτε άλλο από το να παρακαλώ το Θεό για τις αμαρτίες μου.
Και δω μπαίνει το ερώτημα: Αν ένας Μέγας Βασίλειος παρακαλούσε συνεχώς το Θεόν για τις αμαρτίες του, είχε, δηλαδή, συνεχή μετάνοια, εμείς οι άμοιροι, και δυστυχείς, τι πρέπει να κάνουμε; Και προπαντός εμείς οι ιερείς;
Αυτό το βλέπουμε και σε άλλους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που και στο τέλος ακόμα της ζωής των, ζητούσαν μικρή παράταση αυτής της ζωής, για να βάλουν μια καινούργια αρχή μετανοίας, για να την καλλιεργήσουν ακόμα περισσότερον. Παράδειγμα ο Μέγας Σισώης.
Έλεγαν, λοιπόν, για τον Άγιο Σισώη ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει και μαζεύτηκαν οι πατέρες της σκήτης γύρω απ’ το ξυλοκρέβατο, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τους λέγει: «Να, ήλθε ο αββάς Αντώνιος». Και μετά από λίγο, «να ηλθε η χορεία των προφητών». Και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περίσσεια και είπε: «Να,ήλθε και ο χορός των δώδεκα Αποστόλων». Και έλαμψε το πρόσωπό του πάλι, ακόμα πιο πολύ από θεϊκή λαμπρότητα. Και κάτι ψιθύριζε, σα να μιλούσε με κάποιους. «Με ποιόν μιλάς Αββά;» Τον ρώτησαν. Και κείνος απάντησε: «Να, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη».
Το επαναλαμβάνω, ο Μέγας Σισώης, ο μεγάλος αυτός πατέρας και όσιος της Εκκλησίας μας, ζητούσε από τους αγγέλους να τον αφήσουν να ζήσει λίγο ακόμα, για να μετανοήσει.
Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις Αββά». Και τους είπε ο μεγάλος αυτός Άγιος: «Σας βεβαιώνω ότι δεν βλέπω να έχω κάμει ακόμη αρχή».
Και τότε πληροφορήθηκαν όλοι τους, ότι ο Αββάς Σισώης είναι τέλειος, άγιος. Και πάλι ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο, και φοβήθηκαν όλοι και τους λέγει: «Βλέπετε; Ήλθεν ο Κύριος και λέγει “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”» και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε όλο το κελί από υπερκόσμιο φως, και γλυκυτάτη ευωδία.
Έτσι αδελφοί μου, επιβεβαιώνεται ακόμη και από τους αγίους η ανάγκη, της αληθινής μετανοίας μέχρι το τέλος της ζωής μας. Γιατί μετάνοια δεν έχουμε.
Δεν έχουμε.
Ένα άλλο βασικό θέμα που επισημαίνεται, όχι μόνον απ’ τον Μέγα Βασίλειο, αλλά και απ’ τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι το θέμα της απογνώσεως και απελπισίας. Και αν σ’ αυτήν προσθέσουμε και τις ενοχές, τότε η ψυχική κατάστασις του πεσμένου αμαρτωλού γίνεται τραγική. Και αυτό διότι σκοτίζεται ο νούς, θολώνει το μυαλό και μειώνονται κατά πολύ οι ψυχικές μας αντιστάσεις.
Εδώ μας βρίσκει ο διάβολος και διά μέσου των λογισμών μας λέγει συνεχώς: «Για σένα πλέον δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει ελπίδα να σωθείς. Δεν υπάρχει ελπίδα, άδικα αγωνίζεσαι καημένε! Ο ίδιος είσαι πάλι! Κοροϊδεύεις τον Θεό. Ο Θεός σε σιχάθηκε!» Και άλλα παρόμοια τέτοια.
Με τις ενοχές, τις τύψεις και την απελπισία, δεν καλλιεργείται ποτέ η μετάνοια.
Πιο, όμως, είναι το βαθύ και αληθινό συναίσθημα της μετανοίας; Η λύπη!
Ο Άσωτος γιος της γνωστής παραβολής, που είπεν ο Κύριος, δεν αισθάνεται ενοχές. Ούτε και τον πιάνει η απελπισία. Νοιώθει μονάχα βαθειά λύπη.
Λύπη για την κατάστασή του.
Λύπη γιατί έθλιψε και πόνεσε τον Πατέρα του.
Λύπη γιατί δεν στάθηκε άξιος της αγάπης του πατρός του.
Είναι όμως βέβαιος πως ο πατέρας του εξακολουθεί να τον αγαπά. Έχει την βεβαιότητα ότι θα τον ξαναδεχθεί έστω και σαν δούλο. Γι’ αυτό και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι κοντά στον Πατέρα του και δεν διαψεύδεται.
Ας δούμε όμως επ’ αυτού, τι μας λέγει ο Μέγας Βασίλειος. «Άραγε ποιο είναι το όριο των αμαρτιών που μπορεί να ελπίζει ο αμαρτωλός στη φιλανθρωπία του Θεού, μέσω της μετανοίας του;» Ερωτά ο ίδιος ο Άγιος και ο ίδιος απαντά ως εξής: «Εάν είναι δυνατόν να αριθμήσομε το πλήθος των οικτιρμών του Θεού, και να μετρήσουμε το μέγεθος του θείου ελέους, τότε ας απελπιζόμαστε και από τις δικές μας αμαρτίες. Τα αμαρτήματά μας όμως, όπως είναι φυσικόν, μπορούμε να τα μετρήσουμε. Επειδή, όμως, το έλεος του Θεού είναι άπειρον, και τα σπλάχνα των οικτιρμών του αναρίθμητα, γι’ αυτό και δεν μας επιτρέπεται η απόγνωσις. Ούτε και οι ενοχές μας επιτρέπονται, ούτε και η απελπισία. Τότε τι πρέπει να κάνουμε όταν αμαρτάνουμε και μάλιστα θανάσιμα; Να αποκτήσουμε την επίγνωση της Θείας ευσπλαχνίας και να μισήσουμε τις αμαρτίες μας με όλη μας την καρδιά και τότε διά της μετανοίας, η άφεσις είναι βεβαία, αφού παρέχεται δωρεάν από το Πανάγιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού. Το ότι δεν πρέπει να μας πιάνει απελπισία», συνεχίζει, ο Άγιος Βασίλειος, «το διδασκόμαστε σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής, και με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα όμως από την παραβολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που αναφέρεται στον Άσωτο γιο, που πήρε την Πατρική περιουσία και την κατασπατάλησε στα διάφορα αμαρτήματα. Η έμπρακτη, όμως, μετάνοια, έγινε αιτία μεγάλης γιορτής και μάλιστα μεγάλης αξίας, αφού ενεδύθη την στολήν την πρώτην, την ολόλαμπρη, και δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα εις τους πόδας. “Και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν”, λέγει ο Θεός Πατέρας, “θύσατε ότι ούτος ο Υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη”».
Σε μια του, όμως, άλλη επιστολή, πολύ παρηγορητική, προς εκπεσούσα ψυχή, γράφει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος. Τμήματα αυτής θα δώσουμε. «Όσο μας είναι δυνατόν, αδελφή μου ψυχή, ας ανυψώσουμε τους εαυτούς μας απ’ την πτώση και ας μην απελπιζόμαστε με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα απομακρυνθούμε γρήγορα από το κακό. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και κλαύσωμεν ενώπιον αυτού, μας λέγει ο Ψαλμωδός στον ψαλμό ενενήντα τέσσερα στίχος έξι. Ο λόγος του Θεού βοά και κράζει προσκαλώντας όλους μας σε μετάνοια. Υπάρχει οδός σωτηρίας, εάν θέλουμε. Αφού ο Θεός είναι εκείνος που αφαιρεί κάθε δάκρυ από τα πρόσωπα όλων εκείνων που αληθινά μετανοούν. Έτοιμος είναι ο μεγάλος ιατρός των ψυχών να σου θεραπεύσει το πάθος. Εκείνου λόγια είναι εκείνο το γλυκύτατο και σωτήριο στόμα είπεν, “ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ’ οι κακώς έχοντες. Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”. Ο Κύριος είναι εκείνος που θέλει να σε καθαρίσει από τον πόνον και το πύον της πληγής και να σου δείξει φως μέσα στο σκοτάδι. Εσένα ζητεί ο ποιμήν ο καλός, εγκαταλείψας τα μη πεπλανημένα. Εάν παραδώσεις τον εαυτόν σου σ’ Αυτόν, δεν θα διστάσει και δεν θα απαξιωθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος να σε κρατήσει πάνω στους δικούς του θεϊκούς ώμους καταχαρούμενος που βρήκε το πρόβατο το απολωλός. Ο Θεός Πατέρας στέκεται και περιμένει την επάνοδό σου από την πλάνη της αμαρτίας. Μόνο να επιστρέψεις και ενώ θα είσαι ακόμα μακριά, θα τρέξει και θα πέσει στο τράχηλό σου, και θα αγκαλιάσει με Πατρικούς ασπασμούς την καθαρισμένη ήδη από την μετάνοια ψυχή σου. Και θα την ενδύσει με την πρώτη πάλλευκη στολή και θα σου βάλει δαχτυλίδι στο χέρι, και υποδήματα στους πόδας που επέστρεψαν από τον κακό δρόμο της αμαρτίας στο δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης και της ελευθερίας. Και θα εξαγγείλει μέρα χαράς και ευφροσύνης στους δικούς του αγγέλους και αγίους στον ουρανό και θα γιορτάσει με κάθε λαμπρό τρόπο τη σωτηρία σου. “Αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι χαρά γίνεται εν ουρανώ ενώπιον του Θεού, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι”. Και αν γι’ αυτό παραπονεθεί κάποιος απ’ αυτούς, που νομίζουν ότι στέκονται καλά, και είναι δίκαιοι, αυτός ο Πανάγαθος Θεός θα απολογηθεί για σένα λέγοντας “έπρεπε και συ να είχες χαρεί και ευφρανθεί, διότι η ψυχή αυτή ήταν νεκρή και ανεστήθη, χαμένη δε και ευρέθη”.
Όλα αυτά, τα πολύ παρηγορητικά και φιλάνθρωπα λόγια, χριστιανοί μου, ήταν του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου, που χαρακτηρίζεται ως άγιος αυστηρός και ασκητικός.
Κήρυκας, όμως, της αληθινής μετανοίας, ήταν κατ’ εξοχήν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ας δούμε, όμως, έστω και συνοπτικά μερικά αποσπάσματα από τις περίφημες αυτές ομιλίες του για τη μετάνοια και τους μετανοούντας.
Στο θαύμα, αδελφοί μου, του παραλυτικού, του αιρομένου υπό τεσσάρων, το πρώτο πράγμα που είπεν ο Κύριος ήτο: «Τέκνον, αφέονταί σου αι αμαρτίαι σου».
Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει. «Άφεσις αμαρτιών σημαίνει πηγή σωτηρίας και βραβείο μετανοίας. Γιατί μετάνοια είναι ιατρείο, που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι ακόμα ουράνιο δώρο, και δύναμις θαυμαστή, δύναμις που με την Θεία Χάρη νικάει όλα τα κακά αποτελέσματα της παραβάσεως των Ευαγγελικών εντολών, γι’ αυτό
δεν απορρίπτει τον πόρνο,
δεν απομακρύνει τον μοιχό.
Δεν κατακρίνει την μοιχαλίδα,
δεν αποστρέφεται τον μέθυσο,
δεν σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη,
δεν αποδιώχνει τον υβριστή.
Δεν αποπέμπει τον βλάσφημο.
Δεν αποκρούει ούτε ακόμη και αυτόν τον υπερήφανο.
Αρκεί όλοι τους και ο καθένας χωριστά, να μετανοήσουν. Όλους τους δέχεται και όλους τους αγκαλιάζει. Ναι, αδελφοί μου», καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
«Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας. Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας.»
Για την απόγνωση είπαμε αρκετά, γι’ αυτό ας δούμε με δυο λόγια τι μας λέγει ο Άγιος Χρυσόστομος και για τη ντροπή.
«Η ντροπή δόθηκε από τον Θεόν, για να μας συγκρατεί από τον κατήφορο της αμαρτίας. Κι όμως. Αυτό το δώρο, το πήρε ο διάβολος και το έκαμε εμπόδιο για τη μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση. Πρόσεξε τι σου έκαμε ο διάβολος,» λέγει ο Ιερός πατήρ. «Δύο είναι αυτά, η αμαρτία, και η μετάνοια. Η αμαρτία είναι η θανατηφόρος πληγή, ενώ η μετάνοια είναι το φάρμακο. Η αμαρτία έχει την ντροπή και η μετάνοια την παρρησία. Η αμαρτία έχει το σάπισμα, έχει την αιμορραγία και το θάνατο, ενώ η μετάνοια προκαλεί την πλήρη θεραπεία. Την τάξη αυτή την αντέστρεψε ο Σατανάς και έδωσε την παρρησία και τον κομπασμό στην αμαρτία και την ντροπή στην μετάνοια. Και όμως πρέπει να ντρέπεσαι και να ντρέπομαι όταν αμαρτάνουμε και όχι όταν εξομολογούμεθα. Εκείνος λέγει, πρέπει να ντρέπεσαι όταν αμαρτάνεις και όχι όταν εξομολογείσαι. Στη μετάνοια βρίσκεται η θεραπεία και κατακτάται η σωτηρία».
Όσον αφορά τη μετάνοια και τη σχέση της με το χρόνο που απαιτείται γι’ αυτήν, ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής καταπληκτικά: «Δεν περιμένει ο Θεός να περάσει χρόνος απ’ τη μετάνοια. Ομολόγησες την αμαρτία σου με ειλικρίνεια; Το επαναλαμβάνω. Με ειλικρίνεια την ομολόγησες; Δικαιώθηκες και συγχωρέθηκες. Μετανόησες αληθινά; Ελεήθηκες. Δε χρειάζεται πολύς χρόνος. Ο τρόπος που μετανοείς σβήνει την αμαρτία. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που περιμένει κάποιος αμαρτωλός, πολύ πολύ χρόνο, κι όμως μπορεί να μη κερδίσει τη σωτηρία του. Κι αυτό διότι δεν μετανοεί ειλικρινά. Ενώ κάποιος άλλος που εξομολογείται με ειλικρίνεια και με σταθερή την απόφαση να μην ξαναλυπήσει το Θεό, τουλάχιστον μη θεληματικά, αυτό που λέμε ακουσίως, αυτός αποβάλλει την αμαρτία μέσα σε λίγες στιγμές, συγχωρείται και δικαιώνεται. Αυτή είναι και η του Θεού άπειρη μακροθυμία και φιλανθρωπία.»
«Η έμπρακτη αυτή μετάνοια», λέγει σε κάποιο άλλο σημείο, ο Ιερός Χρυσόστομος, «έχει άμεση ευεργετική επίδραση πρώτα στους οικείους, στην οικογένεια, στους συνανθρώπους, στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Ακόμα και στους απογόνους, όλοι διδάσκονται και όλοι σιωπηλά παροτρύνονται στην εξάσκηση της αρετής. Και, επειδή η μετάνοια δεν είναι έργο μόνον μιας ημέρας αλλά και συνεχής και ισόβιος, αυτό έχει σαν συνέπεια να μεταμορφώνεται ο μετανοών χριστιανός, και με τα δάκρυα που χύνει, το πένθος και τη συντριβή που καλλιεργεί, και τον καθημερινό αγώνα που διεξάγει, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, Θεία Κοινωνία, προσοχή στις αισθήσεις, ιερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ελεημοσύνη, και λοιπά, και λοιπά, επιδρά πολύ ευεργετικά δια της Χάριτος του Ιησού Χριστού, σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και σε ολόκληρον τον κόσμον. Οι καρποί της αληθινής μετανοίας είναι πάντοτε φανεροί και ωφέλιμοι,» καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Πάρα πολλά είναι τα θέματα της μετανοίας με τα οποία ασχολείται, αδελφοί μου, ο Άγιος αυτός Πατέρας. Εμείς, όμως, θα κλείσουμε τη σημερινή μας ομιλία με την ανάμνηση της αμαρτίας στον μετανοούντα χριστιανό.
«Ο Θεός συγχωρεί και εξαλείφει μια για πάντα τις αμαρτίες μας, όσο θανάσιμες και αν είναι αυτές. Εφόσον εξομολογηθήκαμε με απόλυτη ειλικρίνεια και δεν τις θυμάται πλέον. Αλλά εμείς, όμως, θα πρέπει να τις έχουμε διαρκώς μπροστά μας».
Και επί λέξη τονίζει ο Άγιος τα εξής: «Και, όταν ο Θεός σου έχει συγχωρήσει και τις πιο βαριές σου θανάσιμες αμαρτίες, εσύ χάριν της ψυχικής σου ασφάλειας να τις έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου. Γιατί, όποιος θυμάται τα σφάλματα του παρελθόντος, αποτρέπεται από μελλοντικές παρεκτροπές, και όποιος πονάει αληθινά για τα πρώτα του λάθη, προφυλάσσει οπωσδήποτε τον εαυτόν του από την επανάληψή τους. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ λέγει και ομολογεί: ‘Και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Και την ανομία μου εγώ γιγνώσκω.’ Η διπλή δηλαδή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου, βρίσκεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μου, λέγει ο Προφήτης Δαυίδ. Διότι, όποιος υποφέρει για τα θανάσιμα αμαρτήματα των παρελθόντων ημερών, τόσο και πιο πολύ φυλάγει τον εαυτόν του στο να μη ξαναπέσει στα ίδια στις επόμενες ημέρες. Και το ότι απαιτεί από μας ο Θεός αυτή τη στάση, άκουσε τι μας λέγει διά μέσου του Προφήτου Ησαΐα, τεσσακοστόν τρίτο κεφάλαιον, στίχοι 25 - 26. ‘Εγώ ειμί, εγώ ειμί ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμού, και τα αμαρτίας σου και ου μνησθήσομαι. Συ δε μνήσθητι και κριθώμεν. Λέγε εσύ τας ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθείς.’»
Ας ερμηνεύσουμε τώρα τους στίχους, μαζί με τα σχόλια του Ιερού Χρυσοστόμου. «Εγώ είμαι, Εγώ και μόνος εγώ είμαι που σβήνω και εξαλείφω τις ανομίες σου, εξαιτίας της αγαθότητός μου. Και τις αμαρτίες σου δεν θα τις ενθυμηθώ ποτέ. Συ δε μνήσθητι. Σύ όμως πρέπει να θυμάσαι τις ανομίες σου και τις πτώσεις σου, και ενθυμούμενος αυτές έλα να δικασθούμε και να αναμετρηθούμε μαζί. Εγώ είμαι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πανάμωμος, ο Πανάσπιλος, ο Πανάγαθος, ο Παντελεήμων, και συ ο αμαρτωλός. Γι’ αυτό λέγε εσύ πρώτος τας ανομίας σου, ίνα δικαιωθείς. Λέγε εσύ πρώτος τις ανομίες σου, τις αμαρτίες σου, τις πονηρίες σου, τις κακίες σου, και αναγνωρίζοντας αυτές δια της μετανοίας και μόνον θα συγχωρεθείς και θα δικαιωθείς. Και προσέξτε, αδελφοί μου, δεν είπεν ο Θεός λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να μην κολασθείς, αλλά για να δικαιωθείς, και δικαιώνεσαι επειδή τις ομολογείς με συντριβή και πόνο, δηλαδή με αληθινή μετάνοια.»
Συνεχίζοντας δε ο Ιερός Χρυσόστομος, κάνει ένα άλμα πνευματικό, ελάτε μαζί να ανέβουμε τώρα αυτό το άλμα, και να το κάνουμε, μαζί να το κάνουμε. Που δύσκολα μπορεί να το φθάσει ο χριστιανός εκείνος που μέσα του δεν καλλιεργήθηκε η αληθινή μετάνοια, το πνεύμα της αληθινής συντριβής, όπως την ορίζει η Ορθόδοξη διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου. Λέγει ο Χρυσόστομος:
«Ο Θεός εξαλείφοντας τα αμαρτήματά σου, ούτε ουλές αφήνει, ούτε ίχνη επιτρέπει να παραμείνουν, αλλά μαζί με την υγεία της ψυχής, χαρίζει και την ομορφιά, και μαζί με την απαλλαγή από την Κόλαση, προσφέρει και την δικαίωση.»
Και κάνει άλλο ένα άλμα, λίγο ψηλότερα πνευματικά. Ανεβαίνει ψηλότερα, λέγει και βεβαιώνει κάτι το ασύλληπτο για τα ανθρώπινα πεπερασμένα μυαλά μας. Τι λέγει ο Χρυσόστομος; Ότι «αυτόν που αμάρτησε κατά τον πλέον χειρότερον τρόπον, αφού αποκτήσει την αληθινή μετάνοια, με ποταμούς δακρύων μέρα νύχτα, Αυτόν τον εξυψώνει με κείνον που δεν αμάρτησε. Που δεν αμάρτησε και που δεν είχε τις ίδιες και όμοιες πτώσεις.
Να, ποια είναι η δύναμις της μετανοίας, αλλά της αληθινής όμως.
Όχι της υποκριτικής,
όχι της Φαρισαϊκής,
όχι της ψεύτικης,
όχι αυτής που συνεχώς δικαιολογείται,
όχι αυτής που συνεχώς μεταθέτει ελπίδες…
Αλλά αυτή που ζείς μέσα σου με πόνον ψυχής, γιατί λύπησες τον Πατέρα σου τον Θεόν.
Το ποια θα είναι η τιμητική σους θέση και δόξα στους ουρανούς, για τον καθένα χωριστά, γι’ αυτόν που δεν αμάρτησε θανάσιμα, και γι’ αυτόν που αμάρτησε θανάσιμα, αυτό είναι άλλο πράγμα που μόνον ο Θεός ο Πανάγαθος το γνωρίζει εκεί στους ουρανούς. Εδώ είναι το ίδιο, εκεί διαφέρει. Αστήρ από αστέρος διαφέρει κατά την λάμψιν και κατά την δόξαν.»
Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαίτερα ο Ιερός Χρυσόστομος την υπενθύμιση των αμαρτημάτων μας. Και μάλιστα κατά την διάρκειαν των συντετριμμένων μας προσευχών, ανεξάρτητα αν έχουμε πάρει την άφεση στην Ιερά μας Εξομολόγηση. Δηλαδή, «και μετά την Εξομολόγηση, συνεχώς θα μετανοείς και θα μετανοούμε, και θα συντριβόμαστε και θα κλαίμε για τις αμαρτίες μας και την αμαρτωλότητά μας.»
«Μάλιστα δε», συνεχίζει ο Άγιος, «αυτή η ενθύμηση των αμαρτιών μας και των φοβερών πτώσεών μας, που γίνεται με δάκρυα και συντριβή, ούτε μας ντροπιάζει, ούτε και μας τρομάζει, αλλά αντίθετα μας καθιστά μπροστά στα μάτια του Θεού λαμπρούς και αστραφτερούς. Και δεν μας κάνει τόσο λαμπρούς μπροστά στο θρόνο του Θεού η απαρίθμησις των καλών μας έργων, και των δήθεν αρετών μας, όσο η μνημόνευσις των αμαρτημάτων μας.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων’.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι άρπαγας, κλέφτης και τα λοιπά’.
Όχι ‘αποδεκατώ όσα κτώμαι’.
Όχι ‘νηστεύω δις του Σαββάτου’.
Αλλά ‘ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ’. Και, συγκεκριμένα, είμαι αυτό και αυτό και αυτό. Αυτά μας λέγει ο Ιερός Πατέρας, για να τα έχουμε υπόψη μας όλοι εμείς, που από ντροπή, ή από μία αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια», το τονίζω αυτό, «αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια, δεν λέμε και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, και δεν προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε για να μην έχουμε τάχα ενοχές και καταπιέσεις στη συνείδησή μας. Ας μη μας ξεγελάει, λοιπόν, και μας κοροϊδεύει συνεχώς και κάθε μέρα ο διάβολος».
«Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου,» συνεχίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, «το Φαρισαίο που απαρίθμησε τα κατορθώματά του, τον σιχάθηκε ο Θεός. Ενώ τον Τελώνη, που ομολόγησε την αμαρτωλότητά του και ζήτησε το έλεός Του, τον αγάπησε και τον δόξασε. Η απαρίθμησις, λοιπόν, των δήθεν καλών μας πράξεων, και των δήθεν αρετών, που νομίζουμε ότι έχουμε, και των δήθεν θυσιών που πιστεύουμε ότι κάνουμε, μας οδηγούν στην υπερηφάνεια και στον κομπασμό, δηλαδή στην καταδίκη μας. Στην καταδίκη μας. Ενώ η ενθύμησις των αμαρτημάτων μας, συγκρατεί την διάνοιά μας από την υπερηφάνεια, ταπεινώνει τους λογισμούς μας, συγκρατεί τις αισθήσεις μας, αυξάνει την επιείκεια και την συγχωρητικότητά μας στα λάθη των αδελφών μας και πλούσια προσελκύει την εύνοια του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Χριστός εντέλλεται, “όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγεται ότι δούλοι άχρειοι εσμέν”. Ότι, “ό, οφειλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν”, Λουκάς, ιζ 10.»
Αδελφοί και χριστιανοί μου, είπαμε ότι η αληθινή μετάνοια έχει και τη σωστή εξομολόγηση. Και όμως είδαμε, πιθανόν από άγνοια, τρόπους εξομολογήσεως, που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο πνεύμα του ιεροτάτου αυτού μυστηρίου. Εμάς, όμως, μας απασχόλησε κυρίως, η θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, όπως μας την περιέγραψαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος. Είδαμε ακόμα και περιγράψαμε τα φάρμακα που προσφέρει το άπειρον έλεος και η φιλανθρωπία του Αγίου Θεού, μέσα από την αληθινή μετάνοια, τη συντριβή της καρδιάς, και τα καυτά δάκρυα.
Σε μας τώρα εναπόκειται, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε πριν να είναι πολύ πολύ αργά.
Και είναι βεβαιωμένον εκ των προτέρων ότι οι σωτήριες αποφάσεις με την έμπρακτη μετάνοια, θα μεταμορφώσουν τη ζωή μας, θα μας δικαιώσουν, και θα μας οδηγήσουν στη θεία μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού. Όχι μόνον τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Οι ολιγωρίες, όμως, και οι χλιαρότητες, οι αναβολές και οι αμφιβολίες, όπως και οι πολλές δικαιολογίες για έμπρακτη μετάνοια, πιθανόν να αποβούν για όλους μας ολέθριες και καταστρεπτικές. Με τραγική συνέπεια τον αιώνιο θάνατο της ψυχής μας, δηλαδή την Κόλαση.
Αλήθεια, αδελφοί μου, εμείς όλοι, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε; Τις καλές ή τις κακές; Τις σωστές ή τις λανθασμένες; Αυτές που θα μας οδηγήσουν στον Παράδεισο ή αυτές που θα μας οδηγήσουν στην Κόλαση;
Ελπίζω και το εύχομαι να πάρουμε όλοι μας, πρώτος εγώ και ύστερα όλοι εσείς, τις σωστές και σωτήριες αποφάσεις,
Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου